ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 24/1967 - Ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος του 1967
Ν. 92/1979 - Ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Νόμος του 1979
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Touchstone Technologies Ltd ν. Μαργαρίτας Μαυρομμάτη (2014) 1 ΑΑΔ 1829, ECLI:CY:AD:2014:A587
Κάρμιος Γεώργιος και Άλλοι ν. Γενικού Εισαγγελέα της Αγγλίας και Άλλου (2006) 1 ΑΑΔ 768
Cabras & Bros Ltd ν. Χαραλάμπους κ. α. (1992) 1 ΑΑΔ 302
Investylia Public Company Ltd ν. Χρίστου Ιωαννίδη (2016) 1 ΑΑΔ 914, ECLI:CY:AD:2016:A186
Lounic Confectionery Ltd ν. Θεόδωρου Θεοδώρου (Αρ. 2) (2015) 1 ΑΑΔ 2247, ECLI:CY:AD:2015:A698
Ιnvestylia Public Company Ltd ν. Αντώνη Παύλου (2015) 1 ΑΑΔ 2796, ECLI:CY:AD:2015:A831
Hartziotis Trading Co. Ltd ν. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (2015) 1 ΑΑΔ 2916, ECLI:CY:AD:2015:D869
Οικονομίδης Πέτρος ν. Alliance International Reinsurance Co. Ltd και Άλλων (2010) 1 ΑΑΔ 2053
Γιαννάκη Πελεκάνου κ.α. ν. Ανδρέα Πελεκάνου, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10669, 26 Νοεμβρίου 2001
(1992) 1 ΑΑΔ 98
21 Ιανουαρίου, 1992
[ΠΙΚΗΣ. ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ. Δ/στές]
LOUIS TOURIST AGENCY LTD.,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση,
ν.
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΗΛΙΑ,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
(Υπόμνημα Αρ. 256).
Σύμβαση Εργασίας — Εξαναγκασμός εργοδοτουμένου σε παραίτηση από τον εργοδότη του με απειλές να τον κατηγορήσει για ποινικό αδίκημα — Ισοδυναμεί με παράνομο τερματισμό απασχόλησης — Αρθρο 7(1) του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, 1967 (Ν. 24/67).
Σύμβαση Εργασίας — Παράνομος τερματισμός απασχόλησης—Αποζημιώσεις με βάση τον περί Τερματισμού Απαχολήσεως Νόμο — Το μέτρο των αποζημιώσεων δεν συναρτάται με αυτό που καθορίζεται από το Κεφ. 149 και γενικά τις αρχές του δικαίου των συμβάσεων, αλλά επαφίεται στην απόλυτη κρίση του Διαιτητικού Δικαστηρίου.
Απεμπόληση δικαιώματος (waiver) — Μπορεί να τεκμηριωθεί από την συμπεριφορά του δικαιούχου εφόσον υποδηλώνει αναμφισβήτητα (unequivocally) εγκατάλειψη του δικαιώματος.
Η εφεσίβλητη εργαζόταν σε ξενοδοχείο της εφεσείουσας στην ανώτερη βαθμίδα του Τμήματος Υποδοχής (Receptionist Α). Μεταξύ των καθηκόντων της ήταν η παραλαβή των μετρητών του ταμείου του καταστήματος πωλήσεως δώρων του ξενοδοχείου κάθε βράδυ από την υπεύθυνη του καταστήματος. Στις 2.10.85 η υπεύθυνη του καταστήματος παρέδωσε στην εφεσίβλητη τα μετρητά και την ταμειακή κατάσταση που ετοίμασε που έδειχνε το ποσό να ανέρχεται σε ΛΚ102,22 σεντ. Επειδή η συνάδελφος της εφεσίβλητης βιαζόταν να αναχωρήσει δεν ακολουθήθηκε η νενομισμένη διαδικασία καταμέτρησης του παραδοθέντος ποσού. Κατά το πέρας της εργασίας της, η εφεσίβλητη προέβη σε έλεγχο της ταμειακής κατάστασης και ανεύρε ότι έλειπε ποσό ΛΚ10 το οποίο συμπλήρωσε με δικά της χρήματα. Την επαύριο η συνάδελφος της την πληροφόρησε ότι είχε πλεόνασμα ΛΚ10 το οποίο της επέστρεψε. Μετά το επεισόδιο αυτό ασκήθηκε στην εφεσίβλητη σοβαρή πίεση από την εφεσείουσα να υποβάλει παραίτηση από την εργασία της. Η πίεση συνίστατο σε απειλές ότι θα καταγγελλόταν για οικειοποίηση του ποσού των ΛΚ10, πράγμα που συνιστούσε σοβαρό ποινικό αδίκημα, και ότι σε περίπτωση τέτοιας καταγγελίας η φήμη της θα αμαυρωνόταν ανεξάρτητα από την έκβαση της ποινικής υπόθεσης. Επιπλέον της αναφερόταν ότι σε τέτοια περίπτωση η προοπτική απασχόλησης της σε άλλες ξενοδοχειακές μονάδες θα μειωνόταν σημαντικά. Μετά από τις πιέσεις αυτές η εφεσίβλητη παραιτήθηκε τελικά από τη θέση της στα πλαίσια διακανονισμού με την εφεσείουσα να μην δοθεί συνέχεια στην υπόθεση. Κατά τον χρόνο της παραίτησης της η εφεσίβλητη είχε συμπληρώσει επταετή απασχόληση στην εφεσείουσα.
Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών βρήκε ότι η διαγωγή της εφεσείουσας ήταν τέτοια ώστε η παραίτηση της εφεσίβλητης να μην είναι οικειοθελής αλλά να ισοδυναμεί με παράνομη απόλυσή της σύμφωνα με το άρθρο 7(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, 1967 (Ν 24/67), και επιδίκασε σ' αυτή ΛΚ3.000 πλέον ΛΚ368 αποζημίωση αντί προειδοποίησης; Η εφεσείουσα ισχυρίσθηκε κατ έφεση ότι από τα γεγονότα διαφαινόταν ότι η εφεσίβλητη είχε αποποιηθεί του δικαιώματος της να ζητήσει αποζημιώσεις από την εφεσείουσα (waiver) και ότι οι αποζημιώσεις που επιδικάσθηκαν ήσαν υπερβολικές.
Αποφασίσθηκε ότι:
(α) Απεμπόληση δικαιώματος (waiver) μπορεί να τεκμηριωθεί από την συμπεριφορά του δικαιούχου μόνο εφ' όσον αυτή υποδηλώνει αναμφισβήτητα (unequivocally) εγκατάληψη του δικαιώματος. Στην προκείμενη περίπτωση δεν είχε διαφοροποιηθεί η κατάσταση πραγμάτων ώστε να τίθεται θέμα εξαγωγής συμπεράσματος συμβιβασμού της εφεσίβλητης με νέα κατάσταση πραγμάτων που να αποκαλύπτει εγκατάληψη δικαιώματος και γι' αυτό η υποβολή παραίτησης από την εφεσίβλητη δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ισοδυναμούσε με απεμπόληση δικαιώματος (waiver).
(β) Το κριτήριο της αποζημίωσης βάσει του άρθρου 4 του Ν. 24/67 δεν συναρτάται με το συμβατικό που καθορίζεται από τον περί Συμβάσεως Νόμο, Κεφ. 149, και γενικά τις αρχές του δικαίου των συμβάσεων, δηλ. ζημιά που έπεται κατά λογική πρόβλεψη της διάρρηξης της συμφωνίας, αλλά επαφίεται το θέμα των αποζημιώσεων στην απόλυτη κρίση του διαιτητικού δικαστηρίου, με μόνο περιορισμό εκείνο του άρθρου 3 του Πίνακα ότι δηλ. η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τα ημερομίσθια δύο ετών. Στην παρούσα περίπτωση το ποσό που είχε επιδικασθεί από το ΔΕΔ με κανένα μέτρο δεν μπορούσε να κριθεί υπερβολικό.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:
Western Excavating (EDD) Ltd v. Sharp [1978] 1All E.R. 713·
L.B. Co. Ltd v. Efstathiou (1989) 1 C.L.R. 448·
Alouet Clothing v. Athanassiou (1988) 1 C.L.R. 626.
Υπόμνημα.
Υπόμνημα από το Δικαστή του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών αναφορικά με απόφασή του στην υπόθεση Αρ. 215/86 που δόθηκε στις 23 Μαΐου, 1988 με την οποία επιδικάστηκε στην αιτήτρια το ποσό των £3.000.- αποζημίωση για τερματισμό απασχόλησης υπαιτιότητα των εργοδοτών και το ποσό των £368.- αποζημίωση αντί προειδοποίησης.
Ν. Παπαευσταθίου, για τους εφεσείοντες.
Μ. Μαθηκολώνης, για την εφεσίβλητη.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής κ. Γ. Μ. Πικής -
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Το Διαιτητικό Δικαστήριο βρήκε ότι οι εφεσείοντες οι οποίοι διαχειρίζονται αλυσίδα ξενοδοχείων, οι εργοδότες της εφεσίβλητης, υπαλλήλου τους στο ξενοδοχείο ΚΑΡΠΑΣΙΑΝΑ, την κατηγόρησαν άδικα ότι οικειοποιήθηκε από το ταμείο που ήταν υπεύθυνη να επιβλέπει ποσό £10.- και στη συνέχεια άσκησαν ασφυκτική πίεση για να την εξαναγκάσουν σε παραίτηση, προσφεύγοντας σε απαράδεκτα μέσα και μεθόδους. Παρά την ανίχνευση των πραγματικών περιστατικών σε σχέση με την ανισοσκέλεια σε ταμείο που παραδόθηκε στην εφεσίβλητη, την απείλησαν με ποινικά μέτρα υπογραμμίζοντας τις επιπτώσεις που θα είχε η καταγγελία για τη μελλοντική εργοδότηση της σε μια προσπάθεια εξαναγκασμού της σε παραίτηση.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου το επεισόδιο που οδήγησε στην αποχώρηση της εφεσίβλητης από την υπηρεσία των εφεσειόντων προέκυψε ως εξής:-
Ήταν μεταξύ των καθηκόντων της εφεσιβλήτου όταν εκτελούσε νυκτερινή βάρδεια, η παραλαβή του ταμείου του καταστήματος πωλήσεων δώρων, το οποίο έκλειε γύρω στις 9.00 μ.μ. Τη συγκεκριμένη νύκτα (2/10/85) η υπεύθυνος του καταστήματος παρέδωσε στην εφεσίβλητη τα μετρητά στο ταμείο και την ταμιακή κατάσταση που ετοίμασε που έδειχνε τα μετρητά στο ταμείο να ανέρχονται σε £102,22 σ. Η συνάδελφος της εφεσίβλητης βιαζόταν να αναχωρήσει και γι' αυτό δεν ακολουθήθηκε η νενομισμένη διαδικασία καταμέτρησης του παραδοθέντος ποσού. Κατά το πέρας της εργασίας της, περί τις 11.00 μ,μ., και πριν αποχωρήσει, η εφεσίβλητη προέβη σε έλεγχο της ταμιακής κατάστασης και ανεύρε ότι έλειπε ποσό £10.-Συμπλήρωσε το ποσό με δικά της χρήματα και αποχώρησε. Την επαύριο η συνάδελφος της την πληροφόρησε ότι είχε πλεόνασμα £10.- που αντιπροσώπευε το ποσό που έπρεπε να της είχε παραδοθεί την προηγούμενη νύκτα, το οποίο και της παρέδωσε. Έλεγχος ο οποίος διεξήχθη από το τμήμα ελέγχου των εφεσειόντων έφερε σε φως τα διαδραματισθέντα, γεγονός που δημιούργησε ερωτηματικά στον αρμόδιο του τμήματος για την προσήλωση της εφεσίβλητης στο καθήκον, οπόταν σύστησε στο διευθυντή του ξενοδοχείου την απόλυση της. Ο τελευταίος εισηγήθηκε όπως το θέμα αφεθεί κοντά του για την εξασφάλιση της απομάκρυνσης της εφεσίβλητης χωρίς προστριβές και συνέπειες. Στη συνέχεια την κατηγόρησε για οικειοποίηση του ποσού των £10.- επισημαίνοντας ότι αυτό συνιστούσε ποινικό αδίκημα και ότι η διάπραξη του θα καταγγελλόταν στις αστυνομικές αρχές, γεγονός που θα την καθιστούσε ποινικά υπεύθυνη, αφενός, και θα αμαύρωνε, ανεξάρτητα από την έκβαση της ποινικής υπόθεσης, το όνομα της, αφετέρου, γεγονός που θα είχε δυσμενείς συνέπειες στις προοπτικές απασχόλησης της σε άλλες ξενοδοχειακές μονάδες. Μετά από επταετή υπηρεσία η εφεσίβλητη είχε ανελιχθεί στην ανώτατη βαθμίδα του Τμήματος Υποδοχής όπου υπηρετούσε (Receptionist Α) και ήταν απρόθυμη να εγκαταλείψει την εργασία της. Όπως ανάφερε όμως σε επιστολή της της 27/11/1985 η διαγωγή των εργοδοτών της δεν της άφησε άλλη εκλογή από του να αποχωρήσει από την εργασία της. Η πίεση η οποία ασκήθηκε δεν περιορίστηκε μόνο στην προφορική προτροπή του Διευθυντή να παραιτήσει "προς το συμφέρον της", αλλά επιτάθηκε με την επιστολή της 16/10/1985 με την οποία την πληροφορούσαν ότι το περιστατικό το οποίο επεσυνέβη "την βαρύνει αφάνταστα" και ότι η εμπιστοσύνη των εργοδοτών προς το άτομο της είχε εκπέσει κάτω του μηδενός. Επωδός της επιστολής ήταν η προτροπή για την παραίτηση της εργοδοτουμένης προς φιλικό διακανονισμό του προκύψαντος θέματος και αποφυγή δυσάρεστων συνεπειών.
Το δικαστήριο έκρινε ότι η διαγωγή των εργοδοτών δεν άφηνε άλλη εκλογή στην εφεσίβλητη από την αποχώρηση της. Υπό το φως αυτών των δεδομένων το δικαστήριο θεώρησε ότι η απασχόληση τερματίστηκε υπαιτιότητι των εργοδοτών βάσει του άρθρου 7 (1) του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν 24/67) και απένειμε σ' αυτή £3.000.- αποζημίωση, πλέον £368.- αποζημίωση αντί προειδοποίησης.
Στο πρωτόδικο δικαστήριο οι εργοδότες πρόβαλαν δύο διαζευκτικές υπερασπίσεις:-
(α) Επίδειξη διαγωγής εκ μέρους του εργοδοτουμένου ασυμβίβαστης με τη σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου, που παρέχει στον εργοδότη δικαίωμα τερματισμού της απασχόλησης, βάσει του άρθρου 5 του Ν 24/67, και
(β) Οικειοθελή αποχώρηση της εφεσίβλητης.
Ενόψει των ευρημάτων του Διαιτητικού Δικαστηρίου η έφεση περιορίστηκε στη διαζευκτική θέση των εφεσειόντων ότι η αποχώρηση της εφεσίβλητης υπήρξε οικειοθελής. Η συνέχιση της εργασίας της για το χρόνο ο οποίος μεσολάβησε μεταξύ της απαράδεκτης, όπως έκρινε το δικαστήριο, διαγωγής των εργοδοτών η οποία θα μπορούσε να δικαιολογήσει την εργοδοτούμενη να αποχωρήσει από την εργασία της βάσει του άρθρου 7 (1), τεκμηριώνει, όπως εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες, αποποίηση (waiver) του δικαιώματος του εργοδοτούμενου να τερματίσει την απασχόληση του εξαιτίας της διαγωγής των εργοδοτών του.
Προς υποστήριξη των θέσεων τους έγινε αναφορά ιδιαίτερα στην απόφαση του αγγλικού δικαστηρίου Western Excavating (ECC) Ltd v. Sharp [1978] 1 All E.R. 713 και του Εφετείου στην LB. Co. Ltd v. Efstathiou (1989) 1 C.L.R. 448.
Απεμπόληση δικαιώματος (waiver) μπορεί να τεκμηριωθεί από τη συμπεριφορά του δικαιούχου μόνο εφόσον αυτή υποδηλώνει αναμφισβήτητα (unequivocally) εγκατάλειψη του δικαιώματος. Στην προκείμενη περίπτωση δε διαφοροποιήθηκε η κατάσταση πραγμάτων μετά την 16/ 10/1985 ώστε να τίθεται θέμα εξαγωγής συμπεράσματος συμβιβασμού της εφεσίβλητης με νέα κατάσταση πραγμάτων που να αποκαλύπτει εγκατάλειψη δικαιώματος. Δε διαμορφώθηκε νέα κατάσταση πραγμάτων ώστε να εγείρεται θέμα αποποίησης προϋπάρχοντος δικαιώματος. Η αδικαιολόγητη δυσπιστία των εργοδοτών προς το άτομο της συνέχισε να υφίσταται, καθώς και πίεση για την αποχώρηση της. Η παραίτηση δεν ήταν ποτέ η επιλογή της, αλλά το άμεσο αποτέλεσμα της έναντι της διαγωγής των εργοδοτών.
Το άρθρο 7 (1) του Ν 24/67 δεν εξειδικεύει τη διαγωγή του εργοδότη η οποία καθιστά δικαιολογημένο τον τερματισμό απασχόλησης εκ μέρους του εργοδοτουμένου υπαιτιότι του εργοδότη. Στην Alouet Clothing v. Athanassiou (1988) 1 C.L.R. 626, αποφασίστηκε ότι διάρρηξη θεμελιώδους όρου της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη συνιστά διαγωγή η οποία εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 7 (1) του νόμου. Είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να προσδιοριστεί εξαντλητικά η μεμπτή διαγωγή του εργοδότη στο πλαίσιο του άρθρου 7 (1). Πρέπει όμως η διαγωγή αυτή να είναι εξ αντικειμένου τέτοιας μορφής και χαρακτήρα που να κλονίζει το θεμέλιο της σχέσης εργοδότη-εργοδοτουμένου, είτε λόγω της διάρρηξης θεμελιωδών όρων της σύμβασης εργασίας, ή την επίδειξη εκ μέρους του εργοδότη διαγωγής ασυμβίβαστης με το παραδεκτό πλαίσιο σχέσεων εργοδότη-εργοδοτουμένου. Η πρόσαψη ανυπόστατων κατηγοριών εκ μέρους του εργοδότη για τη διάπραξη εγκλήματος και η απειλή για διαπόμπευση του εργοδοτουμένου συνιστά απαράδεκτη διαγωγή εργοδότη, που δε μπορεί να αναμένεται να γίνεται ανεκτή από τον εργοδοτούμενο. Το εύρημα του δικαστηρίου ότι η διαγωγή των εργοδοτών εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 7 (1) κρίνεται δικαιολογημένο. Επομένως οι εργοδότες ήταν υπόλογοι σε αποζημιώσεις βάσει του άρθρου 3 του Ν 24/ 67, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 3 του Ν. 92/79 και σύμφωνα με τις διατάξεις του Πρώτου Πίνακα του Νόμου. Η αποζημίωση του εργοδοτουμένου επαφείεται, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα του νόμου, στην απόλυτο διακριτική εξουσία του Διαιτητικού Δικαστηρίου. Στην άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου ορίζεται από το ίδιο άρθρο του νόμου, ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ορισμένοι παράγοντες οι οποίοι απαριθμούνται, μεταξύ των οποίων και η απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας, στην τερματισθείσα εργασία.
Ο δικηγόρος των εφεσειόντων υπέβαλε ότι η αναφορά στην απόφαση στην απώλεια των προοπτικών σταδιοδρομίας δεν τεκμηριώνεται από τα παραδεκτά γεγονότα. Αντίθετα διαφαίνεται ότι η εφεσίβλητη είχε ανελιχθεί στην ανώτατη βαθμίδα στον κλάδο υποδοχής και δε θα μπορούσε να προσβλέπει στο μέλλον σε περαιτέρω ανέλιξη. Προσεκτική εξέταση της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου αποκαλύπτει ότι η αναφορά στη σταδιοδρομία της εφεσίβλητης δε συσχετίζεται με τις προοπτικές ανέλιξης της σε ανώτερη θέση αλλά με τη σταθερότητα και τους όρους της εργασίας της. Όπως υπέδειξε ο δικηγόρος της εφεσιβλήτου η επανεργοδότηση της εφεσίβλητης υπήρξε ιδιαίτερα δυσχερής. Η εφεσίβλητη παρέμεινε άνεργη για χρονική περίοδο 9 μηνών, γεγονός που της αποστέρησε ποσό £2,650.-, το οποίο θα προσποριζόταν αν η εργασία της δεν τερματιζόταν. Η νέα εργασία την οποία είχε ανεύρει ήταν επίπονη και οι απολαβές της περίπου οι μισές σε σύγκριση με εκείνες που απελάμβανε στην υπηρεσία των εφεσειόντων.
Το κριτήριο της αποζημίωσης βάσει του άρθρου 4 του Ν 24/67 δε συναρτάται με το συμβατικό που καθορίζεται από το ΚΕΦ. 149, και γενικά τις αρχές του δικαίου των συμβάσεων, δηλαδή ζημιά η οποία έπεται κατά λογική πρόβλεψη της διάρρηξης της συμφωνίας. Το θέμα των αποζημιώσεων επαφίεται στην απόλυτη κρίση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, με μόνο περιορισμό εκείνο που τίθεται από το άρθρο 3 του Πίνακα, η αποζημίωση να μη υπερβαίνει τα ημερομίσθια δυο ετών (Ν 92/79). Η υλική ζημιά την οποία υφίσταται από τον τερματισμό ο εργοδοτούμενος είναι αναμφίβολα παράγοντας σχετικός, αλλά όχι ο μόνος ο οποίος λαμβάνεται υπόψη.
Η διαγωγή των μερών είναι άλλος σχετικός παράγοντας, όπως συνάγεται από την παράγραφο 4 (δ) του Πίνακα. Η απαρίθμηση των παραγόντων, που είναι σχετικοί με την αποζημίωση, θα ήταν αντινομική προς τον απόλυτο χαρακτήρα της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Ότι μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα, υπό το φως των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου, είναι ότι η αποζημίωση των £3.000.- δεν κρίνεται με κανένα μέτρο υπερβολική.
Κανένας λόγος δεν έχει καταδειχθεί στην προκείμενη περίπτωση που να δικαιολογεί επέμβαση με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.