ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 1 ΑΑΔ 1314

10 Οκτωβρίου, 1997

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, Ν.33/64,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (AΡ. 3) ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΠΟΥ ΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 30.9.97 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 17552/97.

(Αίτηση Αρ. 116/97).

 

Προνομιακά Εντάλματα — Certiorari — Αίτηση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για χορήγηση άδειας καταχώρισης αίτησης με σκοπό την  έκδοση εντάλματος Certiorari για παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο προς ακύρωση απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος σε ποινική υπόθεση, με την οποία εδιατάζοντο οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι κρίθηκαν ένοχοι για κατοχή και εξαγωγή συναλλάγματος, να επιστρέψουν τα κατασχεθέντα ποσά στους δικαιούχους — Νομική πλάνη — Απουσία εναλλακτικού ένδικου μέσου — Παραχώρηση της αιτούμενης άδειας για καταχώρηση εντάλματος Certiorari.

Οι κατηγορούμενοι παραδέχθηκαν ενοχή για κατοχή και εξαγωγή συναλλάγματος και το Δικαστήριο τους επέβαλε πρόστιμο στην πρώτη κατηγορία και τους διέταξε να επιστρέψουν τα ποσά που είχαν κατασχεθεί στους δικαιούχους εφαρμόζοντας το Άρθρο 170(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Η παρούσα αίτηση στρέφεται εναντίον της διαταγής του Δικαστηρίου για επιστροφή των κατασχεθέντων ποσών και προβάλλεται ο ισχυρισμός για εμφιλοχώρηση νομικής πλάνης.

Ο αιτητής υπέβαλε ότι τα συγκεκριμένα νομίσματα δεν αποτελούσαν τεκμήρια στην ποινική διαδικασία και συνεπώς δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί το Άρθρο 170 του Κεφ. 155.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Η διαδικασία έκδοσης προνομιακού διατάγματος δεν αποτελεί υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας ούτε μέσο εποπτείας της διαδικασίας κατώτερου δικαστηρίου ή της πρακτικής που ακολουθεί.

2. Το Άρθρο 137 του Κεφ. 155 δεν επιτρέπει την προσβολή διατάγματος όπως το εκδοθέν στην παρούσα υπόθεση και συνεπώς η διαδικασία έκδοσης προνομιακού διατάγματος ήταν και η μόνη ενδεδειγμένη.

3. Τα νομίσματα στην παρούσα υπόθεση κατασχέθηκαν με βάση το Άρθρο 170(1) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967, Ν. 82/67.  Το Δικαστήριο θα έπρεπε να εφαρμόσει την πρόνοια αυτή και να εξετάσει κατά πόσο τα νομίσματα που κατασχέθηκαν έπρεπε να δημευθούν.  Οι δικαιούχοι θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την δήμευση των χρημάτων με βάση τις διατάξεις του Δευτέρου Παραρτήματος του Νόμου 82/67.

4. Τα κατασχεθέντα νομίσματα δεν αποτελούσαν τεκμήρια και συνεπώς το Δικαστήριο δεν μπορούσε να εκδόσει διάταγμα επιστροφής τους με βάση το άρθρο 170 του Κεφ. 155. Ήταν αγαθά υποκείμενα σε δήμευση και ως εκ τούτου έπρεπε να ακολουθηθεί η διαδικασία του Ν. 82/67.

    Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας ενήργησε υπό νομική πλάνη η οποία είναι εμφανής και εξακριβώνεται αμέσως.

    Η αίτηση εγκρίνεται. Eκδίδεται άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari. Δεν εκδίδεται διαταγή ως προς τα έξοδα.

H αίτηση εγκρίθηκε.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Γενικός Εισαγγελέας (1993) 1 Α.Α.Δ. 442,

Ξάνθος Λυσιώτης και Υιός Λτδ (Aρ. 3) (1996) 1 A.A.Δ. 1066,

Γενικός Εισαγγελέας (Aρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 126,

Γρηγορίου (Aρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 396.

Aίτηση.

Aίτηση με την οποία ο αιτητής ζητά άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari για παραπομπή στο Aνώτατο Δικαστήριο προς ακύρωση της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος που εκδόθηκε στις 30.9.97 στην Ποινική Yπόθεση 17552/97.

Π. Κληρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Αιτητή.

NIKOΛAΪΔHΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση αξιώνεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος της φύσης Certiorari για παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο προς ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που εκδόθηκε στις 30.9.1997 στην Ποινική Υπόθεση αρ. 17552/97.

Οι δύο κατηγορούμενοι στην πιο πάνω υπόθεση κατηγορούνταν ότι στις 23.9.1997, ενώ αναχωρούσαν αεροπορικώς για Ζυρίχη, παρέλειψαν να δηλώσουν στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές ότι είχαν στην κατοχή τους το ποσό των 500.000,00 Γερμανικών Μάρκων, των 11.000,00 Ολλανδικών Φιορινιών και 150.000,00 Ελβετικών Φράγκων, σε μετρητά. Επίσης κατηγορούνταν ότι εν γνώσει τους και με πρόθεση καταστρατήγησης απαγορευτικής διάταξης, χωρίς άδεια του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, εξήγαγαν συνάλλαγμα, δηλαδή τα πιο πάνω νομίσματα.  Οι κατηγορούμενοι παραδέκτηκαν ενοχή και το Δικαστήριο στις 30.9.1997 τους επέβαλε πρόστιμο £1.000 στην πρώτη κατηγορία, ενώ στη δεύτερη δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή.  Διέταξε περαιτέρω όπως τα ποσά που είχαν κατασχεθεί επιστραφούν στους δικαιούχους.

Η παρούσα αίτηση στρέφεται ακριβώς εναντίον της τελευταίας αυτής διαταγής του Δικαστηρίου για επιστροφή των κατασχεθέντων ποσών και βασίζεται στον ισχυρισμό για εμφιλοχώρηση νομικής πλάνης.

Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι η διαδικασία έκδοσης προνομιακού διατάγματος δεν αποτελεί υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας ούτε μέσο εποπτείας της διαδικασίας του κατώτερου δικαστηρίου ή της πρακτικής που ακολουθεί (Αίτηση Γενικού Εισαγγελέα 80/93, ημερ. 22.6.1993). Η αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ούτε σαν έφεση υπό μεταμφίεση, ούτε σαν μέσο επανακρόασης του ζητήματος που εγείρεται (Αναφορικά με την εταιρεία Ξάνθος Λυσιώτης και Υιός Λτδ, Αίτηση Αρ. 174/96, ημερ. 9.10.1996).

Εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν μπορούσε να ασκηθεί έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα γιατί σύμφωνα με το άρθρο 137(1) (β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να ασκήσει έφεση εναντίον απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου για το λόγο ότι η ποινή ήταν ανεπαρκής. Το άρθρο 137 του Κεφ. 155 δεν επιτρέπει την προσβολή διατάγματος όπως το εκδοθέν στην παρούσα υπόθεση και συνεπώς η διαδικασία έκδοσης προνομιακού διατάγματος ήταν και η μόνη ενδεδειγμένη.

Είναι η θέση του αιτητή ότι το Δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του γιατί εξέδωσε το συγκεκριμένο διάταγμα εφαρμόζοντας λανθασμένα το άρθρο 170 (1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο παρέχει στο Δικαστήριο την εξουσία να εκδίδει διάταγμα για την παράδοση περιουσίας που περιήλθε στην κατοχή της Αστυνομίας σε σχέση με οποιανδήποτε ποινική διαδικασία στο πρόσωπο που παρουσιάζεται ως ο κύριος της. Τα συγκεκριμένα νομίσματα, σύμφωνα με τον αιτητή, κατασχέθηκαν δυνάμει του άρθρου 170 (1) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967, Ν. 82/67, δεν αποτελούσαν τεκμήρια στην ποινική διαδικασία και συνεπώς δεν μπορούσε να εφαρμοστεί το άρθρο 170 του Κεφ. 155.  Απόδειξη του γεγονότος της κατάσχεσης αποτελούν τα Τεκμήρια Β και Γ.

Σύμφωνα με το άρθρο 24 του περί Συναλλάγματος Νόμου, Κεφ. 199, η χωρίς άδεια εξαγωγή από τη Δημοκρατία χαρτονομισμάτων οποιασδήποτε κατηγορίας απαγορεύεται. Η παράγραφος 3 του Μέρους ΙΙ του Πέμπτου Πίνακα του Κεφ. 199, προβλέπει ότι πρόσωπο που διαπράττει αδίκημα που τιμωρείται βάσει του Μέρους αυτού του Πίνακα, υπόκειται σε καταδίκη και όπου το αδίκημα αφορά οποιοδήποτε νόμισμα, τίτλο αξιών κλπ, το Δικαστήριο δύναται, αν κρίνει ορθό, να διατάξει όπως το νόμισμα ή οι τίτλοι αξιών δημευθούν.  Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 170(1) του Ν. 82/67 κάθε υποκείμενο σε δήμευση δυνάμει του περί Τελωνείων Νόμου δυνατόν να κατασχεθεί.

Το άρθρο 49 (1) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967, Ν. 82/67, προνοεί ότι αν εξαχθούν εμπορεύματα η εξαγωγή των οποίων αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη ή περιορισμό, τα εμπορεύματα αυτά υπόκεινται σε δήμευση και ο εξαγωγέας είναι ένοχος αδικήματος. Οι κατηγορίες που ασκήθηκαν εναντίον των κατηγορουμένων βασίζονται στο Μέρος ΙΙΙ του Πέμπτου Παραρτήματος του Κεφ. 199 και του άρθρου 59 (3) του Ν. 82/67, όπως τροποποιήθηκε.

Τα νομίσματα στην παρούσα υπόθεση κατασχέθηκαν με βάση το άρθρο 170 (1) του Ν. 82/67. Το Δικαστήριο θα έπρεπε να εφαρμόσει την πρόνοια αυτή και να προχωρήσει να αποφασίσει κατά πόσο τα νομίσματα που κατασχέθηκαν έπρεπε να δημευθούν. Οι δικαιούχοι θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν τη δήμευση των χρημάτων με βάση τις διατάξεις του Δευτέρου Παραρτήματος του Νόμου 82/67.

Τα κατασχεθέντα νομίσματα δεν αποτελούσαν τεκμήρια και συνεπώς το Δικαστήριο δεν μπορούσε να εκδόσει διάταγμα επιστροφής τους με βάση το άρθρο 170 του Κεφ. 155. Ήταν αγαθά υποκείμενα σε δήμευση και γι' αυτό έπρεπε να ακολουθηθεί η διαδικασία του Ν.82/67.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας ενήργησε προφανώς υπό νομική πλάνη. Υπάρχει έκδηλα εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Η πλάνη είναι εμφανής και εξακριβώνεται αμέσως (βλ. σχετικά Αίτηση 189/94 και 195/94, Αναφορικά με τις αιτήσεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερ. 20.2.1995 και Αναφορικά με την αίτηση Ανδρέα Γρηγορίου, Αίτηση 58/95, ημερ. 3.5.1995).

Εν όψει των ανωτέρω η αίτηση εγκρίνεται. Εκδίδεται άδεια για καταχώρηση αίτησης Certiorari που θα πρέπει να καταχωρηθεί μέσα σε τρεις εβδομάδες από σήμερα. Καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα.

Η αίτηση εγκρίνεται. Εκδίδεται άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari. Δεν εκδίδεται διαταγή ως προς τα έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο