ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 1 ΑΑΔ 1005
15 Σεπτεμβρίου, 1997
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ,
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΤΑΜΕΙΟ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Εφεσείοντες,
v.
ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ,
Εφεσίβλητου-αιτητή,
v
AMATHUS NAVIGATION CO LTD,
Καθ' ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9722).
Προνομιακά Eντάλματα — Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών — Eντάλματα Certiorari και Mandamus — Έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απερρίφθη αίτημα του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού για έκδοση των πιο πάνω προνομιακών ενταλμάτων για ακύρωση απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, με την οποία αρνήθηκε τη σύνταξη υπομνήματος για παραπομπή νομικών ερωτημάτων στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών — Έφεση με υπόμνημα — Νομικά ερωτήματα — Ποίο το εννοιολογικό πλαίσιο του νομικού ερωτήματος και ποίο το εφαρμοστέο κριτήριο διάκρισης μεταξύ νομικών και πραγματικών σημείων.
Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, αποφάσισε ότι ο τερματισμός απασχόλησης του αιτητή ήταν παράνομος, επιδικάζοντάς του αποζημιώσεις δυνάμει του Νόμου, οι μισές από τις οποίες θα πληρώνονταν από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, το οποίο είχε λάβει μέρος στη διαδικασία με εκπρόσωπο.
Το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, ζήτησε τη σύνταξη υπομνήματος για παραπομπή δέκα νομικών ερωτημάτων στο Ανώτατο Δικαστήριο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε τους λόγους για τους οποίους ζητήθηκε η σύνταξη του υπομνήματος σε δύο κατηγορίες.
(α) τη διαδικασία που ακολουθήθηκε και
(β) τα ευρήματα του Δικαστηρίου και κατά πόσο το Δικαστήριο αξιολόγησε δεόντως τη μαρτυρία και αν αυτή δικαιολoγούσε την επιδίκαση αποζημιώσεων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη ενότητα δεν αφορούσε νομικά θέματα. Αναφορικά με την πρώτη ενότητα, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπεισήλθε στην εξέταση της ορθότητας ή όχι της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και κατέληξε ότι η εισήγηση του δικηγόρου για το Ταμείο - ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε απέβη εις βάρος του Ταμείου, γιατί δεν του δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί - δεν είχε ούτε πραγματικό ούτε νομικό υπόβαθρο.
Με την παρούσα έφεση, προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του Ταμείου για έκδοση προνομιακών διαταγμάτων Certiorari και Μandamus για ακύρωση της αρνητικής απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, για τη σύνταξη υπομνήματος για παραπομπή των εγερθέντων ερωτημάτων στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Αποφασίστηκε ότι:
Έφεση με υπόμνημα κατά απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, μπορεί να γίνει μόνο για νομικά σημεία που εγείρονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Σε τέτοια περίπτωση η σύνταξη υπομνήματος είναι υποχρεωτική. Τέτοιο δικαίωμα δεν υπάρχει σε σχέση με γεγονότα για τα οποία η κρίση του Δικαστηρίου είναι τελεσίδικη.
Τα ερωτήματα που τέθηκαν στην παρούσα περίπτωση δεν συνιστούν νομικά ερωτήματα για τους λόγους που εκτίθενται αναλυτικά στην απόφαση. Κατά συνέπεια ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέδωσε τα αιτούμενα προνομιακά εντάλματα και ως εκ τούτου η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.
Υπόθεση που αναφέρθηκε:
Eλευθερίου (1996) 1 A.A.Δ. 490.
Έφεση.
Έφεση από το Tαμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού κατά της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Xατζητσαγγάρης, Δ.) που δόθηκε στις 31 Mαΐου, 1996 (Aρ. Aίτησης 11/96), με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για την έκδοση των προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Mandamus για ακύρωση της απόφασης του Δικαστηρίου Eργατικών Διαφορών, με την οποία αρνήθηκε τη σύνταξη υπομνήματος για παραπομπή νομικών ερωτημάτων στο Aνώτατο Δικαστήριο.
Δ. Παπαδοπούλου (κα), για τους Εφεσείοντες.
Αρ. Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο-αιτητή.
Π. Χαραλάμπους, για τους Καθ' ων η αίτηση.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία απέρριψε αίτημα του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Mandamus για ακύρωση της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, με την οποία αρνήθηκε τη σύνταξη υπομνήματος για παραπομπή νομικών ερωτημάτων στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αποφάσισε ότι ο τερματισμός απασχόλησης του αιτητή από την καθ' ης η αίτηση εταιρεία δεν έγινε για λόγους πλεονασμού αλλά ήταν παράνομος και επεδίκασε στον αιτητή £70.168 αποζημιώσεις δυνάμει του Νόμου, το μισό του οποίου θα πληρωνόταν από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, το οποίο είχε λάβει μέρος στη διαδικασία με εκπρόσωπο.
Τα γεγονότα και η πορεία της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών φαίνονται επακριβώς στην πρωτόδικη απόφαση, σχετικό απόσπασμα της οποίας παραθέτουμε:
"Την 20.10.95, η υπόθεση ήταν ορισμένη ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου για οδηγίες. Σύμφωνα με το πρακτικό του δικαστηρίου, ο δικηγόρος της καθ' ης η αίτηση εταιρείας δήλωσε προς το δικαστήριο ότι, αντίθετα με την μέχρι τότε θέση του που περιείχετο και στα δικόγραφα, ότι δηλαδή η απόλυση του αιτητή ήταν για λόγους πλεονασμού, η πιο πάνω απόλυση ήταν παράνομη, όπως ισχυρίζετο ο αιτητής. Σαν αποτέλεσμα ο δικηγόρος της εταιρείας ανάφερε ότι δεν είχε πρόθεση να καλέσει μαρτυρία. Κατόπιν τούτου, και αφού συμφωνήθηκαν μεταξύ των διαδίκων τα έτη υπηρεσίας, ο μισθός του αιτητή και ορισμένα άλλα στοιχεία, δόθηκε μαρτυρία από τον αιτητή, ο οποίος παρουσίασε την επιστολή απόλυσής του. Ο δικηγόρος της καθ' ης η αίτηση εταιρείας δεν αντεξέτασε τον αιτητή ούτε δόθηκε άλλη μαρτυρία. Το δικαστήριο ρώτησε ειδικά τον λειτουργό του Ταμείου που εμφανίζετο γι' αυτό αν ήθελε αν ρωτήσει οτιδήποτε και ο λειτουργός απάντησε αρνητικά. Τα πρακτικά του δικαστηρίου αποκαλύπτουν επίσης ότι ο λειτουργός του Ταμείου δεν πρόβαλε οποιαδήποτε ένσταση στα όσα συμφωνήθηκαν και δηλώθηκαν στο δικαστήριο για την όλη πορεία της υπόθεσης."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε τους λόγους για τους οποίους ζητήθηκε η σύνταξη υπομνήματος όπως περιέχονται στον Πίνακα Α του Παραρτήματος 7 της Αίτησης, θεώρησε ότι οι λόγοι αυτοί εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες:
(α) Τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, δηλαδή το ότι το Δικαστήριο προxώρησε σε ακρόαση της υπόθεσης ενώ κατά την ημερομηνία εκείνη ήταν ορισμένη για οδηγίες, σχετικά με την οποία ήταν ο ισχυρισμός του δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι είχε αποβεί σε βάρος του Ταμείου, γιατί δεν του δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί.
(β) Τα ευρήματα του Δικαστηρίου και κατά πόσο το Δικαστήριο αξιολόγησε δεόντως τη μαρτυρία και αν αυτή δικαιολογούσε την επιδίκαση αποζημιώσεων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις νομικές αρχές αναφορικά με το τι αποτελεί νομικό ερώτημα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη ενότητα δεν αφορούσε νομικά θέματα αλλά "δεδομένα γεγονότα και υπολογισμούς από το Δικαστήριο βάσει καθορισμένων κριτηρίων". Αναφορικά με την πρώτη ενότητα όμως, αντί το πρωτόδικο Δικαστήριο ν' αποφασίσει κατά πόσο με αυτή εγειρόταν νομικό ερώτημα, υπεισήλθε στην εξέταση της ορθότητας ή όχι της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, καταλήγοντας ότι ο εκπρόσωπος του Ταμείου που ήταν παρών κατά την ημέρα εκείνη, όχι μόνο δεν έκαμε καμμιά ένσταση στη τροχιοδρόμηση της πορείας της υπόθεσης αλλά και ούτε αμφισβήτησε όσα συμφωνήθηκαν και δηλώθηκαν στο Δικαστήριο. Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι η εισήγηση του δικηγόρου για το Ταμείο δεν είχε ούτε πραγματικό αλλά ούτε και νομικό υπόβαθρο.
Όπως τόνισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με τη νομολογία, έφεση με υπόμνημα κατά απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών μπορεί να γίνει μόνο για νομικά σημεία που εγείρονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και που σε τέτοια περίπτωση η σύνταξη υπομνήματος είναι υποχρεωτική. Τέτοιο δικαίωμα δεν υπάρχει σε σχέση με γεγονότα για τα οποία η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι τελεσίδικη.
Στην Αίτηση αρ. 58/96 ημερ. 7.5.96 ο Νικήτας, Δ. αναφέρει σχετικά τα ακόλουθα στη σελ.4:
"Η νομολογία έχει εξετάσει σε βάθος το εννοιολογικό πλαίσιο του νομικού ερωτήματος. Βλέπε In Re Petros Kyriakides (1992) 1 A.A.Δ. 26, In Re Hadjicostas, Eκδοτική Εταιρεία "Αλήθεια" Λτδ, Αίτηση Κώστα Λουκά, ανωτέρω. Βλέπε επίσης Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση (Reissue), τόμος 1(1), παράγραφος 70, σελ.121 και 122 "The distinction between law and fact". Το βασικό μέτρο διάκρισης μεταξύ νομικών και πραγματικών ισχυρισμών οριοθετεί η απόφαση Χ" Κώστας:
"...... whenever an issue revolves round the application of the law to given facts, it raises a pure question of law; that so long as the facts to which the Court is required to apply the law are not called in question, the point is a legal one; that it merely raises questions bearing on the intepretation and the scope of the law; exploration of the ambit of the law is always a question of law;"
Θεωρούμε βοηθητικό να παραθέσουμε και παραθέτουμε πιο κάτω αυτούσιο τον Πίνακα Α που περιλαμβάνει τα ερωτήματα, τα οποία το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αρνήθηκε να παραπέμψει με υπόμνημα:
"1. Κατά πόσον ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα για παράνομο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου 24/67 όπως αυτό τροποποιήθηκε, έχοντας υπόψη ότι προτού καταλήξει σε τούτο, δεν παράθεσε ούτε ανάλυσε ούτε αξιολόγησε σχετική μαρτυρία και/ή ομολογίες, και/ή γεγονότα.
2. Κατά πόσον το Πρωτόδικο Δικαστήριο ηδύνατο να καταλήξει σε συμπεράσματα γεγονότων ή ευρήματα γεγονότων, που αντιτίθενται και/ή δεν συνάδουν και/ή δεν απορρέουν και/ή δεν βασίζονται με την προσκομισθείσαν μαρτυρία, και/ή γεγονότα και/ή αιτήσεις και/ή έγγραφα.
3. Κατά πόσον το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάσισε υπό τις περιστάσεις και/ή γεγονότα ως εμφαίνονται, ότι το βάρος αποδείξεως φέρει η καθ' ης η αίτηση εταιρεία και/ή ότι η καθ'ης η αίτηση απέσεισε το εν λόγω βάρος, λαμβάνοντας υπόψη ιδιαίτερα ότι η σχετική μαρτυρία και γεγονότα δεν παραθέτονται και/ή αξιολογούνται και/ή αναλύονται και ότι υπάρχει συγκρουόμενη μαρτυρία και/ή ισχυρισμοί και/ή γεγονότα.
4. Κατά πόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι οι υπηρεσίες του αιτητή τερματίσθηκαν βάσει του άρθρου 3 του Νόμου 24/67 όπως αυτός τροποποιήθηκε, παρά τη σύγκρουση που εμφαίνεται, μεταξύ άλλων και στο περιεχόμενο του Τεκμ.1 σύμφωνα, με το οποίο η καθ' ης η αίτηση τερματίζει τις υπηρεσίες του αιτητή όπως ανάφερε λόγω της οικονομίας, και της αντίφασης με το Τεκμ.1 στην αίτηση του αιτητή, η οποία αναφέρεται σε παράνομο τερματισμό υπηρεσίας, και τη τελική θέση της καθ' ης η αίτηση να δεχθεί απόφαση όπως εμφαίνεται στην απόφαση του Δικαστηρίου ως η αίτηση του αιτητή για αποζημιώσεις βάσει του άρθρου 3 Νόμου 24/67 για παράνομο τερματισμό υπηρεσίας και/ή γενικά κατά πόσο η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι νόμιμη και ορθή ενόψη των αντιφάσεων και συγκρούσεων που εμφαίνονται σ' αυτή και της μη αξιολόγησης αυτών.
5. Κατά πόσο η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν υπό τις περιστάσεις δεόντως αιτιολογημένη και/ή αιτιολογημένη και η νόμιμη υπό το φως των γεγονότων και μαρτυρίας που εμφαίνονται σ' αυτή.
6. Κατά πόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επεδίκασε υπό τις περιστάσεις το ανώτατο από το Νόμο προβλεπόμενο ποσό των £70.168,00 και/ή κατά πόσο είχε εξουσία να επιδικάσει το εν λόγω ποσό, έχοντας υπόψη ότι, από τα γεγονότα τη μαρτυρία, το σχετικό Νόμο και Κανονισμούς και από όλα εν γένει τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, δεν απεδείχθη τερματισμός υπηρεσίας βάσει του άρθρου 3 του Νόμου 24/67, ώστε να μπορεί να επιδικασθεί στον αιτητή το εν λόγω ποσό.
7. Κατά πόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο νόμιμα και ορθά προέβη στις 20 Οκτωβρίου 1995 σε ακρόαση της υπόθεσης και έκδοση αποφάσεως, όταν κατά την εν λόγω ημερομηνία η υπόθεση ήταν ορισμένη για οδηγίες και/ή κατά πόσο υπό τις περιστάσεις το Δικαστήριο ενήργησε κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και/ή των Κανόνων Φυσικής Δικαιοσύνης και/ή των σχετικών προνοιών των περί Διαιτητικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1968 και/ή υπήρξε δυσμενής διάκριση όσον αφορά το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού και γενικά η διαδικασία που ακολουθήθηκε από το χρόνο της καταχώρησης της αίτησης ως εμφαίνεται στην απόφαση μέχρι την έκδοση της απόφασης, ήταν σύμφωνη με τους σχετικούς Νόμους, Κανονισμούς, Συνταγματικές Πρόνοιες και γενικών εξουσιών του Δικαστηρίου.
8. Κατά πόσο γενικά το Πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε νόμιμα να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι υπήρξε τερματισμός υπηρεσίας βάσει του άρθρου 3 του Νόμου 24/67 όπως αυτό τροποποιήθηκε και/ή σε οποιοδήποτε συμπέρασμα χωρίς να δώσει την ευκαιρία στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού να ακουστεί σε υπόθεση που επηρέαζε αυτό.
9. Κατά πόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση του με ημερ. 20 Οκτωβρίου 1995 μετά από λανθασμένη καθοδήγηση και εφαρμογή του νόμου στα γεγονότα και/ή λανθασμένη άσκηση της διακριτικής του εξουσίας.
10. Κατά πόσο ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε ακρόαση της υπόθεσης στις 20 Οκτωβρίου 1995, ημερομηνία κατά την οποία η υπόθεση ήταν ορισμένη για οδηγίες, κατόπιν συναινέσεως του αιτητή και των καθ' ων η αίτηση και ενώ ο εκπρόσωπος του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού έφερε ένσταση."
Όσον αφορά το πρώτο και δεύτερο ερώτημα κρίνουμε πως δεν εγείρονταν στη διαδικασία γιατί δεν υπήρχε μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο έπρεπε να αναλύσει και να αξιολογήσει προτού αποφασίσει κατά πόσο επρόκειτο για παράνομο τερματισμό, αφ' ης στιγμής η καθ' ης η αίτηση εταιρεία παρεδέχθη τον παράνομο τερματισμό ρητά.
Όσον αφορά το τρίτο ερώτημα, το τι αποφάσισε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ήταν ότι το βάρος της απόδειξης μη παράνομου τερματισμού βρισκόταν στους ώμους της καθ' ης η αίτηση αλλά δεν απεφάνθη ότι η καθ' ης η αίτηση απέσεισε το εν λόγω βάρος όπως αναφέρεται στο ερώτημα 3 του Πίνακα Α, αλλά αντίθετα επεσήμανε ότι όχι μόνο δεν απέσεισε αυτό το βάρος αλλά και ρητά δέχθηκε ότι η απόλυση του αιτητή ήταν παράνομη. Ως εκ τούτου ούτε αυτό το ερώτημα εγειρόταν στη διαδικασία και ούτε υπήρχε η αναγκαιότητα αξιολόγησης οποιασδήποτε μαρτυρίας για κατάληξη στο σχετικό συμπέρασμα. Εν όψει δε τούτου δεν εγείρεται νομικό ερώτημα ούτε και με την παράγρ.4 του Πίνακα Α.
Ούτε το ερώτημα της παραγράφου 5 μπορούσε να ευσταθήσει, γιατί όπως αναφέραμε πιο πάνω, εν όψει της δήλωσης της καθ' ης η αίτηση εταιρείας για παράνομο τερματισμό, δεν εγειρόταν πια θέμα αξιολόγησης οποιασδήποτε μαρτυρίας.
Περαιτέρω, και το υπό παράγραφο 6 ερώτημα ορθά απορρίφθηκε γιατί, έστω και αν θα μπορούσε να αποτελέσει νομικό ερώτημα το κατά πόσο υπό τις περιστάσεις δικαιολογείτο η επιδίκαση του ανώτατου από το Νόμο προβλεπόμενου ποσού, τούτο συναρτάται από τον εφεσείοντα με τον ισχυρισμό του περί μη απόδειξης παράνομου τερματισμού υπηρεσίας βάσει του άρθρου 3 του Νόμου 24/67, που όπως υποδείξαμε πιο πάνω απεδείχθη με παραδοχή.
Μπαίνουμε τώρα στα ερωτήματα που αφορούν τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, δηλαδή την τελική εκδίκαση της υπόθεσης κατά την ημερομηνία που αυτή ήταν ορισμένη για οδηγίες. Τούτο είναι νομικό ερώτημα αλλά με την παράγραφο 7 του Πίνακα Α τούτο συναρτάται με παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και δυσμενούς διάκρισης όσον αφορά το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, ισχυρισμός που υπονοεί ασφαλώς ότι δεν δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί ο εκπρόσωπος του Ταμείου. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί, καθόσο από τα πρακτικά του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών φαίνεται ότι δόθηκε η ευκαιρία στον εκπρόσωπο να επέμβει στη διαδικασία και να υποβάλει οποιοδήποτε αίτημα είχε, κάτι που απέτυχε να πράξει. Καμμιά ερώτηση δεν υπέβαλε αλλά και καμμιά ένσταση αναφορικά με την διαδικασία που θα ακολουθείτο, ούτε και οποιοδήποτε αίτημα ορισμού της υπόθεσης για ακρόαση σε άλλη ημερομηνία. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει οποιοδήποτε πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων που να δικαιολογεί την άποψη ότι εγειρόταν οποιοδήποτε νομικό θέμα. Το εύρημα αυτό συμπαρασύρει και το περιεχόμενο της παραγράφου 8 του Πίνακα Α, με το οποίο υπάρχει ισχυρισμός ότι δεν δόθηκε η ευκαιρία στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού να ακουσθεί.
Αναφορικά με το ερώτημα 9 παρατηρούμε πως η κατάληξη στην απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών στο συμπέρασμα ότι ο τερματισμός ήταν παράνομος δεν ήγειρε θέμα εφαρμογής του Νόμου στα γεγονότα: Τα γεγονότα ήταν απλά. Υπήρξε δηλαδή παραδοχή παράνομου τερματισμού από την καθ' ης η αίτηση.
Τέλος, ο ισχυρισμός που περιέχεται στο ερώτημα 10 του Πίνακα Α, ότι δηλαδή ο εκπρόσωπος του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού έφερε ένσταση, είναι αβάσιμος όπως αναφέραμε πιο πάνω και όπως προκύπτει καθαρά από το σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου. Έτσι, δεν μπορεί να τίθεται νομικό ερώτημα κατά πόσο ορθά ή λανθασμένα το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών προχώρησε στην ακρόαση της υπόθεσης ενώ υπήρχε ένσταση προς τούτο.
Κατά συνέπεια των πιο πάνω ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέδωσε τα αιτούμενα προνομιακά εντάλματα και ως εκ τούτου η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.