ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(1997) 1 ΑΑΔ 1264
30 Σεπτεμβρίου, 1997
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 154.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33 ΤΟΥ 1964.
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΗΣΙΩΝ ΑΔΕΙΩΝ ΜΕΤ' ΑΠΟΛΑΒΩΝ ΝΟΜΟ 8/67 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΥ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΝΟΜΟ 24/97 ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΠΕΡΙ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 1968
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Η ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΝΤΙΜΟ ΔΙΚΑΣΤΗ Κ. ΚΥΡΙΑΚΟ ΚΑΛΛΗ ΣΤΙΣ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΑΡ. 502/95 ΚΑΙ 503/95.
(Αίτηση Αρ. 85/97).
Προνομιακά Εντάλματα — Certiorari και Mandamus — Αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari με σκοπό την ακύρωση απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών δυνάμει της οποίας απερρίφθη αίτημα για σύνταξη και υποβολή υπομνήματος (case stated) με νομικά ερωτήματα προς το Ανώτατο Δικαστήριο και επίσης για έκδοση διατάγματος Mandamus για παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο του εν λόγω υπομνήματος — Το υπόμνημα περιορίζεται στα νομικά ερωτήματα τα οποία είναι απαραίτητα για την επίλυση της υπόθεσης — Η αιτούμενη άδεια παραχωρήθηκε αναφορικά με τέσσερις μόνο από τους προβληθέντες λόγους οι οποίοι αποκάλυπταν ορατό νομικό πρόβλημα.
Λέξεις και Φράσεις — "Νομικό σημείο ή ερώτημα" στον Καν. 17(1) των περί Διαιτητικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1968.
Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών απέρριψε δύο αιτήσεις του αιτητή για αποζημιώσεις, δυνάμει του Άρθρου 3(1) των περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμων 1967 - 1994.
Ο αιτητής καταχώρησε αίτηση για σύνταξη υπομνήματος προς το Ανώτατο Δικαστήριο, επισυνάπτοντας παράρτημα με 15 λόγους που κατά την άποψή του συνιστούσαν νομικά σημεία. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αφού έκρινε ότι ουδείς από τους λόγους δεν αφορούσε αμιγή νομικά ερωτήματα.
Με την παρούσα αίτηση επιδιώκεται η χορήγηση άδειας για την καταχώριση αίτησης για έκδοση των προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Mandamus.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, δεν υπάρχει πλήρης και εξαντλητικός ορισμός της φράσης "νομικό ερώτημα". Συμπεριλαμβάνει όμως εφαρμογή του νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ζήτημα ερμηνείας και οριοθέτησης του σκοπού του νόμου, λανθασμένη άσκηση διακριτικής εξουσίας, δικαστική ενέργεια χωρίς άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω σε πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί. Δεν περιλαμβάνει ευρήματα πρωτογενών γεγονότων, τα οποία δεν μπορούν να προσβληθούν με έφεση με υπόμνημα.
2. Στην παρούσα υπόθεση η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο αιτών απολύθηκε με τη συναίνεσή του, δεν υποστηρίζεται από άμεση μαρτυρία.
3. Από τους προβληθέντες λόγους, μόνο οι λόγοι (β) (στ) (ζ) και (ιε) αποκαλύπτουν νομικά προβλήματα. Η προϋπόθεση για τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας, που είναι η αποκάλυψη εκ "πρώτης όψεως" ή συζητήσιμης υπόθεσης, ικανοποιείται μόνο αναφορικά με τους πιο πάνω λόγους. Ως εκ τούτου παραχωρείται η αιτούμενη άδεια σε σχέση μόνο με αυτούς.
H αιτούμενη άδεια παραχωρείται σε σχέση με τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω.
Xορηγήθηκε άδεια.
Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:
Stylianides v. Paschalides (1985) 1 C.L.R. 49,
Κυριακίδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 26,
British Launderer's Research Association v. Central Middlesex Assessment Committee [1949] 1 All E.R. 21,
Ελευθερίου (1996) 1 A.A.Δ. 490.
Aίτηση.
Aίτηση με την οποία ο αιτητής ζητά άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση διαταγμάτων Certiorari και Mandamus αναφορικά με την απόρριψη αιτήματος για παραπομπή ενώπιον του Aνωτάτου Δικαστηρίου υπομνήματος με ερωτήματα κατ' ισχυρισμό νομικά, από το Δικαστήριο Eργατικών Διαφορών.
Μ. Ηλία, για τον Αιτητή.
Cur. adv. vult.
KAΛΛHΣ, Δ.: Aνάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Στις 24.3.97 το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ("το Πρωτόδικο Δικαστήριο") απέρριψε τις δύο αιτήσεις του αιτητή για αποζημιώσεις από τους εργοδότες του, σύμφωνα με το άρθρο 3(1) των περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμων 1967-1994 ("ο Νόμος").
Στις 14.4.97 ο αιτητής καταχώρησε αίτηση για σύνταξη υπομνήματος προς το Ανώτατο Δικαστήριο. Επισύναψε παράρτημα με 15 λόγους, που κατά την άποψή του, συνιστούν νομικά σημεία. Το πρωτόδικο δικαστήριο με απόφασή του ημερ. 24.4.97 απέρριψε το αίτημα. Έκρινε ότι "ουδείς από τους λόγους δεν αφορά αμιγή νομικά ερωτήματα. Όλοι τους αφορούσαν αμφισβητήσεις των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων και μερικοί αποτελούν γραπτή αγόρευση παρά λόγους".
Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής επιδιώκει τη χορήγηση άδειας για την καταχώριση αίτησης για έκδοση εντάλματος της φύσεως Certiorari για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης ημερ. 24.4.97. Επιδιώκει, επίσης, άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση εντάλματος Mandamus με το οποίο να διατάσσεται το πρωτόδικο δικαστήριο να παραπέμψει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου τα νομικά σημεία που εκτίθενται στην έφεση με υπόμνημα (Case stated) του Αιτητή, ημερ. 14.4.97.
Η σύνταξη υπομνήματος διέπεται από τον Καν. 17(1) των περί Διαιτητικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1968 σύμφωνα με τον οποίο ο ενδιαφερόμενος διάδικος πρέπει "να υποβάλη έγγραφον αίτησιν τω Πρωτοκολλητή εκθέτων άμα και τα νομικά σημεία εφ' ων στηρίζει την έφεσιν του". Η σύνταξη του υπομνήματος περιορίζεται σε νομικά σημεία τα οποία είναι απαραίτητα για την επίλυση της υπόθεσης. Το τί αποτελεί νομικό σημείο έχει επεξηγηθεί στην Stylianides v. Paschalides [1985] 1 C.L.R. 49, 53, 54:
"What is a question of Law? In Re HadjiCostas (1984) 1 C.L.R. 513, 519, an effort was made to explore what is a question of law and notice the difficulties inherent in supplying an all embracing definition. Whatever its content, it must not call the findings of the Court into question unless, of course, they arise from a misdirection in law; while its relevance to the outcome of the case must be manifest. The Court added: 'It appears to me that whenever an issue revolves round the application of the law to given facts, it raises a pure question of law. So long as the facts to which the Court is required to apply the law are not called in question, the point is a legal one. It merely raises questions bearing on the interpretation and the scope of the law. Exploration of the ambit of the law is always a question of law'. The decision in Edwards v. Bairstow [1955] 3 All E.R. 48 (H.L.) is instructive on the features distinguishing a question of law from one of fact. Care must be taken to identify the question and ponder its implications."
Καθοδήγηση παρέχεται και από την Κυριακίδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 26, 35-36:
"Δεν υπάρχει πλήρης και εξαντλητικός ορισμός της φράσης 'νομικό σημείο' ή 'νομικό ερώτημα'. Συμπεριλαμβάνει όμως εφαρμογή του νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ζήτημα ερμηνείας και οριοθέτησης του σκοπού του νόμου, λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας ή άσκηση διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία, συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δε συνάδουν με την ενώπιο του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία, άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί. Δεν περιλαμβάνει ευρήματα πρωτογενών γεγονότων, τα οποία δεν μπορούν να προσβληθούν με έφεση με υπόμνημα."
Διαφωτιστικό επί του θέματος είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από την British Launderer's Research Association v. Central Middlesex Assessment Committee [1949] 1 All E.R. 21:
"On this point it is important to distinguish between primary facts and the conclusions from them. Primary facts are facts which are observed by witnesses and proved by oral testimony, or facts proved by the production of a thing itself, such as an original document. Their determination is essentially a question of fact for the tribunal of fact, and the only question of law that can arise on them is whether there was any evidence to support the finding. The conclusions from primary facts are, however, inferences deduced by a process of reasoning from them. If and in so far as those conclusions can as well be drawn by a layman (properly instructed on the law) as by a lawyer, they are conclusions of fact for the tribunal of fact and the only questions of law which can arise on them are whether there was a proper direction in point of law and whether the conclusion is one which could reasonably be drawn from the primary facts: Bracegirdle v. Oxley [1947] 1 All E.R. 126). If and in so far, however, as the correct conclusion to be drawn from primary facts requires, for its correctness , determination by a trained lawyer - as, for instance, because it involves the interpretation of documents, or because the law and the facts cannot be separated, or because the law on the point cannot properly be understood or applied except by a trained lawyer - the conclusion is a conclusion of law on which an appellate tribunal is as competent to form an opinion as the tribunal of first instance."
Στην Ελευθερίου, Αίτηση 58/96/7.5.96 τονίσθηκε η ανάγκη ότι οι λόγοι νομικής φύσεως πρέπει να εκτίθενται "κατά τρόπον που προκύπτει ότι έχουμε μπροστά μας αμιγή νομικά προβλήματα που πρέπει να τύχουν εξέτασης από το Εφετείο". Τονίσθηκε επίσης ότι "πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση ορατό, από τη διατύπωση των λόγων, το στίγμα του νομικού ερωτήματος".
Επειδή τα νομικά σημεία πρέπει να σχετίζονται με την επίλυση των επιδίκων θεμάτων θα παραθέσω τα επίδικα θέματα, όπως τα είχε προσδιορίσει το πρωτόδικο δικαστήριο, καθώς και τα σχετικά συμπεράσματά του. Σύμφωνα λοιπόν με το πρωτόδικο δικαστήριο τα επίδικα θέματα ήταν δύο:
"(1) Κατά πόσο ο αιτών είχε απολυθεί από τους εργοδότες του και κατά πόσο η απόλυση του αυτή πληροί την έννοια που αποδίδεται στον όρο από το άρθρο 16(1) του Νόμου.
(2) Αν έχει απολυθεί, κατά πόσο ο λόγος που απολύθηκε ήταν γιατί είχε καταστεί πλεονάζων."
Σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο το βάρος απόδειξης της απόλυσης "φέρει ο αιτών, το δε του λόγου φέρει ο εργοδότης του".
Μετά την παράθεση της ενώπιόν του μαρτυρίας το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε τα ευρήματά του και στη συνέχεια κατέληξε στο συμπέρασμα πως η απόλυση του αιτητή ήταν το αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ του και των εργοδοτών του. Όπως το έθεσε στην απόφασή του "ο αιτών απολύθηκε με τη συναίνεση του και αυτό δεν σημαίνει απόλυση υπό την έννοια που αποδίδεται στον όρο από το άρθρο 16(1) του Νόμου".
Από το ενώπιόν μου υλικό φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν υποστηρίζεται από άμεση μαρτυρία. Αποτελεί συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου μετά από θεώρηση της ενώπιόν του μαρτυρίας.
Έχω εξετάσει προσεκτικά τον κάθε ένα από τους 13 λόγους σε σχέση με τους οποίους είχε ζητηθεί η σύνταξη υπομνήματος - οι λόγοι (ι) και (ιδ) αποσύρθηκαν κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.
Κρίνω εκ πρώτης όψεως ότι οι λόγοι (β), (στ), (ζ) και (ιε) αποκαλύπτουν νομικά προβλήματα. Ο λόγος (β) αναφέρεται στο βάρος απόδειξης, οι λόγοι (στ) και (ζ) σε συμπεράσματα - όχι ευρήματα - από τη μαρτυρία (Βλ. Κυριακίδης και British Launderers (πιο πάνω), και ο λόγος (ιε) στη λήψη της πρωτόδικης απόφασης χωρίς τη συμμετοχή των παρέδρων.
Οι υπόλοιποι λόγοι είναι διατυπωμένοι με τρόπο γενικό και αόριστο, δεν σχετίζονται με συγκεκριμένο επίδικο θέμα και δεν αποκαλύπτουν ορατό νομικό πρόβλημα. Προϋπόθεση για την χορήγηση της αιτούμενης άδειας είναι η αποκάλυψη εκ "πρώτης όψεως" ή συζητήσιμης υπόθεσης. Η πιο πάνω διαπίστωσή μου σε σχέση με τους λόγους (β), (στ), (ζ) και (ιε) ικανοποιεί την σχετική προϋπόθεση.
Παραχωρείται η αιτούμενη άδεια σε σχέση μόνο με τους λόγους (β), (στ), (ζ) και (ιε). Η αίτηση για την έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Mandamus μπορεί να καταχωρηθεί εντός 15 ημερών από σήμερα. Να επιδοθεί στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, όπως και στους καθ' ων η αίτηση στην υπόθεση από την οποία προήλθε αυτή η διαδικασία. Ορίζεται για τις 5.11.1997. Περαιτέρω οδηγίες θα δοθούν κατ' εκείνη την ημερομηνία.
Παραχωρείται η αιτούμενη άδεια σε σχέση με τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω.