ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1992) 1 ΑΑΔ 1204
9 Νοεμβρίου, 1992
[ΠΙΚΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στές]
AMERICAN EXPRESS EUROPE LIMITED,
Εφεσείουσα - ενάγουσα,
v.
PAVEMAR HOTELS LIMITED,
Εφεσίβλητης- εναγόμενης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 7840).
Δικαιοδοσία — Ρήτρα δικαιοδοσίας αλλοδαπού Δικαστηρίου σε έγγραφη συμφωνία — Όρος στην ίδια συμφωνία που επέτρεπε στον ένα συμβαλλόμενο την μονομερή τροποποίηση των όρων της συμφωνίας — Μονομερής τροποποίηση της ρήτρας δικαιοδοσίας, ώστε να δίδεται δικαιοδοσία στα Κυπριακά Δικαστήρια — Κατά πόσο είχε νομική ισχύ —Κατά πόσο μπορούσε να εφαρμοσθεί στην περίπτωση ισχυριζόμενων παραβάσεων που είχαν γίνει πριν απο την τροποποίηση.
Δίκαιο — Διάκριση μεταξύ ουσιαστικού και δικονομικού ή αποδεικτικού δικαίου — Ρήτρα δικαιοδοσίας σε έγγραφη συμφωνία — Είναι αναμφισβήτητα δικονομικού περιεχομένου.
Η εφεσίβλητη, που ήταν ιδιοκτήτρια και διαχειρίστρια ξενοδοχείου στη Λεμεσό, συμμετείχε στην υπηρεσία πιστωτικών διευκολύνσεων με το σύστημα κάρτας, που παρείχε η εφεσείουσα, που ήταν η εκδότρια της πιστωτικής κάρτας γνωστής σαν "American Express". Η υπηρεσία αυτή συνίστατο, ουσιαστικά, στην εξόφληση από την εφεσείουσα των λογαριασμών κατόχων της κάρτας, που προέρχοντα από χρεώσεις για καθορισμένες υπηρεσίες και αγαθά, που παρείχε σ' αυτούς η εφεσίβλητη, με αντάλλαγμα την. παρακράτηση από την εφεσείουσα ποσοστού 5% από τις χρεώσεις. Οι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων ρυθμίζονταν με έγγραφη συμφωνία, η οποία καθόριζε τις συγκεκριμένες χρεώσεις που μπορούσαν να καλυφθούν από την εφεσείουσα, και περιλάμβανε τους εξής όρους: (i) Ρήτρα δικαιοδοσίας με την οποία εδίδετο αποκλειστική δικαιοδοσία για την εκδίκαση διαφορών δυνάμει της συμφωνίας στα Δικαστήρια της πόλης των Αθηνών, και (ii) όρο με τον οποίο εδίδετο δικαίωμα στην εφεσείουσα να τροποποιεί μονομερώς οποιοδήποτε όρο της συμφωνίας με ειδοποίηση 10 ημερών προς την εφεσίβλητη.
Στις 16.1.87, με γραπτή ειδοποίησή της προς την εφεσίβλητη, η εφεσείουσα τροποποίησε την ρήτρα δικαιοδοσίας της συμφωνίας με τρόπο ώστε να δίδεται δικαιοδοσία για επίλυση τυχόν διαφορών δυνάμει αυτής στα Κυπριακά Δικαστήρια. Στις 93.87, με επιστολή του δικηγόρου της, η εφεσείουσα κατάγγελε την πιο πάνω συμφωνία, διότι, κατά τον ισχυρισμό της, τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1985, η εφεσίβλητη είχε αποδεχθεί χρεώσεις για συνολικό ποσό ΛΚ 12.426,00 που δεν ενέπιπταν στους όρους της συμφωνίας. Η διαφορά αυτή είχε αποτελέσει το αντικείμενο αλληλογραφίας μεταξύ των διαδίκων κατά το 1986. Στις 30.3.87 η εφεσείουσα αξίωσε το πιο πάνω ποσό από την εφεσίβλητη με αγωγή της στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Η εφεσίβλητη ήγειρε ένσταση ότι το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την αγωγή, και το ζήτημα εκδικάσθηκε σαν προκαταρκτικό νομικό θέμα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η τροποποίηση της ρήτρας δικαιοδοσίας δεν μπορούσε να έχει αναδρομική εφαρμογή σε διαφορά που είχε ανακύψει πριν από την τροποποίηση, και αποδέχθηκε την ένσταση και διέταξε την αναστολή της διαδικασίας ενώπιόν του. Στην έφεση, η εφεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε παραγνωρίσει το γεγονός ότι η ρήτρα δικαιοδοσίας δεν ήταν ουσιαστικού αλλά δικονομικού περιεχομένου, και έτσι δεν ετίθετο θέμα μη αναδρομικής εφαρμογής της.
Αποφασίσθηκε ότι:
(α) Τα Δικαστήρια ανέκαθεν έκαναν διάκριση ανάμεσα στους νόμους που μεταρρυθμίζουν το υφιστάμενο ουσιαστικό δίκαιο, οι οποίοι δεν έχουν αναδρομική ισχύ εκτός αν ρητά το προβλέπουν, και εκείνους που τροποποιούν απλώς τη δικονομία ή τους κανόνες αποδείξεως, οι οποίοι μπορούν να έχουν αναδρομική ισχύ.
(β) Η ρήτρα δικαιοδοσίας στην έγγραφη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ήταν αναμφισβήτητα δικονομικού περιεχομένου. Κατά συνέπεια, δεν είχε σημασία το πότε είχε προκύψει η διαφορά μεταξύ των διαδίκων, διότι τα ουσιαστικά δικαιώματα τους, που απέρρεαν από την σύμβαση, είχαν μείνει άθικτα. Εφόσον κατά την καταχώρηση της αγωγής και την εκδίκαση της ένστασης η τροποποιημένη ρήτρα δικαιοδοσίας βρισκόταν σε ισχύ, και εφόσον με την ρήτρα εκείνη εδίδετο δικαιοδοία στα Κυπριακά Δικαστήρια, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη και έπρεπε να παραμερισθεί.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.
Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:
R. v. Harris [1970] 3 All E.R. 746·
D.P.P. v. Lamb [1941] 2 All EX. 499·
Buckman v. Button [1943] 2 All E.R. 82·
R. v. Oliver [1943] 2 All E.R. 800·
Saab v. The Holy Monastery of Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες κατά του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κωνσταντινίδης, Π.Ε.Δ. Νικολάτος, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 28 Ιανουαρίου, 1989 (Αρ. Αγωγής 1807/87) με την οποία δέχθηκε την ένσταση της εναγόμενης για έλλειψη δικαιοδοσίας του Κυπριακού Δικαστηρίου και ανέστειλε τη διαδικασία στην αγωγή.
Χρ. Μιτσίδης και Μ. Σάββα (χα), για τον εφεσείοντα
Α. Λεμής, για τον εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Το ζήτημα που θέτει η έφεση είναι αν η προκείμενη διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων. Το αντικείμενο της θα γίνει φανερό αφού εκθέσουμε τις συνθήκες υπό τις οποίες ανέκυψε. Η εφεσείουσα είναι αλλοδαπή εταιρεία. Εχει την έδρα της στο Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι η εκδότρια της πιστωτικής κάρτας γνωστής ως "Αμέρικαν Εξπρές" της οποίας έχει την εκμετάλλευση σε διεθνή κλίμακα.
Η εφεσίβλητη, που είναι τοπική εταιρεία, διαχειρίζεται ξενοδοχείο στη Λεμεσό του οποίου είναι και ιδιοκτήτρια. Συμμετείχε δε στην υπηρεσία πιστωτικών διευκολύνσεων με το σύστημα κάρτας που οργανώθηκε από την εφεσείουσα. Οι σχέσεις τους ρυθμίστηκαν με έγγραφη συμφωνία. Η εφεσείουσα ανέλαβε, με βάση τους όρους της συμφωνίας, να ξοφλά τους λογαριασμούς κατόχων της κάρτας που προέρχονται από χρεώσεις τους για υπηρεσίες και αγαθά ή άλλες αιτίες που καθορίζει η συμφωνία. Ως αντάλλαγμα συμφωνήθηκε να παρακρατείται από τις χρεώσεις ποσοστό 5% προς όφελος της εφεσείουσας.
Η υπόθεση της τελευταίας, όπως συνάγεται από την έκθεση απαιτήσεως, είναι ότι μεταξύ Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 1985, η εφεσίβλητη αποδέχθηκε χρεώσεις για συνολικό ποσό £12.426 που δεν εμπίπτουν στους όρους της συμφωνίας. Η εφεσείουσα αξίωσε το ποσό αυτό με αγωγή που καταχώρησε στις 30/3/87 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.
Στο σημείο αυτό πρέπει να λεχθεί πως η συμφωνία περιέχει ρήτρα δικαιοδοσίας. Προβλέπει ότι τα δικαστήρια της πόλης των Αθηνών είναι αρμόδια να επιληφθούν των διαφορών που μπορούν να προκύψουν από την εφαρμογή της συμφωνίας:
"Για την επίλυση κάθε διαφοράς προερχόμενης από την εφαρμογή της παρούσας σύμβασης αρμόδια δικαστήρια ορίζονται τα της πόλης των Αθηνών."
Πρέπει να μνημονεύσουμε ακόμη ένα όρο. Η εφεσείουσα επιφύλαξε το δικαίωμα να τροποποιεί σε οποιοδήποτε χρόνο τη συμφωνία ύστερα από προηγούμενη γραπτή ειδοποίηση. Η σχετική παράγραφος είναι σύντομη και την παραθέτουμε ολόκληρη:
"Η "Αμέρικαν Εξπρές" διατηρεί το δικαίωμα να τροποποιεί μονομερώς το παρόν συμφωνητικό οποτεδήποτε με την προϋπόθεση ότι θα ειδοποιεί την αντισυμβαλλόμενη επιχείρηση δέκα (10) μέρες πριν."
Βασιζόμενη στον όρο αυτό η εφεσείουσα, αφού έδωσε την προβλεπόμενη από τη σύμβαση ειδοποίηση στις 16/1/ 87, τροποποίησε μονόπλευρα τη ρήτρα δικαιοδοσίας με την προσθήκη της ακόλουθης νέας παραγράφου:
"Εις περίπτωσιν που αφορά επιχειρήσεις εν Κύπρω, δικαιοδοσίαν θα έχουν τα κυπριακά δικαστήρια."
Το θέμα της δικαιοδοσίας εκδικάστηκε από το Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (εφεξής το πρωτόδικο δικαστήριο) σαν προκαταρτικό. Με την απόφαση του δέχθηκε την ένσταση της εφεσίβλητης για έλλειψη δικαιοδοσίας εκ μέρους του κυπριακού δικαστηρίου να επιληφθεί της διαφοράς και ανέστειλε τη διαδικασία στην αγωγή, καταδικάζοντας την εφεσείουσα στα έξοδα.
Στην ουσία το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε πως η αρμοδιότητα στην προκείμενη περίπτωση ανήκει στο δικαστήριο Αθηνών σύμφωνα με την αρχική ρήτρα. Ο κύριος συλλογισμός της απόφασης είναι ότι ο νέος όρος, με τον οποίο αποκτούσε αρμοδιότητα το κυπριακό δικαστήριο, δεν ήταν δυνατό να έχει αναδρομική δύναμη ώστε να καλύπτει διαφορά που γεννήθηκε κατά το 1985, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η έκθεση απαιτήσεως. Θα ίσχυε μόνο για το μέλλον, δηλαδή, για διαφορές που θα είχαν προκύψει μετά την εκπνοή της ταχθείσας από την ειδοποίηση προθεσμίας.
Ο δικηγόρος της εφεσείουσας υπέβαλε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αντίκρυσε λανθασμένα το θέμα, κρίνοντας ότι η νέα ρύθμιση, που καθιστούσε αρμόδιο το κυπριακό δικαστήριο, έπρεπε να προϋπάρχει της γένεσης της διαφοράς. Για το βασικό λόγο ότι η τροποποίηση δεν αφορούσε ουσιαστικό όρο της σύμβασης, αλλά είχαν μόνο δικονομικό χαρακτήρα. Και επομένως μπορούσε ο πρόσθετος όρος που τέθηκε με την ειδοποίηση να έχει αναδρομική ισχύ και εφαρμογή. Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης υιοθέτησε και υποστήριξε το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, αναλογιζόμενος τις συνέπειες αν ο ένας από τους συμβαλλόμενους έχει την ευχέρεια να μεταβάλλει ουσιαστικούς όρους της συμφωνίας κατά το δοκούν.
Τα δικαστήρια ανέκαθεν έκαναν τη διάκριση ανάμεσα στους νόμους που μεταρρυθμίζουν το υφιστάμενο ουσιαστικό δίκαιο και εκείνους που τροποποιούν απλώς τη δικονομία ή τους κανόνες αποδείξεως (για πλήρη ανάλυση βλέπε 36 Halsbury's Laws of England 3η έκδοση, παραγ. 644 και 647). Η ταξινόμηση αυτή έχει σημαντικές πρακτικές συνέπειες. Τις εξηγά με καθαρότητα η απόφαση R. ν. Harris (Richard) [1970] 3 All E.R. 746 στή 754:
"Where the trial is held after the substantive law is changed, they apply the old law to transactions taking place before the change was made and the new law only to subsequent transactions. But where the change is in the rules of procedure or the law of evidence the new law is applied in both cases. Whether this is to give statutes about procedure and evidence retrospective effect, as Lord Blackburn said in Gardner v. Lucas (1878) 3 App. Cas. 582 at 603, or whether these statutes are construed as giving directions to the court about its mode of hearing all future cases and are in that sense not retrospective at all, as Harman L.J. said in Blyth v. Blyth and Pugh (1965) 2 All E.R. 817 at 826, is a difference of words only. However the matter is expressed, we have Lord Blackburn's authority in Gardner's case for holding that the rule is the same both for criminal and civil cases."
Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην Director of Public Prosecutions v. Lamb [1941] 2 All E.R. 499. To σκεπτικό της ακολούθησε η Buckman v. Button [1943] 2 All E.R. 82 το οποίο επικρότησε το Εφετείο στην R. v. Oliver [1943] 2 All E.R. 800. Κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν η επιβολή μεγαλύτερου προστίμου που προβλέφθηκε από μεταγενέστερο της διάπραξης των αδικημάτων κανονισμό, ο οποίος ήταν σε ισχύ κατά το χρόνο της ακρόασης. Το επιχείρημα που προβλήθηκε ήταν ότι η τροποποίηση του σχετικού κανονισμού, που αύξησε τις ποινές, δεν μπορούσε να επηρεάσει την τιμωρία αδικήματος που τελέστηκε πριν από αυτή. Απορρίφθηκε όμως διότι κρίθηκε ότι, κατά την αληθινή του ερμηνεία, ο κανονισμός αναφερόταν σε καταδίκες μετά την ημερομηνία που η τροποποίηση του είχε τεθεί σε εφαρμογή. Επομένως το γεγονός πως το αδίκημα διαπράχθηκε προγενέστερα ήταν άσχετο.
Υπογραμμίζεται ότι στην περίπτωση των γραπτών συμφωνιών εφαρμόζονται οι ίδιες ή ανάλογες ερμηνευτικές αρχές. Η διαφορά εδώ, όπως έγινε από κοινού αποδεκτό, γεννήθηκε στη διάρκεια των μηνών Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 1985. Και ακολούθησε σχετική αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων μέχρι των αρχών του 1986. Όπως διαβάζουμε στην εκθεση απαιτήσεως, η σύμβαση καταγγέλθηκε από την εφεσείουσα με επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 9/3/87, που κατατέθηκε σαν τεκμήριο, ενώ η ειδοποίηση για τη νέα ρήτρα δικαιοδοσίας είχε δοθεί από τον Ιανουάριο του 1987. Όταν δικάστηκε η προδικαστική ένσταση το Δεκέμβριο του 1989 η ρήτρα αυτή, που είναι αναμφισβήτητα δικονομικού περιεχομένου, βρισκόταν σε ισχύ. Το γεγονός ότι η διαφορά είχε προκύψει πριν από την τροποποίηση είναι άνευ σημασίας γιατί τα ουσιαστικά δικαιώματα που απορρέουν από τη σύμβαση έμειναν άθικτα.
Για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται ως εσφαλμένη. Η υπόθεση αναπέμπεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού για να συνεχίσει την ακρόαση της. Η εφεσίβλητη καταδικάζεται στα έξοδα της έφεσης και της δίκης.
Βρίσκουμε απαραίτητο να διευκρινίσουμε πως η απόφαση μας δεν προκρίνει με οποιονδήποτε τρόπο την περίπτωση δικαιώματος μονομερούς τροποποίησης, μεταβολής ή προσθήκης όρων συμφωνίας που ρυθμίζουν τα ουσιαστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών. Ένα τέτοιο θέμα παραμένει ανοικτό για να αποφασισθεί όταν και εφόσον ανακινηθεί ειδικά στα πλαίσια των διατάξεων του άρθρ. 29 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, που προβλέπει την περίπτωση ακυρότητας για αβεβαιότητα των όρων της σύμβασης. (Βλέπε Saab v. The Holy Monastery of Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499).
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.