ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1992) 1 ΑΑΔ 919
26 Ιουνίου, 1992
[ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Π. ΚΑΣΑΠΗ,
Εφεσείουσα,
ν.
TECHNOPLASTICS LTD,
Εφεσιβλήτων.
( Έφεση δι' Υπομνήματος Αρ. 275).
Τερματισμός απασχόλησης — Εργάτρια σε εργοστάσιο πλαστικών δεν προσείρχετο στην εργασία της για περίοδο μιας εβδομάδας συνεχώς και παρά τις επανειλημμένες προσκλήσεις του εργοδότη της και των διαβεβαιώσεων της ότι θα προσείρχετο — Θεωρήθηκε ότι αποτελούσε διαγωγή που δικαιολογούσε τον άμεσο τερματισμό της απασχόλησής της σύμφωνα με το άρθρο 5 (ε) του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, 1967 (Ν.24/67).
Τερματισμός απασχόλησης λόγω διαγωγής του εργοδοτουμένου που καθιστά αυτόν υποκείμενο σε απόλυση χωρίς προειδοποίηση -Κατά πόσο ο εργοδοτούμενος χάνει τόσο το δικαίωμά του σε αποζημίωση όσο και το δικαίωμά του σε προειδοποίηση - Άρθρο 5(ε) και (στ) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, 1967 (Ν 24/67) και άρθρο 11 της Σύμβασης περί Τερματισμού Απασχολήσεως, 1982 (που κυρώθηκε με τον Ν. 45/85) - Το άρθρο 11 της Σύμβασης δεν προσθέτει οτιδήποτε στα δικαιώματα του εργοδοτουμένου που προβλέπονται από το άρθρο 5 του Ν. 24/67.
Η εφεσείουσα εργαζόταν σαν εργάτρια στο εργοστάσιο κατασκευής πλαστικών της εφεσίβλητης για 13 και πλέον χρόνια. Στις 16.10.89, ημέρα Δευτέρα, η εφεσείουσα δεν παρουσιάστηκε στην εργασία της, ειδοποίησε όμως με μια συνάδελφο της ότι θα έπρεπε να μείνει σπίτι για 2-3 μέρες για να βοηθήσει τον σύζυγό της στην επισκευή ζημιών που είχαν προκληθεί στο σπίτι της από πρόσφατες βροχές. Η εφεσείουσα δεν προσήλθε σε όλη την διάρκεια της εβδομάδας εκείνης, και την Παρασκευή σε επικοινωνία με την εφεσίβλητη δήλωσε ότι οπωσδήποτε θα παρουσιαζόταν την ερχόμενη Δευτέρα 23.10.89, αλλά ούτε τότε παρουσιάσθηκε, οπότε στις 24.10.89 η εφεσίβλητη τερμάτισε την απασχόλησή της.
Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών βρήκε με βάση τα πιο πάνω γεγονότα ότι η απόλυση της εφεσείουσας εδικαιολογείτο με βάση το άρθρο 5(ε) και (στ) (ν) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, 1967 (Ν 24/67), και ότι σαν αποτέλεσμα η εφεσείουσα δεν εδικαιούτο σε αποζημίωση λόγω του τερματισμού της απασχόλησης της, αλλά έκρινε ότι έπρεπε να είχε δοθεί προειδοποίηση στην εφεσείουσα με βάση το άρθρο 11 της Σύμβασης περί Τερματισμού Απασχολήσεως του 1982, που κυρώθηκε με τον Ν. 45/85, και επιδίκασε σ' αυτήν ΛΚ320 σαν αποζημιώσεις αντί προειδοποίησης. Κατ' εφεση η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών λανθασμένα έκρινε ότι είχε εφαρμογή το άρθρο 5 (ε) του Ν. 24/67, εφόσον βρήκε ότι εδικαιούτο σε προειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 11 της Σύμβασης. Το μέρος της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που αφορούσε την επιδίκαση αποζημίωσης αντί προειδοποίησης δυνάμει του άρθρου 11 της Σύμβασης δεν ήταν αντικείμενο της έφεσης.
Αποφασίστηκε ότι:
(α) Η οποιαδήποτε λεκτική διαφορά στο κείμενο του άρθρου 11 της Σύμβασης περί Τερματισμού Απασχολήσεως και του άρθρου 5 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, 1967 (Ν 24/ 67), δεν δικαιολογεί την εισήγηση ότι το άρθρο 11 της Σύμβασης καθιερώνει διαφορετικά κριτήρια ή παρέχει περισσότερα δικαιώματα στον εργαζόμενο από αυτά που καθιερώνει και παρέχει το άρθρο 5 του Ν 24/67. Και στις δύο περιπτώσεις το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο η διαγωγή του εργαζόμενου είναι τέτοια ώστε, κρινόμενη αντικειμενικά, να δικαιολογεί τον άμεσο και χωρίς προειδοποίηση τερματισμό της απασχόλησης του από τον εργοδότη του.
(β) Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ορθά είχε ερμηνεύσει και εφαρμόσει τις πρόνοιες του άρθρου 5 του Ν 24/67, βρίσκοντας ότι η άμεση απόλυση της εφεσείουσας ήταν δικαιολογημένη υπό τις περιστάσεις. Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών όμως έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 11 της Σύμβασης περί Τερματισμού Απασχολήσεως, 1982 (που κυρώθηκε με το νόμο 45/85), επειδή εργαζόμενος που έχει απωλέσει το δικαίωμα του για αποζημιώσεις διότι βρέθηκε ένοχος διαγωγής τέτοιας που να δικαιολογεί την άμεση και χωρίς προειδοποίηση απόλυσή του δυνάμει του άρθρου 5 (ε) του Νόμου 24/67 δεν μπορεί ταυτόχρονα να δικαιούται σε αποζημίωση αντί προειδοποίησης με βάση το άρθρο 11 της Σύμβασης, το οποίο ρητά εξαιρεί του δικαιώματος σε προειδοποίηση τον εργαζόμενο που είναι ένοχος σοβαρού παραπτώματος τέτοιας φύσης που θα ήταν παράλογο να απαιτηθεί από τον εργοδότη να συνεχίσει να τον απασχολεί στην περίοδο της προειδοποίησης. Καμμιά διαγωγή ή συμπεριφορά εκ μέρους του εργαζόμενου, η οποία δεν ενέχει το στοιχείο του σοβαρού παραπτώματος, δεν είναι δυνατό να λεχθεί ότι δικαιολογεί τον άμεσο και χωρίς προειδοποίηση τερματισμό της απασχόλησής του από τον εργοδότη του κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 του Νόμου 24/67.
Η έφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
Έφεση δι' υπομνήματος.
Έφεση δι' υπομνήματος από τον Δικαστή του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών (Κ. Καλλή), αναφορικά με την απόφαση του στην υπόθεση αρ. 910/89 που δόθηκε στις 28 Φεβρουαρίου, 1991 με την οποία απορρίφθηκε απαίτηση της εφεσείουσας εναντίον των εφεσιβλήτων εργοδοτών της για αποζημιώσεις για αδικαιολόγητο τερματισμό της απασχόλησης της.
Γ. Μηχανικός, για την εφεσείουσα.
Π. Λιβέρας, για τους εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, Δ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ι. Πογιατζής.
ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, Δ: Η παρούσα διαδικασία αφορά Έφεση δι' Υπομνήματος εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, ημερομηνίας 28/2/1991, με την οποία απορρίφθηκε απαίτηση της εφεσείουσας εναντίον των εφεσιβλήτων εργοδοτών της για αποζημιώσεις για αδικαιολόγητο τερματισμό της απασχόλησής της, δυνάμει του άρθρου 3(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου αρ. 24/67, όπως έχει τροποποιηθεί.
Τα ουσιώδη γεγονότα, όπως έχουν διαπιστωθεί από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, συνοψίζονται στο πιο κάτω απόσπασμα της προσβαλλόμενης απόφασης ως εξής:
-"Οι εργοδότες διατηρούν βιομηχανία κατασκευής πλαστικών ειδών για οικιακή χρήση.
Το εργατικό προσωπικό που απασχολούσαν, εκτός του γραφειακού προσωπικού, κυμαινόταν, κατά την κρίσιμη περίοδο, μεταξύ 60 και 70 προσώπων.
Εργαζόντουσαν σε 3 βάρδιες. Πρωϊνή, απογευματική και βραδυνή. Η αιτήτρια εργαζόταν στην πρωϊνή βάρδια.
Η πρόσληψη της έγινε στις 4.9.76 και μετά που ειδικεύθηκε ως χειρίστρια μηχανών, τοποθετήθηκε υπεύθυνη για μια από τις μηχανές της πρωινής βάρδιας.
Το πρωί, συνήθως, λειτουργούσαν 7-9 μηχανές παραγωγής πλαστικών.
Και τώρα προχωρούμε στην καθοριστική βδομάδα για την απασχόληση της αιτήτριας. Τι συνέβει, δηλαδή, από τις 16.10.89 μέχρι τις 23.10.89.
Στις 16 Οκτωβρίου, ημέρα Δευτέρα, η αιτήτρια δεν παρουσιάσθηκε στην εργασία της. Ειδοποίησε, όμως, με τη συγχωριανή και συνάδελφο της κα. Λούλλα, την κα. Κυπριανού ότι δεν θα πήγαινε δουλειά.
Όταν ο κ. Νικολαϊδης παρατήρησε ότι η αιτήτρια απουσίαζε και η μηχανή δεν εργαζόταν, την αναζήτησε. Αμέσως κάλεσε την κα. Κυπριανού και της έδωσεν οδηγίες να ειδοποιήσει την αιτήτρια να έλθει, λόγω φόρτου εργασίας από ανειλημμένες υποχρεώσεις.
Τότε, η κα. Κυπριανού επικοινώνησε με την αιτήτρια τηλεφωνικώς. Τη ρώτησε πότε θα επανέλθει στην εργασία της και η αιτήτρια της είπεν ότι θα ερχόταν σε 2-3 μέρες, επειδή είχε να βοηθήσει το σύζυγο της σε δουλειές του σπιτιού, που λόγω των βροχών των ημερών εκείνων, υπέστει ζημιές.
Στη συνέχεια, η κα. Κυπριανού ξανατηλεφώνησε στην αιτήτρια, η οποία της είπε ότι δεν τέλειωσε ακόμη με την εργασία του σπιτιού.
Μετά απ' αυτά, η κα. Κυπριανού αναφέρθηκε στους προϊσταμένους της κ. Ρένο Χριστοδουλίδη και Ανδρέα Νικολαϊδη.
Ο κ. Χριστοδουλίδης - που ας σημειωθεί είναι και ο διευθύνων σύμβουλος και μεγαλύτερος μέτοχος των εργοδοτών - έδωσεν οδηγίες στην κα. Κυπριανού, να της ξανατηλεφωνήσει και να την ρωτήσει πότε ακριβώς θα επανέλθει.
Έτσι, την τελευταία εργάσιμη μέρα της βδομάδας, η κα. Κυπριανού επικοινώνησε με την αιτήτρια και ζήτη-σε να μάθει πότε ακριβώς θα έλθει. Η αιτήτρια τη διαβεβαίωσε πως θα ερχόταν, οπωσδήποτε τη Δευτέρα, 23 του μηνός.
Την Δευτέρα, όμως, και πάλιν η αιτήτρια δεν παρουσιάσθηκε στην εργασία της. Η κα. Κυπριανού δεν είχε παρά να το αναφέρει στη διεύθυνση.
Στις 24 το πρωϊ, συνεχιζόμενης της απουσίας της αιτήτριας, η διεύθυνση απεφάσισε τον τερματισμό της απασχόλησης της."
Η απόφαση των εργοδοτών να τερματίσουν την απασχόληση της εφεσείουσας κοινοποιήθηκε σ' αυτήν με επιστολή τους ημερομηνίας 24/10/1989.
Εφόσο, με την πιο πάνω ειδοποίηση τους, οι εργοδότες τερμάτισαν την απασχόληση της Αιτήτριας, η οποία ήταν συνεχούς διάρκειας πέραν των 26 βδομάδων, η Αιτήτρια δικαιούται, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3(1)*
* Μετά τη θέσπιση του περί Τερματισμού Απασχολήσεως (Τροποποιητικού) (Αρ.4) Νόμου του 1979 (Ν.92/79) το κείμενο του άρθρου 3 (1) του βασικού Νόμου διαμορφώθηκε ως εξής:
"3(1) Όταν κατά ή μετά την έναρξιν της ισύχος του παρόντος άρθρου ο εργοδότης τερματίζη δι'οιονδήποτε λόγον άλλον ή των εν των άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων, την απασχόλησιν εργοδοτουμένου ο οποίος έχει απασχοληθή συνεχώς υπ' αυτού επί είκοσι έξ τουλάχιστον εβδομάδας, ο εργοδοτούμενος κέκτηται δικαιώμα εις αποζημίωσιν υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Πρώτον Πίνακα:
Νοείται ότι ο εργοδότης και ο εργοδοτούμενος δύνανται δι' εγγράφου συμβάσεως συναφθείσης κατά τον χρόνον της προσλήψεως του εργοδοτουμένου να παρατείνωσι την υπό του παρόντος άρθρου προβλεπομένης περίοδον συνεχούς απασχολήσεως μέχρις ανωτάτου ορίου εκατόν τεσσάρων εβδομάδων."
των περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμων 1967 έως 1988, σε αποζημιώσεις εκτός αν η απασχόληση της τερματίστηκε για ένα οποιοδήποτε λόγο από εκείνους που εκτίθενται το άρθρο 5 του Νόμου, το οποίο προνοεί τα εξής:
"5. Τερματισμός απασχολήσεως δι' οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωσιν:
(α) όταν ο εργαδοτούμενος παραλείπη να εκτελέση την εργασίαν του κατ' ευλόγως ικανοποιητικόν τρόπον:
Νοείται ότι προσωρινή ανικανότης προς εργασίαν οφειλομένη εις ασθένειαν, βλάβην, τοκετόν ή νόσον δεν θεωρείται ως εμπίπτουσα εντός της παραγράφου ταύτης.
(β) όταν ο εργοδοτούμενος κατέστη πλεονάζων υπό την έννοιαν του Μέρους IV.
(γ) όταν ο τερματισμός οφείληται εις ανωτέραν βίαν, πολεμικήν ενέργειαν, πολιτικήν εξέγερσιν, θεομηνίαν ή καταστροφήν των εγκαταστάσεων διά πυρκαγιάς μή οφειλομένης εις εσκεμμένην ενέργειαν ή αμέλειαν του εργοδότου·
(δ) όταν η απασχόλησις τερματίζηται κατά την λήξιν συμβάσεως τακτής περιόδου, ή λόγω της υπό του εργοδοτουμένου συμπληρώσεως της κανονικής ηλικίας αφυπηρετήσεως βάσει εθίμου, νόμου, συλλογικής συμφωνίας, συμβάσεως, κανόνων της εργασίας ή άλλως:
Νοείται ότι όταν το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών θεωρή ότι οιαδήποτε σύμβασις τακτής περιόδου ή οιαδήποτε σειρά συμβάσεων τακτών περιόδων δέον να θεωρηθώσιν είτε κεχωρισμένως είτε εν συνδυασμώ ως σύμβασις ακαθορίστου περιόδου, τότε η τοιαύτη σύμβασις ή η τοιαύτη σειρά συμβάσεων θεωρείται ως μη αποτελούσα σύμβασιν τακτής περιόδου δια τους σκοπούς της παρούσης παραγράφου·
(ε) όταν ο εργοδοτούμενος επιδεικνύη τοιαύτην διαγωγήν ώστε να καθιστά εαυτόν υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως:
Νοείται ότι όταν ο εργοδότης δεν ασκή το δικαίωμα του προς απόλυσιν εντός λογικού χρονικού διαστήματος από του γεγονότος το οποίον του παρέσχε το δικαίωμα τούτο, θεωρείται ούτος ως εγκαταλείψας το δικαίωμα του να απολύση τον εργοδοτούμενον·
(στ) άνευ επηρεασμού της γενικότητος της αμέσως προηγουμένης παραγράφου, τα ακόλουθα δύνανται, μεταξύ άλλων, να αποτελέσωσι λόγον απολύσεως άνευ προειδοποιήσεως λαμβανομένων υπ'όψιν όλων των περιστατικών της περιπτώσεως:
(i) διαγωγή εκ μέρους του εργοδοτουμένου η οποία καθιστά σαφές ότι η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου δεν δύναται ευλόγως να αναμένηται όπως συνεχισθή·
(ii) διάπραξιν σοβαρού παραπτώματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του·
(iii) διάπραξιν ποινικού αδικήματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει του καθήκοντος του, άνευ της ρητής ή σιωπηράς συγκαταθέσεως του εργοδότου του*
(iv) απρεπής διαγωγή του εργοδοτουμένου κατά τον χρόνον της εκτελέσεως των καθηκόντων του·
(ν) σοβαρά ή επαναλαμβανομένη παράβασις ή παραγνώρισις κανόνων της εργασίας ή άλλων κανόνων εν σχέσει προς την απασχόλησιν."
Αναφορικά με τους λόγους τερματισμού της απασχόλησης οποιουδήποτε εργοδοτουμένου εφαρμόζεται το μαχητό τεκμήριο που καθιερώνει το άρθρο 6(1) του Νόμου, το οποίο προνοεί ότι, σ' όλες τις διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, ο τερματισμός από τον εργοδότη της απασχόλησης του εργοδοτουμένου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι δεν έχει γίνει για οποιοδήποτε από τους λόγους που εκτίθενται στο άρθρο 5 του Νόμου (ανωτέρω). Η εφαρμογή του τεκμηρίου αυτού δε διέφυγε της προσοχής του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών στην παρούσα υπόθεση, το οποίο ορθά προσέγγισε το επίδικο θέμα επί του προκειμένου έχοντας κατά νουν ότι οι εργοδότες είχαν το βάρος να αποδείξουν ότι τερμάτισαν την απασχόληση της Αιτήτριας για συγκεκριμμένο υπαρκτό λόγο που προνοείται στο άρθρο 5 του Νόμου.
Στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών προβλήθηκαν από τους διαδίκους δυο εκ διαμέτρου αντίθετοι νομικοί ισχυρισμοί. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η απουσία της από την εργασία της, κάτω από τας περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης ως έχουν εκτεθεί πιο πάνω, δεν συνιστά διαγωγή τέτοια που δικαιολογούσε, με βάση το άρθρο 5, τον τερματισμό της απασχολήσεως της χωρίς προειδοποίηση από τους εργοδότες της. Αντίθετα, οι εργοδότες ισχυρίστηκαν ότι η απουσία της Αιτήτριας από την εργασία της την κατέστησε υποκείμενη σε απόλυση χωρίς προειδοποίηση με βάση το άρθρο 5 του Νόμου με επακόλουθο την απώλεια του δικαιώματος της για αποζημίωση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η απασχόληση της Αιτήτριας τερματίστηκε για υπαρκτό λόγο και ότι η επί του προκειμένου απόφαση των εργοδοτών της ήταν η φυσιολογική απόφαση ενός μέσου συνετού εργοδότη. Ακολούθως, διετύπωσε την επί του προκειμένου θέση του ως εξής στις σσ. 7 & 8 του Υπομνήματος:
"Η περίπτωση απουσίας εργοδοτουμένου από την εργασία του, χωρίς δικαιολογημένη αιτία ή λόγο και πολύ περισσότερο χωρίς ποηγούμενη άδεια - όπως είναι η περίπτωση της αιτήτριας - κρίναμε ότι αποτελεί παράβαση από μέρους της ουσιώδους όρου της σύμβασης εργασίας της. Δεχθήκαμε ότι επέδειξε τέτοια διαγωγή, που κατέστησε τον εαυτό της υποκείμενο σε απόλυση και ακόμη παραβίασε σοβαρά και κατ' επανάληψη κανόνες της εργασίας της.
Και οι δυο πιο πάνω διαπιστώσεις μας βρήκαμε ότι καλύπτονται από τους λόγους του άρθρου 5 του Νόμου.
Το νομικό υπόβαθρο της απόφασης μας είναι:
Το άρθρο 5, παρ.(ε) και (στ)(ν) του Νόμου 24/67-90 και οι αρχές καθορισμού και ερμηνείας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών σε μια σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Σύμβαση ενοχικού δικαίου και αμ-φοτεροβαρούς περιεχομένου."
Παρά το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση της Αιτήτριας για αποζημιώσεις "γιατί οι εργοδότες απέδειξαν νομικό λόγο για τον τερματισμό της απασχολήσεως της", αποδέχτηκε, εντούτοις, την απαίτηση της για πληρωμή ημερομησθίων αντί προειδοποιήσεως κατ' εφαρμογή, όμως, του άρθρου 11* της Συμβάσεως περί του Τερματισμού της Απασχολήσεως του 1982 η οποία κυρώθηκε με τον περί της Συμβάσεως περί του Τερματισμού της Απασχολήσεως (Κυρωτικό) Νόμο του 1985 (Ν.45/85), και επεδίκασε στην Αιτήτρια αποζημιώσεις ύψους £320.
Είναι αναγκαίο όσο και ενδιαφέρον να εξετάσουμε το σκεπτικό που οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εφαρμογή στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης της πρόνοιας του άρθρου 11 της εν λόγω Σύμβασης και στο συμπέρασμα ότι οι εργοδότες παρέβηκαν την υποχρέωση τους κάτω από το εν λόγω άρθρο να δώσουν στην Αιτήτρια λογική προειδοποίηση πριν την απολύσουν ή να της
* "Εργαζόμενος τον οποίον η απασχόληση πρόκειται, να τερματισθεί δικαιούται σε λογική περίοδο προειδοποίησης ή αντί αυτής σε αποζημίωση, εκτός αν είναι ένοχος σοβαρού παραπτώματος τέτοιας φύσης που θα ήταν παράλογο να απαιτηθεί από τον εργοδότη να συνεχίσει να απασχολεί τον εργαζόμενο αυτό κατά την περίοδο της προειδοποίησης."
καταβάλουν τα ημερομίσθια που αντιστοιχούσαν στη δικαιούμενη προειδοποίηση. Στην απόφαση του το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών είπε επί του προκειμένου τα εξής:
"Όμως, εγείρεται, κατά την άποψη μας, και με βάση τον κυρωτικό της σύμβασης του περί Τερματισμού Απασχολήσεως 1982, Νόμο αρ.45/85 και ειδικώτερα του άρθρου 11, το ερώτημα κατά πόσον θα έπρεπεν οι εργοδότες να δώσουν, εν όψει και της ευδόκιμης επί 13 χρόνια προσφοράς της σ' αυτούς, προειδοποίηση ή να της καταβάλουν τα ημερομίσθια που αντιστοιχούσαν στη δικαιούμενη προειδοποίηση προτού της διακόψουν την απασχόληση.
Με πιο απλά λόγια, η αιτήτρια εκτός από το δικαίωμα της σε αποζημιώσεις έχει απολέσει και το δικαίωμα στη νόμιμη προειδοποίηση;
Για να το απωλέσει πρέπει το παράπτωμα της να αξιολογείται ως σοβαρό με την έννοια να ήταν τέτοιας φύσης που θα ήταν παράλογο να απαιτηθεί από τους εργοδότες να συνεχίσουν να την απασχολούν κατά τη διάρκεια της προειδοποίησης.
Όλα αυτά, κρινόμενα υπό το φως του πιο πάνω κυρωτικού νόμου, επέβαλλαν στους εργοδότες, όταν ελάμβαναν την απόφαση να τερματίσουν την απασχόληση της αιτήτριας, να της δώσουν ανάλογη αποζημίωση που αντιστοιχούσε στα ημερομίσθια της προειδοποίησης που εδικαιούταν.
Συνακόλουθα, ενώ από τη μια βρίσκουμε ότι δικαιολογημένα απεφάσισαν τον τερματισμό της απασχόλησης της αιτήτριας, από την άλλη, κρίνουμε ότι θα έπρεπε να της δοθεί προειδοποίηση.
Με όλα τα πιο πάνω στο νου καταλήγουμε πως οι εργοδότες απέδειξαν ότι ο λόγος για τον οποίον τερμάτισαν την απασχόληση της αιτήτριας είναι δικαιολογημένος, σύμφωνα με το άρθρο 5 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου. Όμως, έπρεπε να είχαν δώσει στην αιτήτρια προειδοποίηση για την απόφαση τους να της τερματίσουν την απασχόληση. Η αιτήτρια τους πρόσφερε τις υπηρεσίες της για 13 συνεχή χρόνια."
Το μέρος αυτό της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών δεν έχει εφεσιβληθεί από τους εργοδότες. Κρίναμε, εντούτοις, αναγκαίο να το αναφέρουμε γιατί, όπως θα φανεί πιο κάτω, χρησιμοποιήθηκε από τον ευπαίδευτο δικηγόρο της Αιτήτριας ως επιχείρημα εναντίον της απόρριψης της απαίτησης της για αποζημιώσεις, κάτω από το άρθρο 3(1) του περί Τερμαστισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 όπως έχει τροποποιηθεί.
Με γραπτή αίτηση του ημερομηνίας 21/3/1991, προς τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, κάτω από τον Κανόνα 17(1)* των Δικονομικών Κανόνων (Παράρτημα συνημμένο στους περί Διαιτητικού Δικαστηρίου Κανονισμούς του 1968**), ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Αιτήτριας γνωστοποίησε την επιθυμία της να εφεσιβάλει την πρωτόδικη απόφαση εκθέτοντας ταυτόχρονα τα ακόλουθα νομικά σημεία πάνω στα οποία στηρίζει την έφεση της:
"1. Εσφαλμένα το Δικαστήριο απεφάσισε ότι η μη προσέλευση της Αιτήτριας στην εργασία της την 23/10/
* "17(1) Διάδικος επιθυμών να εφεσιβάλη απόφασιν του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών δι' υπομνήματος δυνάμει τον άρθρου 12 (2)(γ) του περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου τον 1967, δεόν όπως εντός 21 ημερών από της τοιαύτης αποφάσεως, υποβάλη έγγραφον αίτησηιν τω Πρωτοκολλητή, εκθέτων άμα και τα νομικά σημεία εφ' ων στηρίζει την έφεσιν του."
**Οι περί Διαιτητικού Δικαστηρίου Κανονισμοί του 1968 καταργήθηκαν με το άρθρο 7 τον Νόμου 5/33. Όμως, οι Δικονομικοί Κανόνες οι ενσωματωμένοι στο Παράρτημα των εν λόγω Κανονισμών, εξακολουθούν να ισχύουν δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εν λόγω άρθρου.
89 ήταν υπό τας περιστάσεις αδικαιολόγητη και παράβαση ουσιώδους όρου της σύμβασης εργασίας από μέρους της.
2. Εσφαλμένα το Δικαστήριο απεφάσισε ότι η Αιτήτρια επέδειξε διαγωγή και κατέστησε τον εαυτό της υποκείμενο σε απόλυση.
3. Εσφαλμένα το Δικαστήριο απεφάσισε ότι η απόλυση της Αιτήτριας δεν ήταν παράνομη.
4. Εσφαλμένα το Δικαστήριο απεφάσισε ότι στην περίπτωση της Αιτήτριας ισχύει το άρθρο 5 του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67."
Στις 3/4/1991 ο Προεδρεύσας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπέγραψε και κατέθεσε στον Πρωτοκολλητή Υπόμνημα, σύμφωνα με τον Κανόνα 17(2)* των εν λόγω Δικονομικών Κανόνων, με το οποίο παραπέμπεται στο Ανώτατο Δικαστήριο για γνωμοδότηση το πιο κάτω Νομικό Ερώτημα:
"Υπό το φως των πιο πάνω (και εννοώ των ευρημάτων μας πάνω στα γεγονότα και των σχετικών προνοιών του Νόμου, όπως επίσης και των αρχών ερμηνείας του περιεχομένου των συμβάσεων εργασίας), σωστά και δίκαια αποφασίσαμε ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της αιτήτριας από τους εργοδότες της, στις 24/10/89 ήταν δικαιολογημένος και κατά συνέπεια δεν δικαιούται σε καταβολήν αποζημιώσεων; Ειδικώτερα: Σωστά και δίκαια υπό τις περιστάσεις, βρήκαμεν ότι συντρέχουν οι λόγοι που αναφέρονται στις παρ. (ε) και (στ)(ν) του άρθρου 5 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου: Με δυο λόγια, η ερμηνεία που δώσαμε
*"17(2) Το υπόμνημα συντάσσεται συμφώνως τω Τύπω 5. Ο Πρόεδρος δεόν όπως υπογράψη και καταθέση τούτο παρά τω Πρωτοκολλητή εντός 14 ημερών από της λήψεως υπό του Πρωτοκολλητού της δυνάμει της παραγράφου (1) του παρόντος Κανόνος γενομένης αιτήσεως."
στις σχετικές παραγράφους του άρθρου 5 ειδικαιολογείτο από τα γεγονότα;" Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Αιτήτριας ισχυρίστηκε ενώπιον μας ότι- (α) "το παράπτωμα της Αιτήτριας δεν ήταν τόσο σοβαρό ώστε να απολυθεί χωρίς αποζημίωση με βάση το άρθρο 5 του Νόμου αρ. 24 του 1967"· (β) δεν υπάρχει οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ της πρόνοιας του άρθρου 5(ε) και (στ) του Νόμου αρ. 24/ 67, αφ' ενός, και του άρθρου 11 της Σύμβασης που κυρώθηκε από το Νόμο αρ. 45/85, αφ' ετέρου· το γεγονός ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών επεδίκασε στην Αιτήτρια αποζημίωση κάτω από το άρθρο 11 (ανωτέρω) φανερώνει ότι το Δικαστήριο αυτό δέχτηκε τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι εδικαιούτο σε προειδοποίηση πριν απολυθεί και, επομένως, δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση της οι παρα. (ε) και (στ)(ν) του άρθρου 5 του Νόμου 24/67.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Αιτήτριας ήγειρε επίσης το θέμα της διαδικασίας που οι εργοδότες ακολούθησαν πριν και κατά τον τερματισμό της απασχόλησης της Αιτήτριας. Αναφέρθηκε επί του προκειμένου στο άρθρο 7* της εν λόγω Σύμβασης και ισχυρίστηκε ότι η απόλυση είναι παράνομη επειδή οι εργοδότες δεν έδωσαν στην Αιτήτρια τη δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό της πριν την απόλυσή της. Θα πρέπει, όμως, να παρατηρήσουμε ότι το θέμα αυτό δεν είχε εγερθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και ότι δεν έχει περιληφθεί στα νομικά σημεία πάνω στα οποία εδράζεται η έφεση, τα οποία αναφέρονται στην Ειδοποίηση της Αιτήτριας προς τον Πρωτοκολλητή, ημερομηνίας 21/3/1991 (ανωτέρω). Ούτε έχει περιληφθεί στο ερώτημα που το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών υπέβαλε στο Ανώτατο Δικαστήριο με το υπό εξέταση Υπόμνημά του και δεν αποτελεί, ως εκ τούτου, αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Η διαδικασία ενώπιον μας δε γίνεται υπό μορφή επανεκδίκασης. Η παρούσα
*"Η απασχόληση εργαζομένου δεν πρέπει να τερματίζεται για λόγους σχετιζόμενους με τη συμπεριφορά του ή την εργασία του πριν να του δοθεί η δυνατότητα να υπερασπίσει τον ευατό του από τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος τους, εκτός αν δεν μπορεί λογικά να αναμένεται από τον εργοδότη να του δώσει αυτή τη δυνατότητα."
έφεση δι' Υπομνήματος δεν διεξάγεται εφ'όλης της ύλης. Τα επιχειρήματα του κ.Μηχανικού που έχουν ως αφετηρία το άρθρο 7 της εν λόγω Σύμβασης δεν μπορεί να αποφασιστούν στο παρόν στάδιο και δεν προτιθέμεθα, ως εκ τούτου, να τα εξετάσουμε ή να ασχοληθούμε περαιτέρω με αυτά.
Η απάντηση του ευπαίδευτου δικηγόρου των εργοδοτών στους ισχυρισμούς της Αιτήτριας είναι ότι οι πρόνοιες του άρθρου 11 της Σύμβασης και των παρα. (ε) και (στ) του άρθρου 5 του Νόμου αρ. 24/67 είναι διαφορετικές και ότι υπάρχουν περιπτώσεις, όπως. είναι η παρούσα, στις οποίες ο εργοδοτούμενος δικαιούται σε λογική περίοδο προειδοποίησης ή αντί αυτής σε αποζημίωση κάτω από το άρθρο 11 της Σύμβασης παρά το γεγονός ότι η συνοπτική απόλυση του είναι δικαιολογημένη κάτω από το άρθρο 5(ε) και (στ)(ν) του Νόμου αρ. 24/67.
Έχουμε εξετάσει το παρόν Υπόμνημα σύμφωνα με το Δικονομικό Κανόνα 17(4)* και υπό το φως των επιχειρημάτων των ευπαιδεύτων δικηγόρων των διαδίκων και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να απαντήσουμε καταφατικά στο Νομικό Ερώτημα που έχει τεθεί από τον Προεδρεύσαντα του Δικαστήριου Εργατικών Διαφορών.
Η Σύμβαση περί του Τερματισμού της Απασχολήσεως του 1982, η οποία κυρώθηκε με το Νόμο αρ. 45/85, και της οποίας οι πρόνοιες απέκτησαν, ως εκ τούτου και σύμφωνα με το άρθρο 169.3 του Συντάγματος, αυξημένη ισχύ έναντι των προνοιών οποιουδήποτε ημεδαπού νόμου, στόχευε στη θέσπιση από τα συμβαλλόμενα κράτη ορισμένων διεθνών κανόνων οι οποίοι να διασφαλίζουν στους εργο-δοτουμένους των οποίων η απασχόληση τερματίζεται με πρωτοβουλία του εργοδότη, ένα καθορισμένο καθεστώς
* "17(4) Το Ανώτατον Δικαστήριον θα αποφασίση το νομικόν σημείον το εγειρόμενον υπό του υποβληθέντος δυνάμει του παρόντος Κανόνος υπομνήματος και θα επιστρέψη την υπόθεσιν εις τον Πρόεδρον, ομού μετά της επ' αυτού γνωμοδοτήσεώς του, ή θα εκδώση διάταγμα κατά το δοκούν."
προστασίας με κατώτατο όριο δικαιωμάτων. Όταν η Σύμβαση αυτή κυρώθηκε με το Νόμο αρ. 45/85 και άρχισε να εφαρμόζεται στην Κύπρο, υπήρχε ήδη σε ισχύ ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος του 1967 ο οποίος, με τις διάφορες τροποποιήσεις που είχε στο μεταξύ υποστεί, εξασφάλιζε στους εργοδοτουμένους ένα αρκετά προοδευτικό καθεστώς δικαιωμάτων σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησής τους με πρωτοβουλία του εργοδότη τους. Θα αποφύγουμε γενικεύσεις που δεν είναι απαραίτητες για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης. Όμως, αναφορικά με το άρθρο 11 της Σύμβασης, έχουμε παρατηρήσει ότι, ενώ παρέχει στον εργαζόμενο του οποίου η απασχόληση πρόκειται να τερματιστεί, δικαίωμα σε λογική περίοδο προειδοποίησης, ταυτόχρονα προνοεί ότι εξαιρείται του δικαιώματος αυτού ο εργαζόμενος στην περίπτωση που είναι ένοχος σοβαρού παραπτώματος τέτοιας φύσης που θα ήταν παράλογο να απαιτηθεί από τον εργοδότη να συνεχίσει να απασχολεί τον εργαζόμενο αυτό κατά την περίοδο της προειδοποίησης. Με το ίδιο άρθρο παρέχεται στον εργαζόμενο δικαίωμα σε αποζημίωση στις περιπτώσεις που, ενώ δικαιούται σε λογική περίοδο προειδοποίησης, ο εργοδότης δεν του παρέχει τέτοια προειδοποίηση. Αναφορικά με την απώλεια του δικαιώματος του εργαζομένου σε λογική προειδοποίηση, το άρθρο 11 δεν εξειδικεύει την συμπεριφορά του εργαζόμενου που μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια αυτή. Περιορίζεται στο να καθορίσει ότι η συμπεριφορά αυτή πρέπει να ισοδυναμεί με σοβαρό παράπτωμα τέτοιας φύσης ώστε ο εργοδότης να μπορεί εύλογα να αρνηθεί να συνεχίσει να απασχολεί τον εργαζόμενο αυτό κατά την περίοδο της προειδοποίησης.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο το άρθρο 11 της Σύμβασης παρέχει στον εργαζόμενο, συγκεκριμένα στην παρούσα εφεσείουσα, οποιοδήποτε δικαίωμα σε προειδοποίηση ή αντί αυτής σε αποζημίωση, το οποίο δεν είχε ήδη με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε πριν το 1985 σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 3(1), 9 και 5(ε),(στ) (ν) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967. Το άρθρο 3(1) του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε, παρέχει στον εργαζόμενο του οποίου η απασχόληση τερματίζεται με πρωτοβουλία του εργοδότη του, δικαίωμα σε αποζημίωση που καθορίζεται σύμφωνα με τον Πρώτο Πίνακα, με την προϋπόθεση, όμως, ότι η απασχόληση του ήταν συνεχής και είχε διαρκέσει για 26 τουλάχιστο βδομάδες. Το άρθρο 9 του Νόμου, όπως έχει τροποποιηθεί, παρέχει στον εργαζόμενο δικαίωμα σε καθορισμένης διάρκειας προειδοποίηση από τον εργοδότη του πριν τον τερματισμό της απασχόλησής του. Δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι ή διάρκεια της προειδοποίησης αυτής δεν είναι λογική όπως ρητά απαιτεί το άρθρο 11 της Σύμβασης. Αντίστοιχες με τις πρόνοιες του άρθρου 11 της Σύμβασης για απώλεια του δικαιωμάτος του εργαζομένου σε προειδοποίηση είναι οι πρόνοιες του άρθρου 5 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου στο οποίο εκτίθενται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο τερματισμός της απασχόλησης του εργαζόμενου δεν παρέχει σ' αυτόν δικαίωμα σε αποζημίωση. Η παράγραφος (ε) του άρθρου 5 προνοεί κατά τρόπο γενικό ότι στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος επιδεικνύει διαγωγή η οποία παρέχει το δικαίωμα στον εργοδότη του να τερματίσει την απασχόληση του χωρίς να του δώσει την προειδοποίηση στην οποία άλλως πως θα εδικαιούτο, ο εργαζόμενος αυτός δε δικαιούται σε αποζημίωση. Η παρα. (στ) εξειδικεύει μερικές περιπτώσεις, πάντοτε χωρίς επηρεασμό της γενικότητας της παρα. (ε), στις οποίες η διαγωγή του εργαζόμενου μπορεί να δικαιολογήσει την απόλυση του χωρίς προειδοποίηση από τον εργοδότη του.
Συγκρίναμε με προσοχή τις επίδικες πρόνοιες του άρθρου 5 του Νόμου αρ. 24/67 με την πρόνοια του άρθρου 11 της Σύμβασης. Η οποιαδήποτε λεκτική διαφορά στο κείμενο τους δεν δικαιολογεί την εισήγηση ότι το άρθρο 11 της Σύμβασης καθιερώνει διαφορετικά κριτήρια ή παρέχει περισσότερα δικαιώματα στον εργαζόμενο από τα κριτήρια που καθιερώνει και τα δικαιώματα που παρέχουν στον εργαζόμενο τα επίδικα άρθρα του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 όπως έχει τροποποιηθεί. Και στις δυο περιπτώσεις το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο η διαγωγή του εργαζόμενου είναι τέτοια ώστε, κρινόμενη αντικειμενικά, να δικαιολογεί την άμεσο και χωρίς προειδοποίηση τερματισμό της απασχόλησής του από τον εργοδότη του.
Εν όψει των περιστατικών της παρούσας υπόθεσης, όπως έχουν διαπιστωθεί από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, φαίνεται ότι ορθά έχουν ερμηνευτεί και εφαρμοστεί οι πρόνοιες του άρθρου 5 του Νόμου αρ. 24/67. Εκεί που το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών φαίνεται ότι έσφαλε είναι στην ερμηνεία και εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 11 της Σύμβασης που κυρώθηκε με to Νόμο 45/85. Εργαζόμενος που έχει απολέσει το δικαίωμα του για αποζημιώσεις επειδή βρέθηκε ένοχος διαγωγής τέτοιας που να δικαιολογεί την άμεση και χωρίς προειδοποίηση απόλυσή του δυνάμει της παρα. (ε) και της υποπαραγράφου (ν) της παρα. (στ) του άρθρου 5 του Νόμου αρ. 24/67, δεν μπορεί ταυτόχρονα να δικαιούται σε αποζημίωση με βάση το άρθρο 11 της Σύμβασης, το οποίο ρητά εξαιρεί του δικαιώματος σε προειδοποίηση ή αντί αυτής σε αποζημίωση τον εργαζόμενο που είναι ένοχος σοβαρού παραπτώματος τέτοιας φύσης που θα ήταν παράλογο να απαιτηθεί από τον εργοδότη να συνεχίσει να τον απασχολεί στην περίοδο της προειδοποίησης. Καμιά διαγωγή ή συμπεριφορά εκ μέρους του εργαζόμενου, η οποία δεν ενέχει το στοιχείο του σοβαρού παραπτώματος, δεν είναι δυνατό να λεχθεί ότι δικαιολογεί τον άμεσο και χωρίς προειδοποίηση τερματισμό της απασχόλησής του από τον εργοδότη του κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 του Νόμου 24/ 67.
Έχοντας αποφασίσει κατά τον πιο πάνω τρόπο το νομικό σημείο που έχει εγερθεί με το Υπόμνημα που έχει υποβληθεί επιστρέφουμε την υπόθεση στον Προεδρεύσαντα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών μαζί με την παρούσα γνωμοδότησή μας, σύμφωνα με τον Κανόνα 17 (4) των εν λόγω Δικονομικών Κανόνων.
Η έφεση απορρίπτεται. Όμως, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, δεν εκδίδουμε οποιαδήποτε διαταγή αναφορικά με τα έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.