ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 1 ΑΑΔ 1715
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
< B>Πολιτική Έφεση αρ. 9469.
Σύνθεση Δικαστηρίου:
ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΔΔ.
Μεταξύ:
Σταύρου Μαραγκού
Εφεσείοντα - Αιτητή,
- ν -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του
Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων,
Εφεσιβλήτων - Καθ΄ ων η αίτηση.
- - -
Ημερομηνία:
17 Δεκεμβρίου 1997.Για τον εφεσείοντα: Σ. Δράκος.
Για τους εφεσίβλητους: Γ. Κυριακίδου (κα) εκ μέρους
του Γεν. Εισαγγελέα.
- - -
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
- - -
Η απόφαση δόθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1997, ακολουθεί το πλήρες κείμενο της απόφασης με το αιτιολογικό.
- - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε συνοπτικά αίτηση του εφεσείοντα, ημερομηνίας 14 Απριλίου 1995, για την παράταση του χρόνου των 75 ημερών που καθορίζει το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος για να καταστεί δυνατή η άσκηση προσφυγής εναντίον απόφασης του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων που λήφθηκε στις 16 Μαρτίου 1994 και κοινοποιήθηκε στον κ. Μαραγκό αμέσως μετά.Η απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου έχει ως εξής:
«Τα χρονικά πλαίσια καταχώρησης προσφυγής, δυνάμει του Άρθρου 146, ορίζονται από το Σύνταγμα και δεν μπορεί να καταχωρηθεί αίτηση μετά την εκπνοή της πιο πάνω προθεσμίας.
Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.»
Με την έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση και επιδιώκεται ο παραμερισμός της. Τόσο η αίτηση όσο και η έφεση υποβλήθηκαν εκ μέρους του αιτητή-εφεσείοντα, από το δικηγόρο κ. Δράκο. Η αίτηση του αιτητή, για παράταση του χρόνου, βασίζεται στους Κανονισμούς 17, 18, 19, του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, στη Δ.57, θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και στα Άρθρα 30 και 146 του Συντάγματος. Ο Κ.18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 καθιστά, τηρουμένων των αναλογιών, συμπληρωματικά εφαρμοστέες τις πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας.
Η μόνη από τις προαναφερθείσες διατάξεις η οποία κάνει πρόνοια για την παράταση χρόνου των προθεσμιών για τη λήψη δικαστικών μέτρων είναι η Δ.57 θ.2. Οι πρόνοιες της δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε προσφυγές κάτω από το Άρθρο 146, εφόσον η εφαρμογή τους περιορίζεται σε προθεσμίες οι οποίες καθορίζονται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Ο χρόνος για την άσκηση προσφυγής καθορίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα, στην παράγραφο 3 του Άρθρου 146, το οποίο κατοχυρώνει δικαίωμα προσφυγής κατά αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων οργάνου ή αρχής ή προσώπου που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία.
«Η προσφυγή ασκείται εντός εβδομήκοντα πέντε ημερών από της ημέρας της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή της πράξεως ή, εν περιπτώσει μή δημοσιεύσεως, ή εν περιπτώσει παραλείψεως, από της ημέρας καθ΄ ην η πράξις ή παράλειψις περιήλθεν εις γνώσιν του προσφεύγοντος.»
Οι πρόνοιες του Άρθρου 146.3, όπως έχουν αυθεντικά ερμηνευθεί είναι επιτακτικές και τυγχάνουν εφαρμογής χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται η παράταση του χρόνου που καθορίζεται στο Άρθρο 146.3. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η ροή του χρόνου των 75 ημερών μπορεί να ανακοπεί, για όσο χρόνο αυτές διαρκούν. ο χρόνος συνεχίζει να τρέχει μόλις αυτές παρέλθουν. Εξαιρετικές περιστάσεις είναι συνώνυμες με περιστάσεις ανωτέρας βίας «force majeure», οι οποίες καθιστούν την άσκηση προσφυγής για όσο χρόνο διαρκούν, αδύνατη. (Βλ. μεταξύ άλλων John Moran & The Republic (Attorney-General and Minister of Interior) 1 R.S.C.C. 10, 13. Joyce Marcoullides & The Greek Communal Chamber (Director of Greek Education) 4 R.S.C.C. 7, 10. Potamitis v. Water Board L/ssol (1985)3 C.L.R. 260, 270, 271.)
Στην προκείμενη περίπτωση, η απόφαση σε σχέση προς την οποίαν ο εφεσείων επιδιώκει την παράταση χρόνου για να την προσβάλει, λήφθηκε στις 16 Μαρτίου 1994, και περιήλθε σε γνώση του ευθύς μετά την έκδοσή της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα παράτασης του χρόνου. Η έφεση ορίστηκε για προδικασία βάσει των προνοιών του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, Παράρτημα Δεύτερο, 22.3.1996 αρ. 4.
Ο εφεσείων εκπροσωπήθηκε όπως και ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου από το δικηγόρο κ. Δράκο. Ο κ. Δράκος ζήτησε την άδεια του Δικαστηρίου να αποσυρθεί για δύο λόγους.
Πρώτο, διαφωνεί με τον εφεσείοντα ως προς το χειρισμό της υπόθεσης. Η διαφωνία του εντοπίζεται στη βιωσιμότητα της έφεσης. Ο ίδιος κρίνει ότι δεν παρέχεται δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας των 75 ημερών και ως εκ τούτου η έφεση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Παράλληλα, πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι έχει υποβληθεί και δεύτερη αίτηση, (άλλη από εκείνη η οποία απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο), με την οποία επιδιώκεται όπως αναγνωριστεί ότι επιστολή του εφεσείοντα της 2ας Μαΐου 1994, προς τότε Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικστηρίου, με την οποίαν παραπονέθηκε για την απόφαση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων της 16ης Μαρτίου 1994, θεωρηθεί ως εκκρεμούσα προσφυγή.
Ο άλλος λόγος για τον οποίο ζητά να αποσυρθεί είναι διότι δεν έχει καταβληθεί η αμοιβή του. Ο εφεσείων ενίσταται στην παροχή άδειας στο δικηγόρο του να αποσυρθεί εκτός εάν το Δικαστήριο προβεί στο διορισμό άλλου δικηγόρου δεδομένου ότι ο ίδιος στερείται των μέσων για να διορίσει δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει. Το Δικαστήριο του γνωστοποίησε ότι θα εξετάσει το βάσιμο του αιτήματός του για τη δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής.
Ο προαναφερθείς
περί Εφέσεων Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996, ο οποίος εκδόθηκε βάσει των σχετικών προνοιών του Συντάγματος, των Άρθρων 35 και 163 του Συντάγματος, και του Άρθρου 17 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) (Τροποποιητικού) Νόμου 1964-1991, παρέχει, μεταξύ άλλων, εξουσία στο Δικαστήριο να απορρίψει, στο στάδιο της προδικασίας έφεση η οποία θεωρείται «προδήλως αβάσιμη». Πρόκειται, για εξαιρετικό μέτρο το οποίο μπορεί να υιοθετηθεί μόνο εφόσον καταφαίνεται ότι η έφεση στερείται ολοσχερώς ερείσματος. Το αβάσιμο της έφεσης πρέπει να είναι πασίδηλο. Στην προκείμενη περίπτωση δεν παρέχεται η δυνατότητα παράτασης του χρόνου για την άσκηση προσφυγής.Λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους για τους οποίους ζητείται άδεια από το δικηγόρο του εφεσείοντα να αποσυρθεί, παρέχεται σ΄ αυτόν άδεια όπως αποσυρθεί.
Παράλληλα, κρίνουμε την έφεση καταφανώς αβάσιμη, και για το λόγο αυτό απορριπτέα. Η κατάληξη αυτή δεν προδικάζει οποιαδήποτε άλλη διαδικασία η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με το αίτημα το οποίο είχε υποβληθεί σε σχέση με την επιστολή του της 2ας Μαΐου, 1994.
Η έφεση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη.
Π.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΑυΦ