ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 1 ΑΑΔ 1026

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΕΚΛΟΓΟΔΙΚΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

< FONT FACE="Arial,Arial">ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΑΡ. 5/97 και 7/97.

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗ,

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ,

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ,

ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, Δ.Δ.

 

Αναφορικά με Εκλογική Αίτηση σχετικά με την Εκλογή στην Εκλογική Περιφέρεια Λεμεσού.

 

ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 5/97.

Μεταξύ:

Γιαννάκη Κουλουντή,

Αιτητή

και

1. Βουλής των Αντιπροσώπων,

2. Ντίνου Μιχαηλίδη, Υπουργού Εσωτερικών,

3. Χριστάκη Αθανασίου, Εφόρου Εκλογής Μελών της

Βουλής των Αντιπροσώπων, Εκλογικής Περιφέρειας

Λεμεσού,

4. Χριστόδουλου Βενιαμίν,

5. Ανορθωτικού Κόμματος Εργαζομένου Λαού (ΑΚΕΛ),

Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

 

 

 

ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 7/97.

Μεταξύ:

Μιχάλη Παφιτανή,

Αιτητή

και

1. Βουλής των Αντιπροσώπων,

2. Ντίνου Μιχαηλίδη, Υπουργού Εσωτερικών,

3. Χριστάκη Αθανασίου, Εφόρου Εκλογής Μελών

της Βουλής των Αντιπροσώπων, Εκλογικής

Περιφέρειας Λεμεσού,

4. Χριστόδουλου Βενιαμίν,

5. Ανορθωτικού Κόμματος Εργαζομένου Λαού (ΑΚΕΛ),

Καθ΄ ων η αίτηση.

___________________

17 Σεπτεμβρίου, 1997.

Για τους αιτητές : Χρ. Κληρίδης με Χρ. Χριστοφή

και Δ. Θεοδώρου.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση 1 και 4: Γ. Κακογιάννης, Π. Πολυβίου και

Γ. Χριστοφίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση 2 και 3: Α. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας

της Δημοκρατίας με Α. Παπασάββα

και Γ. Φράγκου (κα.)

Για τους καθ΄ ων η αίτηση 5 : Α. Σ. Αγγελίδης με Σ. Παπασάββα.

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Τα ερωτήματα στα οποία έχουμε κληθεί ν΄ απαντήσουμε στην παρούσα διαδικασία είναι τα πιο κάτω:-

(1) Η συνταγματικότητα του περί της Τρίτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου, 1996 (115(Ι)/96), και

(2) Η νομιμότητα της ανακήρυξης του καθ΄ ου η αίτηση 4 ως Βουλευτή.

Η νομιμότητα της ανακήρυξης προσβάλλεται σε συνάρτηση με την συνταγματικότητα του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου, 1996 (118(Ι)/96).

Για τους λόγους που θα εξηγηθούν πιο κάτω κρίνω ότι οι αιτήσεις πρέπει να πετύχουν:

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών επικέντρωσε την επιχειρηματολογία του πάνω σε 5 εισηγήσεις. Αρχίζω με την πρώτη:

Πρώτη εισήγηση:

Ο Νόμος 115(Ι)/96 είναι αντισυνταγματικός επειδή προσκρούει στις διατάξεις του ΄Αρθρου 182 του Συντάγματος. Το κατά πόσο είναι δυνατή η τροποποίηση του Συντάγματος έχει ήδη αποφασισθεί από το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο στην Αναφορά 1/86 - Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 Α.Α.Δ. 1439 ("Η Αναφορά 1/86"). Η απόφαση στην Νικολάου ν. Νικολάου (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338, η οποία, σαν αποτέλεσμα της ισοψηφίας μεταξύ των δικαστών, οδήγησε στην συνταγματικότητα του Νόμου 95/89, δεν είχε ανατρέψει την απόφαση στην Αναφορά 1/86. Η τελευταία παραμένει δεσμευτική δεδομένου ότι για ανατροπή προηγούμενης δικαστικής απόφασης Ολομέλειας Ανωτάτου Δικαστηρίου θα πρέπει να υπάρχει μεταγενέστερη απόφαση κατά πλειοψηφία με την οποία να ανατρέπεται το δικαστικό προηγούμενο. Κατά συνέπεια ο περί της Τρίτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 1996, ο οποίος δεν διαφέρει ουσιαστικά από τον, κηρυχθέντα σαν αντισυνταγματικό, περί της Πρώτης Τροποποιήσεως του Συντάγματος Νόμο του 1986, είναι έκδηλα αντισυνταγματικός και αντίθετος προς την εν λόγω γνωμάτευση όλων των

Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά 1/86. Η "επίκληση του 'Δικαίου της Ανάγκης' για την θέσπιση του περί Τρίτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 1996, η οποία γίνεται στο προοίμιο του εν λόγω Νόμου, κατά συνέπεια και κάτω από τις περιστάσεις δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον Νόμο ούτε και μπορεί να είναι υπεράνω της υπέρτατης πολιτειακής ανάγκης για διατήρηση του Συντάγματος όπως αναφέρεται στην εν λόγω αναφορά 1/86 και σχετική γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου".

Εισηγήσεις των καθ΄ ων η αίτηση σε σχέση με την πρώτη εισήγηση των αιτητών:

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση 2 και 3, υποστήριξε:

(1) Η απόφαση στην Αναφορά 1/86 ως αυθεντία έχει τελειώσει με την απόφαση στην Νικολάου (πιο πάνω).

(2) Το Δίκαιο της Ανάγκης διατηρεί εν ζωή όλες ανεξαίρετα τις πολιτειακές εξουσίες των συντεταγμένων οργάνων του Κράτους. Εφόσον έχει αναγνωριστεί ότι η Εκτελεστική Εξουσία διατηρεί όλο το φάσμα των εξουσιών της (Βλ. President of the Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 2801, 2804) και η Νομοθετική Εξουσία διατηρεί όλες τις νομοθετικές εξουσίες της. Η τελευταία διατηρεί και την αναθεωρητική λειτουργία της και το δικαστήριο πρέπει να δεχθεί την βασική αρχή της Νικολάου (πιο πάνω) ότι το Δίκαιο της Ανάγκης δικαιολογεί την διατήρηση της αναθεωρητικής εξουσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων. Αυτή η εξουσία μπορεί να ασκείται για μη θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος υπό της πλειοψηφίας των 2/3 της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Βασική εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου των καθ΄ ων η αίτηση 1 και 4 ήταν ότι η αναθεωρητική εξουσία της Βουλής υφίσταται με βάση το δίκαιο της ανάγκης. Ασκείται με βάση το άρθρο 182.3 από τα 2/3 των Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων όπως συγκροτείται τώρα. Το δίκαιο της ανάγκης επενεργεί θεσμικά, όχι ουσιαστικά. Ενόψει της αποχώρησης των Τούρκων Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, σαν μέρος μιας προσπάθειας να τορπιλλισθεί το κράτος, το δίκαιο της ανάγκης διατηρεί αλώβητη τόσο την κανονική όσο και την αναθεωρητική εξουσία. ΄Ηταν η διαζευκτική εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου, ότι εάν δεν υπάρχει αναθεωρητική εξουσία η επίδικη τροποποίηση ήταν έγκυρη βάσει του δικαίου της ανάγκης. Τελική εισήγηση του ήταν ότι δεν είναι ιδιότητα της κυριαρχίας να μην μεταβάλλονται τα άρθρα του Συντάγματος.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση 5 υιοθέτησε πλήρως τις θέσεις των συνηγόρων των καθ΄ ων η αίτηση 1-4. Περαιτέρω εισηγήθηκε ότι η ανάγκη που έχει επιβάλει η απουσία των τουρκοκυπρίων είναι εκείνη που έχει αντιμετωπισθεί και έχει κριθεί ότι υπάρχει και επιβάλλει τη λειτουργία της Βουλής και των άλλων συνταγματικών οργάνων μέσα στην άσκηση ολόκληρης της εξουσίας που το Σύνταγμα παραχώρησε στα συγκεκριμένα όργανα. Αυτό και "έπραξε η Βουλή στη συγκεκριμένη περίπτωση και δικαιούται να το πράξει με όσους βουλευτές έχει κατά το δίκαιο της ανάγκης η συγκεκριμένη Βουλή που είναι και η μόνη Βουλή του αναγνωρισμένου και υπάρχοντος Κράτους που λέγεται Κύπρος".

Δίκαιο της Ανάγκης:

Η πρώτη υπόθεση στην οποία έγινε επίκληση του δικαίου της ανάγκης είναι η Attorney-General of the Republic v. Ibrahim (1964) C.L.R. 195. Στην υπόθεση εκείνη αμφισβητήθηκε η συνταγματικότητα του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου, 1964 (Ν 33/64). Το δικαστήριο έκρινε ότι ο πιο πάνω Νόμος είχε θεσπισθεί εγκύρως δυνάμει του δικαίου της ανάγκης.

Η υπόθεση Ibrahim αποτέλεσε το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η μετέπειτα νομολογία που σχετίζεται με το δίκαιο της ανάγκης. Για το λόγο αυτό η παράθεση αποσπασμάτων - σε μετάφραση - από την υπόθεση εκείνη κρίνεται απαραίτητη.

Σύμφωνα με την απόφαση του Τρανταφυλλίδη Δ., όπως ήταν τότε, (βλ. σελ. 231):

"Εναπόκειται στο δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσο και σε ποιά έκταση το δόγμα του δικαίου της ανάγκης στο δημόσιο δίκαιο έχει τη θέση του στο Κυπριακό Δίκαιο και μέχρι ποιού σημείου εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση... Το δόγμα πρέπει να θεωρείται τμήμα της συνταγματικής τάξεως στην Κύπρο για να καθιστά δυνατή την προστασία των συμφερόντων της χώρας όπου το Σύνταγμα λόγω της ακαμψίας του, του μονομερούς αυτού και των περιορισμένων πλαισίων του, δεν περιέχει επαρκείς ρητές πρόνοιες για το σκοπό αυτό ....".

Ο ευπαίδευτος Δικαστής καθόρισε ως πιο κάτω τις παραμέτρους επίκλησης του δικαίου της ανάγκης, (βλ. σελ. 234):

"Είμαι της γνώμης ότι το άρθρο 179 του Συντάγματος πρέπει να εφαρμόζεται υπό την προϋπόθεση ότι όταν δεν είναι δυνατό να λειτουργήσει κατάλληλα μια βασική λειτουργία του κράτους, όπως προνοείται στο Σύνταγμα, ή όταν έχει προκύψει μια κατάσταση η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί επαρκώς δυνάμει των προνοιών του Συντάγματος τότε το αρμόδιο όργανο μπορεί να λάβει τέτοια μέτρα, μέσα στα όρια της αρμοδιότητας του, για να αντιμετωπίσει την ανάγκη. Σε τέτοια περίπτωση τέτοια μέτρα, νοουμένου ότι συνιστούν αυτό που λογικώς απαιτείται υπό τις περιστάσεις, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αντιθέτα ή ασυμβίβαστα προς το Σύνταγμα, γιατί αν αποφασισθεί το αντίθετο θα ισοδυναμεί με την παράλογη θέση ότι το Σύνταγμα από μόνο του ορίζει την καταστροφή του κράτους το οποίο έχει προορισμό να υπηρετεί.

Παρόλον που το Σύνταγμα θεωρείται ως ο υπέρτατος νόμος που περιορίζει την κυριαρχία της νομοθετικής εξουσίας, όμως, όταν αυτό τούτο το Σύνταγμα δεν μπορεί ν΄ ανταποκριθεί σε μια κατάσταση που προέκυψε, ειδικότερα όταν τέτοια κατάσταση είναι αντίθετη με το θεμελιώδες του θέμα, ή όταν ένα όργανο που συστάθηκε με βάση το Σύνταγμα δεν μπορεί να λειτουργήσει και όπου, επιπρόσθετα, ενόψει της φύσης του Συντάγματος, δεν είναι δυνατό να εκδηλωθεί η κυρίαρχη θέληση του λαού, μέσω τροποποίησης του Συντάγματος, για επανόρθωση της κατάστασης, τότε, κατά τη γνώμη μου, σύμφωνα με το δόγμα της ανάγκης η νομοθετική εξουσία, με βάση το ΄Αρθρο 61, παραμένει ανεμπόδιστη από το ΄Αρθρο 179, και όχι μόνο μπορεί, αλλά πρέπει, να ασκήσει την εξουσία της προς όφελος του λαού.

Τότε δεν μπορεί να λεχθεί ότι πρόκειται για περίπτωση νομοθεσίας που είναι αντίθετη, ή ασυμβίβαστη, προς τις πρόνοιες του υπέρτατου νόμου, κατά παράβαση του άρθρου 179, γιατί πρόκειται για νομοθεσία προς αντιμετώπιση μιας κατάστασης στην οποία ο ίδιος ο υπέρτατος νόμος δεν είναι εφαρμόσιμος, ενόψει της φύσης και των προνοιών του, και δεν μπορεί να καταστεί εφαρμόσιμος γι΄ αντιμετώπιση της."

Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστή Ιωσηφίδη οι απαραίτητες προϋποθέσεις που πρέπει να υφίστανται για επίκληση του δικαίου της ανάγκης είναι οι πιο κάτω, (βλ. σελ. 264-65):

"Υπό το φως των αρχών του δικαίου της ανάγκης όπως εφαρμόζονται σ΄ άλλες χώρες και έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας (περιλαμβανομένων των προνοιών των ΄Αρθρων 179, 182 και 183), ερμηνεύω το σύνταγμα μας να περιλαμβάνει το δόγμα της ανάγκης σε εξαιρετικές περιπτώσεις, που είναι εξυπακουόμενη εξαίρεση σε συγκεκριμένες πρόνοιες του συντάγματος και αυτό για να διασφαλισθεί αυτή τούτη η ύπαρξη του Κράτους. Οι πιο κάτω προϋποθέσεις πρέπει να ικανοποιούνται προτού το δόγμα αυτό μπορεί να καταστεί εφαρμοστέο:

(α) επιτακτική και αναπόφευκτη ανάγκη ή εξαιρετικές περιστάσεις.

(β) καμμιά άλλη εφαρμόσιμη θεραπεία.

(γ) το μέτρο που λαμβάνεται πρέπει να είναι ανάλογο με την ανάγκη, και

(δ) πρέπει να είναι προσωρινού χαρακτήρα και να περιορίζεται στη διάρκεια των εξαιρετικών περιστάσεων.

Νόμος που θεσπίζεται με τον τρόπο αυτό υπόκειται στον έλεγχο αυτού του δικαστηρίου να αποφασίσει κατά πόσο ικανοποιούνται οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, ήτοι κατά πόσο υπάρχει τέτοια ανάγκη και κατά πόσο μέτρα που λήφθηκαν ήταν αναγκαία να ικανοποιήσουν την ανάγκη."

 

Μετά την υπόθεση Ibrahim το Ανώτατο Δικαστήριο ασχολήθηκε επανειλημμένα με την αρχή της εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης σε σχέση, κυρίως, με τα πιο κάτω ζητήματα:

(1) Συνταγματικότητα του περί Ανακουφίσεως Δυσπραγούντων Ενοικιαστών

Νόμου, 1965 (Ν 19/65) - Chimonides v. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125.

(2) Συνταγματικότητα των άρθρων 2-4 του περί Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου (Ρύθμιση Θεμάτων Προσωπικού) Νόμου, 1970 (Ν 61/70) -

Mesaritou v. C.B.C. (1972) 3 C.L.R. 100.

(3) Συνταγματικότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας και της

Βουλής των Αντιπροσώπων - Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (1973)

2 C.L.R. 125.

(4) Συνταγματικότητα του άρθρου 15(2) του περί Κεντρικής Τράπεζας

της Κύπρου Νόμου, 1963 (Ν 48/63) - Theodorides and Others v.

Plousiou (1976) 3 C.L.R. 319.

(5) Συνταγματικότητα των άρθρων 3-4 του περί Ανακουφίσεως Οφειλετών

(Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου, 1979 (Ν 24/79) - Aloupas and Another v.

National Bank of Greece (1983) 1 C.L.R. 55.

(6) Συνταγματικότητα του περί Παροχής Δικαιώματος Ψήφου στους

Συμπληρώσαντες το 18ο ΄Ετος της Ηλικίας τους (Προσωρινές

Διατάξεις) Νόμου - Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των

Αντιπροσώπων (1985) 3 C.L.R. 2224.

(7) Συνταγματικότητα του περί του Υπουργικού Συμβουλίου και των

Υπουργείων Νόμου του 1985 - Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν.

Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 C.L.R. 2801.

(8) Συνταγματικότητα του περί Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος

Νόμου του 1986 - Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 C. L.R. 1439.

(9) Συνταγματικότητα του περί της Πρώτης Τροποποίησης του

Συντάγματος Νόμου, 1989 (Ν 95/89) και του περί Οικογενειακών

Δικαστηρίων Νόμου, 1990 (Ν 23/90) - Νικολάου ν. Νικολάου (Αρ. 2)

(1992) 1 Α.Α.Δ. 1338.

Στην Ελλλάδα η εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης έχει εξεταστεί σε συνάρτηση με την άσκηση νομοθετικών αρμοδιοτήτων από την Εκτελεστική Εξουσία κατά παρέκκλιση του Συντάγματος. Αυτή η καταχρηστική πρακτική έχει δικαιολογηθεί - στην Ελλάδα - όταν συντρέχουν οι όροι του συμφυούς προς το κράτος "δικαίου της ανάγκης" - ήτοι "άμεσος και έκδηλος, αντικειμενικώς υπαρκτός κίνδυνος του κράτους, και εκ παραλλήλου απόλυτος αδυναμία λειτουργίας των κατά το Σύνταγμα νομοθετικών οργάνων προς ρύθμισιν της αναφυείσης εξαιρετικής περιστάσεως" (Βλ. Α.Ι. Μάνεση, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, σελ. 32).

Το δίκαιο της ανάγκης δεν καλύπτει τας "αυτοβούλως εκδιδομένας νομοθετικάς πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου". Δια να κατισχύση εις την συγκεκριμένη περίπτωση το "δίκαιον της ανάγκης" πρέπει να υφίσταται άμεσος και έκδηλος, αντικειμενικώς υπαρκτός κίνδυνος δια την πολιτεία. Τα ουσιαστικά στοιχεία του πολιτειακού κινδύνου είναι: αφ΄ ενός μεν απρόβλεπτο σοβαρό γεγονός, αφ΄ ετέρου δε απόλυτος αδυναμία του νομοθετικού οργάνου του κράτους όπως ρυθμίση την αναφυείσα εξαιρετική περίσταση (Βλ. Μάνεση, πιο πάνω, σελ. 255).

Αρχές που διέπουν την τροποποίηση του Συντάγματος:

Ο θεσμός της αναθεωρήσεως του Συντάγματος είναι συνυφασμένος προς την έννοια του τυπικού - γραπτού και "αυστηρού" - Συντάγματος, η νομική σημασία του οποίου έγκειται ακριβώς εις το ότι οποιαδήποτε μεταβολή του ενεργείται "υφ΄ ας προϋποθέσεις, εις ην εκτασιν και καθ΄ ον εν γένει τρόπον τούτο ορίζει, διάφορον πάντως του προβλεπομένου δια την άσκησιν της συνήθους νομοθετικής εξουσίας" (Α. Ι. Μάνεση "Οι Εγγυήσεις Τηρήσεως του Συντάγματος, σελ. 293, Α. Ι. Μάνεση, "Συνταγματική Θεωρία και Πράξη", σελ. 119-120 και Θ. Ν. Φλογαΐτου "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου", 2α έκδοση, σελ. 35).

Ο θεσμός της αναθεωρήσεως του Συντάγματος αποτελεί εγγύηση τηρήσεως του "και δή έναντι του κοινού νομοθέτου". Αποτελεί "γενικήν προληπτικήν εγγύησιν τηρήσεως αυτού, συναπτομένην προς την αρχήν της λαϊκής κυριαρχίας" (Βλ. Μάνεση "Αι Εγγυήσεις Τηρήσεως του Συντάγματος", σελ. 294-95).

Δικαστικός έλεγχος (1) της συνταγματικότητας των Νόμων, και (2) της συνταγματικότητας των περί τροποποιήσεως του Συντάγματος Νόμων.

(α) Κυπριακή Νομολογία.

Σε σχέση με το πρώτο ζήτημα η εξουσία του δικαστηρίου για δικαστικό έλεγχο έχει διακηρυχθεί στην υπόθεση Ibrahim (πιο πάνω). Σε σχέση με το δεύτερο ζήτημα η σχετική εξουσία έχει διακηρυχθεί στην Αναφορά 1/86.

(β) Ελληνική Νομολογία.

Το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας έχει διακηρύξει την εξουσία του να ελέγχει εάν πράγματι η άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας υπό της εκτελεστικής εξουσίας εδικαιολογείτο εξ εκτάκτων, απροβλέπτων και αναποφεύκτων συνθηκών (Βλ. Αποφάσεις Στ.Ε. 13/45, 1041/49, 3596/1991).

Η απόφαση 1041/49 εβασίσθη, ανάμεσα σ΄ άλλα, και επί του συλλογισμού ότι "η δικαστική εξουσία δικαιούται να ελέγχη την συνδρομή των περιστάσεων υπό τις οποίες δικαιολογείται κατά τα ανωτέρω η άτακτος άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας. Ο δικαστικός έλεγχος στηρίζεται επί της συνταγματικής υποχρεώσεως των Δικαστηρίων όπως μη εφαρμόζουν νόμο του οποίου το περιεχόμενο παραβιάζει το Σύνταγμα. Είναι δε ο έλεγχος αυτός έλεγχος ακροτάτων ορίων, των οποίων την υπέρβαση και μόνον ελέγχει η Δικαστική Εξουσία".

Ο Δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως των περί αναθεωρήσεως διατάξεων του Συντάγματος δεν προβλέπεται ρητώς από το Σύνταγμα. Εξυπακούεται όμως από την υφιστάμενη ιεραρχία των κανόνων δικαίου της ισχύουσας συνταγματικής τάξεως - όπως ακριβώς και ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων - και αποτελεί κατασταλτικής φύσεως εγγύηση υπέρ αυτής. Λόγω της ιδιότητας του Συντάγματος ιδίως του τυπικού - γραπτού και αυστηρού - ως θεμελιούδους Νόμου συνέπεται ότι η άσκηση "συντεταγμένης εξουσίας", όπως είναι και η αναθεωρητική, πρέπει να ενεργείται με τον τρόπο που ορίζει το Σύνταγμα. Οι πράξεις της Αναθεωρητικής Βουλής ισχύουν μόνο εφόσο είναι σύμφωνες με τους ορισμούς του Συντάγματος. Κατά συνέπεια τα δικαστήρια, τα οποία είναι ταγμένα για την εφαρμογή του ισχύοντος δικαίου, δικαιούνται και οφείλουν να εξετάζουν αν οι αποφάσεις της Αναθεωρητικής Βουλής είναι σύμφωνες προς τα όσα ορίζονται από το Σύνταγμα, δηλαδή αν ισχύουν, και εν "αποφατική περιπτώσει" να μην τις εφαρμόζουν. Με αυτό δε τον τρόπο η άσκηση της αναθεωρητικής εξουσίας, περιστέλλεται μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος, δηλαδή παραμένει "συντεταγμένη" (Βλ. Μάνεση "Αι Εγγυήσεις Τηρήσεως του Συντάγματος", σελ. 345).

Το θέμα του δικαστικού ελέγχου των εσωτερικών τυπικών στοιχείων των Νόμων πραγματεύεται ο Α.Ι. Μάνεσης στο πιο πάνω σύγγραμμα του "Αι Εγγυήσεις Τηρήσεως του Συντάγματος", στις σελ. 347-48:

"΄Οσον αφορά την τήρησιν των διατάξεων του Συντάγματος, των καθοριζουσών την διαδικασίαν της αναθεωρήσεως, ο εν προκειμένω δικαστικός έλεγχος δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθή με την επίκλησιν οιωνδήποτε επιχειρημάτων, δια των οποίων τα δικαστήρια συνηθίζουν να δικαιολογούν παρ΄ ημίν την άρνησιν των να ελέγχουν την συνταγματικότητα των νόμων ως προς τα 'εσωτερικά τυπικά στοιχεία' των. Διότι ενταύθα, ως προς την άσκησιν ειδικώς της αναθεωρητικής εξουσίας, δεν δύναται να θεωρηθή υφιστάμενον τοιούτο τι 'έθιμον'. ΄Αλλωστε η αναθεώρησις του Συντάγματος δεν ενεργείται παρ΄ ημίν διά νόμου, δηλ. υπό του συνήθους νομοθετικού οργάνου. Αλλά και αν ούτω πως συνέβαινε, πάντως αι διατάξεις του Συντάγματος αι καθορίζουσαι - πέραν της αρμοδιότητος του οικείου οργάνου - την κατά κυριολεξίαν διαδικασίαν της αναθεωρήσεως δεν θα ήτο ορθόν να θεωρηθούν ως 'αμελητέαι', ώστε η ενδεχόμενη παράβασις των να μη επιδρά επί του κύρους της αναθεωρήσεως.

.................................. .................................................. ............

Ο δικαστικός έλεγχος περί του κύρους της αναθεωρήσεως, αποτελών την σπουδαιοτέραν και πλέον αντικειμενικήν εγγύησιν τηρήσεως των περί αναθεωρήσεως διατάξεων του Συντάγματος, ενεργείται ασχέτως προς τον εκ μέρους των άλλων αμέσων οργάνων του κράτους (Βουλής, εκλογικού σώματος, Βασιλέως) τυχόν ασκηθέντα προηγουμένως παρόμοιον έλεγχον".

 

Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των Νόμων είναι συνυφασμένος με την νομιμότητα και με την έννοια του κράτους δικαίου (Βλ. Α.Ι. Μάνεση, "Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, σελ. 39, Α. Μανιτάκη "Κράτος Δικαίου και Δικαστικός ΄Ελεγχος της Συνταγματικότητας", σελ. 27).

Η υποταγή όλων των εξουσιών στο Δίκαιο εκφράζεται, κυρίως, με την καθολική αναγνώριση της τυπικής υπεροχής και της ουσιαστικής προτεραιότητας του Συντάγματος απέναντι σε όλες τις κρατικές πράξεις υπεροχής, που διασφαλίζεται και επιβεβαιώνεται με το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, θεσμό κατεξοχήν δικαιοκρατικό.

Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των Νόμων προκύπτει: (α) από τη δικαιοκρατική αξίωση υπαγωγής και της νομοθετικής εξουσίας στην υπέρτατη βούληση του συντακτικού νομοθέτη και δέσμευσης της ίδιας από κανόνες δικαίου, και (β) από τη δικαιοκρατική απαίτηση σεβασμού των συνταγματικών δικαιωμάτων. Γι΄ αυτό ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, τουλάχιστον έτσι όπως καθιερώθηκε και ισχύει στην Ελλάδα, θεωρείται ως δικαιοκρατική εγγύηση, που αποβλέπει πρωτίστως "εις την τήρησιν των συνταγματικών διατάξεων ιδίως των υπό του Συντάγματος καθιερουμένων ατομικών ελευθεριών και την ασφαλεστάτην προστασίαν των δικαιωμάτων των μειοψηφιών" και δευτερευόντως στην τήρηση της συνταγματικής νομιμότητας, αντικειμενικά και αφηρημένα (Μανιτάκη, πιο πάνω, σελ. 136-37).

Ο αιωνόβιος - όπως αποκαλείται στην Ελλάδα - δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των Νόμων, βρίσκει τη λογική και θεσμική θεμελίωση του σε δύο θεμελιώδεις δικαιοκρατικού χαρακτήρα συνταγματικές εγγυήσεις, (α) στον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος, και (β) στη διάκριση των εξουσιών (Βλ. Μανιτάκης, πιο πάνω, σελ. 358).

 

Τροποποίηση του Συντάγματος - Κυπριακή Νομολογία.

Η πρώτη υπόθεση είναι η Αναφορά 1/86 (βλ. (1986) 3 Α.Α.Δ. 1439). Αναφερόταν στην πρώτη τροποποίηση του Συντάγματος η οποία έλαβε χώραν στις 23.1.1986 όταν ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων ο "περί της Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 1986". Με το νόμο εκείνο τροποποιήθηκε το άρθρο 63 του Συντάγματος για να έχουν δικαίωμα ψήφου οι πολίτες της Δημοκρατίας που έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους και όχι όσοι έχουν συμπληρώσει το εικοστό πρώτο έτος. Επίσης τροποποιήθηκε το άρθρο 66 του Συντάγματος για να μη διεξάγεται αναπληρωματική εκλογή για την πλήρωση κενωθείσης βουλευτικής έδρας αλλά η πλήρωση της να γίνεται όπως ο Νόμος ορίζει.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καταχώρησε, δυνάμει του Συντάγματος, Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για γνωμάτευση κατά πόσο ο πιο πάνω Νόμος ευρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος με τις διατάξεις των άρθρων 182.3 , 63.1., 66.2 και 66.3 του Συντάγματος.

Ο υπό κρίση Νομος είχε τροποποιήσει τα μη θεμελιώδη ΄Αρθρα 63 και 66 του Συντάγματος αλλά δεν είχε ψηφιστεί - όπως και ο πιο πάνω επίδικος Νόμος 115(1)96 - με την πλειοψηφία που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του ΄Αρθρου 182 του Συντάγματος, γιατί στη Βουλή των Αντιπροσώπων, που τον ψήφισε ομόφωνα, μετείχαν μόνο βουλευτές που ανήκαν στην Ελληνική Κοινότητα, επειδή από το 1963 δεν μετέχουν στη Βουλή των Αντιπροσώπων βουλευτές που ανήκουν στην τουρκική κοινότητα.

Σύμφωνα με την γνωμάτευση της πλειοψηφίας των Μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Μ. Τριανταφυλλίδης, Α. Λοΐζου, Δ. Δημητριάδης, Λ. Σαββίδης, Α. Λώρης και Δ. Στυλιανίδης):

"Την ευθύνη για την υιοθέτηση οποιασδήποτε τροποποιήσεως μη θεμελιώδους ΄Αρθρου του Συντάγματος φέρει η Βουλή των Αντιπροσώπων. Αλλά, άνκαι το επιθυμητό της τροποποιήσεως δεν ελέγχεται από το Ανώτατο Δικαστήριο, η εφαρμογή του 'Δικαίου της Ανάγκης' σε μια περίπτωση όπως η παρούσα υπόκειται στον έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Για να κριθεί έγκυρη η ψήφιση του υπό κρίση Νόμου πρέπει να πεισθεί το Ανώτατο Δικαστήριο ότι οι τροποποιήσεις των προαναφερθέντων ΄Αρθρων 63 και 66 είναι τόσο απαραίτητες ώστε να δικαιολογείται, βάσει του 'Δικαίου της Ανάγκης', η υιοθέτηση από τη Βουλή των Αντιπροσώπων της διαδικασίας της τροποποιήσεως μη θεμελιωδών ΄Αρθρων του Συντάγματος με Νόμο που έχει ψηφιστεί με συμμετοχή στην πλειοψηφία που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του ΄Αρθρου 182 του Συντάγματος μόνο των Βουλευτών που ανήκουν στην ελληνική κοινότητα."

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι:

"Οι λόγοι που προβάλλονται για τις τροποποιήσεις, με τον υπό κρίση Νόμο, των ΄Αρθρων 63 και 66 του Συντάγματος, όσον σοβαροί και αν είναι, δεν είναι, υπό τις παρούσες συνθήκες στην Κύπρο, επιτακτικότεροι της υπέρτατης πολιτειακής ανάγκης να μην τροποποιηθούν τα εν λόγω ΄Αρθρα 63 και 66, οι πρόνοιες των οποίων αφορούν και τις δύο κοινότητες, χωρίς την συμμετοχή Βουλευτών και των δύο κοινοτήτων στην ψήφιση του υπό κρίση Νόμου, όπως απαιτείται από την παράγραφο 3 του ΄Αρθρου 182 του Συντάγματος εν σχέσει με τροποποίηση μη θεμελιωδών ΄Αρθρων του Συντάγματος.

Γι΄ αυτό η κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3 του ΄Αρθρου 182 του Συντάγματος ψήφιση του υπό κρίση Νόμου δεν είναι δυνατό να δικαιολογηθεί, στην παρούσα περίπτωση, βάσει του 'Δικαίου της Ανάγκης'."

Στο ίδιο αποτέλεσμα, αλλά με διαφορετικό σκεπτικό, κατέληξε και ο Πικής, Δ. - όπως ήταν τότε - με την απόφαση του οποίου συμφώνησε και ο Κούρρης, Δ. ΄Εκρινε ότι δεν χωρεί τροποποίηση του Συντάγματος με έρεισμα το δίκαιο της ανάγκης. Διαπίστωσε ότι το δίκαιο της ανάγκης είναι μέτρο προσωρινό, άρρηκτα συνυφασμένο με την ανάγκη που επιδιώκει να αντιμετωπίσει, ενώ η τροποποίηση του Συντάγματος αποτελεί μέτρο μόνιμο που μεταβάλλει τους Θεσμούς της Πολιτείας. Το σκεπτικό των δύο αποφάσεων στην Αναφορά 1/86 επεξηγείται ως πιο κάτω από τον Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Νικολάου, πιό πάνω, σελ. 1390:

"Προκύπτει και από τις δύο αποφάσεις ως κοινή θέση ότι δεν είναι παραδεκτή η τροποποίηση διατάξεων του Συντάγματος που αφορούν και τις δύο κοινότητες με έρεισμα το δίκαιο της ανάγκης. ΄Οπως εξηγείται στο σκεπτικό της πλειοψηφίας, υπό τις παρούσες συνθήκες η μη τροποποίηση του Συντάγματος έξω από τα πλαίσια του ΄Αρθρου 182.3 (χωρίς τη συμμετοχή των Τούρκων Βουλευτών) αποτελεί υπέρτατη πολιτειακή ανάγκη. Εξυπακούεται από το σκεπτικό της πλειοψηφίας ότι υπό τις παρούσες συνθήκες της Κύπρου δεν υφίσταται ανάγκη η οποία να μπορεί να αντισταθμίσει την υπέρτατη πολιτειακή ανάγκη να μη τροποποιηθεί μονομερώς το Σύνταγμα και κατ΄ επέκταση να μη διασαλευθεί το πολιτειακό βάθρο της Δημοκρατίας της Κύπρου. Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ του σκεπτικού των δυο αποφάσων (πλειοψηψίας, μειοψηφίας) εντοπίζεται στη δυνατότητα τροποποίησης, εξ ονόματος του δικαίου της ανάγκης, προνοιών του Συντάγματος που αφορούν απολειστικά την ελληνική κοινότητα χωρίς τη συμμετοχή των Τούρκων βουλευτών. Η πλειοψηφία άφησε (χωρίς να το αποφασίσει) ανοικτό αυτό το ενδεχόμενο ενώ η μειοψηφία το απέκλεισε."

Η δεύτερη υπόθεση είναι η Νικολάου (πιο πάνω). Στην υπόθεση εκείνη το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας παρέπεμψε στο Ανώτατο Δικαστήριο, κάτω από την παράγραφο 1 του ΄Αρθρου 144 του Συντάγματος, ζήτημα ισχυριζόμενης αντισυνταγματικότητας νόμου - του περί της Πρώτης Τροποποιήσεως του Συντάγματος Νόμου, 1989 (Ν 95/89) και του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου, 1990 (Ν 23/90) - το οποίο είχε εγερθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας σε αίτηση διαζυγίου. Το ζήτημα της συνταγματικότητας αφορούσε τα άρθρα 111 και 182 του Συντάγματος.

Οι Δικαστές Στυλιανίδης, Κούρρης, Παπαδόπουλος, Πογιατζής και Χρυσοστομής έκριναν ότι ο περί της Πρώτης Τροποποιήσεως του Συντάγματος Νόμος του 1989 (Νόμος αρ. 95 του 1989), και ο περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμος του 1990, (Νόμος αρ. 23 του 1990), είναι συνταγματικοί για του λόγους που εκτίθενται στην απόφαση του Δικαστή Στυλιανίδη.

Ο Πρόεδρος Α.Ν. Λοΐζου, και οι Δικαστές Πικής, Νικήτας, Αρτέμης και Κωνσταντινίδης έκριναν ότι οι πιο πάνω υπό κρίση Νόμοι είναι αντισυνταγματικοί για τους λόγους που εκτίθενται στις αποφάσεις των Δικαστών Πική και Νικήτα.

Ο λόγος (ratio) της απόφασης των πέντε δικαστών, οι οποίοι αποφάνθηκαν υπέρ της Συνταγματικότητας, ήταν ότι το Δικαστήριο δεν ελέγχει την εσωτερική τυπική συνταγματικότητα των Νόμων. Ασκεί μόνο έλεγχο της ουσιαστικής συνταγματικότητας του περιεχομένου του Νόμου και των εξωτερικών του στοιχείων. Σύμφωνα με την απόφαση:

"Η πρόνοια της παραγράφου 3 του ΄Αρθρου 182 του Συντάγματος για τις απαιτούμενες πλειοψηφίες για την ψήφιση νόμου τροποποιητικού του Συντάγματος αποτελεί εσωτερικό στοιχείο. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει το δικαίωμα να ελέγξει το στοιχείο τούτο και να καταχωρίσει, με βάση το ΄Αρθρο 140 του Συντάγματος, Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο τότε ασκεί προληπτικό έλεγχο.

Οι πλειοψηφίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του ΄Αρθρου 182 του Συντάγματος αποτελούν εσωτερικό στοιχείο, το οποίο δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο σε παραπομπή με βάση το ΄Αρθρο 144.1 του Συντάγματος. Επομένως, ο λόγος αντισυνταγματικότητας που προβλήθηκε είναι αβάσιμος".

 

Επειδή τα άλλα πέντε Μέλη της Σύνθεσης του Δικαστηρίου είχαν αντίθετη γνώμη, χωρίς κανένα επηρεασμό της πιο πάνω Απόφασης - ότι οι Νόμοι δεν είναι αντισυνταγματικοί - ο Δικαστής Στυλιανίδης προχώρησε στην εξέταση της ουσίας

του προβαλλόμενου λόγου αντισυνταγματικότητας . ΄Οπως το έθεσε: "Σε συνταγματικά θέματα το Δικαστήριο είναι ολιγότερο δεσμευμένο να ακολουθήσει το δικαστικό προηγούμενο". Με την απόφαση του, με την οποία συμφώνησαν και οι Δικαστές Κούρρης, Παπαδόπουλος, Πογιατζής και Χρυσοστομής, απέκλεινε από την απόφαση στην Αναφορά 1/86. ΄Εκρινε ότι το δίκαιο της ανάγκης δικαιολογεί την άσκηση της αναθεωρητικής εξουσίας της Βουλής, με βάση το ΄Αρθρο 182 του Συντάγματος, με την προβλεπόμενη πλειοψηφία μόνο των Βουλευτών που ανήκουν στην ελληνική κοινότητα, εν όψει της ανυπαρξίας Βουλευτών που ανήκουν στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Στην απόφαση του ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, έκαμε εκτενή αναφορά στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς τη δυνατότητα τροποποίησης του Συντάγματος στην απουσία των Τούρκων Βουλευτών. ΄Αρχισε από την απόφαση στην Αναφορά 1/86 και κατέληξε με την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην υπόθεση Αυτοκέφαλος Αγιωτάτη και Αποστολική Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α., Αίτηση 3/89, ημερ. 29.12.89. Από την τελευταία απόφαση έκαμε αναφορά στα πιο κάτω αποσπάσματα:

"Στην Αναφορά 1/86 δεν ηγέρθη θέμα τροποποίησης προνοιών του Συντάγματος που αφορούσαν αποκλειστικά μια από τις δύο κοινότητες. Η αναφορά στο σκεπτικό της πλειοψηφίας στο θέμα αυτό συνιστά παρατήρηση (dictum), η οποία δεν ήταν απαραίτητη για την επίλυση του επίδικου θέματος, συνεπώς δεν είχε νομολογιακά οποιεσδήποτε επιπτώσεις στην ερμηνεία της παραγράφου 3 του ΄Αρθρου 182 του Συντάγματος. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εκ πρώτης όψεως θεώρηση του θέματος και συγκεκριμένα η θέση ότι η απόφαση στην Αναφορά 1/86 δημιούργησε οποιαδήποτε ασάφεια ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του ΄Αρθρου 182.3 δεν ευσταθεί.

.................................. .................................................. ............

Το κείμενο της παραγράφου 3 του ΄Αρθρου 182 είναι σαφές και δεν δημιουργεί κανένα ερμηνευτικό πρόβλημα. Για την τροποποίηση μη θεμελιωδών ΄Αρθρων του Συντάγματος, προβλέπει πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών της Βουλής που ανήκουν στην Ελληνική κοινότητα και δύο τρίτων των μελών της Βουλής που ανήκουν στην Τουρκική κοινότητα."

Κατέληξε με την πιο κάτω αναφορά στο λόγο (ratio) της απόφασης 1/86:

"Με την πιο πάνω απόφαση της ολομέλειας - στην Αίτηση 3/89 - προσδιορίζεται επακριβώς ο λόγος (ratio) και η νομολογιακή δέσμευση που ενέχει η απόφαση στην Αναφορά 1/86. Ο λόγος είναι ότι αποκλείεται η τροποποίηση μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος εξ ονόματος του δικαίου της ανάγκης και ότι για την τροποποίηση τους απαιτείται η θετική ψήφος και των δύο τρίτων των Τούρκων βουλευτών. Η αρχή της δέσμευσης που δημιουργεί ο λόγος των δικαστικών αποφάσεων, δεσμευτικό προηγούμενο (stare decisis), αποτελεί ένα από τα θεμέλια του δικαίου στο οποίο εδράζεται η βεβαιότητα για το δίκαιο και τροχιοδρομείται η απονομή της δικαιοσύνης πάνω σε στέρεα βάση."

Τέλος αφού ανέλυσε το δίκαιο της ανάγκης και τη δικαιϊκή του υπόσταση και εφαρμογή του στην Κύπρο διαπίστωσε ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος που να δικαιολογεί απόκλιση ή απομάκρυνση από την απόφαση στην Αναφορά 1/86.

Ο Νικήτας, Δ., με ξεχωριστή απόφαση του, ασχολήθηκε κυρίως με το θέμα της τυπικής συνταγματικότητας νόμου. Αφού παρέθεσε, ανάμεσα σ΄ άλλα, μελέτη του τέως Αντιπροέδρου της Συμβουλίου της Επικρατείας, Απ. Παπαλάμπρου στη Νομική Επιθεώρηση "Το Σύνταγμα" (1988), σελ. 27, κατέληξε ως πιο κάτω, (βλ. σελ. 1417):

"Η διαδικασία γένεσης νόμου για την έγκυρη τροποποίηση διάταξης του συντάγματος καθορίζεται, όπως προεκτέθηκε, από το ίδιο το σύνταγμα. Η τήρηση της συνταγματικής διαδικασίας της ψήφισης τέτοιου νόμου δεν είναι δυνατό να αποτελεί προδικασία ή interna corporis της Βουλής των Αντιπροσώπων γιατί ρυθμίζεται από το άρθρ. 182. Ο τρόπος τελικής κατάρτισης του νόμου, όπως δέχεται και η ελληνική θεωρία χωρίς μάλιστα η ρύθμιση να έχει ξεχωριστό συνταγματικό έρεισμα, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο κάτω από το άρθρ. 144 του συντάγματος."

Σαν αποτέλεσμα της ισοψηφίας οι πιο πάνω Νόμοι 95/89 και 23/90 κρίθηκαν συνταγματικοί με βάση το τεκμήριο της συνταγματικότητας Νόμου. Ο διάδικος που είχε αμφισβητήσει την συνταγματικότητα δεν κατόρθωσε να ανατρέψει το τεκμήριο της συνταγματικότητας.

Νομολογιακή αξία των αποφάσεων στην Αναφορά 1/86 και στην Νικολάου (πιο πάνω).

Το ερώτημα που προβάλλει είναι κατά πόσο η απόφαση των 5 Δικαστών στη Νικολάου, η οποία καθόρισε το αποτέλεσμα με βάση το τεκμήριο της συνταγματικότητας Νόμου, έχει ανατρέψει την απόφαση στην Αναφορά 1/86 και αποτελεί δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο.

Σύμφωνα με τα κρατούντα στην Αγγλία:

"A decision of the House of Lords occasioned by members of the House being equally divided is as binding on the House and on all inferior tribunals as if it had been unanimous."

(Βλ. Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 26, παραγ. 577).

Σε ελληνική μετάφραση:

"Απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων η οποία διαμορφώνεται επειδή υπάρχει ισοψηφία είναι το ίδιο δεσμευτική για την Δικαστική Επιτροπή και για τα κατώτερα δικαστήρια ως εάν να ήταν ομόφωνη."

Σύμφωνα με υποσημείωση της πιο πάνω παραγ. 577 ο πιο πάνω κανόνας της Αγγλικής Νομολογίας έχει σαν νομολογιακό βάθρο τις υποθέσεις A-G v. Dean and Canons of Windsor (1860) 8 HL Cas 369 at 392, Beamish v. Beamish (1861) 9 HL Cas 274 at 338, Usher's Wiltshire Brewery Ltd v. Bruce (1915) AC 433 at 448, HL, IRC v. Walker (1915) AC 509 at 519.

Περαιτέρω, σύμφωνα με την ίδια υποσημείωση, οι πιο πάνω υποθέσεις έχουν καθιερώσει την αρχή ότι οσάκις υπάρχει ισοψηφία της Δικαστικής Επιτροπής των Λόρδων η απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου επικυρώνεται.

΄Οπως υποδεικνύεται στην Usher's Wiltshire (πιο πάνω) στη σελ. 433 και Walker (πιο πάνω) στη σελ. 519, αφετηρία του πιο πάνω κανόνα ήταν οι υποθέσεις Dean and Canons of Windsor και Beamish (πιο πάνω - δημοσιεύονται και στις σελ. 472 και 735, αντίστοιχα, του English Reports 11).

Ο κανόνας, όπως είχε αρχικά διατυπωθεί από τον Lord Campbell Lord Chancellor στην Dean and Canons of Windsor (πιο πάνω) έχει ως πιο κάτω:

"Where there is an equal division of opinion among the Lords and, in consequence, the judgment of the Court below stands, the result is the same as to authority as if the Lords had been unanimous in their judgment".

Σε ελληνική μετάφραση:

"΄Οπου υπάρχει ισοψηφία μεταξύ των Δικαστών και σαν αποτέλεσμα της η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου επικυρώνεται, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο όσον αφορά την δεσμευτικότητα ως εάν η απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων να ήταν ομόφωνη."

Παρατηρώ:

(1) Η αρχή που είχε διατυπωθεί αρχικά στις δύο πιο πάνω υποθέσεις του 1860 και 1861 και επιβεβαιώθηκε μετέπειτα από τις δύο πιο πάνω υποθέσεις του 1915 είχε διατυπωθεί σε μια εποχή όπου επικρατούσε άκαμπτη προσήλωση προς το δικαστικό προηγούμενο και όπου σύμφωνα με τον Lord Campbell στην υπόθεση

Beamish (πιο πάνω):

"The rule of Law which your Lordships lay down as the ground of your judgment sitting judicially .... must be taken for law till altered by an act of Parliament, agreed to by the Commons and the Crown, as well as by your Lordships."

Σε ελληνική μετάφραση:

"Η αρχή δικαίου την οποία εσείς οι Δικαστές διατυπώνετε σαν λόγο για την απόφαση σας ενώ λειτουργείτε υπό τη δικαστική σας ιδιότητα .... πρέπει να αποτελεί το Δίκαιο μέχρι την αλλαγή του από την Βουλή, με την συμφωνία της Βουλής των Κοινοτήτων και του Στέμματος καθώς και την δική σας."

 

(2) Κατά τον χρόνο διατύπωσης της πιο πάνω αρχής της Αγγλικής Νομολογίας, που σχετίζεται με την δεσμευτικότητα του δικαστικού προηγούμενου σε περίπτωση ισοψηφίας, δεν υφίστατο ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων η οποία ερύθμιζε το επίδικο ζήτημα - όπως είναι εδώ η περίπτωση με τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά 1/86 και στην Αίτηση 3/89.

(3) Η αρχή της άκαμπτης προσήλωσης προς το δικαστικό προηγούμενο εγκαταλείφθηκε το 1966. Η εγκατάλειψη διακηρύχθηκε από την πιο κάτω δήλωση πρακτικής η οποία υιοθετήθηκε από την Δικαστική Επιτροπή των Λόρδων (Βλ. (1966) 3 All E.R. 77:

"Their Lordships nevertheless recognise that too rigid adherence to precedent may lead to injustice in a particular case and also unduly restrict the proper development of the law. They propose, therefore, to modify their present practice and, while treating former decisions of this House as normally binding, to depart from a previous decision when it appears right to do so."

Σε ελληνική μετάφραση:

"Οι Δικαστές αναγνωρίζουν ότι μια πολύ άκαμπτη προσήλωση προς το δικαστικό προηγούμενο δυνατόν να οδηγήσει σε αδικία σε μια συγκεκριμένη υπόθεση και επίσης να περιορίσει την ορθή εξέλιξη του δικαίου. Προτίθενται, επομένως, να τροποποιήσουν την σημερινή πρακτική τους και ενώ θα θεωρούν προηγούμενες αποφάσεις της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων, κατά κανόνα ως δεσμευτικές, να αποκλίνουν από προηγούμενες αποφάσεις οσάκις φαίνεται ότι είναι ορθό να πράξουν κάτι τέτοιο."

Τονίζεται ότι έκτοτε η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων έχει ανατρέψει προηγούμενες αποφάσεις της (Βλ. R. v. Shivpuri (1986) 2 All E.R. 334 η οποία ανέτρεψε την Anderson v. Ryan (1985) 2 All E.R. 355).

(4) Περαιτέρω, ακόμη και η αρχή της άκαμπτης προσήλωσης προς το δικαστικό προηγούμενο, η οποία ίσχυε προ του 1966, είχε και πριν από το 1966 αποδυναμωθεί. ΄Οπως έχει υποδειχθεί από τον Lord Reid στη Scruttons Ltd v. Midland Silicones Ltd (1962) 1 All E.R. 1, 12:

"I would certainly not lightly disregard or depart from any ratio decidendi of this House. But there are at least three classes of case where I think we are entitled to question or limit it: first, where it is obscure, secondly, where the decision itself is out of line with other authorities or established principles, and thirdly, where it is much wider than was necessary for the decision so that it becomes a question of how far it is proper to distinguish the earlier decision."

Σε ελληνική μετάφραση:

"Σίγουρα δεν θα αγνοούσα ή θα απέκλινα από οποιοδήποτε ratio decidendi αυτής της Δικαστικής Επιτροπής. ΄Ομως υπάρχουν τουλάχιστον τρεις τάξεις υποθέσεων οι οποίες νομίζω μας επιτρέπουν να το αμφισβητήσουμε ή να το περιορίσουμε: Πρώτον, όταν αυτό είναι δυσνόητο, δεύτερον, όταν αυτή τούτη η απόφαση δεν είναι ευθυγραμμισμένη με άλλες αυθεντίες ή καθιερωμένες αρχές και τρίτον, όταν είναι πολύ πιο ευρύτερο από ότι χρειαζόταν για την απόφαση έτσι ώστε να εγείρεται ζήτημα κατά πόσο μέχρι ποιού σημείου είναι ορθό να γίνει διάκριση από την προηγούμενη απόφαση."

(5) Σε αντίθεση με την υπόθεση Νικολάου (πιο πάνω) όπου το αποτέλεσμα είχε διαμορφωθεί λόγω της αρχής του τεκμηρίου της συνταγματικότητας στην υπόθεση Millis v. Queen, 8 E.R. 844 - η οποία αποτέλεσε την αφετηρία για την καθιέρωση της αρχής που διατυπώθηκε στις πιο πάνω αποφάσεις του 1860-1861 - το αποτέλεσμα είχε διαμορφωθεί λόγω της αρχής η οποία οδηγεί στην επικύρωση της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου σε περίπτωση ισοψηφίας του Εφετείου ή άλλου δευτοροβάθμιου ή τριτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως θα ήταν η περίπτωση. Ο Lord Wensleydale - στην Dean and Canons of Windsor (πιο πάνω) - επιβεβαίωσε την αρχή της επικύρωσης της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου. Διακήρυξε:

"Το επίδικο ζήτημα έχει τελεσίδικα και αμετάκλητα αποφασισθεί από τη Δικαστική Επιτροπή των Λόρδων στην Millis (πιο πάνω) παρόλο ότι υπήρχε ισοψηφία και η απόφαση του δικαστηρίου της Ιρλανδίας είχε με εκείνη την απόφαση κατ΄ ανάγκη επικυρωθεί."

(6) Με βάση την αρχή της επικύρωσης της απόφασης πρωτοδίκου δικαστηρίου επικυρώνεται ήδη εκφρασθείσα δικαστική κρίση.

Τα όσα αναφέρονται στις πιο πάνω παρατηρήσεις μου και ειδικά στις παρατηρήσεις (1) και (2) είναι ικανά για να διακρίνουν την παρούσα περίπτωση από τον κανόνα που έχει θέσει ο Lord Campbell. Θεωρώ ότι η ύπαρξη ομόφωνης απόφασης της Ολομέλειας ακριβώς επί του ιδίου επίδικου θέματος αφαιρεί από μεταγενέστερη απόφαση ισοψηφίας η οποία καθόρισε αποτέλεσμα με βάση το τεκμήριο της συνταγματικότητας Νόμου οποιαδήποτε νομολογιακή ή δεσμευτική ισχύ. Ακολουθεί πως η Νικολάου (πιο πάνω) δεν αποτελεί δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ανατρέψει την απόφαση στην Αναφορά 1/86. Περαιτέρω, με βάση τα κρατούντα στην Αγγλία πριν από το 1966 δεν βλέπω πως θα εθεωρείτο ως δεσμευτική η με ισοψηφία ληφθείσα απόφαση στην Millis (πιο πάνω) εάν υπήρχε ομόφωνη απόφαση περί του αντιθέτου της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων - όπως είναι εδώ η περίπτωση με την απόφαση στην Αναφορά 1/86 και στην Αίτηση 3/89. Σύμφωνα με τα τότε ισχύοντα θα ήταν αδιανόητο να αμφισβητηθεί δεσμευτικότητα υφιστάμενης απόφασης της Ολομέλειας της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων.

΄Εστω και εάν η Αγγλική νομολογία της περιόδου 1860-1915 θα είχε σήμερα τη θέση της θα έλεγα ότι μπορεί να διακριθεί από την περίπτωση της Νικολάου για τους λόγους που έχω παραθέσει στις παρατηρήσεις μου (5) και (6) πιο πάνω. Θεωρώ ότι η διαμόρφωση αποτελέσματος με βάση την ύπαρξη απόφασης δικαστηρίου διαφέρει κατά πολύ και διακρίνεται από την περίπτωση διαμόρφωσης αποτελέσματος με βάση το τεκμήριο της συνταγματικότητας των Νόμων. Κατά την κρίση μου αυτό που δίνει κύρος και νομολογιακή δεσμευτικότητα στην απόφαση η οποία διαμορφώνει αποτέλεσμα σε περίπτωση ισοψηφίας είναι η ύπαρξη απόφασης κατώτερου δικαστηρίου.

Ακόμα και εάν η απόφαση στη Νικολάου θα εθεωρείτο δεσμευτική, θα πρέπει να διευκρινίσω ότι αφού ελάμβανα υπόψη τις αρχές που καθιστούν επιτρεπτή την απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο, θα απέκλινα από αυτή και δεν θα την ακολουθούσα. Τα όσα διαπιστώνονται στην απόφαση εκείνη σε σχέση με το δίκαιο της ανάγκης καταφανώς ανατρέπουν την όλη φιλοσοφία του δικαίου της ανάγκης, όπως έχει διατυπωθεί από προγενέστερη νομολογία. Περαιτέρω τα όσα αναφέρονται σε σχέση με τον έλεγχο των εσωτερικών στοιχείων ενός νόμου δεν βρίσκουν έρεισμα στη νομολογία μας και στο Σύνταγμα μας. Υιοθέτησαν τη μια από τις δύο επικρατούσες απόψεις στην Ελλάδα (για την αντίθετη άποψη του Συνταγματολόγου Αρ. Μάνεση βλ. σελ. 10-11, πιο πάνω) - η οποία διαμορφώθηκε με βάση διαφορετικές συνταγματικές διατάξεις.

Η προσήλωση προς το δικαστικό προηγούμενο συμβάλλει στην βεβαιότητα και ασφάλεια του δικαίου. Ωστόσο, όπως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα του Lord Denning "The Discipline of Law" σελ. 293:

"The Law must be certain. Yes, as certain as may be. But it must be just too."

Σε ελληνική μετάφραση:

"Πρέπει να έχουμε βεβαιότητα δικαίου. Μάλιστα τόση βεβαιότητα όση είναι δυνατό. Ωστόσο το δίκαιο πρέπει επίσης να διατυπώνεται ορθά."

 

Η αρχή της υπεροχής του δικαίου υπαγορεύει ότι το δίκαιο πρέπει να τίθεται πάνω από οποιαδήποτε σκοπιμότητα. Η ορθή διαμόρφωση των αρχών του Δικαίου δεν μπορεί να υποταχθεί σε σκοπιμότητες - όπως είναι εδώ η περίπτωση όπου προβάλλεται η θέση ότι η ανατροπή της Νικολάου θα οδηγήσει στην κατάρρευση Θεσμών που έχουν έκτοτε εγκαθιδρυθεί.

Με βάση τα όσα έχω προαναφέρει καταλήγω με τη διαπίστωση ότι οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά 1/86 και 3/89 εξακολουθούν και μετά την απόφαση στη Νικολάου να αποτελούν έγκυρο και δεσμευτικό δίκαιο ("good law").

Υπό το φως των όσων έχω αναφέρει σε σχέση με τη νομολογιακή δέσμευση της απόφασης στη Νικολάου (πιο πάνω) προκύπτει ότι το υπό εξέταση θέμα έχει ρυθμιστεί από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά 1/86, όπως έχει επεξηγηθεί στην Αίτηση 3/89.

Σύμφωνα με το δόγμα του δικαστικού προηγούμενου, θεωρώ ότι δεσμεύομαι από τις αποφάσεις στην Αναφορά 1/86 και στην Αίτηση 3/89. Δεν έχω πεισθεί ότι δικαιολογείται η ανατροπή τους και η απόκλιση από το λόγο τους. Καταλήγω με τη διαπίστωση ότι αποκλείεται η τροποποίηση μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος εξ ονόματος του δικαίου της ανάγκης. Για την τροποποίηση τους απαιτείται η θετική ψήφος και των δύο τρίτων των Τούρκων βουλευτών. Δεδομένης της απουσίας των τελευταίων η επίδικη τροποποίηση δεν έχει ενεργηθεί με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 182.3 του Συντάγματος. Ακολουθεί πως ο επίδικος Νόμος 115(Ι)/96 έχει ψηφιστεί κατά παράβαση του άρθρου 182.3 του Συντάγματος και είναι, για το λόγο αυτό, αντισυνταγματικός. Αυτή η κατάληξη οδηγεί και στην αντισυνταγματικότητα του Νόμου 118(Ι)/96 για το λόγο ότι βασίζεται πάνω στο τροποποιηθέν άρθρο 66.2 του Συντάγματος το οποίο έχει κριθεί αντισυνταγματικό.

Τα πιό πάνω συμπεράσματα οδηγούν στην ακυρότητα της ανακήρυξης του καθ΄ ου η αίτηση 4 ως Βουλευτή, επειδή έχει διενεργηθεί με τρόπο αντίθετο προς το άρθρο 66.2 του Συντάγματος.

Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω και τους δικούς μου λόγους για τους οποίους θεωρώ ότι αποκλείεται η τροποποίηση μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος εξ ονόματος του δικαίου της ανάγκης.

 

Δίκαιο της Ανάγκης:

Η πρώτη ύλη για την διατύπωση των απόψεων μου προσφέρεται από την απόφαση, στην υπόθεση Ibrahim (πιο πάνω), από την απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην υπόθεση Νικολάου (πιο πάνω), και από την Ελληνική Νομική Επιστήμη στην οποία έχω κάμει αναφορά πιο πάνω.

Η ανάλυση μου αρχίζει με το ερώτημα: Τί ήταν εκείνο που έδωσε την αφορμή για την εισαγωγή του Δικαίου της Ανάγκης στην Κύπρο; Υποδεικνύεται στην απόφαση του Τριανταφυλλίδη, Δ. - όπως ήταν τότε - στην υπόθεση Ibrahim. Αποτελείται από την αδυναμία να εκδηλωθεί η κυρίαρχη θέληση του λαού, μέσω τροποποίησης του Συντάγματος. (Η υπογράμμιση είναι δική μου).

Η όλη φιλοσοφία του δικαίου της ανάγκης έγκειται:

(α) Στην ύπαρξη μιας εξαιρετικής περιστάσεως η οποία συνιστά άμεσο, έκδηλο και αντικειμενικώς υπαρκτό κίνδυνο για το κράτος.

(β) Αδυναμία του Συντάγματος να ανταποκριθεί στην κατάσταση που προέκυψε.

 

Εάν συντρέχουν οι πιο πάνω δύο προϋποθέσεις λαμβάνονται μέτρα, ανάλογα με την ανάγκη, κατά παρέκκλιση του Συντάγματος. Τα μέτρα πρέπει να είναι προσωρινού χαρακτήρα και να περιορίζονται στη διάρκεια των εξαιρετικών περιστάσεων.

Το απαραίτητο του προσωρινού χαρακτήρα των μέτρων το οποίο αποτελεί το πιο θεμελιώδες στοιχείο του δικαίου της ανάγκης υποδεικνύει προς μια και μόνη κατεύθυνση: Το δίκαιο της ανάγκης το θεωρεί ως απόλυτα δεδομένο ότι το Σύνταγμα πρέπει να παραμείνει άθικτο και αλώβητο. Επιτρέπει μόνο την λήψη μέτρων, προσωρινού χαρακτήρα, κατά παρέκκλιση του συντάγματος και για όσο χρόνο διαρκεί η έκτακτη κατάσταση. Το σύνταγμα αποτελεί τον κινητήριο μοχλό ο οποίος θέτει σε κίνηση το δίκαιο της ανάγκης. ΄Οπως υποδεικνύεται από τον Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Αναφορά 1/86, σελ. 1447, "το δίκαιο της ανάγκης είναι μέτρο προσωρινό άρρηκτα συνυφασμένο με την ανάγκη που επιδιώκει να αντιμετωπίσει, ενώ η τροποποίηση του Συντάγματος αποτελεί μέτρο μόνιμο που μεταβάλλει τους θεσμούς της Πολιτείας".

Η εισαγωγή του δικαίου της ανάγκης στην έννομη τάξη της Κύπρου οφείλεται , όπως υποδεικνύεται πιο πάνω, αποκλειστικά στην αδυναμία να εκδηλωθεί η κυρίαρχη θέληση του λαού, μέσω τροποποίησης του Συντάγματος. Το δόγμα του δικαίου της ανάγκης προϋποθέτει απαραιτήτως την ύπαρξη γραπτού Συντάγματος. Δεν είναι δυνατό κατ΄ εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης, το οποίο - επαναλαμβάνω - επιτρέπει τη λήψη προσωρινών μέτρων κατά παρέκκλιση του Συντάγματος να επιχειρείται τροποποίηση και αυτού τούτου του Συντάγματος και μάλιστα κατά παρέκκλιση του τρόπου που το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει για την τροποποίηση του. Η τροποποίηση του Συντάγματος αποτελεί μέτρο μόνιμο. Επομένως η οποιαδήποτε τροποποίηση του Συντάγματος κατ΄ εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης αντιστρατεύεται την όλη φιλοσοφία του δικαίου της ανάγκης και το λόγο ύπαρξης του. Το δίκαιο της ανάγκης διακηρύττει σεβασμό προς το Σύνταγμα. Αποκλειστικό σκοπό έχει να το αφήσει άθικτο και αλώβητο και σαν τον υπέρτατο Νόμο. Αν οι συνθήκες στην Κύπρο είναι τέτοιες που επιτρέπουν την θεραπεία μιας έκτακτης κατάστασης με την τροποποίηση του Συντάγματος, τότε δεν νομιμοποιείται η επίκληση του δικαίου της ανάγκης. Το δίκαιο της ανάγκης δεν μπορεί να συνυπάρχει και να συμβιώνει με την τροποποίηση του Συντάγματος. Τονίζεται εμφατικά ότι είναι αυτή τούτη η αδυναμία τροποποίησης του Συντάγματος που αποτελεί την μόνη αιτία επίκλησης του δικαίου της ανάγκης στην Κύπρο. Τροποποίηση του Συντάγματος, κατ΄ εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης, αναπόφευκτα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έπαυσε πλέον να αναγνωρίζεται ότι υφίσταται η αδυναμία τροποποίησης του, η οποία έχει επισημανθεί στην Ibrahim (πιο πάνω). Αν τώρα διακηρυχθεί ότι είναι δυνατή η τροποποίηση του Συντάγματος, κατ΄ εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης, αυτό θα ισοδυναμεί με αυτόματη αναγνώριση ότι - αντίθετα από την απόφαση του Τριανταφυλλίδη, Δ., όπως ήταν τότε, στην Ibrahim - δεν υπήρχε ποτέ αδυναμία τροποποίησης του Συντάγματος. Αυτή η αναγνώριση θα οδηγήσει στην άμεση κατάρρευση του όλου οικοδομήματος του δικαίου της ανάγκης, το οποίο αποτέλεσε το νομικό μηχανισμό για την δικαιολόγηση των μέτρων που λήφθηκαν κατά παρέκκλιση του Συντάγματος. Το γεγονός ότι οι εξαιρετικές περιστάσεις είναι πάρα πολύ μακράς διαρκείας δεν μετριάζει την αδυναμία τροποποιήσεως του Συντάγματος, όπως είχε αναγνωρισθεί στην υπόθεση Ibrahim και δεν ανοίγει το δρόμο για τροποποίηση του Συντάγματος κατ΄ εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης. Η εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης καθίσταται δυνατή λόγω της ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων. Η διάρκεια τους δεν επηρεάζει την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης. Και εφόσον, όπως έχει υποδειχθεί πιο πάνω, το δίκαιο της ανάγκης είχε σαν λόγο εφαρμογής του στην έννομη τάξη της Κύπρου την αδυναμία τροποποίησης του Συντάγματος αυτή η αδυναμία δεν μετατρέπεται σε δυνατότητα τροποποίησης του Συντάγματος λόγω της παράτασης των εξαιρετικών περιστάσεων. Η παράταση αποτελεί παράγοντα άσχετο γιατί είναι η αδυναμία τροποποίησης του Συντάγματος που καθιστά δυνατή την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης. Αν η αδυναμία αρθεί - και αυτό είναι που στην ουσία εισηγούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των καθ΄ ων η αίτηση - το δίκαιο της ανάγκης δεν έχει καθόλου θέση. Ακολουθεί πως η εισήγηση των καθ΄ ων η αίτηση πως είναι δυνατή η τροποποίηση του Συντάγματος, κατά παρέκκλιση του άρθρου 182, με βάση το δίκαιο της ανάγκης δεν μπορεί να πετύχει.

Στην Δ. Χριστόφιας κ.α., Αίτηση 1/96/17.10.96 είχα ταχθεί υπέρ της γραμματικής ερμηνείας των λέξεων που έχουν χρησιμοποιηθεί στο Σύνταγμα. Είχα απορρίψει την ερμηνευτική προσέγγιση η οποία περιλαμβάνει και στοιχεία πολιτικής αξιολόγησης επειδή μια τέτοια προσέγγιση δεν εξυπηρετεί την ασφάλεια του Δικαίου και επειδή μια τέτοια συνάρτηση θα μπορούσε να γίνει πηγή ετεροκαθορισμού του νοήματος του κανόνα από εξωνομικές κατηγορίες.

Εμμένω, για τους πιο πάνω λόγους, στη γραμματική ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων. Υιοθετώ με σεβασμό την πιο πάνω ρήση του διαπρεπούς Συνταγματολόγου Α.Ι. Μάνεση ότι "η μεταβολή του Συντάγματος ενεργείται υφ΄ ας προϋποθέσεις εις ην έκτασιν και καθ΄ ων εν γένει τρόπον τούτο ορίζει".

Σε σχέση με την άποψη ότι η αναθεωρητική εξουσία αποτελεί εκδήλωση της λαϊκής κυριαρχίας πρέπει να υποδειχθεί ότι η λαϊκή κυριαρχία δεν αποτελεί υπερσυνταγματική αρχή, δεν βρίσκεται πριν ούτε πάνω από το Σύνταγμα, αλλά υπάρχει και λειτουργεί, πάντοτε, δυνάμει του Συντάγματος από το οποίο αντλεί την ισχύ και στο οποίο βρίσκει τη θεμελίωσή της. Δεν νοείται, ανεξάρτητα ή έξω από το Σύνταγμα ούτε μπορεί η επίκλησή της να νομιμοποιήσει κατάλυση ή τροποποίηση του ισχύοντος Συντάγματος κατά παρέκκλιση των διαδικασιών που το ίδιο θεσπίζει (Βλ. Μανιτάκη, "Κράτος Δικαίου", πιο πάνω, σελ. 296-297. Βλ. ενδεικτικά τις κλασσικές σελίδες του Ν.Ι. Σαριπόλου, Πραγματεία Συντ. Δικ., τ.1, (1874), ιδίως σ. 78: "επειδή αι του κράτους αρχαί ουχ υπάρχουσιν ει μη δυνάμει του θεμελιώδους της πολιτείας θεσμού, άρα και επί τούτου μόνου στηρίζονται ... Η διαρκής παρουσία και ανωτάτη της εθνικής κυριαρχίας επί των αρχών εποπτεία ούτε ταράττει ούτε κωλύει την κίνησιν της κατά το σύνταγμα διερρυθμισμένης πολιτείας").

Προκύπτει από τις πρόνοιες του Συντάγματος μας, οι οποίες καθορίζουν την διαδικασία αναθεώρησης του, ότι πρόκειται για αυστηρό σύνταγμα. ΄Ενα Σύνταγμα είναι αυστηρό, όταν δεν μπορεί να αναθεωρηθεί με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και οι διατάξεις του τροποποιούνται από ειδικό όργανο ή (και) με ειδική διαδικασία, που ορίζει το ίδιο (Βλ. Αρ. Μάνεση, Συνταγματικό Δίκαιο, 1981, σελ. 148, και Μανιτάκη, Συνταγματικό Δίκαιο, 1987, σελ. 56-57).

Ο αυστηρός χαρακτήρας ενός Συντάγματος διασφαλίζεται με τη θέσπιση μιας σειράς διαδικαστικών και ουσιαστικών ορίων ή δεσμεύσεων στην άσκηση της αναθεωρητικής λειτουργίας. ΄Ετσι - όπως είναι η περίπτωση με τα θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος μας - απαγορεύεται ρητά και απολύτως η αναθεώρηση των θεμελιωδών διατάξεων, ενώ απαιτείται η λήψη αποφάσεων με ειδικές πλειοψηφίες για την πραγματοποίηση της αναθεώρησης των υπολοίπων διατάξεων (Βλ. Μανιτάκη, "Κράτος Δικαίου κλπ.", σελ. 302). Μια από τις νομικές και θεσμικές συνέπειες της αυστηρότητας ενός συντάγματος είναι η τυπική υπεροχή του Συντάγματος απέναντι σε όλες τις πράξεις των συντεταγμένων οργάνων και η συναφής υποχρέωση άσκησης των κρατικών αρμοδιοτήτων σύμφωνα με τους κανόνες και τις διαδικασίες που προβλέπουν οι νόμοι και το Σύνταγμα. Οι συνταγματικά προβλεπόμενες αρμοδιότητες των άμεσων οργάνων του κράτους δεν είναι δυνατόν να τροποποιηθούν (να περισταλούν, διευρυνθούν ή εκχωρηθούν) και, πολύ περισσότερο, να αφαιρεθούν με πράξη που δεν εντάσσεται στην άσκηση της αναθεωρητικής λειτουργίας, χωρίς δηλαδή αναθεώρηση του Συντάγματος (Βλ. Μανιτάκη, "Κράτος Δικαίου", σελ. 302). Ακολουθεί πως τροποποίηση του Συντάγματος με τρόπο που παραβιάζει το άρθρο 182.3 του Συντάγματος θα εξουδετέρωνε την τυπική υπεροχή του Συντάγματος απέναντι στην πράξη της Βουλής των Αντιπροσώπων η οποία έχει υποχρέωση άσκησης των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το σύνταγμα.

Τροποποίηση του Συντάγματος, κατ΄ επίκληση της λαϊκής κυριαρχίας, θα ισοδυναμούσε με νομιμοποίηση της κατάλυσης ή της τροποποίησης του Συντάγματος κατά παρέκκλιση των διαδικασιών που το ίδιο θεσπίζει. Μόνο όταν οι εξουσίες ασκούνται με τον τρόπο που το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει και υποτάσσονται στην λογική του Δικαίου και στο Λόγο του Συντάγματος εκφράζεται η Λαϊκή Κυριαρχία (Βλ. Μανιτάκη, "Κράτος Δικαίου", πιο πάνω, σελ. 297). Επομένως άσκηση της αναθεωρητικής εξουσίας κατά παράβαση του τρόπου που το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει θα ισοδυναμούσε με υπονόμευση και παραβίαση της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας.

Η επίδικη τροποποίηση δεν είναι έγκυρη και για τον πιο κάτω λόγο:

Η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν μπορούσε να προχωρήσει στην τροποποίηση του άρθρου 66.2 κατά παρέκκλιση των όσων προβλέπονται στο άρθρο 182 του Συντάγματος χωρίς προηγουμένως να είχε τροποποιήσει αυτό τούτο το άρθρο 182.

Μια τέτοια τροποποίηση του άρθρου 182 ήταν απαραίτητη. Αφορούσε την τροποποίηση της παραγρ. (3) και θα γινόταν με τρόπο που θα απάλειφε την αναφορά στα "δύο τρίτα του όλου αριθμού των εις την τουρκικήν κοινότητα ανηκόντων Βουλευτών".

Σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ - Πίνακας Θεμελιωδών ΄Αρθρων του Συντάγματος - το άρθρο 182 στο σύνολο του είναι ένα από τα θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος. Η δε παράγραφος 1 αυτού τούτου του άρθρου 182 ορίζει ότι τα θεμελιώδη άρθρα " δεν δύνανται καθ΄ οιονδήποτε τρόπον, να τροποποιηθώσι, δια μεταβολής, προσθήκης ή καταργήσεως".

Σύμφωνα και με τα ισχύοντα στην Ελλάδα η διάταξη του Συντάγματος που αποκλείει ρητά την τροποποίηση ορισμένων άρθρων του Συντάγματος αποτελεί θεμελιώδη διάταξη. Αυτή δεν υπόκειται σε αναθεώρηση γιατί η ενδεχόμενη "κατάργησις αυτής θα αντέβαινεν ευθέως προς την βούλησιν του συντακτικού νομοθέτου, ο οποίος ηθέλεσε να εξαιρέση της αναθεωρήσεως και άλλας πλην των καθοριζουσών την μορφήν του πολιτεύματος διατάξεις (Μάνεση "Αι Εγγυήσεις Τηρήσεως του Συντάγματος", σελ. 313. Βλ. και Μανιτάκη, "Κράτος Δικαίου", σελ. 304: "Το μέρος εκείνο του Συντάγματος που κρίθηκε, επομένως, από το συντακτικό νομοθέτη ως απολύτως αυστηρό δεν είναι δυνατόν να αποβάλλει την ιδιότητά του αυτή, εφόσον έτσι αποφάσισε, μια φορά για πάντα, η πρωτογενής συντακτική εξουσία, δεσμεύοντας ανάλογα κάθε δευτερογενή ή αναθεωρητική").

Ανεξάρτητα λοιπόν, από το δίκαιο της ανάγκης θεωρώ ότι για να καταστεί δυνατή η τροποποίηση μη θεμελιώδους άρθρου του Συντάγματος με πλειοψηφίες, άλλες από εκείνες που ρητά ορίζει το θεμελιώδες άρθρο 182.3 του Συντάγματος θα πρέπει πρώτα να προηγηθεί η τροποποίηση της παραγ. 3 του άρθρου 182. Αυτή δεν μπορεί να τροποποιηθεί γιατί ολόκληρο το άρθρο 182 αποτελεί θεμελιώδες άρθρο του Συντάγματος.

Στην ουσία με την επίδικη τροποποίηση η οποία έχει λάβει χώραν κατά παράβαση του άρθρου 182.3 έχει επιχειρηθεί και πραγματοποιηθεί με έμμεσο και πλάγιο τρόπο τροποποίηση αυτού τούτου του θεμελιώδους άρθρου 182. Τέτοια τροποποίηση δεν είναι δυνατή γιατί, όπως υποδεικνύεται πιο πάνω, πρόκειται για ένα από τα θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος. Η επίδικη τροποποίηση είναι αντισυνταγματική και γι΄ αυτό το λόγο ανεξάρτητα από το δίκαιο της ανάγκης.

Η πιο πάνω κατάληξη μου, σε σχέση με την κυρίως εισήγηση των αιτητών, έχει καταστήσει αχρείαστη την έκφραση δικαστικής κρίσης επί των υπολοίπων εισηγήσεων τους. Ωστόσο, από σεβασμό προς τις απόψεις που έχουν εκφραστεί, θα προχωρήσω, στη συνέχεια, να παραθέσω τις απόψεις μου και επί των εισηγήσεων 2-5 των αιτητών.

 

Εισήγηση 2 - Ο πιο πάνω Νόμος (115(Ι)/96) ήταν αντισυνταγματικός ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του άρθρου 182 του Συντάγματος.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε: Εάν ο "Νόμος επιχειρών την τροποποίηση οποιασδήποτε διάταξης του Συντάγματος έρχεται σε σύγκρουση με οποιαδήποτε διάταξη του υφιστάμενου Συντάγματος δεν μπορεί να θεωρηθεί συνταγματικός και έγκυρος". Τούτο προκύπτει - σύμφωνα με την εισήγηση του - ρητά από τις πρόνοιες των παραγ. (1) και (2) του άρθρου 179 του Συντάγματος. Ο υπό κρίση Νόμος έρχεται σε σύγκρουση με τα άρθρα 31, 35, 62.1, 62.2, 64, 67.1, 72.1 και 73.2 του Συντάγματος.

Η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί. Δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία μας σύμφωνα με την οποία τα άρθρα του Συντάγματος εφαρμόζονται αυτοτελώς (Βλ. David Carter, Πολιτική ΄Εφεση 9596/26.3.96. Βλ. και την απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας 292/1984 στην οποία έχει νομολογηθεί ότι εν όψει της τυπικής νομικής ισοδυναμίας όλων των διατάξεων οι οποίες περιλαμβάνονται στο Σύνταγμα, δεν μπορεί να υπάρξει διάταξη του Συντάγματος που να είναι άκυρη ή ανίσχυρη, και συνεπώς μη εφαρμόσιμη, λόγω αντιθέσεως της προς άλλες διατάξεις ή αρχές του ιδίου Συντάγματος).

 

Εισήγηση 3 - Ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 1996 (118(Ι)/96) είναι αντισυνταγματικός. Είναι αντίθετος με το άρθρο 64 του Συντάγματος.

Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο προϋπόθεση της ανακήρυξης είναι ο ενδιαφερόμενος αποδεδειγμένα κατά τον χρόνο κενώσεως της έδρας να εξακολουθεί να ανήκει στο ίδιο κόμμα ή συνασπισμό κομμάτων και ο οποίος υπήρξε επιλαχών στις γενικές Βουλευτικές εκλογές. Η διατήρηση της κομματικής ταυτότητας σε συγκεκριμένο χρόνο δηλαδή όταν κενούται η έδρα, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανακήρυξη του ως Βουλευτού. Είναι επομένως ξεκάθαρο ότι ο Νόμος εισαγάγει προσόν υποψηφιότητας Βουλευτού πέραν από τα προσόντα που καθορίζει το ΄Αρθρο 64 του Συντάγματος.

Η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί. Ο Νόμος δεν παραβιάζει το άρθρο 64 του Συντάγματος. Το τελευταίο καθορίζει τα προσόντα υποψηφιότητας σε περίπτωση που διεξάγονται εκλογές. Ο επίδικος Νόμος δεν θέτει σαν κριτήριο την κομματική ιδιότητα για υποβολή υποψηφιότητας.

 

Εισήγηση 4 - Η μη διεξαγωγή ψηφοφορίας για πλήρωση της κενωθείσας έδρας Λεμεσού δυνάμει του Νόμου 118(Ι)/96 είναι αντισυνταγματική.

΄Εγινε εισήγηση ότι ο Νόμος 118(Ι)/96 παραβιάζει τα άρθρα 31 και 64.

΄Εχω την άποψη ότι δεν έχει σημειωθεί παραβίαση των άρθρων 31 και 64 εν όψει του νέου άρθρου 66.2 του Συντάγματος το οποίο λειτουργεί αυτοτελώς.

Με βάση τα όσα έχω αναφέρει σε σχέση με τις εισηγήσεις 2, 3 και 4 σε περίπτωση που - αντίθετα με τα όσα έχω ήδη αποφασίσει - θα αποφάσιζα ότι το άρθρο 66.2 είχε θεσπισθεί έγκυρα, θα απέρριπτα τις εισηγήσεις 2, 3 και 4 για τους λόγους που έχω υποδείξει σε σχέση με την κάθε μια από αυτές.

 

Εισήγηση 5 - Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για ανακήρυξη του καθ΄ ου η αίτηση 4 σαν Βουλευτή Λεμεσού είναι άκυρη.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε ότι σύμφωνα με το άρθρο 16(2) του Εκλογικού Νόμου για να "διενεργηθεί αναπληρωματική εκλογή διατάσσεται δια διατάγματος του Υπουργού δια του οποίου ορίζεται η από την Βουλή των Αντιπροσώπων ορισθείσα μέρα σύμφωνα με το άρθρο 66.2 του Συντάγματος".

Στην κρινόμενη περίπτωση είχε εκδοθεί διάταγμα για διορισμό του Εφόρου Εκλογής, δυνάμει του άρθρου 17 του Εκλογικού Νόμου, χωρίς να είχε προηγηθεί διάταγμα για τη διενέργεια αναπληρωματικής εκλογής. Τέτοιο διάταγμα, σύμφωνα με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου, είναι απαραίτητο ακόμη και μετά την κατάργηση του άρθρου 66.2 του Συντάγματος.

Τα όσα διαλαμβάνονται στην εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου θα ετύγχαναν εφαρμογής σε περίπτωση διεξαγωγής αναπληρωματικής εκλογής. Υπο το φως της τροποποίησης του άρθρου 66.2 του Συντάγματος οι αιτήσεις δεν θα μπορούσαν να πετύχουν για το λόγο που επικαλείται ο ευπαίδευτος συνήγορος σε περίπτωση που θα εύρισκα ότι η σχετική τροποποίηση ήταν έγκυρη. Εν πάση περιπτώσει τα όσα διαλαμβάνονται στη σχετική εισήγηση αποτελούν μόνο τυπικές διαδικαστικές παραβάσεις και δεν θα μπορούσαν, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, να επηρεάσουν την εγκυρότητα ή νομιμότητα της επίδικης ανακήρυξης του καθ΄ ου η αίτηση 4 στο αξίωμα του Βουλευτή.

 

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο