ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αίτηση αρ. 58/96
ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρ. 154(4) του Συντάγματος και τα άρθρ. 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964
- και -
Αναφορικά με την αίτηση της Φάνης Ελευθερίου για την έκδοση άδειας υποβολής αίτησης για έκδοση προνομιακών διαταγμάτων certiorari
και mandamus
- και -
Αναφορικά με τους περί Ετησίων Αδειών Νόμους 8/67-80 και το παράρτημα των περί Διαιτητικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1968
- και -
Αναφορικά με την απόφαση και/ή το διάταγμα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών το οποίο εκδόθηκε από το δικαστή Κυριάκο Καλλή στην αίτηση αρ. 30/93 ημερ. 21/2/96
-------------Ημερομηνία: 7 MαΌου, 1996
Για την αιτήτρια: Δ. Κακουλλής
-------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών απέρριψε την αίτηση αρ.
30/93 της αιτήτριας, που κίνησε και την τρέχουσα διαδικασία, η οποία στρεφόταν εναντίον της αδελφής της ως εργοδότριας και του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού. Η αιτήτρια επιζητεί - σε πρώτο στάδιο - τη λήψη άδειας να αποταθεί για διατάγματα certiorari και mandamus. Συγκεκριμένα για να ακυρώσει με το πρώτο την απόφαση ημερ. 21/2/96 του προεδρεύσαντος δικαστή να μην παραπέμψει για εκδίκαση στο Ανώτατο Δικαστήριο τα σημεία που υπέβαλε ο δικηγόρος της αιτήτριας ως νομικά σημεία. Και για να τον αναγκάσει με το δεύτερο διάταγμα να καταρτίσει σχετικό υπόμνημα αναπομπής. Η απορριπτική απόφαση επισυνάφθηκε στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση ως τεκ. 2.
Η αρχική απόφαση με την οποία απορρίφθηκαν οι αξιώσεις
της αιτήτριας δεν προσκομίστηκε. Τα στοιχεία που καταγράφω στη συνέχεια προκύπτουν από το τεκ. 2. Το δικάσαν δικαστήριο έκρινε, ως θέμα πραγματικό ότι "οι σχέσεις της (αιτήτριας) με την αδελφή της ήταν σχέσεις περιστασιακής προσφοράς βοήθειας". Και
διακόπηκαν δικαιολογημένα διότι η καθής η αίτηση (στην 30/93) περιόρισε τη δραστηριότητα της σε εξειδικευμένο τομέα, γεγονός που καθιστούσε τη βοήθεια της αιτήτριας περιττή.
Η απασχόληση αυτής της φύσεως, όπως βρήκε περαιτέρω το
δικαστήριο, δε συμπλήρωνε τουλάχιστον 28 ώρες συνεχούς εβδομαδιαίας απασχόλησης, που ήταν τότε προϋπόθεση δημιουργίας δικαιώματος σε αποζημίωση: Δεύτερος Πίνακας, Μέρος Ι παράγραφος
1, υποπαράγραφος (2)(α), του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου. Ας σημειωθεί εδώ διευκρινιστικά ότι η τροποποίηση που επέφερε το άρθρ. 8(β) του ν. 52(1)/94 μείωσε το χρόνο απασχόλησης από 28 σε 24 ώρες την εβδομάδα.
Το δικαστήριο επίσης αποφάσισε, ανεξάρτητα από τους
παραπάνω λόγους, ότι η απαίτηση εναντίον των καθών ήταν
απαράδεκτη λόγω παραγραφής της. Κατέληξε σε συμπέρασμα, στηριζόμενος στα πραγματικά περιστατικά, ότι η αίτηση δεν καταχωρήθηκε μέσα στην περίοδο των 6 μηνών από τη διακοπή της εργατικής σχέσης, όπως προβλέπει ο δικονομικός κανόνας 2(3) των περί Διαιτητικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1968.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας, με έρεισμα το δικονομικό κανόνα 17(1), υπέβαλε αίτηση από 9 λόγους έφεσης, που κατά την άποψη του συνιστούν νομικά σημεία, προς ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου με το δικονομικό μέσο του υπομνήματος. Αν η άποψη του ευσταθεί το δικαστήριο δεν είχε άλλη εκλογή παρά την παραπομπή τους: βλέπε in Re Hjicostas (1984) 1 Α.Α.Δ. 513, Εκδοτική Εταιρεία "Αλήθεια" Λτδ. (1992) 1 (Α) Α.Α.Δ. 492 και αίτηση 55/93 Κώστας Λουκά ημερ. 13/1/94.
Τα προτεινόμενα νομικά σημεία είναι 9. 'Ολα ανεξαίρετα, πλην του αρ. 9 που εγκαταλείφθηκε, αρχίζουν με τη στερεότυπη φράση "εσφαλμένα το δικαστήριο ερμήνευσε". Και ακολουθεί συγκεκριμένη πρόνοια του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου. Χωρίς οτιδήποτε άλλο. 'Ετσι το αντικείμενο λανθασμένης ερμηνείας που περιέχουν οι λόγοι 1-5 είναι, με την αριθμητική αυτή σειρά, το άρθρ. 2 σε συνδυασμό με την υποπαράγραφο 2(α) της παραγράφου 1 του Δεύτερου Πίνακα (1ος λόγος), τα άρθρ. 3, 6, 17 και 18 μαζί (4ος λόγος) και ο δικονομικός κανόνας 2(3) ανωτέρω. 'Ενα παράδειγμα. Παίρνω στην τύχη το λόγο 2: "Εσφαλμένα το δικαστήριο ερμήνευσε τις πρόνοιες του άρθρ. 3 του Μέρους ΙΙ του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου". Για τους υπόλοιπους λόγους αναφέρεται ότι "εσφαλμένα και/ή κατά παράβαση των κανόνων απόδειξης "το δικαστήριο δέχθηκε την κατάθεση δύο
τεκμηρίων (αναφέρονται απλώς οι αρ. 7 και 8) παρά την ένσταση της αιτήτριας (6ος λόγος)? δεν έλαβε υπόψη "τους αναφερόμενους στα δικόγραφα ισχυρισμούς" της αδελφής της αιτήτριας (7ος λόγος) και (γ) γενικά δέχθηκε μαρτυρία άσχετη με τα δικόγραφα της υπόθεσης (8ος λόγος).Το δικάσαν δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την αίτηση με το σκεπτικό ότι, σε καθεμιά από τις πιο πάνω περιπτώσεις, η αιτήτρια αμφισβήτησε ουσιαστικά την πραγματική βάση της απόφασης του, που δεν μπορεί κατά νόμο να εφεσιβληθεί. 'Ετσι, ήταν θέμα πραγματικό κατά πόσον η αιτήτρια εργαζόταν για άλλο πρόσωπο ή αν η περίοδος απασχόλησης της ήταν 28 ώρες την εβδομάδα. Επίσης αν συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για πληρωμή από το Ταμείο. "Κοντολογής" αναφέρει ο δικαστής "το όλο οικοδόμημα της απόφασης μας αποτελείται από ευρήματα γεγονότων και τις συνακόλουθες σε αυτά απαντήσεις".
Η νομολογία έχει εξετάσει σε βάθος το εννοιολογικό πλαίσιο του νομικού ερωτήματος. Βλέπε in Re Petros Kyriakides (1992) 1 (Α) A.A.Δ. 26, in Re Hadjicostas, Εκδοτική Εταιρεία "Αλήθεια" Λτδ., αίτηση Κώστα Λουκά, ανωτέρω. Βλέπε επίσης Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση (Reissue), τόμος 1(1), παράγραφος 70, σελ. 121 και 122 "The distinction between law and fact". Το βασικό μέτρο διάκρισης μεταξύ νομικών και πραγματικών ισχυρισμών οροθετεί η απόφαση Χ"Κώστας:
".....whenever an issue revolves round the
application of the law to given facts, it
raises a pure question of law; that so long as the facts to which the Court is required to apply the law are not
called in question, the point is a legal one; that it merely raises questions bearing on the interpretation and the scope of the law; exploration of the ambit of the law is always a question
of law;"
Φαινομενικά οι λόγοι εδώ είναι νομικής φύσεως.
Ιδιαίτερα εφόσον ρητά αναφέρεται ότι επιζητείται η διαλεύκανση της ερμηνείας νομοθετικών διατάξεων. Και μπαίνει θέμα δεκτικότητας μαρτυριών ή διάστασης τους από τη δικογραφία. Το ζήτημα με έχει προβληματίσει. Παρατηρώ εντούτοις ότι η αιτήτρια δεν εκθέτει κανένα από τους λόγους αυτούς κατά τρόπον που προκύπτει ότι έχουμε μπροστά μας αμιγή νομικά προβλήματα, που πρέπει να τύχουν εξέτασης από το Εφετείο. Και δεν πρόκειται απλώς για περίπτωση έμμεσου τρόπου αμφισβήτησης και αναθεώρησης των πραγματικών περιστάσεων, όπως διαπιστώθηκαν από το δικάσαν δικαστήριο.
Ανεξάρτητα από τους χειρισμούς και την αντιμετώπιση των θεμάτων από την πρωτόδικη απόφαση, έχω την άποψη ότι πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση ορατό, από τη διατύπωση των λόγων, το στίγμα του νομικού ερωτήματος. Με άλλα λόγια η αίτηση πρέπει να περιέχει τα ερείσματα που το δημιουργούν. Δε χωρεί εικοτολογία από το δικαστήριο. 'Ετσι μόνο υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, συμμόρφωση με το δικονομικό κανόνα 17(1) ότι ο ενδιαφερόμενος διάδικος πρέπει "να υποβάλη έγγραφον αίτησιν τω Πρωτοκολλητή εκθέτων άμα και τα νομικά σημεία εφ' ων στηρίζει την έφεσιν του." Διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος να υπερφαλαγγισθεί ο σκοπός του νομοθέτη να επιτρέψει την έφεση μόνο για κατ' εξοχήν νομικά θέματα.
'Ολοι οι λόγοι έφεσης, που πρόβαλε η αιτήτρια στην αίτηση της (τεκ. 1), είναι υπεργενικευμένοι και αόριστοι σε βαθμό που είναι αδύνατο για το δικαστήριο να διαπιστώσει την πραγματική υφή των προβλημάτων. 'Η/και κατά πόσον είναι απαραίτητοι για την επίλυση της υπόθεσης: βλέπε Στυλιανίδης ν. Πασχαλίδου (1985) 1
Α.Α.Δ. 49.Η αίτηση απορρίπτεται.
Σ. Νικήτας,
Δ.
/ΚΑσ