ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 1 ΑΑΔ 734

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Αίτηση Αρ. 60/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

Όσον αφορά το Άρθρο 154.4 του Συντάγματος και τα

άρθρα 3 και 9 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης

(Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964

- και -

Όσον αφορά την αίτηση της Χρύσως Ηρακλέους

από τη Μακεδονίτισσα, για την έκδοση άδειας

υποβολής αίτησης για έκδοση Προνομιακών

Διαταγμάτων Certiorari και Mandamus

- και -

Όσον αφορά τους περί Ετησίων Αδειών μετ΄ απολαβών

Νόμους 8/67-80 και το Παράρτημα των Περί Διαιτητικού

Δικαστηρίου Κανονισμών του 1968

- και -

Όσον αφορά την απόφαση και/ή το διάταγμα του

Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών το οποίο εκδόθηκε

από τον Δικαστή κ. Κυριάκο Καλλή στην αίτηση αρ. 102/95

-------------------------

30 Ιουνίου 1997

Για την αιτήτρια: Δ. Κακουλλής.

-------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Καθίσταται κατ΄ αρχάς αναγκαία η αναφορά στο ιστορικό το οποίο απέληξε στην παρούσα διαδικασία. Με την οποία η αιτήτρια επιδιώκει τη χορήγηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης προς έκδοση ενταλμάτων certiorari και mandamus. Αυτά προορίζονται να προωθήσουν απορριφθέν αίτημα της για την άσκηση έφεσης διά υπομνήματος από απόφαση, ημερ. 18 Φεβρουαρίου 1997, του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.

Η αιτήτρια, που διέμενε στη Μακεδονίτισσα, εργοδοτείτο επί σειρά ετών ως πωλήτρια σε πρατήριο διάθεσης ειδών αρτοποιΐας στο Πλατύ Αγλαντζιάς. Επρόκειτο για ένα από δέκα τα οποία οι εργοδότες της διατηρούσαν στην πόλη και περιφέρεια Λευκωσίας. Από περίπου το τέλος Φεβρουαρίου του 1994 μέχρι τις αρχές Ιουλίου 1994, με μόνο μια διακοπή τον Μάρτιο, η αιτήτρια απουσίαζε με άδεια ασθενείας και, αμέσως μετά, με άδεια μητρότητας η οποία έληξε στις 11 Οκτωβρίου 1994. Κατά τη διάρκεια της απουσίας της, οι εργοδότες προσέλαβαν νέα πωλήτρια για το πρατήριο στο Πλατύ. Όταν επέστη ο χρόνος επιστροφής της αιτήτριας, προέκυψε διάσταση μεταξύ της και των εργοδοτών της. Εκείνη επέμενε πως είχε δικαίωμα να επανέλθει στο ίδιο πρατήριο ενώ οι εργοδότες προέβαλαν πως οι ανάγκες τους δεν το επέτρεπαν και της έδωσαν εντολή να παρουσιαστεί για απασχόληση στο κεντρικό πρατήριο στη Λεωφόρο Στροβόλου. Έπειτα της πρότειναν εναλλακτική απασχόληση στο πρατήριο Αγ. Δομετίου. Εκείνη την απέρριψε. Συνεχιζομένου του αδιεξόδου, οι εργοδότες της απέστειλαν επιστολή, ημερ. 27 Δεκεμβρίου 1994, με την οποία την καλούσαν όπως εντός δεκαπέντε ημερών αναλάβει εργασία στο κεντρικό πρατήριο και ότι αν παρέλειπε θα θεωρούσαν πως δεν ενδιαφερόταν πλέον για εργοδότηση. Παραθέτω το κείμενο:

"Με την παρούσα καλείσαι όπως παρουσιαστείς εντός 15 ημερών στα Κεντρικά Γραφεία της εταιρείας στην Λεωφόρο Στροβόλου 18 για ανάληψη εργασίας ως πωλήτρια με τους ίδιους όρους και ωφελήματα, όπως και προηγουμένως.

Προς το παρόν δεν υπάρχει θέση στο κατάστημα που εργαζόσουν πριν την άδεια τοκετού γι΄ αυτό και η εταιρεία θα σε ενημερώνει έγκαιρα (τουλάχιστον μια βδομάδα προηγουμένως) για το κατάστημα στο οποίο θα εργαστείς την επόμενη βδομάδα.

Εάν δεν παρουσιαστείς για εργασία εντός των 15 ημερών θα θεωρήσουμε ότι δεν ενδιαφέρεσαι πλέον για εργοδότηση σου από την εταιρεία μας και θα προχωρήσουμε στην πρόσληψη άλλης κοπέλλας."

 

Η αιτήτρια δεν ανταποκρίθηκε. Και στις 27 Μαρτίου 1995 κίνησε διαδικασία στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών για διεκδίκηση αποζημιώσεων, προφανώς λόγω τερματισμού απασχόλησης υπαιτιότητι του εργοδότου, δυνάμει του άρθρου 7 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 1967 (όπως τροποποιήθηκε).

Το δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση της. Έκρινε ότι η αιτήτρια ήταν αδικαιολόγητη στη στάση που τήρησε. Ο λόγος της απόφασης βρίσκεται στην ακόλουθη περικοπή:

"Δεν εντοπίσαμε σε καμμιά περίπτωση να έχουν οι εργοδότες δείξει διαγωγή που να εκφεύγει της επιτρεπόμενης, τόσο από τα εργασιακά θέσμια, όσο και από τη συλλογική σύμβαση και πολύ περισσότερο από τις πρόνοιες του Νόμου.

Οι εργοδότες δεν έκαμαν τίποτε περισσότερο από του να ασκήσουν το εργοδοτικό τους δικαίωμα, να επιλέξουν τον τόπο που θα συνέχιζαν να απασχολούν την αιτούσα. Μάλιστα, το κριτήριο για την επιλογή του πρατηρίου, που θα συνέχιζε η αιτούσα, ήταν ευνοϊκό γι΄ αυτήν, αφού ήταν πιο κοντά στο σπίτι της, μια και οι άλλοι όροι παρέμεναν οι ίδιοι."

 

Κατόπιν έκδοσης της απόφασης, ένα από τα μέλη της σύνθεσης του δικαστηρίου που είχε επιληφθεί της υπόθεσης, κατάγγειλε με επιστολή του, ημερ. 5 Μαρτίου 1997, προς τον Πρόεδρο του δικαστηρίου ότι:

"Όταν επερατώθηκε η ακρόαση της υπόθεσης, εξέφρασα την άποψη μου στον Εντιμότατο Δικαστή αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, ο οποίος μου ανέφερε ότι θα καλούσε τα μέλη του Δικαστηρίου σε άλλη ημερομηνία για να ακούσει την άποψη τους, προτού εκδοθεί η απόφαση.

Ενώ ανέμενα να με καλέσει, μετά μεγάλης εκπλήξεως μου έλαβα από το Πρωτοκολλητείο, αντίγραφο απόφασης επί της πιο πάνω αναφερόμενης υποθέσεως, η οποία εκδόθηκε χωρίς τη δική μου γνώμη και τοποθέτηση επί των πραγματικών γεγονότων και με την οποία διαφωνώ πλήρως."

 

Η αιτήτρια αποτάθηκε τότε στον προεδρεύοντα της σύνθεσης για υποβολή στο Ανώτατο Δικαστήριο υπομνήματος περιέχοντος οκτώ διατυπωθέντες λόγους, προβληθέντες ως συνεπαγόμενους νομικά σημεία. Το αίτημα απορρίφθηκε επειδή τα σημεία δεν θεωρήθηκαν νομικά. Η δυνατότητα έφεσης με υπόμνημα προβλέπεται στο άρθρο 12(13)(β) των περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβών Νόμων 1967-1980. Και ρυθμίζεται από τον Κανόνα 17 του Παραρτήματος των περί Διαιτητικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1968. Η δυνατότητα περιορίζεται μόνο σε λόγους που συνεπάγονται νομικά σημεία. Αμιγώς νομικά, όπως υπογραμμίστηκε στην Stylianides ν. Paschalidou (1985) 1 C.L.R. 49.

Ο συνήγορος της αιτήτριας αναγνώρισε ενώπιον μου ότι οι λόγοι 1, 2, 3 και 8 δεν συνεπάγονται νομικά σημεία και τους εγκατέλειψε. Επιχειρηματολόγησε σε σχέση με τους υπόλοιπους τέσσερεις. Οι οποίοι καλύπτουν τρεις τομείς.

Ο λόγος 4 αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο το δικαστήριο αντίκρυσε την επιστολή των εργοδοτών, ημερ. 27 Δεκεμβρίου 1994. Το παράπονο είναι ότι επειδή το δικαστήριο παρέθεσε στην απόφαση του μόνο μέρος της επιστολής, δεν απέδωσε σημασία σε ολόκληρο το περιεχόμενο της, με αποτέλεσμα να προβεί σε λανθασμένη αξιολόγηση. Δεν συμφωνώ ότι εξάγεται τέτοιο συμπέρασμα ώστε να προκύπτει εμφανές λάθος στο πρακτικό. Δεν εγείρεται λοιπόν ζήτημα.

Ο λόγος 5 εμφανίζεται με δύο διατυπώσεις στις οποίες, κατά την αντίληψη μου, εκτίθεται ακριβώς το ίδιο ζήτημα. Που είναι το κατά πόσο "η μη ύπαρξη ρητού όρου στη συλλογική σύμβαση σχετικά με την μετάθεση εργοδοτουμένου δίνει το δικαίωμα στον εργοδότη να μεταθέτει μονομερώς τον εργοδοτούμενο". Καθώς φαίνεται, άλλη από τη συλλογική σύμβαση δεν υπήρχε για τη ρύθμιση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αιτήτριας και εργοδοτών. Ενόψει τούτου, το δικαστήριο αντίκρυσε το επίδικο θέμα όχι από άποψη συμβατικής ρύθμισης αλλά από άποψη γενικής εργασιακής συμπεριφοράς. Ο συνήγορος της αιτήτριας εισηγήθηκε ότι αυτό αποτελεί εμφανές λάθος εφόσον, καθώς πρόσθεσε, η έλλειψη ρητού όρου δεν σήμαινε και την έλλειψη εξυπακουομένου και μάλιστα όχι μόνο με αναφορά προς τη συλλογική σύμβαση αλλά και προς έθιμο, πρακτική ή κανόνα προκύπτοντα από τη φύση της απασχόλησης. Με παρέπεμψε σχετικά στο σύγγραμμα "The Law of Redundancy" του Cyril Grunfeld 3η έκδοση, σελ. 118-124. Μου φαίνεται πως σε σχέση με αυτό το σημείο εγείρεται εξ αιτίας της προσέγγισης του κατώτερου δικαστηρίου εκ πρώτης όψεως ή συζητήσιμη υπόθεση αναφορικά με την ύπαρξη νομικού λάθους εμφανούς στην όψη της απόφασης: βλ. In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250. Τζεννάρο Περέλλα, Πολ. Έφ. 9169, ημερ. 18 Ιουλίου 1995 και Armah v. Government of Ghana (1966) 3 All E.R. 177.

Με τον λόγο 6 τίθεται ζήτημα δικαιοδοσίας αναφορικά με την έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών χωρίς προηγηθείσα σύσκεψη με συμμετοχή εκάστου μέλους της σύνθεσης, προς διαμόρφωση του αποτελέσματος. Ας σημειωθεί ότι δεν επιδιώκεται εδώ ο απευθείας έλεγχος της δικαιοδοσίας μέσω της προτεινομένης καταχώρησης αίτησης για ένταλμα certiorari, αλλά ο έμμεσος έλεγχος στη βάση εμφανούς λάθους σε σχέση με το ζήτημα έτσι ώστε η δικαιοδοσία να εξεταστεί εν καιρώ ως νομικό σημείο κατ΄ έφεση. Εγείρεται, κατά την άποψη μου, και σε σχέση με αυτό τον λόγο εκ πρώτης όψεως ή συζητήσιμη υπόθεση δικαιολογούσα την παροχή άδειας.

Απομένει ο λόγος 7 με τον οποίο τίθεται το κατά πόσο, εν πάση περιπτώσει, η μη αναφορά από τον προεδρεύσαντα σε διιστάμενη απόφαση μέλους, αποτελούσε λάθος που επιδρούσε στο αποτέλεσμα. Αυτός ο λόγος αφορά, κατά την άποψη μου, υποθετικό ζήτημα δεδομένου ότι η θέση της αιτήτριας είναι όχι ότι υπήρξε έγκυρη κατάληξη πλειοψηφίας αφενός και μειοψηφίας αφετέρου, αλλά ότι εξ αιτίας της έλλειψης σύσκεψης δεν προέκυψε δυνατότητα για οποιαδήποτε κατάληξη ώστε να δικαιολογείται η έκδοση απόφασης. Ο λόγος αυτός δεν μπορεί ως εκ τούτου να προωθηθεί.

Παραχωρείται η αιτούμενη άδεια σε σχέση μόνο με τους λόγους 5 και 6. Αίτηση για την έκδοση ενταλμάτων certiorari και mandamus μπορεί να καταχωρηθεί εντός δεκαπέντε ημερών από σήμερα. Να επιδοθεί στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, όπως και στους καθ΄ ων η αίτηση στην υπόθεση από την οποία προήλθε αυτή η διαδικασία. Ορίζεται για τις 4 Σεπτεμβρίου 1997. Περαιτέρω οδηγίες θα δοθούν κατ΄ εκείνη την ημερομηνία.

 

 

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο