ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
MARY JANE SUPATAN ν. ΝΙΚΟΛΑ ΠΕΡΙΣΤΙΑΝΗ, Εφεση Αρ. 206, 21 Δεκεμβρίου 2006
ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΡΙΦΤΑΡΙΔΗΣ ν. XIAODAN LIU, Έφεση Αρ. 13/2015, 5/10/2016, ECLI:CY:DOD:2016:5
Tριμιθιώτης Παναγιώτης ν. Aλεξάνδρας Φιλοθέου κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 226
Kωσιάρη Kώστας ν. Άννας Nικολάου (1998) 1 ΑΑΔ 234
Supatan Mary Jane ν. Νικόλα Περιστιάνη (2006) 1 ΑΑΔ 1417
Τριφταρίδης Ιωάννης ν. Xiaodan Liu (2016) 1 ΑΑΔ 2349, ECLI:CY:DOD:2016:5
Θρασυβούλου Στέλιος ν. Aνδρούλλας Φικάρδου (1999) 1 ΑΑΔ 1822
(1997) 1 ΑΑΔ 1307
7 Oκτωβρίου, 1997
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΞΕΝΑΚΗΣ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ,
Εφεσείων-Καθ' ου η αίτηση,
v.
ΜΑΡΙΑΣ ΚΚΕΛΗ,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
(Έφεση Aρ. 57).
Οικογενειακό Δίκαιο — Δικαστική αναγνώριση πατρότητος εξώγαμου τέκνου — Αιματολογικές εξετάσεις — Ένσταση του εφεσείοντα να υποβληθεί σε αυτές — Δεν εγείρει τεκμήριο απόδειξης του ισχυρισμού ότι αυτός είναι όντως ο πατέρας του εξώγαμου τέκνου — Εσφαλμένη εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου της ένστασης του εφεσείοντα να υποβληθεί σε αιματολογικές εξετάσεις — Οδήγησε σε ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης — Εφαρμοστέες αρχές στην Κύπρο, Ελλάδα και Αγγλία.
Στα πλαίσια αίτησης για δικαστική αναγνώριση πατρότητας εξώγαμου τέκνου, η εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση για έκδοση διατάγματος για υποβολή του εφεσείοντα σε αιματολογικές εξετάσεις. Η εν λόγω αίτηση, στην οποία ενέστη ο εφεσείων, απορρίφθηκε λόγω απουσίας νομικού και δικονομικού υπόβαθρου για υποβολή της και επίσης λόγω του ότι τέτοια διαταγή θα ήταν αντίθετη προς τις συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες του ατόμου.
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία έγινε αποδεκτό αίτημα της εφεσίβλητης - αιτήτριας για δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων - αιτητής είναι ο πατέρας του εξώγαμου τέκνου της.
Το Δικαστήριο κατέληξε στην απόφασή του αποδεχόμενο τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, και απορρίπτοντας εκείνη του εφεσείοντα. Η μαρτυρία του εφεσείοντα αξιολογήθηκε μεταξύ άλλων και σε συνάρτηση με την άρνησή του να δεχθεί αιματολογικές εξετάσεις. Η άρνηση του εφεσείοντα χαρακτηρίστηκε ως αδικαιολόγητη (unreasonable) με αναφορά σε Αγγλική νομολογία, θεωρώντας ότι αν η εκδοχή του ότι δεν ήταν ο πατέρας ήταν αληθής, αυτός φυσιολογικά θα εδέχετο τις πιο πάνω εξετάσεις. Επίσης τόσο στην ενδιάμεση απόφαση στην αίτηση της εφεσίβλητης όσο και στην τελική απόφαση, έγινε αναφορά και στο Ελληνικό Δίκαιο.
Ένας από τους λόγους της έφεσης ήταν η εσφαλμένη ερμηνεία της άρνησης, όπως τη χαρακτήρισε το Οικογενειακό Δικαστήριο, του εφεσείοντα να υποβληθεί σε αιματολογικές εξετάσεις.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σύγχυσε τα θέματα αξιοπιστίας και επιπέδου απόδειξης. Εφόσον ένα από τα στοιχεία απόρριψης της μαρτυρίας του εφεσείοντα ως αναληθούς, ήταν η άρνησή του να υποβληθεί σε αιματολογικές εξετάσεις, θα έπρεπε να επανατεθεί και πάλιν θέμα αξιολόγησης της μαρτυρίας των δύο πλευρών προτού εξετασθεί το θέμα επιπέδου της απόδειξης.
2. Στην Αγγλία, με βάση το Family Law Reform Act, 1969, δίδεται δικαιοδοσία στο Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος για οδηγίες για τη διεξαγωγή αιματολογικών εξετάσεων και καθορίζεται ο τρόπος διεξαγωγής τους, νοουμένου ότι υπάρχει συγκατάθεση, και δίδεται δικαίωμα στο Δικαστήριο να εξάγει τα ανάλογα συμπεράσματα σε περιπτώσεις άρνησης ή παράλειψης συμμόρφωσης με τις οδηγίες του Δικαστηρίου.
3. Στο Ελληνικό Δίκαιο γίνεται πρόνοια για επιστημονικές εξετάσεις και προβλέπεται ότι η άρνηση εκ μέρους προσώπου να υποβληθεί σε τέτοιες εξετάσεις, εγείρει τεκμήριο απόδειξης των ισχυρισμών του αντιδίκου. Στην Κύπρο δεν υπάρχει τέτοια νομοθετική ρύθμιση.
4. Το συμπέρασμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ότι δηλαδή οι πιο πάνω ενστάσεις του εφεσείοντα στα αιτήματα της εφεσίβλητης, έπρεπε να θεωρηθούν ως στοιχείο εναντίον του, ήταν εντελώς ανεπίτρεπτο.
5. Η εσφαλμένη εκτίμηση της άρνησης του εφεσείοντα να δεχθεί αιματολογικές εξετάσεις, επηρεάζει άμεσα την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και για τον λόγο αυτό και μόνο η απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.
Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστήριο. Εκδίδεται διαταγή για έξοδα υπέρ του εφεσείοντα.
H έφεση έγινε δεκτή. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.
Έφεση.
Έφεση από τον καθ' ου η αίτηση κατά της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Σεργίδης, Δ.) που δόθηκε στις 28 Φεβρουαρίου, 1995 (Aρ. Aίτησης 8/90) με την οποία εκδόθηκε διάταγμα αναγνώρισής του ως φυσικού πατέρα του εξώγαμου παιδιού της αιτήτριας.
Μ. Ηλία, για τον Εφεσείοντα.
Π. Κλεοβούλου, για την Εφεσίβλητη.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με την έφεσή του ο εφεσείοντας-καθ' ου η αίτηση προσβάλλει απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αποδεκτό αίτημα της εφεσίβλητης-αιτήτριας για δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείοντας είναι ο φυσικός πατέρας του εξώγαμου τέκνου της.
Ένας από τους λόγους της έφεσης είναι ότι το Δικαστήριο λανθασμένα και αυθαίρετα ερμήνευσε ότι το γεγονός της "άρνησης", όπως τη χαρακτήρισε, να υποβληθεί ο εφεσείοντας σε αιματολογικές εξετάσεις, αποτελούσε ενισχυτική μαρτυρία και στοιχείο εναντίον του, επικαλούμενο για ενίσχυση της θέσης του Αγγλική νομολογία και κάμνοντας αναφορά στο Ελληνικό Δίκαιο.
Στις 22.7.91 η εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε διάταγμα και/ή οδηγίες με το οποίο να διατάσσεται ο εφεσείοντας να δεχθεί αιματολογικές εξετάσεις για τη διακρίβωση της πατρότητας του παιδιού της. Στις 17.9.91 η αίτηση, στην οποία ενέστη ο εφεσείοντας απορρίφθηκε, τόσο γιατί δεν υπήρχε το νομικό και δικονομικό υπόβαθρο για υποβολή τέτοιας αίτησης όσο και γιατί τέτοια διαταγή θα ήταν σε αντίθεση με συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες του ατόμου. Το Δικαστήριο όμως στην απόφασή του επεφύλαξε το δικαίωμα να εκτιμήσει ανάλογα την "άρνηση" του εφεσείοντα να δεχθεί αιματολογικές εξετάσεις.
Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια της ακρόασης, ο Μ.Ε.5 Χρίστος Ταπακούδης, υπεύθυνος στην Τράπεζα Αίματος του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, ανέφερε ότι ο εφεσείοντας υπήρξε αιμοδότης στις 9.7.85 και στις 25.9.86 με αποτέλεσμα ο μάρτυρας να έχει στη διάθεσή του όλα τα στοιχεία του αίματος του και μετά από αίτημα του συνηγόρου της εφεσίβλητης αποπειράθηκε να παρουσιάσει τα αιματολογικά στοιχεία του εφεσείοντα ενώπιον του Δικαστηρίου. Η πλευρά του εφεσείοντα ενέστη και η ένσταση έγινε αποδεκτή, βασικά γιατί αποδοχή της μαρτυρίας αυτής θα αποτελούσε παραβίαση του άρθρου 15 του Συντάγματος και του Άρθρου 8(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης σχετικά με το σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του ατόμου. Το Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και του εφεσείοντα, σχολίασε το τι θεωρούσε άρνηση του εφεσείοντα να υποβληθεί σε αιματολογικές εξετάσεις και τη χαρακτήρισε ως αδικαιολόγητη (unreasonable) με αναφορά σε Αγγλική νομολογία, θεωρώντας ότι, αν η εκδοχή του ότι δεν ήταν ο πατέρας του τέκνου της εφεσίβλητης ήταν αληθής, αυτός φυσιολογικά θα εδέχετο τις πιο πάνω εξετάσεις.
Προτού προχωρήσουμε για να εξετάσουμε τη βασιμότητα του λόγου αυτού της έφεσης θα θέλαμε να υποδείξουμε πως στην Αγγλία από το 1969 με βάση το Family Law Reform Act, 1969 δίδεται δικαιοδοσία στο Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος για οδηγίες για τη διεξαγωγή αιματολογικών εξετάσεων και καθορίζεται ο τρόπος διεξαγωγής τους, νοουμένου ότι υπάρχει συγκατάθεση, και δίδεται το δικαίωμα στο Δικαστήριο να εξάξει τα ανάλογα συμπεράσματα σε περιπτώσεις που υπάρχει άρνηση ή παράλειψη συμμόρφωσης με τις οδηγίες του Δικαστηρίου.
Επίσης, στο Ελληνικό Δίκαιο στο οποίο και πάλιν γίνεται αναφορά, τόσο στη ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου στην αίτηση της εφεσίβλητης ημερ. 22.7.91 όσο και στην τελική απόφαση, ας σημειωθεί ότι, με βάση το άρθρο 615 του Ελληνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, γίνεται και πάλιν πρόνοια για επιστημονικές εξετάσεις και προβλέπεται ότι άρνηση εκ μέρους προσώπου να υποβληθεί σε τέτοιες εξετάσεις εγείρει τεκμήριο απόδειξης των ισχυρισμών του αντιδίκου.
Κρίνουμε πως το συμπέρασμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ότι δηλαδή οι πιο πάνω ενστάσεις του εφεσείοντα στα αιτήματα της εφεσίβλητης έπρεπε να θεωρηθούν ως στοιχείο εναντίον του, ήταν εντελώς ανεπίτρεπτο. Ο εφεσείοντας ενέστη επιτυχώς στις αιτήσεις, οι οποίες στερούνταν νομικού υπόβαθρου, και θα ήταν αντινομικό αυτή η ορθή του προσέγγιση να θεωρηθεί ως στοιχείο εναντίον του. Όπως υποδείξαμε ήδη στην Αγγλία και Ελλάδα το ζήτημα ρυθμίζεται νομοθετικά, όπου και γίνεται μάλιστα λεπτομερής πρόνοια για την ακολουθητέα διαδικασία. Τέτοια νομοθετική ρύθμιση δεν υπάρχει στη χώρα μας.
Το Δικαστήριο το οποίο, αφού τελικά αποδέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και απέρριψε εκείνη του εφεσείοντα, αφού την αξιολόγησε μεταξύ άλλων και σε συνάρτηση με την "άρνηση" του να δεχθεί αιματολογικές εξετάσεις, ανέφερε και τα ακόλουθα στη σελ.48 της απόφασής του:
"Και αν δεν ελάμβανα υπόψη μου καθόλου την άρνηση του Καθ' ου η Αίτηση για αιματολογικές εξετάσεις και αυτοψία του εξώγαμου και αν αγνοούσα πλήρως τα όσα έχω αναφέρει στην παράγραφο 7 παραπάνω, . . ., και πάλι το συμπέρασμα μου θα ήταν ότι η Αιτήτρια έχει αποδείξει την υπόθεση της με υπερίσχυση των πιθανοτήτων".
Είναι προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο συγχύζει θέματα αξιοπιστίας και επιπέδου απόδειξης. Εφόσον ένα από τα στοιχεία απόρριψης της μαρτυρίας του εφεσείοντα ως αναληθούς ήταν η "άρνησή" του να υποβληθεί σε αιματολογικές εξετάσεις, θα έπρεπε να επανατεθεί και πάλιν θέμα αξιολόγησης της μαρτυρίας των δύο πλευρών προτού εξετασθεί το θέμα του επιπέδου της απόδειξης.
Είμαστε της γνώμης ότι η πιο πάνω θέση του Δικαστηρίου όσον αφορά την εκτίμηση του γεγονότος ότι ο εφεσείοντας "αρνήθηκε" να δεχθεί αιματολογικές εξετάσεις επηρεάζει άμεσα την ορθότητα της καταληκτικής απόφασής του και για το λόγο αυτό και μόνο η απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.
Εν όψει του πιο πάνω ευρήματός μας δεν θεωρούμε αναγκαίο να εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.
Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστήριο. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα.
Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστήριο. Εκδίδεται διαταγή για έξοδα υπέρ του εφεσείοντα.