ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
CHRISTODOULOS ST. TSIARTA AND ANOTHER ν. KODROS KYRIACOU YIAPANA AND ANOTHER (1962) 1 CLR 198
FATSITA ν. FATSITA & ANOTHER (1988) 1 CLR 210
PHILIPPOU ν. ODYSSEOS (1989) 1 CLR 1
Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 ΑΑΔ 984
Τσουλόφτας ν. Μιχαήλ (Aρ. 2) (1992) 1 ΑΑΔ 228
X"Kυριάκου Γεώργιος ν. Φρίξου N. Kουλέρμου και Άλλων (1997) 1 ΑΑΔ 699
EFSTATHIOS KYRIACOU & SONS LTD. ν. STEPHANOS MOUZOURIDES (1963) 2 CLR 1
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.33
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ κ.α ν. ALPHA BANK LTD κ.α, Πολιτική Έφεση Αρ.164/2007, 14 Απριλίου 2010
Γεωργίου Ανδρέας και Άλλη ν. Μόνικας Klohr (2000) 1 ΑΑΔ 93
Xριστοφίδης Πάρις ν. Kώστα Λουκά (1998) 1 ΑΑΔ 389
Δημητριάδης Aνδρέας ν. Kυπριακής Tραπέζης Aναπτύξεως Λτδ (1999) 1 ΑΑΔ 692
Constantinou Costakis Prepared Quality Foods Ltd. ν. Σωτήρη Σωτηρίου (1998) 1 ΑΑΔ 1577
Bογαζιανού Πραξιτέλης ν. Γενικού Eισαγγελέα της Δημοκρατίας (1998) 1 ΑΑΔ 894
Θεοδώρου Χριστάκης Γεωργίου και Άλλος ν. Alpha Bank Ltd και Άλλων (2010) 1 ΑΑΔ 468
(1997) 1 ΑΑΔ 1270
30 Σεπτεμβρίου, 1997
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΡΕΝΤΟΥ,
Εφεσείων-Ενάγων,
v.
GENERAL CONSTRUCTIONS COMPANY LTD. ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πoλιτική Έφεση Αρ. 9810).
Αποφάσεις και Διατάγματα — Απόφαση για αναβολή ακρόασης αγωγής (για τροποποίηση δικογράφων) — Συνιστά θέμα που επαφίεται πρωταρχικά στη διακριτική ευχέρεια του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου — Αρχές με βάση τις οποίες επεμβαίνει το Εφετείο.
Συνταγματικό Δίκαιο — Σύνταγμα, Άρθρο 30.2 — Διασφαλίζει το δικαίωμα για απονομή της δικαιοσύνης εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος — Το τι συνιστά εύλογο χρόνο εξαρτάται από τα ειδικά περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης.
Ο εναγόμενος-εφεσίβλητος 2 ζήτησε αναβολή της ακρόασης η οποία είχε ορισθεί για τις 9,10 και 11 Οκτωβρίου 1996 με σκοπό να καταχωρήσει αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης υπερασπίσεως. Το αίτημα ήταν προφορικό και τέθηκε την 9.10.96 πριν την έναρξη της ακρόασης. Η αίτηση για τροποποίηση δεν βρισκόταν στον φάκελο της υπόθεσης όταν υπεβλήθη το αίτημα για τροποποίηση.
Ο ενάγων έφερε ένσταση λόγω (α) της άφιξης βασικού μάρτυρα από το εξωτερικό και (β) της αναγκαιότητας για σύντομη εκδίκαση υποθέσεων.
Η παρούσα αγωγή, που προκύπτει από οδικό δυστύχημα το οποίο συνέβη στις 12.9.1988, καταχωρήθηκε στις 12.9.91. Η Έκθεση Απαιτήσεως καταχωρήθηκε περί το τέλος του 1992 και οι Εκθέσεις Υπερασπίσεως περί το τέλος του 1993. Η αγωγή αναβλήθηκε πολλές φορές για μνεία και για ακρόαση, με τον ορισμό της τελικά την 9, 10 και 11 Οκτωβρίου 1996 για να αρχίσει και/ή δυνατό συμπληρωθεί η ακρόαση της υπόθεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε την αναβολή αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν θα προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημιά στον ενάγοντα και δεν θα είναι εναντίον των συμφερόντων της δικαιοσύνης.
Ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση, ισχυριζόμενος ότι το δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια, λαμβανομένων υπ' όψιν των γεγονότων και ειδικά την απουσία της αίτησης για τροποποίηση της υπεράσπισης από το φάκελο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το δικονομικό πλαίσιο για την αναβολή της ακρόασης παρέχεται από την Δ.33 θ.6 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Η αναβολή διαδικασίας αποτελεί δικαστική πράξη η οποία μπορεί να αναθεωρηθεί κατ' έφεση. Επειδή όμως πρόκειται για ζήτημα διακριτικής ευχέρειας, το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
2. Η απονομή της δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρόνο, συνιστά θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και η διασφάλιση της συνταγματικής τάξης, όπως κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος αναφορικά με το χρόνο εκδίκασης των δικαστικών υποθέσεων, αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του Δικαστηρίου.
3. Παρά το γεγονός ότι η υποβολή αιτήσεως για αναβολή την τελευταία στιγμή με έρεισμα την υποβολή αίτησης για τροποποίηση δικογράφων δεν αποτελεί ορθή πρακτική και πρέπει να αποφεύγεται, και παρά τις επιφυλάξεις για τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο εχειρίσθηκε το θέμα, το αποτέλεσμα της εκκαλούμενης απόφασης, δεν έχει απολήξει σε εξουδετέρωση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα ή σε άρνηση της δικαιοσύνης. Η σχετική διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε με τρόπο δικαστικό. Ως εκ τούτου τυχόν επέμβαση του Εφετείου θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη υποκατάσταση του κυριαρχικού ρόλου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του.
Δεν έχουν παραβιασθεί τα δικαιώματα του εφεσείοντα τα οποία διασφαλίζονται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, λαμβανομένων υπ' όψιν των περιστατικών της υπόθεσης και της συμπεριφοράς των διαδίκων σε συνάρτηση με το ιστορικό των καθυστερήσεων που σημειώθηκαν.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Per Curiam:
H υποβολή αιτήματος για αναβολή ακρόασης της αγωγής την τελευταία στιγμή, με έρεισμα την τροποποίηση δικογράφων, πρέπει να αποφεύγεται σαν θέμα ορθής πρακτικής.
Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:
Χριστοδούλου v. Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 939,
In re Yates' Settlement Trusts [1954] 1 W.L.R. 564,
Sackville West v. A. G. [1910] 128 L.T. 265,
Maxwell v. Keun [1928] 1 K.B. 645,
Walker v. Walker [1967] 1 All E.R. 412,
M. v. M. [1968] 3 All E.R. 878,
Rose v. Humbles [1970] 2 All E.R. 519,
Efstathios Kyriacou and Sons Ltd v. Mouzourides (1963) 2 C.L.R. 1,
Αρέστη v. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984,
Τσουλόφτας v. Μιχαήλ (Aρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 228,
Αργυρού κ.ά. v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου (1989) 1 Α.Α.Δ. 1,
Tsiarta and Another v. Yiapanas and Others (1962) 1 C.L.R. 198,
Fatsita v. Fatsita and Another (1988) 1 C.L.R. 210,
Χατζηκυριάκου v. Κουλέρμου κ.α. (1997) 1 A.A.Δ. 699,
Νικήτα v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 6251, ημ. 24.3.97,
Eur. Court H.R. Buchholz, Judgment of 6 May 1981, Series A, No.42, p.15, para. 49,
Eur. Court H.R. H. v. United Kingdom, Judgment of 8 July 1987, Series A, No. 120, p.38, para. 85,
Καυκαρής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203,
Χριστοδούλου v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 84.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Mιχαηλίδης, A.E.Δ.) που δόθηκε 10 Oκτωβρίου, 1996 (Aρ. Aγωγής 6812/91) με την οποία εγκρίθηκε το αίτημα του εναγόμενου για αναβολή της ακρόασης της αγωγής.
Στ. Πολυβίου (κα.), για τον Εφεσείοντα.
Μ. Ηλιάδης, για τους Εφεσίβλητους 1.
Στ. Ερωτοκρίτου (κα.), για τον Εφεσίβλητο 2.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Kαλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία έχει εγκριθεί αίτημα του εναγομένου-εφεσίβλητου 2 για αναβολή της ακρόασης της αγωγής.
Η ακρόαση της αγωγής είχε ορισθεί για τις 9, 10 και 11 Οκτωβρίου, 1996. Το αίτημα για αναβολή ήταν προφορικό. Τέθηκε την 9.10.96 πριν από την έναρξη της ακρόασης. Αιτία για την υποβολή του αιτήματος ήταν η καταχώριση αίτησης για τροποποίηση της έκθεσης υπερασπίσεως. Σημειώνουμε ότι κατά το στάδιο της υποβολής του αιτήματος η αίτηση δεν βρισκόταν στο φάκελο της υπόθεσης. Τοποθετήθηκε στο φάκελο στις 10.10.96 - ημερ. έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης.
Στο αίτημα για αναβολή έφερε ένσταση η πλευρά του ενάγοντα για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος σχετιζόταν με την άφιξη βασικού μάρτυρα από το εξωτερικό. Ο δεύτερος λόγος βασιζόταν στην αναγκαιότητα σύντομης εκδίκασης των υποθέσεων που καταχωρούνται στο δικαστήριο. Η πλευρά των εναγομένων 1 δεν έφερε ένσταση.
Αναφορά στο ιστορικό της διαδικασίας θα ρίξει φως στους λόγους με βάση τους οποίους το πρωτόδικο δικαστήριο έχει ασκήσει τη σχετική διακριτική του ευχέρεια.
Η παρούσα αγωγή προκύπτει από οδικό δυστύχημα το οποίο συνέβη στο δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού κατά ή περί τις 12.9.1988. Καταχωρήθηκε την 2.8.91. Η Έκθεση Απαιτήσεως καταχωρήθηκε στις 31.12.92. Η Έκθεση Υπερασπίσεως του Εναγομένου 1 καταχωρήθηκε στις 17.12.93 και η Έκθεση Υπερασπίσεως του Εναγομένου 2 στις 22.11.93. Η αγωγή αναβλήθηκε πολλές φορές για μνεία με αίτηση των διαδίκων για σκοπούς εξεύρεσης εξώδικου συμβιβασμού. Αργότερα όμως αναβλήθηκε για σκοπούς ακροάσεως. Στις 25.5.95 η συνήγορος του Εναγομένου 2 ζήτησε αναβολή για να εμφανιστεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι άλλοι συνήγοροι συγκατατέθηκαν. Στις 27.10.95 ζήτησε αναβολή ο συνήγορος των Εναγομένων 1 λόγω απουσίας των μαρτύρων τους στο εξωτερικό. Οι άλλοι συνήγοροι και πάλι συγκατατέθηκαν. Στις 8.3.96 δεν παρείχετο χρόνος στο Δικαστήριο λόγω του ότι συνέχιζε την ακρόαση άλλης υποθέσεως και έχοντας υπόψη τις προηγηθείσες αναβολές το Δικαστήριο όρισε τρεις συνεχιζόμενες μέρες, συγκεκριμένα την 9, 10 και 11 Οκτωβρίου 1996, για να αρχίσει και/ή δυνατό συμπληρωθεί η ακρόαση της υπόθεσης.
Οι παράγοντες τους οποίους έλαβε υπόψη το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν οι πιο κάτω:
(1) Το πιο πάνω ιστορικό της διαδικασίας με ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι η αγωγή καταχωρήθηκε 3 ολόκληρα χρόνια μετά το δυστύχημα και το γεγονός ότι ο ενάγων σε προγενέστερο στάδιο είχε συγκατατεθεί σε πολλές αναβολές.
(2) Τη δήλωση της συνηγόρου του εναγομένου 2 για την αναγκαιότητα τροποποίησης της έκθεσης υπερασπίσεως.
(3) Τη δήλωση της συνηγόρου του ενάγοντα ότι ο μάρτυράς της διαμένει τώρα στην Κύπρο και ότι δεν θα υπάρξει πλέον πρόβλημα αναφορικά με την εμφάνισή του ενώπιον του δικαστηρίου.
(4) Τις αρχές που διέπουν την τροποποίηση δικογράφων.
Σε σχέση με τον τέταρτο παράγοντα το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την Χριστοδούλου v. Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 939:
"Αναμφίβολα η σύγχρονη τάση, όπως βγαίνει από τη σχετική νομολογία, είναι τα Δικαστήρια να επιτρέπουν τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμη και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου βέβαια ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα."
Σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο η βασική αρχή η οποία λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση αίτησης για αναβολή "συνίσταται στο ότι το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης". Τελική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι "δεν θα προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημιά στον ενάγοντα αν επιτραπεί η αναβολή και ότι δεν θα είναι εναντίον των συμφερόντων της δικαιοσύνης η έγκριση του αιτήματος του εναγομένου 2".
Αγορεύοντας ενώπιόν μας η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι ο λόγος που είχε επικαλεσθεί ο εναγόμενος 2 δεν δικαιολογεί την αναβολή. Περαιτέρω υποστήριξε ότι με βάση τα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου γεγονότα και ειδικά την απουσία της αίτησης για τροποποίηση της υπεράσπισης από το φάκελο το πρωτόδικο δικαστήριο έχει ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια με τρόπο εσφαλμένο.
Το δικονομικό πλαίσιο για την αναβολή της ακρόασης παρέχεται από την Δ.33 θ.6* των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Η αναβολή διαδικασίας αποτελεί δικαστική πράξη η οποία μπορεί να αναθεωρηθεί κατ' έφεση. Ωστόσο, επειδή πρόκειται για ζήτημα διακριτικής ευχέρειας, το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (Βλ. In re Yates' Settlement Trusts [1954] 1 W.L.R. 564 C.A., Sackville West v. A.G. [1910] 128 L.T. 265, Maxwell v. Keun [1928] 1 K.B. 645).
Η απόφαση στην υπόθεση Maxwell (πιο πάνω) αποτέλεσε θεμελιακή απόφαση. Έχει υιοθετηθεί σε σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων (Βλ. Walker v. Walker [1967] 1 All E.R. 412, M v. M [1968] 3 All E.R. 878, Rose v. Humbles [1970] 2 All E.R. 519).
Σύμφωνα με την αγγλική νομολογία η επέμβαση του Εφετείου είναι δυνατή μόνο όπου το αποτέλεσμα της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου απολήγει σε εξουδετέρωση των δικαιωμάτων των μερών ή προκαλεί αδικία στο ένα ή το άλλο από τα μέρη.
Η σύνοψη της απόφασης στην Maxwell (πιο πάνω) θέτει το θέμα ως εξής:
"The Court of Appeal ought to be very slow to interfere with the discretion vested in a judge by Order XXXVI., r.34, with regard to such a matter as the adjournment of the trial of an action before him, and very seldom does so; but if it appears that the result of an order refusing such an adjournment will be to defeat the rights of the applicant altogether, and to do that which the Court of Appeal is satisfied would be an injustice to one or other of the parties, the Court has power to review the order, and it is its duty to do so."
Σε ελληνική μετάφραση:
"Το Εφετείο πρέπει να είναι πολύ διστακτικό στο να επέμβει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δυνάμει της Δ. XXXVI, θ.34, σε σχέση με ζητήματα όπως είναι η αναβολή της ακρόασης μιας αγωγής η οποία βρίσκεται ενώπιον του και πολύ σπάνια το πράττει. Ωστόσο, αν διαφανεί ότι το αποτέλεσμα διαταγής με την οποία απορρίπτεται αίτημα για αναβολή θα ήταν να εξουδετερωθούν εξ ολοκλήρου τα δικαιώματα του αιτητή και να προκληθεί αποτέλεσμα που το Εφετείο ικανοποιείται ότι θα ήταν άδικο για τον ένα ή τον άλλο διάδικο, το Εφετείο έχει εξουσία να αναθεωρήσει τη διαταγή και έχει καθήκον να το πράξει."
Ο Λόρδος Δικαστής Lawrence θέτει το ζήτημα ως πιο κάτω - στη σελ. 658:
"No words of mine are really needed to emphasize the reluctance of this Court to interfere with a discretionary order such as the one now under appeal. This Court never interferes with the discretion of a judge below in arranging his list or in fixing the time for trying any cases before him unless that discretion is exercised so as to result in a denial of justice."
Σε ελληνική μετάφραση:
"Στην πραγματικότητα δεν χρειάζονται δικά μου λόγια για να τονισθεί η απροθυμία αυτού του Δικαστηρίου να επέμβει σε διαταγή που εκδίδεται στα πλαίσια άσκησης διακριτικής ευχέρειας όπως είναι η εκκαλούμενη διαταγή. Αυτό το δικαστήριο δεν επεμβαίνει στη διακριτική ευχέρεια πρωτόδικου Δικαστή με την οποία ρυθμίζει τον κατάλογο των υποθέσεων του ή καθορίζει τον χρόνο ακρόασης οποιωνδήποτε υποθέσεων του, εκτός αν η σχετική διακριτική ευχέρεια έχει ασκηθεί με τρόπο που απολήγει σε άρνηση δικαιοσύνης."
Περίπου ανάλογη είναι και η θέση της δικής μας νομολογίας. Στην Efstathios Kyriacou and Sons Ltd v. Mouzourides (1963) 2 C.L.R. 1, το θέμα έχει τεθεί ως πιο κάτω:
"There is no controversy about the fact that he did have in this matter a judicial discretion. Secondly we should be satisfied that he did use that discretion in a judicial manner as the law provides. Whether or not we agree with the particular application of it is not the issue."
Σε ελληνική μετάφραση:
"Δεν υπάρχει διένεξη για το γεγονός ότι το δικαστήριο είχε δικαστική διακριτική ευχέρεια. Δεύτερο, πρέπει να ικανοποιηθούμε ότι έχει πράγματι κάμει χρήση εκείνης της διακριτικής ευχέρειας με δικαστικό τρόπο όπως προβλέπεται από το νόμο. Κατά πόσο συμφωνούμε ή όχι με τον συγκεκριμένο τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας, δεν αποτελεί θέμα."
Στην υπόθεση Αρέστη v. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984 το ζήτημα των αναβολών έτυχε θεώρησης και υπό το φως του άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Τονίσθηκε (βλ. απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) ότι η απονομή της δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρόνο συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου και ότι η διασφάλιση της συνταγματικής τάξης όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος αναφορικά με το χρόνο εκδίκασης των δικαστικών υποθέσεων αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του Δικαστηρίου. (Βλ. και Τσουλόφτας v. Μιχαήλ (Aρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 228, Αργυρού κ.ά. v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου (1989) 1 Α.Α.Δ. 1 στην οποία έχει ειπωθεί ότι κατά κανόνα δεν δίνονται αναβολές αν υπάρχει κίνδυνος επηρεασμού των δικαιωμάτων των άλλων διαδίκων. Βλ. επίσης Tsiarta and Another v. Yiapanas and Others (1962) 1 C.L.R. 198, 208 και Fatsita v. Fatsita (1988) 1 C.L.R. 210, 220, Χ"Κυριάκου v. Κουλέρμου κ.α., Πολιτική Έφεση 9612/17.6.97 και Νικήτα v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 6251/24.3.97). Σε σχέση δε με τις αρχές που διέπουν την επέμβαση του Εφετείου σε θέματα αναβολών αυτές προσδιορίσθηκαν ως πιο κάτω στην Αρέστη, στις σελ. 988-989:
"Όπου η επίλυση επίδικου θέματος επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αποκλειστικός κριτής της άσκησης της εξουσίας είναι ο δικαστής στον οποίο εναποτίθεται η δικαιοδοσία. Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου, αλλά με αντικειμενικά κριτήρια που περιορίζουν την ευχέρεια επέμβασης σε δύο μόνο περιπτώσεις:
(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκησή της εξωγενείς παράγοντες, και
(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση απόφασης στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο."
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά την επιχειρηματολογία της ευπαίδευτης συνηγόρου του εφεσείοντος σε συνάρτηση με τα γεγονότα της υπόθεσης και τους παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την άσκηση της σχετικής διακριτικής του ευχέρειας.
Διατηρούμε επιφυλάξεις ως προς το χρόνο υποβολής του αιτήματος για αναβολή. Υπενθυμίζουμε ότι το αίτημα για αναβολή υποβλήθηκε την ημέρα της ακρόασης και έρεισμα για την υποβολή του αποτέλεσε η καταχώριση αίτησης για τροποποίηση της Έκθεσης Υπεράσπισης η οποία - αίτηση - δεν βρισκόταν στο φάκελο της υπόθεσης κατά το στάδιο της υποβολής του σχετικού αιτήματος. Παρατηρούμε ότι η υποβολή αιτήματος για αναβολή την τελευταία στιγμή με έρεισμα την υποβολή αίτησης για τροποποίηση δικογράφων πρέπει να αποφεύγεται σαν θέμα ορθής πρακτικής.
Επιφυλάξεις διατηρούμε και για τον τρόπο χειρισμού του αιτήματος από το πρωτόδικο δικαστήριο. Η φύση του ήταν τέτοια που έπρεπε να τύχει χειρισμού την ημέρα της υποβολής του η οποία ήταν η πρώτη από τις τρεις δικασίμους που είχαν οριστεί για την εκδίκαση της υπόθεσης και όχι να αφεθεί για επίλυση την επομένη.
Παρά τις πιο πάνω επιφυλάξεις και παρατηρήσεις μας και αφού ελάβαμε υπόψη τις αρχές που διέπουν την επέμβαση του Εφετείου έχουμε την άποψη πως το αποτέλεσμα της εκκαλούμενης απόφασης δεν έχει απολήξει σε εξουδετέρωση των δικαιωμάτων του εφεσείοντος ή σε άρνηση δικαιοσύνης. Η σχετική διακριτική ευχέρεια έχει ασκηθεί με τρόπο δικαστικό. Κανένας από τους λόγους οι οποίοι επιτρέπουν την αναθεώρηση της άσκησής της δεν συντρέχει στην παρούσα περίπτωση. Έχει ασκηθεί μέσα στα πλαίσια που οριοθετούνται από το Νόμο και όπως έχει υποδειχθεί στην Αρέστη (πιο πάνω) κάθε επέμβαση εκ μέρους μας θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη υποκατάσταση του κυριαρχικού ρόλου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του.
Αναφορικά με το ζήτημα της εκδίκασης της υπόθεσης "εντός ευλόγου χρόνου" όπως ορίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, έχουμε την άποψη ότι το τί αποτελεί "εύλογο χρόνο" εξαρτάται από τα ειδικά περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης. Όπως υποδεικνύεται από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τη δική μας νομολογία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το πολύπλοκο της υπόθεσης και η συμπεριφορά των διαδίκων και των Δικαστικών Αρχών. Η φύση και σπουδαιότητα του αντικειμένου της διαδικασίας αποτελούν επίσης σχετικούς παράγοντες (Eur. Court H.R. Buchholz Judgment of 6 May 1981, Series A No.42, p.15, para. 49, Eur. Court H.R. H. v. The United Kingdom Judgment of 8 July 1987, Series A No.120 p.38, para. 85, Καυκαρής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ., 203 και Χριστοδούλου v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 84). Λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών της υπόθεσης και της συμπεριφοράς των διαδίκων σε συνάρτηση με το ιστορικό των καθυστερήσεων - όπως αυτό έχει εκτεθεί πιο πάνω - δεν μπορεί να ειπωθεί ότι με την εκκαλούμενη απόφαση έχουν παραβιασθεί τα δικαιώματα του εφεσείοντος τα οποία διασφαλίζονται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
Ακολουθεί πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.