ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1989) 1E ΑΑΔ 797

12 Δεκεμβρίου, 1989

[ΣΑΒΒΙΔΗΣ, ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.Δ.]

ΚΑΛΛΗΣ ΠΑΥΛΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος 2,

ν.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΣΑΒΒΑ,

Εφεσίβλητου-Ενάγοντα,

ν.

ΑΡΧΟΝΤΙΝΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσίβλητου-Εναγόμενου 1.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 7197).

Αμέλεια - Οδική σύγκρουση - Σειρά αυτοκινήτων σταθμευμένα σε κύρια οδό με σκοπό είσοδο σε πάροδο προς δεξιά τους - Σταθμευμένο όχημα από την αντίθετη πλευρά με σκοπό είσοδο στην ίδια πάροδο προς τα αριστερά του οδηγού του τελευταίου - Απόπειρα οδηγού αυτοκινήτου να εισέλθει και είσοδος σε βάθος 6΄ στη κύρια οδό από την εν λόγω πά­ροδο - Προσπέρασμα επί της εν λόγω κυρίας οδού από άλλο οδηγό του αυτοκινήτου που επρόκειτο να στρίψει αριστερά στην πάροδο - Σύγκρουση του προσπερνώντος με το αποπειρώμενο να εισέλθει - Ευθύνη - Κατανομή ευθύνης - Εύρημα ότι το οδηγός του εισερχόμενου στην κύρια οδό οχήματος προχώρησε αργά, αλλά στα τυφλά χωρίς οποιαδήποτε προειδοποίηση, π.χ. με κλάξον για την πρόθεσή του κάθε­τα στα δεξιά του στον κύριο δρόμο, σε σημείο πέραν του οχήματος που ήταν σταθμευμένο στα δεξιά του στο κύριο δρόμο, με πρόθεση να στρί­ψει αριστερά στην πάροδο - Εύρημα ότι ο οδηγός του προσπερνώντος οχήματος πήγαινε με κάποια ταχύτητα την οποία δεν μείωσε, παρά το ότι η κατάσταση στη διασταύρωση έπρεπε να τον είχε θέσει σε εγρή­γορση - Κατανομή ευθύνης 2/3 στον οδηγό τον προσπερνώντος οχήμα­τος επί της κυρίας οδού και 1/3 στον οδηγό του αποπειρωμένου να εισέλθει στην κύρια οδό σχήματος

Τα γεγονότα, στα οποία το Ανώτατο Δικαστήριο στηρίχτηκε για να κατανείμει την ευθύνη όπως ανωτέρω αναφέρεται προκύπτουν αδρομερώς στο πιο πάνω περιληπτικό σημείωμα.

H Έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου-εναγόμενου 1. O εφεσείων να πληρώσει τα έξοδα του εφεσίβλητου-ενάγοντα.

Αναφερόμενες αποφάσεις:

Vakanas ν. Thomas and Another (1982) 1 C.L.R. 530,

Adamis and Another v. Heracleous (1982) 1 C.L.R. 746,

Pantelides v. Murphy and Another (1985), 1 C.L.R. 40,

Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1 A.A.Δ. (E) 178,

Worsfold v. Howe [1980] 1 All E.R. 1028,

Clark v. Winchurch [1969] 1 All E.R. 275.

Έφεση.

Έφεση από τον δεύτερο εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Αρέστης, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 28 Μαΐου, 1986 (Αρ. Αγωγής 2830/85) με την οποία διατάχθηκε να πληρώσει στον ενάγοντα £200 αποζη­μιώσεις λόγω οδικού ατυχήματος ενώ η αγωγή εναντίον του πρώτου εναγόμενου απορρίφθηκε.

Α. Δράκος, για τον Εφεσείοντα-εναγόμενο 2.

Μ. Λούκα, για τον Εφεσίβλητο-εναγόμενο 1.

Α Κλεάνθους, για τον εφεσίβλητο-ενάγοντα.

ΣΑΒΒΙΔΗΣ Δ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγ­γείλει ο Δικαστής I. Πογιατζής.

ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ Δ: H παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Λάρνακας στην αγωγή Αρ. 2830/85 με την οποία η αμέλεια του εφεσείοντα κρίθηκε η αποκλειστική αιτία οδικού ατυχήματος και ο εφεσείων κατα­δικάστηκε να πληρώσει στον ενάγοντα εφεσίβλητο αποζη­μιώσεις ύψους £200 που είχαν προσυμφωνηθεί πλέον τόκους και έξοδα, η δε αγωγή του ενάγοντα εναντίον του εφεσίβλητου εναγόμενου 1, στον οποίο εφεσείων είχε επιδώσει την ει­δοποίηση που προνοεί η Διάταξη 10, θεσμός 12 των Κανόνων Πολιτικής Δικονομίας, απορρίφθηκε με το αιτιολογικό ότι δεν ευθύνεται με οποιοδήποτε τρόπο για το επίδικο δυστύχη­μα.

Από το περιεχόμενο των λόγων εφέσεως όπως διατυπώνο­νται στην Ειδοποίηση Εφέσεως και από τη δήλωση που ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα έκαμε στην αρχή της αγόρευσής του φαίνεται ότι ο εφεσείων δεν αμφισβητεί το εύ­ρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι επέδειξε αμέλεια και ότι ευθύνεται για την επίδικη σύγκρουση. Εκείνο που αμφι­σβητεί είναι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος-εναγόμενος 2 δεν επέδειξε οποιαδήποτε αμέλεια και δεν κρίθηκε, ως εκ τούτου, συνυπεύθυνος σε οποιοδήποτε βαθμό, στην επίδικη σύγκρουση.

H ζημιά του εφεσίβλητου ενάγοντα προκλήθηκε από σύγ­κρουση του αυτοκινήτου του αρ. CN 546 με το αυτοκίνητο του εφεσείοντα αρ. PL 546 κάτω από συνθήκες που περιγράφονται πολύ παραστατικά στο απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο παραθέτουμε αυτού­σιο. Λέει ο πρωτόδικος Δικαστής τα εξής:

"Στις 2.5.85 ο ενάγοντας οδηγούσε το πιο πάνω αυτοκί­νητο του στη Λεωφ. Γρ. Διγενή στη Λάρνακα προς την έξοδο της πόλης. H Λεωφ. Γρ. Διγενή είναι η έναρξη του υπεραστικού δρόμου προς Λευκωσία. Πρόθεσή του ήταν να εισέλθει στην οδό Πλούτωνος που βρίσκεται δεξιά σε σχέση με την πορεία του. Όταν πλησίασε την Πλούτωνος αντιλήφθηκε ότι κάποιο άλλο αυτοκίνητο μπροστά του ήταν σταματημένο στο κέντρο του δρόμου και έδειχνε με τον σηματοδότη του να στρίψει δεξιά μέσα στην Πλούτωνος και σταμάτησε και ο ίδιος πίσω από το πρώτο αυτοκί­νητο αναμένοντας να στρίψει δεξιά.

Τη στιγμή εκείνη ένα αυτοκίνητο τύπου βαν με αριθμό εγγραφής NT 639 και οδηγούμενο από τον Μηνά Γεωρ­γίου (Μ.Υ. 2.1) και προερχόμενο από την κατεύθυνση της Λευκωσίας σταμάτησε στην γωνία της Λεωφ. Γρ. Διγενή και Πλούτωνος μέχρις ότου ελευθερωθεί η οδός Πλούτωνος από την τροχαία που εμπόδιζε κατ' εκείνη τη στιγμή τη διέλευση και προχωρήσει μέσα στην Πλούτωνος. H ακριβής θέση αυτού του οχήματος υπήρξε το αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ των μερών και ιδιαίτερα μεταξύ των δυο εναγόμενων γι' αυτό και με αυτό το γεγονός θα ασχο­ληθώ αργότερα στην απόφαση.

Την ίδια ώρα η κατάσταση στην Πλούτωνος ήταν η εξής: Στην αρχή της Πλούτωνος και έτοιμο να εισέλθει στη Γρ. Διγενή ήταν το αυτοκίνητο του εναγόμενου 1 με αρ. εγγραφής FC 580 και πίσω από αυτό σταματημένο ήταν ένα λεωφορείο το οποίο οδηγείτο από τον Ανδρέα Χρ. Κρασιά, (Μ.Υ.1.1.), πίσω δε από αυτό ήταν 2-3 άλλα μικρά ιδιωτικά αυτοκίνητα.

Όταν ο εναγόμενος 1 προσπάθησε να προχωρήσει για να μπει μέσα στη Γρ. Διγενή και αφού το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου του κάλυψε απόσταση 6' στη Γρ. Διγενή από τη διαχωριστική γραμμή της διασταύρωσης εμφανί­στηκε το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής PL 546 οδηγούμενο από τον εναγόμενο 2 να έρχεται από Λευκωσία και αφού πέρασε από το σταματημένο αυτοκίνητο του Μ.Υ.2.1. συγκρούστηκε αρχικά με το αυτοκίνητο του εναγόμενου 1 για να συγκρουστεί στη συνέχεια με το αυτοκίνητο που ήταν σταματημένο μπροστά από αυτό του ενάγοντα και τέλος να συγκρουστεί και με το αυτοκίνητο του ενάγοντα. Και τα τέσσερα αυτοκίνητα επάθαν ζημιές."

Ενδείκνυται να προσθέσουμε στο στάδιο αυτό ότι θεωρήθη­κε από την αρχή ότι αποκλειστική αιτία της σύγκρουσης με­ταξύ των αυτοκινήτων του εφεσείοντα-εναγόμενου 2 και του εφεσίβλητου-ενάγοντα ήταν η σύγκρουση που προηγήθηκε μεταξύ των αυτοκινήτων του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου εναγόμενου 1 (την οποία στο εξής θα αποκαλούμε επίδικη σύγκρουση") και ότι δεν είχε προβληθεί ποτέ ισχυρισμός για συντρέχουσα αμέλεια του εφεσίβλητου-ενάγοντα. Το μο­ναδικό ερώτημα στην πρωτόδικη διαδικασία ήταν ποιος από τους δυο οδηγούς ευθύνεται για την επίδικη σύγκρουση και στην περίπτωση που και οι δυο ευθύνονται, ποιο ποσοστό ευ­θύνης πρέπει να αποδοθεί στον καθένα απ' αυτούς. H μεν εκδοχή του εφεσείοντα ήταν ότι αποκλειστικός υπεύθυνος για την επίδικη σύγκρουση ήταν ο εφεσίβλητος-εναγόμενος 1 η δε εκδοχή του τελευταίου ήταν ότι αποκλειστικός υπεύθυ­νος ήταν ο εφεσείων.

Σχετικά με τους αμφισβητούμενους ισχυρισμούς στις εκ­δοχές των δυο οδηγών και των μαρτύρων τους, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία των εφεσίβλητων, έκαμε τα ευρήματα που περιέχονται στο πιο κάτω απόσπα­σμα της απόφασής του:

"O Μ.Υ.2.1. οδηγός του βαν έστριψε μερικώς το αυτοκί­νητο του μέσα στην οδό Πλούτωνος με μέρος του πίσω μέ­ρους του αυτοκινήτου να βρίσκεται στη Λεωφ. Γρ. Διγενή και να καλύπτει 4-5' από την αριστερή πλευρά της ασφάλ­του σε σχέση με την πορεία του εναγόμενου 2, εξ ου και ο εναγόμενος 2 πλησιάζοντας στο βαν έκαμε ελαφρά στρο­φή δεξιά για να παρακάμψει το βαν. Αν το βαν κρατούσε μόνο 2' από τον κύριο δρόμο τότε ο εναγόμενος 2 θα έπρε­πε να δει τον εναγόμενο 1 πριν προσπεράσει το βαν πράγ­μα όμως που δεν έγινε. O εναγόμενος 2 πλησιάζοντας το βαν και παρακάμπτοντας το βαν δεν ελάττωσε καθόλου ταχύτητα αλλά συνέχισε να οδηγεί με αυξημένη ταχύτητα που παρά το γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί η ακριβής του ταχύτητα όμως φαίνεται ότι ήταν μεγάλη υπό τας περιστάσεις. Αν η ταχύτητά του ήταν όση ο ίδιος ο εναγόμενος 2 ισχυρίστηκε, δηλ. 20-25 μ.α.ω., θα μπορούσε να κάμει έστω προσπάθεια να σταματήσει στη μικρή από­σταση που αντελίφθηκε τον εναγόμενο 1. Ο εναγόμενος 1 αμέσως πριν τη σύγκρουση προχωρούσε αργά για να μπει στον κύριο δρόμο εφ' όσον η ορατότητα στα δεξιά του εμποδιζόταν από το αυτοκίνητο του Μ.Υ.2.1. και σταμά­τησε σε δύο περιπτώσεις για να ελέγξει το δρόμο στα δεξιά, στη δεύτερη δε περίπτωση που ήταν σταματημένος κτυπήθηκε από το όχημα του εναγόμενου 2."

Με βάση τα γεγονότα και ευρήματα που έχουμε παραθέσει το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το θέμα της ευθύνης των δυο οδηγών καθοδηγούμενο από τις αρχές που έχουν εκτεθεί στις υποθέσεις Βακανάς ν. Θωμά και άλλου (1982) 1 Α.Α.Δ. 530, και Αδαμής και άλλος ν. Ηρακλέους (1982) 1 Α.Α.Δ. 746. Αναφορικά με τον εφεσίβλητο-εναγόμενο 1 είπε τα

εξής:

"O εναγόμενος 1 είναι γεγονός ότι βρέθηκε αντιμέτω­πος με μια αρκετά δύσκολη κατάσταση. Δύο αυτοκίνητα στ' αριστερά του μέσα στον κύριο δρόμο ήταν σταματημέ­να στο κέντρο του δρόμου αναμένοντας την πάροδο στην οποία ο ίδιος οδηγούσε να καθαρίσει για να εισέλθουν σ' αυτή. Το ίδιο συνέβαινε με το βαν στα δεξιά το οποίο του εμπόδιζε και την ορατότητα στον κύριο δρόμο. Πίσω δε από αυτόν ήταν το λεωφορείο που δημιουργούσε το κλεί­σιμο της παρόδου. Έπρεπε αυτός να κινηθεί πρώτα και να μπει στον κύριο δρόμο για να μπορέσουν και οι υπόλοιποι να κινηθούν. O εναγόμενος προχώρησε πέραν της νοητής γραμμής της παρόδου με ελαχίστη ταχύτητα και σταμάτη­σε δύο φορές προτού καλύψει απόσταση 6' μέσα στον κύριο δρόμο. Στο σημείο που σταμάτησε τη δεύτερη φορά όπου έγινε και η σύγκρουση δεν ήταν ακόμη σε θέση να δει τι συνέβαινε πίσω από το βαν. Είναι γεγονός ότι το άκρον μπροστινόν μέρος του αυτοκινήτου του προχώρησε 1-2΄ πέραν του ύψους του σταματημένου αυτοκινήτου όμως ο ίδιος από τη θέση του οδηγού δεν ήταν βεβαίως σε θέση να ελέγχει ακόμη το δρόμο στα δεξιά του. Πραγματικά αδυ­νατώ ν' αντιληφθώ τι έπραξε ο εναγόμενος το οποίο δεν έπρεπε να πράξει δεδομένου ότι κινήθηκε προς τον κύριο δρόμο με κάθε προφύλαξη ή τι παράλειψε να πράξει που υπό τας περιστάσεις μπορούσε να πράξει. Δεν μπορώ υπό τας περιστάσεις ν' αποδώσω οποιανδήποτε ευθύνη για το ί δυστύχημα στον εναγόμενο 1."

O ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε ότι αν το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοζε ορθά πάνω στα γεγο­νότα της παρούσας υπόθεσης τις αρχές που καθορίστηκαν στις υποθέσεις Βακανά (ανωτέρω) και Αδαμής (ανωτέρω) που παραθέτει στην απόφασή του και σε άλλες υποθέσεις συμπεριλαμβανομένων των 1) Χριστάκη Παντελίδη ν. Άννας Μέρφυ και άλλου (1985) 1 Α.Α.Δ. 40, και 2) Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου* θα κατάληγε στο συμπέρασμα ότι ήταν αμελής και συνυπεύθυνος για την επίδικη σύγκρουση αφού προχώρη­σε από την πάροδο στον κύριο δρόμο σε βάθος 6΄ χωρίς προη­γουμένως να βεβαιωθεί όπως είχε υποχρέωση ότι ήταν ασφα­λές και για τον ίδιο και για εκείνους που χρησιμοποιούσαν τον κύριο δρόμο και ότι η αδυναμία του να ελέγξει αν ο κύ­ριος δρόμος ήταν καθαρός ή όχι χωρίς τη βοήθεια τρίτου προ­σώπου δεν τον απαλλάσσει από το καθήκον που είχε να πα­ραλείψει να εισέλθει μέσα στον κύριο δρόμο πριν βεβαιωθεί ότι μπορούσε να εισέλθει κατά τρόπο ακίνδυνο και χωρίς να συγκρουσθεί με οχήματα που ήταν πολύ πιθανόν να χρησιμο­ποιούσαν τον τόσο πολυσύχναστο κύριο δρόμο. Αναφορικά με τον καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ των δυο οδηγών, ο κ. Δράκος εισηγήθηκε ότι η ευθύνη του εφεσίβλητου- εναγόμενου 1 είναι τουλάχιστον ίση με εκείνη του εφεσείο­ντα.

O ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου-εναγόμενου 1 υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση και εισηγήθηκε ότι ορθά το Δικαστήριο απάλλαξε τον πελάτη του από οποιαδήποτε ευθύνη για την επίδικη σύγκρουση.

O εφεσίβλητος-ενάγων δεν έλαβε ενεργό μέρος στην πα­ρούσα διαδικασία αφού, όπως δήλωσε ο ευπαίδευτος συνήγο­ρός του, η οποιαδήποτε έκβαση της έφεσης δεν ήταν δυνατόν, κάτω από τις παρούσες περιστάσεις, να έχει οποιοδήποτε δυσμενή αντίκτυπο στο δικαίωμά του να εισπράξει από τον εφεσείοντα ολόκληρο το ποσό της απόφασης ακόμα και στην περίπτωση που ο εφεσείων ήθελε πετύχει στην έφεσή του.

Όπως πολύ ορθά ο πρωτόδικος Δικαστής παρατηρεί στην απόφασή του, «κατά πόσο ένας συγκεκριμένος οδηγός υπήρ­ξε ή όχι αμελής θα εξαρτηθεί από το σύνολο των συγκεκριμέ­νων γεγονότων στην κάθε υπόθεση», η μόνη ομοιότητα των γεγονότων στην παρούσα υπόθεση με εκείνα της υπόθεσης Βακανά (ανωτέρω) που αναφέρει ο πρωτόδικος Δικαστής στην απόφασή του είναι ότι η σύγκρουση έγινε στη διασταύ­ρωση παρόδου με κύριο δρόμο. Εκείνο που τονίζεται στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση εκείνη είναι η γενική αρχή σύμφωνα με την οποία εκείνος που χρησιμοποιεί το δρόμο έχει καθήκον να σέβεται και να λαμβάνει υπόψη τα δικαιώματα και την ασφάλεια όλων των άλλων προσώπων που χρησιμοποιούν το δρόμο και ότι η φύση και η έκταση αυτού του καθήκοντος στην κάθε περίπτωση εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της περίπτωσης εκείνης. Τονίζεται ακόμα ότι το καθήκον περιορίζεται στην αποφυγή πράξεων ή παραλείψεων που εκθέτουν άλλα πρόσωπα σε κινδύνους που είναι λογικά προβλεπτοί. Πιο εξειδικευμένο καθήκον είναι εκείνο που καθορίζεται στην υπόθεση Αδαμή (ανωτέρω) που επίσης αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση και της οποίας τα γεγονότα ομοιάζουν μερικώς μόνο με εκείνα της παρού­σας υπόθεσης. Τονίζεται εκεί ότι κατά πόσο είναι ασφαλής ή όχι η είσοδος κάποιου οχήματος στο δρόμο εξαρτάται από την τροχαία κίνηση πάνω στο δρόμο κατά το χρόνο της εισό­δου και αν η κίνηση είναι τέτοια ώστε να καθιστά την είσοδο επικίνδυνη, ο οδηγός του οχήματος οφείλει να μην εισέλθει μέχρις ότου η είσοδός του μπορεί να γίνει με την αναγκαία ασφάλεια. Αν η είσοδος είναι ή δεν είναι λογικά ασφαλής στη δεδομένη περίπτωση είναι θέμα πραγματικό που θα αποφασιστεί υπό το φως των περιστατικών της δεδομένης εκείνης περίπτωσης. Το καθήκον πάντως του οδηγού που επιθυμεί να εισέλθει από πάροδο στον κύριο δρόμο καθορίστηκε σε 85% και εκείνος του οδηγού που εισήλθε στον κύριο δρόμο από την πάροδο σε 15%.

Πολύ βοηθητική για τον καταλογισμό και καταμερισμό της ευθύνης των οδηγών των οχημάτων που ενεπλάκησαν στην επίδικη σύγκρουση είναι η προσέγγιση του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Worsfold ν. Howe [1980] 1 All E.R. 1028 της οποίας τα γεγονότα ήταν σε συντομία τα εξής: Το αυτοκίνητο του εναγόμενου είχε εισέλθει πολύ σιγά και προσεκτικά από την πάροδο στον κύριο δρόμο χρησιμοποιώντας χώρο μιας των λωρίδων του κυρίου δρόμου που είχε αφεθεί ελεύθερο απέναντι στο άνοιγμα της παρόδου από ένα πετρε­λαιοφόρο όχημα που είχε σταματήσει πίσω από σειρά άλλων οχημάτων που είχαν επίσης σταματήσει πάνω στην ίδια λω­ρίδα του δρόμου μέχρις ότου μπορέσουν να προχωρήσουν. O εναγόμενος ήθελε να στρίψει δεξιά. Μόλις το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου του προχώρησε 1-2 πόδια πέραν του πετρελαιοφόρου συγκρούστηκε με τη μοτοσυκλέττα που οδη­γούσε ο ενάγων κατά μήκος της διπλανής λωρίδας μέσα στην οποία ο εναγόμενος δεν είχε καθόλου ορατότητα γιατί τον εμπόδιζε το σταματημένο πετρελαιοφόρο. Στην πρωτόδικη διαδικασία το Δικαστήριο βρήκε ότι ένεκα της μεγάλης ταχύ­τητας του ο ενάγων δεν μπορούσε να σταματήσει ή να αποφύγει τη σύγκρουση και για το λόγο αυτό βρέθηκε ένοχος αμέλειας. Παρόλο, που ο Δικαστής είπε ότι θα καταλόγιζε ίση ευθύνη στους δυο οδηγούς αφού ο εναγόμενος είχε προ­χωρήσει πέραν του σημείου στο οποίο έφθανε η ορατότητά του, απόρριψε την αγωγή του ενάγοντα γιατί θεώρησε τον εαυτό του δεσμευμένο από την απόφαση στην υπόθεση Clarke ν. Winchurch [1969] 1 All E.R. 275, να απαλλάξει τον εναγό­μενο οποιασδήποτε ευθύνης με το αιτιολογικό ότι ο οδηγός οχήματος που επιθυμεί να οδηγήσει το όχημα του μπροστά από ουρά σταματημένων οχημάτων που έχουν κατεύθυνση αντίθετη με εκείνη που σκοπεύει να ακολουθήσει εκπληρώνει το καθήκον που έχει έναντι άλλων οδηγών αν προχωρήσει πολύ σιγά ίντζα με ίντζα πέραν των σταματημένων οχημά- των. Το Εφετείο ομόφωνα αποφάσισε ότι δεν υπάρχει αρχή που να καθορίζει ότι ο οδηγός δικαιούται να εισέλθει στα τυφλά, έστω και πάρα πολύ σιγά (by "inching") από πάροδο σε κύριο δρόμο πέραν της ακτίνας ορατότητας του· ούτε υπάρχει αρχή σύμφωνα με την οποία αν ο οδηγός αυτός προχωρήσει μέσα στον κύριο δρόμο σιγά και προσεκτικά, ικανο­ποιείται το καθήκον που έχει έναντι εκείνων που χρησιμο­ποιούν τον κύριο δρόμο. Το Εφετείο καταλόγισε ίση ευθύνη στους δυο οδηγούς για τη σύγκρουση των οχημάτων τους. O Λόρδος Browne με τη σύμφωνη γνώμη των άλλων δυο εφετών, είπε τα εξής στις σελίδες 1032-1033:

"It seems to me clear that the judge would have come, to a different conclusion but for that decision, and that he did re­gard that decision as laying down some principle of law which bound him to find, contrary to his own inclination, that the defendant was under no liability at all.

There is, of course, ample high authority about the danger of elevating decisions on the facts in particular cases into prin­ciples of law. For the purpose of the present case I think it is enough to refer to what was said in this court in Garston Warehousing Co Ltd v. OF. Smart (Liverpool) Ltd. That again was a case of a car emerging from a side road into a main road, and in that case both the plaintiff and the defendant were held to blame in certain proportions, the emerging car one- third and the other car two-thirds.

Cairns LJ said:

It does not appear to me that in this case any question of law arises at all. Reference has been made to Clarke v Winchurch, the circumstances of which bear some resemblance to those in the present case in that the driver had come out from a side road and, it was said, was negligent in not stop­ping in very much the same way as the judge found that the plaintiffs in this case should have stopped. There it was said that the requirement on the driver to stop in those circumstances was a counsel of perfection, and the majority of the Court of appeal found there was no negligence on his part at all. Russell LJ, who dissented, would have assessed his blame for the accident at no more than 20%, and while it is of some assistance to see the way in which this court dealt with the case which had, as I have said that feature in common with this case, I certainly do not think that it was laying down any principle of law as to whether or not that constitutes negligence.

MacKenna J did not say anything specifically about this point, but Buckley LJ said that he agreed with the judgments that had been delivered and, therefore, was agreeing with what Cairns LJ had said in the passage which I have read.

In my judgment, therefore, the judge was not bound by Clarke's case, which in my opinion laid down no principle of law, to reach the conclusion he did.

Counsel for the defendant takes another point. I have already read some passages from the judge's judgment, but I think I should read part of one of them again:

'Now I must say that when I first heard counsel for the plaintiff opening this case I took the view that a person who emerges from a minor into a major road ought not to pro­ceed beyond the line of his vision and that if he does so, he does so at his own risk and could not rely on other vehicles seeing him. That would have continued to be my view of the matter had I not been referred to Clarke v. Winchurch. Had it not been for Clarke v Winchurch I would have found the parties fifty-fifty to blame, on the basis that the plaintiff had been going too fast and the defendant had gone beyond the line of his vision.'.

Counsel for the defendant submit that in that passage the judge is really saying that the defendant was under an abso­lute or a stick liability in the circumstances of this case when he was coming out from a side turning in front of a stationary vehicle. It seems to me that if one reads that sentence as a whole, and in its context, it is not right to say that the judge was taking the view that there was a strict or absolute liability. It seems to me that he was saying no more than that in those circumstances there is a very high duty cm a defendant of taking care.

The position therefore, it seems to me, is this: the judge would have held the parties fifty-fifty to blame but for the fact that he thought that Clarke's case either laid down a principle of law or was so close to the present case on the facts that he had no choice but to come to the same conclu­sion as in Clarke, ie that the defendant was under no liability at all. In my judgment, the judge misled himself in that respect.

It seems to me to follow that the right thing for this court to do is to allow the appeal and make the finding which the judge would made if he had not, wrongly in my view, thought he was bound by Clarke's case to come to a different conclusion. I am not saying for a moment that if I myself had been trying this case I should have apportioned the responsibility fifty-fifty, but it is not possible for this Court to go into the question of apportionment or alter the judge's view about that. Accordingly, I would allow the appeal and order judgment to be entered for the plaintiff for half the agreed figure of £1,200 damages, that is £600."

Υιοθετώντας την προσέγγιση του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Worsfold (ανωτέρω) και εφαρμόζοντας τις αρχές που καθορίστηκαν στις Κυπριακές αποφάσεις στις οποίες έχουμε αναφερθεί, πιστεύουμε ότι το συμπέρασμα του πρω­τόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος-εναγόμενος 1 δεν ευ- θύνεται για το δυστύχημα είναι λανθασμένο και πρέπει να ανατραπεί. Αν ο εφεσίβλητος λάμβανε υπόψη του το πολυσύ­χναστο του κυρίου δρόμου και την τροχαία κίνηση πάνω σ' αυτό κατά το χρόνο της σύγκρουσης, θα έπρεπε να είχε προ­βλέψει ότι το να προχωρήσει το αυτοκίνητό του στα τυφλά, κάθετα μέσα στον κύριο δρόμο, σε σημείο πέραν του σταματημένου βαν εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους για τους οδη­γούς που χρησιμοποιούσαν τον κύριο δρόμο, ιδιαίτερα για εκείνους που ακολουθούσαν την κατεύθυνση του εφεσείοντα. O εφεσίβλητος θα μπορούσε να είχε δώσει, είτε με το κλάξον είτε με κάποιο άλλο τρόπο, προειδοποίηση για την πρόθεσή του να εισέλθει στον κύριο δρόμο, μειώνοντας έτσι τους κιν­δύνους σύγκρουσης με οχήματα που είχαν προτεραιότατα στη χρήση του κυρίου δρόμου αλλά, όπως φαίνεται από τη μαρ­τυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν έκαμε οτιδήποτε προς αυτή την κατεύθυνση.

Αναφορικά με τον καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ των δυο οδηγών, ο βαθμός αμέλειας του εφεσείοντα θα πρέπει να καθοριστεί λαμβανομένης υπόψη της συμπεριφοράς του στο σύνολό της όπως περιγράφεται στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

"O εναγόμενος 2 είναι γεγονός ότι οδηγούσε επί κυρίου δρόμου όμως πλησιάζοντας στη σκηνή του δυστυχήματος αντιλήφθηκε ή όφειλε ν' αντιληφθεί ότι μπροστά του υπήρχε κάποια κατάσταση η οποία ήταν δυνατόν να δη­μιουργήσει κάποιους κινδύνους και θα έπρεπε να πάρει τέτοιες προφυλάξεις για να τους αντιμετωπίσει. Στην πο­ρεία του ήταν σταματημένο ένα βαν αυτοκίνητο το οποίο κρατούσε 4' -5' από το αριστερό μέρος του δρόμου όπου ο εναγόμενος οδηγούσε ώστε να μην μπορεί ν' αντιληφθεί, σύμφωνα και με δική του παραδοχή τι εγίνετο πέραν του βαν. Απέναντί του στο κέντρο του δρόμου αντιλήφθηκε δυο αυτοκίνητα ακινητοποιημένα. Μέσα στην πάροδο αντιλήφθηκε ή όφειλε να αντιληφθεί σταματημένο το λεω­φορείο και πίσω από αυτό δυο άλλα μικρά αυτοκίνητα. Όλα αυτά ήσαν αρκετά ώστε να θέσουν αμέσως τον εναγό­μενο 2 σε εγρήγορση ν' αντιμετωπίσει κάποιον κίνδυνο που ίσως υπήρχε στο σημείο του δρόμου, πίσω από το βαν, όπου δεν μπορούσε να είχε ορατότητα. Ένας από τους προβλεπτούς για τον εναγόμενο 2 κινδύνους ήταν ότι κά­ποιο όχημα μπορούσε να εξέρχεται από την πάροδο στον κύριο δρόμο. Παρά ταύτα ο εναγόμενος 2 συνέχισε να οδηγεί με την ίδια ταχύτητα, η οποία εν πάση περιπτώσει δεν ήταν χαμηλή, χωρίς να σταματήσει πρώτα πίσω από το σταματημένο βαν ή χωρίς τουλάχιστο να ελαττώσει στο ελάχιστο την ταχύτητά του όταν παράκαμπτε το βαν αυτο­κίνητο ενώ είχε αντιληφθεί ένα αριθμό αυτοκινήτων να είναι σταματημένα στις τρεις πλευρές της διασταύρωσης. H παράλειψη του εναγόμενου 2 να θέσει τον εαυτό του σε εγρήγορση εξηγεί και την παράλειψή του να λάβει οποια­δήποτε μέτρα ν' αποφύγει τη σύγκρουση με το όχημα του εναγόμενου 1 όταν τελικά το αντιλήφθηκε έστω και από μικρή απόσταση."

Με βάση τα πιο πάνω καθορίζουμε το βαθμό ευθύνης του εφεσίβλητου-εναγομένου 1 σε 1/3 και εκείνο του εφεσείοντα σε 2/3.

H έφεση επιτυγχάνεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου ενάγοντα και εναντίον του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου εναγόμενου 1 αλληλεγγύως για τα ποσά που επιδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επιδικάζονται έξοδα της έφεσης υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου-εναγόμενου 1. Τα έξοδα του εφεσίβλητου ενάγοντα επι­δικάζονται εναντίον του εφεσείοντα ο οποίος όφειλε να μην ενώσει τον ενάγοντα ως εφεσίβλητο αναφέροντας στην Ειδοποίηση Εφέσεώς του ότι η έφεση στρέφεται εναντίον ολόκλη­- ρης της πρωτόδικης απόφασης, εφόσο με τους λόγους εφέσεως που περιέλαβε σ' αυτή δεν αμφισβητά την ευθύνη του έναντι του εφεσίβλητου ενάγοντα.

Έφεση επιτυγχάνει.

 



* (1989) 1 Α.Α.Δ. (E) 178.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο