ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
SAAB AND ANOTHER ν. HOLY MONASTERY AY. NEOPHYTOS (1982) 1 CLR 499
PARASKEVA & OTHERS ν. LANTAS (1988) 1 CLR 285
RODOULLI ν. PAPASAVVAS (1988) 1 CLR 540
Πουρίκκος ν. Βασιλείου (1993) 1 ΑΑΔ 256
Αλπάν (Αδελφοί Τάκη) Λτδ. κ.α. ν. Θέλμας Τρυφωνίδου, Πολιτική Έφεση Αρ. 8660., 24 Ioυνίου 1996
Aλπάν (Aδελφοί Tάκη) Λτδ και Άλλοι ν. Θέλμας Tρυφωνίδου (1996) 1 ΑΑΔ 679
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Cybarco Ltd ν. Gillian Guest και Άλλου (2010) 1 ΑΑΔ 2071
CYBARCO LTD ν. GILLIAN GUEST κ.α, Πολιτική Έφεση Αρ.221/2007, 22 Δεκεμβρίου 2010
Argo Travel Ltd ν. R.M.D. Touristic Ltd (2008) 1 ΑΑΔ 97
El Rancho Tex-Mex Restaurant Ltd ν. Aντώνη Δημητρίου και Άλλης (2009) 1 ΑΑΔ 917
(1997) 1 ΑΑΔ 199
25 Φεβρουαρίου, 1997
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
GEORGE CHARALAMBOUS LTD,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
v.
KALOS KAFES LTD ΚΑΙ ΑΛΛΟY,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 8831).
Δίκαιο των Συμβάσεων — Παράβαση σύμβασης αντιπροσώπευσης εμπορευμάτων στο εξωτερικό — Μονομερής εισαγωγή νέου όρου — Καθορισμός αποζημιώσεων — Το αθώο μέρος δικαιούται σε εύλογη αποζημίωση για το χρονικό διάστημα που καθορίζεται από τη σύμβαση — Η γενική αρχή είναι ότι το αθώο μέρος πρέπει να τεθεί, σε όποιο βαθμό αυτό μπορεί να επιτευχθεί με το χρήμα, στην ίδια θέση στην οποία θα ήταν ως εάν η σύμβαση να είχε εκτελεστεί — Όμως δεν μπορεί να απαιτήσει τη ζημιά την οποία ήταν δυνατό να περιορίσει, αν ελάμβανε προς τούτο μέτρα και δεν το έπραξε.
Δίκαιο των Συμβάσεων — Κατά πόσο ο χρόνος πληρωμής αποτελούσε ουσιώδη όρο της σύμβασης, με αποτέλεσμα η μη τήρησή του από το ένα των συμβαλλομένων μερών, να καθιστά τη σύμβαση ακυρώσιμη — Πότε ο χρόνος σε μιά σύμβαση θεωρείται ουσιώδης.
Στις 7.2.1989 οι ενάγοντες συνήψαν με τους εναγομένους 1 σύμβαση αντιπροσώπευσης των προιόντων τους στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία με την εγγύηση του εναγομένου 2. Σύμφωνα με τον όρο 3 της σύμβασης αναγνωρίζετο χρεωστικό υπόλοιπο των εναγομένων προς όφελος των εναγόντων το ποσό των ΛΚ20.000. Από το ποσό αυτό ΛΚ10.000 θα εμβάζετο στους ενάγοντες μέχρι την 15.3.1989. Η κάθε νέα παραγγελία των εναγομένων δεν θα υπερέβαινε το ποσό των ΛΚ10.000. Ευθύς μόλις θα έφθανε στο Ηνωμένο Βασίλειο η νέα παραγγελία θα επληρώνετο το χρεωστικό υπόλοιπο των ΛΚ10.000 και το κόστος της νέας παραγγελίας θα παρέμενε ως χρεωστικό μέχρι την άφιξη της επόμενης παραγγελίας. Σύμφωνα με τον όρο 7 της σύμβασης η ισχύς της ήταν μονοετής, υπήρχε δε πρόνοια για αυτόματη ανανέωση νοουμένου ότι αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι συνεμορφώνοντο με όλους τους όρους της.
Οι εναγόμενοι καθυστέρησαν να εμβάσουν το ποσό των ΛΚ10.000 όπως προνοούσε η συμφωνία. Εν τω μεταξύ οι εναγόμενοι είχαν υποβάλει δύο νέες παραγγελίες στις 20.2.89 και στις 6.3.89 αξίας ΛΚ4.274,40 σεντ και ΛΚ8.858,90 σεντ αντίστοιχα, τις οποίες οι ενάγοντες δεν εκτέλεσαν. Αντ' αυτού οι ενάγοντες απέστειλαν τηλεμήνυμα στους εναγομένους στο οποίο εδήλωναν ότι ήταν έτοιμοι να εκτελέσουν τις πιο πάνω παραγγελίες αμέσως νοουμένου ότι θα εξοφλούσαν το υπόλοιπο των ΛΚ10.000 και θα επλήρωναν την αξία των δύο παραγγελιών συνολικού ποσού ΛΚ13.133 για να παραλάβουν τα σχετικά έγγραφα. Οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι δεν υπήρχε συμφωνία μεταξύ τους για πληρωμή τοις μετρητοίς της παραγγελίας και ότι τούτο αποτελεί νέο όρο που δεν υπήρχε στη σύμβαση και εθεώρησαν ότι οι τελευταίοι παρέβηκαν την μεταξύ τους συμφωνία.
Με την αγωγή τους οι ενάγοντες απαίτησαν το ποσό των ΛΚ10.000 ως υπόλοιπο οφειλόμενο από τους εναγομένους δυνάμει της σύμβασης και/ή ως αποζημιώσεις λόγω παράβασής της από τους εναγομένους. Με την ανταπαίτησή τους οι εναγόμενοι απαίτησαν γενικές και ειδικές αποζημιώσεις λόγω παράβασης της σύμβασης από τους ενάγοντες και το ποσό των ΛΚ14.968,17 σεντ πλέον τόκους ως αχρεωστήτως καταβληθέν και/ή δυνάμει αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού απεδέχθη την απαίτηση των εναγόντων για το ποσό των ΛΚ10.000, κατέληξε ότι αυτοί αδικαιολόγητα διέρρηξαν την σύμβαση με την μη εκτέλεση των υποχρεώσεών τους. Τελικά το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε αποζημιώσεις προς όφελος των εναγομένων ύψους 34.670 (STG) επί της ανταπαίτησης απορρίπτοντας τις απαιτήσεις των εναγομένων για το ποσό των ΛΚ14.968,17 σεντ.
Η έφεση των εναγόντων στρέφεται εναντίον του μέρους της απόφασης για τις αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν λόγω παράβασης σύμβασης.
Η αντέφεση των εναγομένων στρέφεται κατά της απόρριψης της απαίτησής τους για το ποσό των ΛΚ14.468,17. Προσβάλλουν επίσης οι εναγόμενοι το μέρος της απόφασης που αφορά το ύψος των αποζημιώσεων και το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι στη σύμβαση υπάρχει το στοιχείο εκείνο που ανατρέπει την αρχή της ακαθόριστης διάρκειας και ότι σαν μέτρο υπολογισμού των αποζημιώσεων είναι η χρονική διάρκεια του ενός έτους.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο χρόνος σε μια σύμβαση θεωρείται σαν ουσιώδης και αποτελεί συστατικό στοιχείο, η μη τήρηση του δε, καθιστά τη συμφωνία ακυρώσιμη, στις περιπτώσεις που οι συμβαλλόμενοι έχουν σαφώς διατυπώσει στη συμφωνία ότι ο χρόνος είναι ουσιώδης ή όπου οι συνθήκες ή η φύση της συμφωνίας υποδηλούν ότι ο χρόνος θα τηρηθεί επακριβώς ή όταν ο χρόνος, εφόσον δεν τηρηθεί, το άλλο συμβαλλόμενο μέρος καταστήσει τον όρο ουσιώδη, θέτοντας εύλογη προθεσμία για συμμόρφωση.
2. Από το όλο περιεχόμενο και τη φύση της σύμβασης δεν προκύπτει ότι η πρόθεση των μερών ήταν ο χρόνος πληρωμής να αποτελούσε ουσιώδη όρο.
3. Δεν διαπιστώνεται σφάλμα στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι εφεσείοντες χωρίς καμιά δικαιολογία επέμεναν μονομερώς στη δραστική αλλαγή των όρων της σύμβασης και δεν ήταν διατεθειμένοι να εκτελέσουν τις δικές τους υποχρεώσεις όπως διαγράφονται στη σύμβαση.
4. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η σύμβαση δεν ήταν ακαθόριστης διάρκειας. Πρόθεση των συμβαλλομένων ήταν ο καθορισμός της χρονικής διάρκειας ισχύος της συμφωνίας η δε ανανέωσή της εξαρτάτο από τη συμμόρφωσή τους προς τους όρους της σύμβασης.
5. Η γενική αρχή η οποία διέπει τον καθορισμό των ζημιών είναι εκείνη της αποζημίωσης, δηλαδή το αθώο μέρος πρέπει να τεθεί, σε όποιο βαθμό αυτό μπορεί να επιτευχθεί με το χρήμα, στην ίδια θέση στην οποία θα ήταν ως εάν η σύμβαση να είχε εκτελεστεί.
6. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση την ενώπιόν του μαρτυρία, κατέληξε στα ευρήματά του και έλαβε υπόψη τα προσδοκώμενα κέρδη με τον υπόλοιπο χρόνο που ίσχυε η συμφωνία, έχοντας σαν βάση τα καθαρά κέρδη του προηγούμενου χρόνου, εφαρμόζοντας ορθά τις σχετικές αρχές επιδίκασης αποζημιώσεων λόγω διάρρηξης της συμφωνίας.
7. Η βασική αρχή της αποζημίωσης του αθώου μέρους από μια παράβαση συμφωνίας περιορίζεται από μια δεύτερη αρχή η οποία προκύπτει από την παράγραφο 3 του Άρθρου 73 του Κεφ. 149. Με την αρχή αυτή επιβάλλεται στον ενάγοντα το καθήκον λήψης λογικών μέτρων για περιορισμό της ζημιάς του. Ο ενάγων δεν μπορεί να απαιτήσει ζημιά την οποία ήταν δυνατό να περιορίσει αν ελάμβανε προς τούτο μέτρα. Αυτό είναι θέμα πραγματικό και το βάρος της απόδειξης του γεγονότος αυτού εναποτίθεται στους ώμους της άλλης πλευράς. Οι ενάγοντες - εφεσείοντες απέτυχαν να προσκομίσουν οποιαδήποτε μαρτυρία επί του θέματος και έτσι δεν απέσεισαν το βάρος της απόδειξης που είχαν.
8. Όσον αφορά τον λόγο της αντέφεσης αναφορικά με την απόρριψη της ανταπαίτησης των εφεσίβλητων για το ποσό των ΛΚ14.468,17 σεντ οι λόγοι για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση αυτή κρίνονται ορθοί και δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης.
Τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση απορρίφθηκαν. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.
Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:
Paraskeva and Others v. Landas (1988) 1 C.L.R. 285,
Rodoulli v. Papassavas (1988) 1 C.L.R. 540,
Johnson v. Agnew [1979] 1 All E.R. 883,
Αλπάν (Αδελφοί Τάκη) Λτδ και Άλλοι v. Τρυφωνίδου (1996) 1 A.A.Δ. 679,
British Westinghouse Electric and Manufacturing Co. v. Underground Electric Rys. Co. of London [1919] 2 K.B. 581,
Pilkington v. Wood [1953] 2 All E.R. 810,
Αγησιλάου v. Χρίστου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 713,
Πουρίκκος v. Βασιλείου (1993) 1 Α.Α.Δ. 256,
Payzau Ltd v. Sanndors [1919] 2 K.B. 581,
Shearman v. Folland [1950] 1 All E.R. 976.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λαούτας, Π.E.Δ. και Φωτίου, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου, 1992 (Aρ. Aγωγής 5504/89), με την οποία επιδικάσθηκε υπέρ τους το ποσό των £10.000 (Λ.K.), ως οφειλόμενο από τους εναγόμενους δυνάμει της σύμβασης και £34.670 (STG) υπέρ των εναγομένων ως αποζημιώσεις.
Κ. Χ"Ιωάννου, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Κούσιος, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 7.2.1989 οι ενάγοντες συνήψαν με τους εναγομένους αρ. 1 σύμβαση αντιπροσώπευσης των προϊόντων τους στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία με την εγγύηση του εναγομένου αρ. 2.
Σύμφωνα με τον όρο 3 της σύμβασης αναγνωρίζετο χρεωστικό υπόλοιπο των εναγομένων προς όφελος των εναγόντων το ποσό των £20.000. Από το ποσό αυτό £10.000 θα εμβάζετο (shall be remitted) στους ενάγοντες μέχρι την 15.3.1989. Η κάθε νέα παραγγελία των εναγομένων δεν θα υπερέβαινε το ποσό των £10.000. Ευθύς μόλις θα έφθανε στο Ηνωμένο Βασίλειο η νέα παραγγελία θα επληρώνετο το χρεωστικό υπόλοιπο των £10.000 και το κόστος της νέας παραγγελίας θα παρέμενε ως χρεωστικό μέχρι την άφιξη της επόμενης παραγγελίας.
Σύμφωνα με τον όρο 7 της σύμβασης η ισχύς της ήταν μονοετής, υπήρχε δε πρόνοια για αυτόματη ανανέωση νοουμένου ότι αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι συνεμορφώνοντο με όλους τους όρους της.
Οι εναγόμενοι έδωσαν οδηγίες στην Τράπεζά τους στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 20.2.1989 και 6.3.1989 να εμβάσουν σε δύο δόσεις εκ £5.000 στους ενάγοντες το συνολικό ποσό των £10.000 όπως προνοούσε ο όρος 3 της σύμβασης. Η Τράπεζα των εναγομένων, λόγω βλάβης των ηλεκτρονικών υπολογιστών τους, καθυστέρησαν να εμβάσουν στους ενάγοντες τα ποσά των δύο δόσεων. Το έμβασμα του ενός ποσού των £5.000 έγινε στις 9.3.1989 και του δευτέρου στις 21.3.1989. Εν τω μεταξύ οι εναγόμενοι είχαν υποβάλει δύο νέες παραγγελίες στις 20.2.1989 η πρώτη (παραγγελία 2/89) και στις 6.3.1989 η δεύτερη (παραγγελία 3/89) αξίας £4.274,40 σεντ και £8.858,90 σεντ αντίστοιχα. Οι παραγγελίες αυτές ουδέποτε έχουν εκτελεστεί από τους ενάγοντες. Αντ' αυτού οι ενάγοντες στις 27.3.1989 απέστειλαν τηλεμήνυμα στους εναγομένους στο οποίο εδήλωναν ότι ήταν έτοιμοι να εκτελέσουν τις πιο πάνω παραγγελίες αμέσως, νοουμένου ότι θα εξοφλούσαν το υπόλοιπο των £10.000 και θα επλήρωναν την αξία των δύο παραγγελιών συνολικού ποσού £13.133 για να παραλάβουν τα σχετικά έγγραφα (cash against documents). Οι εναγόμενοι με τηλεμήνυμά τους προς τους ενάγοντες διαμαρτυρήθηκαν, δηλώνοντας ότι δεν υπήρχε συμφωνία μεταξύ τους για πληρωμή τοις μετρητοίς της παραγγελίας και ότι τούτο αποτελεί νέο όρο που δεν υπήρχε στη σύμβαση. Τελικά οι εναγόμενοι με τηλεμήνυμά τους προς τους ενάγοντες ημερομηνίας 25.4.1989 θεώρησαν ότι οι τελευταίοι παρέβηκαν την μεταξύ τους συμφωνία και επεφύλασσαν τα δικαιώματά τους να ζητήσουν αποζημιώσεις για αθέτησή της.
Με την αγωγή τους οι ενάγοντες απαιτούν το ποσό των £10.000 ως υπόλοιπο οφειλόμενο από τους εναγομένους δυνάμει της σύμβασης και/ή ως αποζημιώσεις λόγω παράβασής της από τους εναγομένους. Με την Ανταπαίτησή τους οι εναγόμενοι απαιτούν γενικές και ειδικές αποζημιώσεις λόγω παράβασης της σύμβασης από τους ενάγοντες και το ποσό των £14.968,17 σεντ πλέον τόκους ως αχρεωστήτως καταβληθέν και/ή δυνάμει αδικαιολογήτου πλουτισμού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από μακρά ακροαματική διαδικασία, αφού απεδέχθη την απαίτηση των εναγόντων για το ποσό των £10.000, κατέληξε ότι αυτοί αδικαιολόγητα διέρρηξαν τη σύμβαση με την μη εκτέλεση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν απ' αυτή. Οι ενάγοντες δεν ήταν πρόθυμοι να εκτελέσουν τις δικές τους υποχρεώσεις εκτός εάν οι όροι της συμφωνίας αλλοιώνονταν, πράγμα που ουσιαστικά θα σήμαινε απόκλιση από τους όρους της σύμβασης και εξουδετέρωσή της. Τελικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε αποζημιώσεις προς όφελος των εναγομένων ύψους £34.670 επί της Ανταπαίτησης απορρίπτοντας τις απαιτήσεις των εναγομένων για το ποσό των £14.968,17 σεντ.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης οι ενάγοντες άσκησαν την παρούσα έφεση. Η έφεση στρέφεται εναντίον του μέρους της απόφασης για τις αποζημιώσεις που επεδικάσθηκαν λόγω παράβασης σύμβασης διανομής εμπορευμάτων. Ως λόγοι της έφεσης προβάλλονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι οι ενάγοντες παρέβηκαν τους όρους της σύμβασης, ότι το Δικαστήριο έσφαλλε όσον αφορά το ύψος του ποσού των αποζημιώσεων αφού απεδέχθη αναξιόπιστη μαρτυρία, απέρριψε δε και δεν επέτρεψε σχετική προς τούτο μαρτυρία τους με αποτέλεσμα τα ευρήματά του να είναι εσφαλμένα.
Στην αντέφεσή τους οι εναγόμενοι προσβάλλουν το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου που απορρίπτει την απαίτησή τους για το ποσό των £14.468,17 σεντ με την αιτιολογία ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την ενώπιόν του μαρτυρία. Προσβάλλουν επίσης οι εναγόμενοι το μέρος της απόφασης που αφορά το ύψος των αποζημιώσεων και το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι στη σύμβαση υπάρχει το στοιχείο εκείνο που ανατρέπει την αρχή της ακαθόριστης διάρκειας και ότι σαν μέτρο υπολογισμού των αποζημιώσεων είναι η χρονική διάρκεια του ενός έτους.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι ο όρος 3 της σύμβασης που προνοούσε την πληρωμή των £10.000 μέχρι τις 15.3.1989 ήταν ουσιώδης όρος και κατά συνέπεια οι εναγόμενοι, μη συμμορφούμενοι με τον όρο αυτό, παρέβηκαν τη σύμβαση.
Ο χρόνος σε μία σύμβαση θεωρείται σαν ουσιώδης και αποτελεί συστατικό στοιχείο, η μη τήρηση του οποίου καθιστά τη συμφωνία ακυρώσιμη, στις περιπτώσεις που οι συμβαλλόμενοι έχουν σαφώς διατυπώσει στη συμφωνία ότι ο χρόνος είναι ουσιώδης ή όπου οι συνθήκες ή η φύση της συμφωνίας υποδηλούν ότι ο χρόνος θα τηρηθεί επακριβώς ή όταν ο χρόνος εφόσον δεν τηρηθεί το άλλο συμβαλλόμενο μέρος καταστήσει τον όρο ουσιώδη θέτοντας εύλογο προθεσμία για συμμόρφωση. (Βλέπε Paraskevas v. Landas (1988) 1 C.L.R. 285, Rodoulli v. Papassavas (1988) 1 C.L.R. 540 και Chitty on Contract, 25η έκδοση, παράγρ. 1391).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του απεφάνθη, εξετάζοντας τη σύμβαση σαν ενιαίο έγγραφο, ότι δεν προέκυπτε ότι η πρόθεση των μερών ήταν ο χρόνος πληρωμής να αποτελούσε ουσιώδη όρο. Συμφωνούμε με το συμπέρασμα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Από το όλο περιεχόμενο και τη φύση της σύμβασης δεν προκύπτει πρόθεση των μερών περί του αντιθέτου. Εξάλλου το ποσό των £10.000, το οποίο έπρεπε να πληρωθεί εντός της καθορισμένης προθεσμίας, αποτελούσε μέρος χρεωστικού υπολοίπου κατά την ημερομηνία συνομολόγησης της σύμβασης. Το ήμισυ του ποσού των £10.000 πληρώθηκε εντός της καθορισμένης προθεσμίας, το δε άλλο ήμισυ πληρώθηκε στις 21.3.1989, έξι δηλαδή μέρες μετά την προθεσμία. Οι εφεσείοντες απεδέχθηκαν και εισέπραξαν τα ποσά αυτά. Στις δε 27.3.1989 με τηλεμήνυμά τους προς τους εφεσίβλητους ζήτησαν τη δραστική αλλαγή της συμφωνίας με νέους όρους ως προς την πληρωμή τόσο του υπολοίπου ποσού των £10.000 όσο και τον τρόπο πληρωμής των νέων παραγγελιών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι οι εφεσείοντες αδικαιολόγητα αθέτησαν τη συμφωνία, προβαίνοντες σε ενέργειες που ισοδυναμούσαν με διάρρηξη, εφόσον δεν ήταν διατεθειμένοι να εκτελέσουν τις υποχρεώσεις τους εκτός εάν οι όροι της συμφωνίας αλλοιώνονταν, πράγμα που ουσιαστικά αποτελούσε απόκλιση από τους όρους της αρχικής συμφωνίας και εξουδετέρωσή της.
Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι εφεσείοντες χωρίς καμιά δικαιολογία επέμεναν μονομερώς στη δραστική αλλαγή των όρων της σύμβασης και δεν ήταν διατεθειμένοι να εκτελέσουν τις δικές τους υποχρεώσεις όπως διαγράφονται στη σύμβαση. Τούτο είναι φανερό από το τηλεμήνυμά τους προς τους εφεσιβλήτους ημερομηνίας 5.5.1989 στο οποίο τελεσιγραφικά έθεταν προθεσμία αποδοχής των νέων όρων τους για να προβούν σε εκτέλεση των παραγγελιών.
Με τον τελευταίο λόγο της έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά το ύψος των αποζημιώσεων σε συνάρτηση με τη χρονική διάρκεια ισχύος της συμφωνίας, την αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων και την παραγνώριση μαρτυρίας των εφεσειόντων που αφορούσε μετριασμό των ζημιών από τους εφεσίβλητους. Εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων ότι η σύμβαση δεν ήταν διάρκειας ενός έτους και κατά συνέπεια ήταν δυνατό να τερματισθεί με εύλογη προειδοποίηση 2-3 μηνών, οπότε οι αποζημιώσεις έπρεπε να περιορισθούν σ' αυτό το χρονικό πλαίσιο.
Για το θέμα αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η σύμβαση ήταν μονοετής, το δε σχετικό απόσπασμα της απόφασης αναφέρει τα εξής:
"Ο κ. Χ"Ιωάννου εισηγήθηκε σαν μέτρο υπολογισμού των αποζημιώσεων τη διάρκεια της εύλογης προειδοποίησης χωρίς να την καθορίζει. Ο κ. Κούσιος παρότι εισηγήθηκε ότι η συμφωνία ήταν ακαθόριστης διάρκειας, εν τούτοις την περιόρισε στα 4-5 χρόνια. Με όλο το σέβας θεωρούμε και τις δύο θέσεις λανθασμένες. Η χρονική διάρκεια της σύμβασης καθορίζεται με σαφήνεια στον όρο 7. Θα διαρκούσε για ένα χρόνο και θα ανανεώνετο αυτόματα κάθε χρόνο υπό την αίρεση ότι αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη συμμορφώνονταν με τους όρους της σύμβασης. Δεν υπήρξε συμμόρφωση από τους Εναγομένους άρα δεν τηρήθηκε η επιφύλαξη. Βρίσκουμε ότι η σύμβαση τερματίστηκε με συνέπεια τη μη ανανέωσή της. Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στη σύμβαση υπάρχει το στοιχείο εκείνο που ανατρέπει την αρχή της ακαθόριστης διάρκειας. Συνεπώς σαν μέτρο υπολογισμού των αποζημιώσεων θα ληφθεί η χρονική διάρκεια του ενός χρόνου."
Πράγματι σύμφωνα με τον όρο 7 η διάρκεια της σύμβασης καθορίζετο ρητά για περίοδο ενός χρόνου, θα ανανεώνετο δε αυτόματα από χρόνο σε χρόνο νοουμένου ότι αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι τηρούσαν όλους τους όρους της σύμβασης.
Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η σύμβαση δεν ήταν ακαθόριστης διάρκειας και απέρριψε τις αντίθετες εισηγήσεις των δικηγόρων των διαδίκων. Πρόθεση των συμβαλλομένων ήταν ο καθορισμός της χρονικής διάρκειας ισχύος της συμφωνίας η δε ανανέωσή της εξαρτάτο από τη συμμόρφωσή τους προς τους όρους της σύμβασης.
Για το θέμα του υπολογισμού των αποζημιώσεων το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μεθοδολογία που ακολούθησαν οι μάρτυρες - εμπειρογνώμονες των εφεσιβλήτων δεν ήταν η ορθή και κατά συνέπεια το περιεχόμενο των εκθέσεών τους δεν αποτελεί σταθερή βάση για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων. Το Δικαστήριο, στην απόφασή του, εντοπίζει το σφάλμα στην προσπάθεια εκτίμησης της εταιρείας σαν λειτουργούσας επιχείρησης για σκοπούς διάλυσης ή πώλησης.
Οι αρχές που διέπουν τον καθορισμό των αποζημιώσεων για τη διάρρηξη συμφωνίας περιέχονται στο άρθρο 73(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Οι αρχές αυτές έχουν αυθεντικά ερμηνευθεί τόσο στην Αγγλία όσο και στην Κύπρο.
Η γενική αρχή η οποία διέπει τον καθορισμό των ζημιών είναι εκείνη της αποζημίωσης, δηλαδή το αθώο μέρος πρέπει να τεθεί, σε όποιο βαθμό αυτό μπορεί να επιτευχθεί με το χρήμα, στην ίδια θέση στην οποία θα ήταν ως εάν η σύμβαση να είχε εκτελεστεί. (Βλέπε Johnson v. Agnew [1979] 1 All E.R. 883).
Ανάλογες είναι οι αρχές οι οποίες διατυπώνονται στην Saab and Another v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499) όπου στις σελίδες 519 και 520 αναφέρεται ότι:
"Reinstatement lies at the core of the rules regulating the assessment of compensation for breach of contract. Damages aim to restore the party to the position he would be but for the breach. This is normally accomplished by awarding damages reasonably foreseeable at the time of execution of the agreement, as likely to arise upon breach."
και
"The extent of the damage likely to be suffered by the innocent party, is ordinarily discernible at the time of breach. The repercussions of breach become known thereupon. So, ordinarily, damage is estimated as at the date of breach."
(Βλέπε επίσης: Αλπάν (Αδελφοί Τάκη) Λτδ και Άλλος v. Θέλμας Τρυφωνίδου, Πολιτική Έφεση Αρ. 8660, ημερομηνίας 24.6.1996).
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η πορεία που ακολούθησαν οι εμπειρογνώμονες για τη σύνταξη των εκθέσεών τους, ήτοι τον υπολογισμό της αξίας της εταιρείας για σκοπούς διάλυσης ή πώλησής της, δεν ήταν ο ενδεδειγμένος για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων λόγω διάρρηξης συμφωνίας, γιατί αντιστρατεύεται τις αρχές όπως έχουν αναφερθεί πιο πάνω. Το ζητούμενο ήταν ο καθορισμός εύλογης αποζημίωσης για το χρονικό διάστημα που καθορίστηκε από τη συμφωνία και όχι η αξία της εφεσίβλητης εταιρείας για σκοπούς πώλησης ή διάλυσης. Τέτοια ζημιά ήταν εντελώς απρόβλεπτη κατά τη σύναψη της συμφωνίας και απομακρυσμένη. (Βλέπε: Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 34, παράγρ. 252, που αναφέρεται και στο goodwill).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε σα βάση υπολογισμού των αποζημιώσεων το κέρδος που θα εκαρπούντο οι εναγόμενοι για τον υπόλοιπο χρόνο των δέκα μηνών από την ημερομηνία της διάρρηξης μέχρι τη λήξη του συμβολαίου (5.5.1989 - 6.2.1990). Σαν μέτρο υπολογισμού δε έλαβε το καθαρό κέρδος της περιόδου 5.10.1987 μέχρι 31.12.1988 που σύμφωνα με την ενώπιόν του μαρτυρία ανερχόταν στο ποσό των STG52.000. Αφού αναπροσάρμοσε το ποσό αυτό με βάση τους δέκα μήνες κατέληξε στο ποσό των STG34.670.
Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση την ενώπιόν του μαρτυρία, κατέληξε στα ευρήματά του αυτά και έλαβε υπόψη τα προσδοκώμενα κέρδη για τον υπόλοιπο χρόνο που ίσχυε η συμφωνία, έχοντας σαν βάση τα καθαρά κέρδη του προηγούμενου χρόνου, εφαρμόζοντας ορθά τις σχετικές αρχές επιδίκασης αποζημιώσεων ένεκα της διάρρηξης της συμφωνίας.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων περαιτέρω προβάλλει ως λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε, καταλήγοντας στο εύρημα ότι οι εφεσείοντες δεν παρουσίασαν καμιά μαρτυρία όσον αφορά την υποχρέωση των εφεσιβλήτων να λάβουν λογικά μέτρα για μείωση της ζημιάς που απορρέει από τη διάρρηξη της συμφωνίας. Ισχυρίσθηκε δε ότι με βάση τα ενώπιόν του τεκμήρια οι εφεσίβλητοι έπρεπε να δεχθούν τους νέους όρους που έθεσαν μονομερώς οι εφεσείοντες τροποποιητικούς των όρων της συμφωνίας.
Η βασική αρχή της αποζημίωσης του αθώου μέρους από μια παράβαση συμφωνίας περιορίζεται από μια δεύτερη αρχή η οποία προκύπτει από την παράγραφο 3 του άρθρου 73 του Κεφ. 149. Με τη δεύτερη αυτή αρχή επιβάλλεται στον ενάγοντα το καθήκον λήψης λογικών μέτρων για περιορισμό της ζημιάς του. Ο ενάγων δεν μπορεί να απαιτήσει ζημιά την οποία ήταν δυνατό να περιορίσει εάν ελάμβανε προς τούτο λογικά μέτρα. (Βλέπε: British Westinghouse Electric and Manufacturing Co. v. Underground Electric Rys. Co. of London [1919] 2 K.B. 581 και Pilkington v. Wood [1953] 2 All E.R. 810, Αγησιλάου v. Χρίστου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 713 και Πουρίκκος v. Βασιλείου, Πολιτική Έφεση Αρ. 8012, ημερομηνίας 30.4.1993).
Το ερώτημα, εάν ο ενάγων επέδειξε αμέλεια να λάβει λογικά μέτρα για περιορισμό της ζημιάς του, είναι θέμα πραγματικό και το βάρος της απόδειξης του γεγονότος αυτού εναποτίθεται στους ώμους της άλλης πλευράς. (Βλέπε: Payzau Ltd v. Sanndors [1919] 2 K.B. 581 και Shearman v. Folland [1950] 1 All E.R. 976).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ορθά έθεσε τις πιο πάνω αρχές κατέληξε ότι οι ενάγοντες - εφεσείοντες απέτυχαν να προσκομίσουν οποιαδήποτε μαρτυρία επί του θέματος και έτσι δεν απέσεισαν το βάρος της απόδειξης που είχαν.
Συμφωνούμε με το συμπέρασμα αυτό του Δικαστηρίου. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων μας εκάλεσε να ανατρέψουμε αυτό το συμπέρασμα με τον ισχυρισμό ότι εάν οι εφεσίβλητοι αποδέχονταν τους νέους όρους που έθεταν οι εφεσείοντες, η ζημιά τους θα περιορίζετο μόνο στην απώλεια τόκων στο ποσό των £10.000 για την περίοδο που η σύμβαση θα παρέμενε σε ισχύ. Αλλά αυτό είναι το ζητούμενο όσον αφορά την παράβαση του συμβολαίου ή όχι. Δεν είναι δυνατό να επιμετρά προς όφελος των εφεσειόντων η παράβαση της σύμβασης εκ μέρους τους. Δεν είναι δυνατό να αναμένεται από τους εφεσιβλήτους να εξαναγκασθούν να αποδεχθούν την παράβαση με μόνο σκοπό τον περιορισμό της ζημιάς τους. Η νομολογία επί του θέματος, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, έχει καθορισθεί σε λογικά μέτρα που αμέλησαν να λάβουν οι εφεσίβλητοι μετά τη διαπιστωθείσα παράβαση της σύμβασης.
Οι λόγοι της αντέφεσης που αφορούν το ύψος των αποζημιώσεων έχουν ήδη αποφασισθεί πιο πάνω κατά την εξέταση των λόγων της έφεσης γιατί αυτοί ήταν άρρηκτα συνδεδεμένοι. Παραμένει μόνο ο λόγος της αντέφεσης όσον αφορά την απόρριψη της ανταπαίτησης των εφεσιβλήτων για το ποσό των £14.468,17 σεντ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση αυτή των εφεσιβλήτων για δύο λόγους. Πρώτο ότι στην επίδικη σύμβαση δεν αναφέρεται οτιδήποτε και δεύτερο ότι η πληρωμή των £14.968,17 σεντ έγινε σταδιακά από τον Οκτώβριο του 1987 από την εταιρεία OPAL, κατόπιν σχετικής συμφωνίας, η οποία ήταν διάδοχος της εταιρείας C & P. Το πιο πάνω ποσό πληρώθηκε, εν πάση περιπτώσει, πριν την υπογραφή της επίδικης σύμβασης ημερομηνίας 7.2.1989 και στην οποία δεν γίνεται καμιά αναφορά.
Ο δικηγόρος για τους εφεσίβλητους δεν μας έχει πείσει για την μη ορθότητα των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν θεωρούμε ότι υπάρχει πεδίον επέμβασής μας.
Τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση απορρίπτονται. Εν όψει της κατάληξής μας αυτής δεν εκδίδεται καμιά διαταγή για έξοδα.
Τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση απορρίπτονται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.