ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1989) 1E ΑΑΔ 713
[ΣΑΒΒΙΔΗΣ, ΚΟΥΡΡΗΣ, ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ. Δ.Δ.]
ΗΛΙΑΣ ΚΩΣΤΑ ΑΓΗΣΙΛΑΟΥ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
ν.
ΑΝΔΡΕΑ ΧΡΙΣΤΟΥ,
Εφεσίβλητου-Τριτοδιάδικου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 7207).
Απόδειξη - Πολιτική δίκη - Παραδοχή αμέλειας σε ποινική υπόθεση - Αποτελεί μαρτυρία σε πολιτική δίκη, στην οποία εγείρεται θέμα ευθύνης για την οδική σύγκρουση - H μαρτυρία αυτή σχετίζεται άμεσα με την αξιοπιστία της υπόλοιπης μαρτυρίας - H μαρτυρία αυτή πρέπει να συνεκτιμηθεί με την υπόλοιπη μαρτυρία.
Απόδειξη - Πραγματογνώμονας - Το Δικαστήριο δεν μπορεί να εκφράσει γνώμη, ενεργώντας σαν πραγματογνώμονας, αν δεν υπάρχει εντόπιόν του σχετική μαρτυρία ειδικού πραγματογνώμονα.
Έφεση - Αξιοπιστία μάρτυρος - Εύρημα πρωτοδίκου Δικαστηρίου - Πότε δικαιολογείται επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατ' έφεση - Αυθαίρετη και εσφαλμένη αιτιολογία - Λόγος επέμβασης.
Έφεση - Ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου και νομική πλάνη σχετικά με μαρτυρία - Πότε δικαιολογείται η ακύρωση της απόφασης.
Με την έφεση αυτή ο εφεσείων που ήταν εναγόμενος στην πρωτόδικη διαδικασία, προσβάλλει την απόφαση, με την οποία η απαίτησή του για συνεισφορά από τον εναγόμενο απορρίφθηκε. H αγωγή είχε εγερθεί από ιδιοκτήτη σταθμευμένου αυτοκινήτου πάνω στο οποίο προσέκρουσε ο εφεσείων (εναγόμενος). Ήταν θέση του εφεσείοντα ότι τούτο οφείλετο στην αμέλεια του εφεσίβλητου, ο οποίος δεν σταμάτησε κατά την είσοδό του από πάροδο σε κύριο δρόμο, με αποτέλεσμα να προσκρούσει πάνω στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα, ο οποίος, με την σειρά του, έχασε τον έλεγχο, και προσέκρουσε στο αυτοκίνητο του ενάγοντα, καθώς και σε άλλα αυτοκίνητα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα (εναγόμενου), ως αναξιόπιστη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρεγνώρισε παραδοχή ευθύνης, στην οποία είχε προβεί ο εφεσίβλητος σε ποινική υπόθεση εναντίον του για αμέλεια σχετικά με το ίδιο δυστύχημα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα, γιατί, μεταξύ άλλων: (α) η εκδοχή του εφεσείοντα ότι πήγαινε με 25 μίλια την ώρα ήταν αντίθετη με την πραγματική μαρτυρία, και (β) η εκδοχή του εφεσείοντα ότι προηγήθηκε σύγκρουση με το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου δεν μπορούσε να γίνει δεκτή, γιατί το κτύπημα στην δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου του εφεσείοντα ήταν πολύ μικρό. Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως αναξιόπιστη την μαρτυρία μάρτυρα, δίδοντας προς τούτο 3 δικαιολογίες:
(α) Την προθυμία του μάρτυρα να βοηθήσει τον εφεσείοντα πράγμα που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο μάρτυρας είπε ότι ο εφεσείων λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις του αμέσως μετά το ατύχημα είπε τις λέξεις "παρ' ολίγο να μας σκοτώσει", (β) Το γεγονός ότι ο μάρτυρας, μετά που έτρεξε έξω από το καφενείο, στο οποίο καθόταν, όταν άκουσε τα κτυπήματα από την σύγκρουση, πρόσεξε, όπως είπε, ότι η ταχύτητα του αυτοκινήτου του εφεσείοντα ήταν μέτρια, (γ) ο μάρτυρας είχε την διάθεση και την ετοιμότητα να προσέξει μικρό κτύπημα στην δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου του εφεσείοντα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, αποδεχόμενο την Έφεση, απεφάσισε:
(1) H μαρτυρία στην ποινική δίκη ήταν μαρτυρία παραδεκτή στην πολιτική δίκη. Συνεδέετο άμεσα με την αξιοπιστία της υπόλοιπης μαρτυρίας, και έπρεπε να είχε συνεκτιμηθεί μ' αυτήν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε σφάλμα, όταν αποφάσισε ότι η παραδοχή στην ποινική δίκη αποτελεί απλή υπόθεση, πάνω στην οποία δεν μπορούσε να στηριχθεί, εφόσον η αμέλεια είναι θέμα πραγματικού γεγονότος.
(2) Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Δικαστής ενήργησε ως ειδικός πραγματογνώμονας, όταν απεφάσισε, χωρίς να υπάρχει μαρτυρία ειδικού πραγματογνώμονα ενώπιόν του, ότι ο εφεσείων επήγαινε με μεγάλη ταχύτητα και ότι ο ισχυρισμός για προηγηθείσα σύγκρουση δεν συνάδει με το γεγονός ότι το κτύπημα στην δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου του εφεσείοντα ήταν ασήμαντο.
(3) Οι αιτιολογίες, που δόθηκαν, γιατί ο ανεξάρτητος μάρτυρας θεωρήθηκε αναξιόπιστος, ήταν εσφαλμένες: H αιτιολογία υπό (α) πιο πάνω δεν ευσταθεί. Δεν είναι κατανοητό, πως η μαρτυρία για το τι είπε ο εφεσείων αμέσως μετά το ατύχημα αποδυκνύει "προθυμία και ετοιμότητα να βοηθήσει ο μάρτυρας τον εφεσείοντα". H αιτιολογία υπό (β) δεν συνάδει με τα πρακτικά. H αιτιολογία υπό το (γ) είναι εσφαλμένη αφού πραγματικά στην δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου υπήρχε κτύπημα.
(4) Έχοντας υπόψη την νομολογία σχετικά με συνέπειες λαθών πρωτόδικου Δικαστηρίου, το συμπέρασμα είναι ότι στην υπόθεση αυτή τα λάθη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι τέτοια, ώστε να επιβάλλουν αποδοχή της έφεσης.
H έφεση επιτρέπεται με έξοδα σε βάρος του εφεσίβλητου. Διαταγή επανεκδικάσεως. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να είναι έξοδα της δίκης.
Αναφερόμενες αποφάσεις:
Hollingstone ν. Hewthorn and Co. Ltd [1943] 2 All E.R. 35,
Nicolaou v. Louca (1985) 1 C.L.R. 91,
Siakkos v. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333,
Boustani v. Linmare Shipping Co Ltd (1984) 1 C.L.R. 354,
Messiou v. Eleftheriou (1982) 1 C.L.R. 486,
Constantinou v. Symeonides (1969) 1 C.L.R. 412.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Φρ. Νικολαΐδης, Α.Ε.Δ.) που δόθηκε στις 31 Μαΐου, 1986 (Αρ. Αγωγής 1078/85) με την οποία η απαίτηση του εναγόμενου εναντίον του τριτοδιάδικου για κάλυψη ή συνεισφορά έναντι του ποσού των £2,243 που το Δικαστήριο επιδίκασε προς όφελος του ενάγοντα απορρίφθηκε.
Α. Μυριάνθης, για τον Εφεσείοντα,
Ρ. Μιχαηλίδης, για τον Εφεσίβλητο-τριτοδιάδικο.
ΣΑΒΒΙΔΗΣ Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής I. Πογιατζής.
ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ Δ: H παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία η απαίτηση του εφεσείοντα, εναγόμενου στην αγωγή αρ. 1078/85 εναντίον του εφεσίβλητου, τριτοδιάδικου στην αγωγή, για κάλυψη ή συνεισφορά έναντι του ποσού των £2,243 το οποίο το Δικαστήριο επιδίκασε κατά του εφεσείοντα και προς όφελος του ενάγοντα στην ίδια αγωγή, απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.
H απαίτηση του ενάγοντα εναντίον του εφεσείοντα όπως και η απαίτηση του εφεσείοντα εναντίον του εφεσίβλητου πήγασε από τροχαίο ατύχημα που συνέβη παρά τη διασταύρωση των οδών Γαλιλαίου και Ευρώτα στη Λεμεσό, κατά το οποίο το σαλούν αυτοκίνητο του εφεσείοντα με αρ. εγγραφής MG 303 συγκρούστηκε διαδοχικά με τα αυτοκίνητα με αρ. εγγραφής FA 214, HG 679 και MU 756 που ήταν σταθμευμένα στην οδό Γαλιλαίου νότια της διασταύρωσης, με αποτέλεσμα όλα τα αυτοκίνητα να υποστούν ζημιές. H απαίτηση του ενάγοντα στην αγωγή αφορούσε μόνο τη ζημιά που προκλήθηκε στο αυτοκίνητό του με αρ. MU 756 στη σύγκρουση με το αυτοκίνητο του εφεσείοντα που ακολούθησε τη σύγκρουση του τελευταίου με τα δυο άλλα σταθμευμένα αυτοκίνητα. Επίδικο θέμα της αγωγής ήταν επίσης η αιτία και/ή ο υπαίτιος της σύγκρουσης μεταξύ των αυτοκινήτων του ενάγοντα και του εφεσείοντα. H εκδοχή του ενάγοντα στην Έκθεση Απαίτησής του ήταν ότι αιτία της σύγκρουσης ήταν η αμέλεια του εφεσείοντα που οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα και απώλεσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του. H εκδοχή του εφεσείοντα ήταν ότι ο ίδιος δεν επέδειξε οποιαδήποτε αμέλεια και ότι μοναδικός ή τουλάχιστο κύριος υπαίτιος της σύγκρουσης ήταν ο εφεσίβλητος που εισήλθε τη διασταύρωση από την οδό Ευρώτα χωρίς να σταματήσει ή να δώσει προτεραιότητα στον εφεσείοντα με αποτέλεσμα να προκληθεί σύγκρουση πάνω στη διασταύρωση μεταξύ του αυτοκινήτου του εφεσείοντα και του πικ-απ αυτοκινήτου του εφεσίβλητου, με αρ. εγγραφής ΡΤ 20, στην οποία σύγκρουση οφειλόταν η από μέρους του απώλεια του ελέγχου του αυτοκινήτου του το οποίο ακολούθως συγκρούστηκε διαδοχικά με τα σταθμευμένα αυτοκίνητα. O εφεσείων δεν ισχυρίστηκε ότι ο ενάγων επέδειξε οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια. H εκδοχή του εφεσίβλητου ήταν ότι προχώρησε μόνο 1,5' μέσα στη διασταύρωση με σκοπό να εισέλθει στην οδό Γαλιλαίου και να προχωρήσει βόρεια και ότι σταμάτησε όταν είδε το αυτοκίνητο του εφεσειόντα να προχωρεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα στην οδό Γαλιλαίου προς τη διασταύρωση, να περνά από δίπλα του και να συγκρούεται διαδοχικά με τα σταθμευμένα αυτοκίνητα νότια της διασταύρωσης. O εφεσίβλητος αρνήθηκε ότι το δικό του αυτοκίνητο συγκρούστηκε με εκείνο του εφεσείοντα πριν το τελευταίο συγκρουστεί με τα σταθμευμένα αυτοκίνητα.
O εφεσίβλητος κλήθηκε και κατάθεσε σαν ο μοναδικός μάρτυρας του ενάγοντα αναφορικά με τις συνθήκες του ατυχήματος εκτός, βέβαια, του αστυνομικού που διερεύνησε το δυστύχημα και ετοίμασε το σχεδιάγραμμα, Τεκ. 1.Ο ενάγων κατάθεσε μόνο αναφορικά με το μέγεθος της ζημιάς που είχε υποστεί. O εφεσίβλητος έδωσε επίσης μαρτυρία για υποστήριξη της δικής του εκδοχής και κάλεσε ένα ακόμα μάρτυρα, τον Κώστα Κλεάνθους, στου οποίου τη μαρτυρία θα αναφερθούμε σε λίγο.
Με την απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου αναφορικά με τις συνθήκες του δυστυχήματος και απέρριψε σαν αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του μάρτυρα Κώστα Κλεάνθους, έδωσε δε δικαιολογητικά τα οποία ο εφεσείων παραπονείται ότι δεν είναι ικανοποιητικά και τα οποία θα εξετάσουμε σε λίγο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε ευρήματα πάνω σε διάφορες πτυχές των αμφισβητούμενων γεγονότων που στηρίζονται στην πιο πάνω αξιολόγηση της μαρτυρίας και κατάληξε τελικά στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων ήταν ο μοναδικός υπαίτιος του δυστυχήματος. Επακόλουθο των ανωτέρω ήταν η έκδοση απόφασης εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ του ενάγοντα για αποζημιώσεις ύψους £2,243 πλέον έξοδα και η απόρριψη της απαίτησής του εναντίον του εφεσίβλητου τριτοδιάδικου με έξοδα.
Ενώπιόν μας ο εφεσείων δεν έχει αμφισβητήσει την ορθότητα της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του και προς όφελος του ενάγοντα. Αμφισβήτησε μόνο την ορθότητα της απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί η δική του απαίτηση εναντίον του εφεσίβλητου για συνεισφορά εκ μέρους του τελευταίου η οποία θα έπρεπε, όπως ισχυρίστηκε ο δικηγόρος του ενώπιον μας, να είναι ίση με το ήμισυ του ποσού που επιδικάστηκε εναντίον του με βάση ευθύνη που έπρεπε να είχε καθοριστεί με ποσοστό 50% εναντίον του εφεσίβλητου. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του αστυνομικού που διερεύνησε το δυστύχημα, η διασταύρωση των οδών Γαλιλαίου και Ευρώτα δεν ελέγχεται από φώτα ή άλλα σήματα τροχαίας, ότι η οδός Γαλιλαίου έχει μεγαλύτερη τροχαία κίνηση από την οδό Ευρώτα, ότι στα ανατολικά της διασταύρωσης η οδός Ευρώτα εκτείνεται μόνο 90' περίπου και καταλήγει σε αδιέξοδο και ότι μετά το δυστύχημα η είσοδος από την οδό Ευρώτα στην οδό Γαλιλαίου ελέγχεται με σήματα αλτ.
Ουσιαστικά η έφεση στηρίζεται στο μοναδικό λόγο ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δεν ευθύνεται για το δυστύχημα δε δικαιολογείται από την ολότητα της προσαχθείσης μαρτυρίας. Στο πλαίσιο του πιο πάνω λόγου της έφεσης ο εφεσείων παραπονείται μεταξύ άλλων, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο-
(α) δεν έλαβε υπόψη του το παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσίβλητος παραδέχτηκε ενώπιον του Ποινικού Δικαστηρίου ενοχή για αμελές οδήγημα σχετικά με το επίδικο δυστύχημα·
(β) ενήργησε σαν ειδικός πραγματογνώμονας μάρτυρας αντί σαν δικαστής·
(γ) η δοθείσα αιτιολογία για την απόρριψη της μαρτυρίας τον μάρτυρα Κώστα Κλεάνθους είναι ανυπόστατη και όχι ικανοποιητική.
Θα ασχοληθούμε με τα θέματα αυτά με τη σειρά που τα παραθέτουμε.
(α) H παραδοχή του εφεσίβλητου
Έχει αναφερθεί στη μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, χωρίς να έχει ποτέ αμφισβητηθεί, ότι εναντίον τόσο του εφεσείοντα όσο και του εφεσίβλητσυ είχε προσαφθεί κατηγορία για αμελές οδήγημα αναφορικά με την επίδικη σύγκρουση και ότι ο εφεσίβλητος παραδέχτηκε ενώπιον Ποινικού Δικαστηρίου την κατηγορία εκείνη και με βάση την παραδοχή του βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε ανάλογα. Αναφορικά με το θέμα, ο εφεσίβλητος αντεξεταζόμενος είπε τα εξής:
"Μου εφέραν κατηγορία ότι οδηγούσα αμελώς. Παραδέκτηκα γιατί μου είπε ο δικηγόρος μου να παραδεχτώ για να μην πληρώνω έξοδα γιατί δεν θα έκρινε τα ποσοστά."
Η μαρτυρία του εφεσίβλητου ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν στην ολότητα της τελείως ασυμβίβαστη με την παραδοχή του ενώπιόν του Ποινικού Δικαστηρίου ότι στον ουσιώδη τόπο και χρόνο οδηγούσε το αυτοκίνητό του αμελώς.
Στην απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολείται με το θέμα αυτό και αναφέρει τα εξής:
"I do not contribute any significance to the fact that both drivers pleaded guilty when prosecuted for driving without due care and attention. Negligence is a question of fact and I cannot base my findings on any assumptions."
Προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα της απόφασης ότι \ το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε ολότελα το γεγονός της παραδοχής του εφεσίβλητου με την αιτιολογία ότι η αμέλεια αποτελεί θέμα πραγματικό και δεν μπορεί να βασίσει τα ευρήματά του πάνω σε υποθέσεις. Είναι πασιφανές ότι η πιο πάνω αιτιολογία είναι ανυπόστατη και προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη. H παραδοχή του εφεσίβλητου είναι μαρτυρία που δεν έπρεπε να είχε αγνοηθεί γιατί σχετίζεται άμεσα με την αξιοπιστία της υπόλοιπης μαρτυρίας του και με το βάρος που έπρεπε να είχε αποδοθεί ο αυτή. Μαζί με την υπόλοιπη ενώπιόν μου μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καθήκον να λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει τη μαρτυρία για την παραδοχή του εφεσίβλητου για σκοπούς εξαγωγής ορθών συμπερασμάτων αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, και όχι να θεωρήσει τη μαρτυρία αυτή σαν απλή υπόθεση (assumption) πάνω στην οποία δεν μπορούσε να βασίσει τα ευρήματά του όπως ρητά λέει στην απόφασή του. Σχετικό επί του προκειμένου είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Goddard στην υπόθεση Hollingstone ν. E. Hewthorn & Co. Ltd. [1943] 2 All E.R. 35, το οποίο είχε υιοθετηθεί στην υπόθεση Χαράλαμπου Νικολάου ν. Αγγελικής Λούκα (1985) 1 Α.Α.Δ. 91, στη σελ. 99:
"... an admission can always be given in evidence against the party who made it. In the present case, had the defendant before the magistrates, pleaded guilty, or made some admission in giving evidence that would have supported the plainfiff's, case this could have been proved, but not the result of the trial."
Αναφορικά με το καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου να δίνει την πρέπουσα βαρύτητα στο γεγονός της παραδοχής σε ποινική υπόθεση από διάδικο σε αστική υπόθεση όπως η παρούσα, σχετική είναι και η υπόθεση Εταιρεία Λεωφορείων Αθηαίνου Λτδ ν. Κυριάκου Βασιλείου και άλλον (1970) 1 Α.Α.Δ. 365.
(β) O εφεσείων παραπονείται ότι ο πρωτόδικος Δικαστής έκαμε διάφορα ευρήματα και εξήγαγε συμπεράσματα που δε στηρίζονται πάνω στην προσαχθείσα μαρτυρία αλλά πάνω σε γνώμη που ο ίδιος εκφράζει ενεργώντας επί του προκειμένου σαν ειδικός πραγματογνώμονας. O ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα μας παρέπεμψε σε διάφορα αποσπάσματα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου που πιστεύουμε ότι δικαιολογούν το παράπονό του. Στο πολύ βασικό για την υπόθεση θέμα της ταχύτητας του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο λέει στην απόφασή του τα εξής:
"I examined the evidence before me with the utmost care and having done so and having the opportunity to watch the demeanour of the witnesses whilst giving evidence, I decided to reject the evidence of the Defendant. His evidence was utterly false, full of contradictions and an attempt to avoid the consequesnces of his neglignece. He alleged that his speed before entering the junction was 25 m.p.h. and that he reduced his speed further in order to avoid the collision. He also alleged that he did not apply his brakes abruptly. All the above allegations are contradicted by the real evidence. His car left 50' brakemarks and covered an overall distance of more than 170' from the junction up to the final position of his car. In the process he knocked on three cars out of which the last one was pushed for a distance of almost 20' and turned before coming to a standstill. All the above correspond to an excessive speed and contradict the allegation of the Defendant that he was driving at a speed less than 25 m.p.h."
Ένα άλλο επί μέρους επίδικο θέμα με αποφασιστική σημασία ήταν αν έλαβε χώρα ή όχι σύγκρουση μεταξύ των αυτοκινήτων του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου. Σύμφωνα με τη μαρτυρία όπως έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η ζημία που προκλήθηκε στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα από τη σύγκρουση του με τα σταθμευμένα αυτοκίνητα ήταν ολόκληρη στην αριστερή του πλευρά. Παρόλα αυτά είχε διαπιστωθεί πρόσφατη ελαφρά ζημία στο δεξιό του πισινό φτερό σε ύψος που αντιστοιχούσε με τον μπροστινό προφυλακτήρα του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου, η ύπαρξη της οποίας έτεινε να ενισχύσει την εκδοχή του εφεσείοντα για σύγκρουση των δυο αυτών αυτοκινήτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απόρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα πάνω στο θέμα αυτό διατυπώνοντας τον πιο κάτω συλλογισμό χωρίς την ύπαρξη οποιασδήποτε μαρτυρίας από πραγματογνώμονα. Το Δικαστήριο ανάφερε στην απόφασή του τα εξής:
"I further find that the car of the Defendant and the car of the Third Party did not come into any contact at all. If such was the case, most certainly something more than a small dent would have been created."
Προκύπτει από τα ανωτέρω αποσπάσματα ότι χωρίς να ακούσει μαρτυρία από ειδικούς, ο πρωτόδικος Δικαστής μετάτρεψε τον εαυτό του σε μάρτυρα πραγματογνώμονα (expen witness) και υπέπεσε στο λάθος εκείνο που, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Ανδρέας Σιάκκος ν. Ανδρέα Νικολάου (1980) 1 Α.Α.Δ. 333, όφειλε να έχει αποφύγει. Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης είναι στις σελίδες 342-343, έχει δε ως εξής:
"Before concluding our judgment, we think it is necessary to point out in the present case, that trial Judges when dealing with the real evidence and particularly with a sketch should bear in mind not to turn themselves into experts merely on the result of their comparisons, without hearing evidence coming from an expert. This is what had happened in this case when the learned trial Judge turned himself into an expert in trying to explain how the accident occurred and whether it was due to speeding on the part of the appellant by looking to the brake marks left by the car of the appellant, without first hearing expert evidence."
(γ) Η απόρριψη της μαρτυρίας του Κώστα Κλεάνθους σαν αναξιόπιστης
Προς ενίσχυση της εκδοχής του ότι των συγκρούσεων του αυτοκινήτου του με τα σταθμευμένα αυτοκίνητα προηγήθηκε σύγκρουση του αυτοκινήτου του με εκείνο του εφεσίβλητου, ο εφεσείων κάλεσε σαν μάρτυρα τον Κώστα Κλεάνθους ο οποίος την ώρα της ισχυριζόμενης σύγκρουσης και εκείνων που ακολούθησαν βρισκόταν μέσα στο καφενείο του Ματθαίου Κόμπου που βρίσκεται στην οδό Γαλιλαίου, νότια της διασταύρωσης, απέναντι από το σταθμευμένο αυτοκίνητο αρ. HG 679 που είναι το δεύτερο σταθμευμένο αυτοκίνητο με το οποίο συγκρούστηκε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. O μάρτυρας Κλεάνθους είναι πρόσφυγας από τη Βαρίσια Μόρφου, κάτοικος Λεμεσού, υπάλληλος στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων και ισχυρίστηκε, χωρίς να αντεξεταστεί επί του σημείου αυτού, ότι δε γνωρίζει κανένα από τους διάδικους. Ήταν ο μόνος μάρτυρας που κατάθεσε κάτι σχετικό με το θέμα της ευθύνης και που μπορούσε να χαρακτηρισθεί σαν ανεξάρτητος. Δεν είδε την ισχυριζόμενη σύγκρουση μεταξύ των αυτοκινήτων του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου. Άκουσε τους θορύβους των συγκρούσεων και βγήκε στο δρόμο όταν ήδη το κόκκινο αυτοκίνητο του εφεσείοντα είχε σταματήσει μετά τη σύγκρουσή του με το αυτοκίνητο του ενάγοντα. Ισχυρίστηκε ότι είδε το άσπρο πικ-απ του εφεσίβλητου μέσα στη διασταύρωση και επρόσεξε ότι στον προφυλακτήρα του είχε κόκκινη πογιά· ότι ο εφεσίβλητος μετακίνησε το αυτοκίνητό του πριν έλθει ο αστυνομικός που διερεύνησε το ατύχημα (πράγμα που ο εφεσίβλητος είχε παραδεχθεί στη μαρτυρία του χωρίς να δώσει οποιαδήποτε δικαιολογία)· ότι μετά τη μετακίνηση του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου και μέχρι της άφιξης του αστυνομικού, η κόκκινη πογιά στον προφυλακτήρα είχε εξαφανιστεί· και ότι ανάφερε στον αστυνομικό ότι είδε την κόκκινη πογιά στον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου. Σ' απάντηση που ο αστυνομικός έδωσε σε ερώτηση του δικηγόρου του εφεσίβλητου, ο αστυνομικός είχε επιβεβαιώσει ότι ο μάρτυρας Κλεάνθους του ανέφερε ότι είχε δει κόκκινη πογιά στο αυτοκίνητο του εφεσίβλητου πριν ο τελευταίος το μετακινήσει από τη θέση που είχε σταματήσει μετά το δυστύχημα. Είπε ακόμα ο μάρτυρας ότι πρόσεξε ελαφρό κτύπημα στο δεξιό πισινό φτερό του αυτοκινήτου του εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απόρριψε σαν αναξιόπιστη και ψευδή τη μαρτυρία του Κλεάνθους λέγοντας τα εξής:
"The evidence of D.W.3 is also false and a clear attempt to help the Defendant. I reject his evidence as his willingness to help the Defendant was obvious even from his eagerness to allege that the Defendant before losing his senses told him that the Third Party was liable ('Παρ' ολίγο να μας σκοτώσει') and that when rushing outside the coffee-shop, he noticed that the speed of the Defendant was moderate. He also, had, at the time, even the alertness and the right disposition to notice on the car of the Defendant, which was badly damaged on its left side, the small insignificant dent on the other side of the car."
Προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα της απόφασης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατάληξε στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία του Κλεάνθους ήταν ψευδής για τους ακόλουθους τρεις λόγους:
1. H προθυμία του μάρτυρα να βοηθήσει τον εφεσείοντα ήταν έκδηλη ακόμα και από την ανυπομονησία του να ισχυριστεί ότι πριν χάσει τις αισθήσεις του ο εφεσείων είπε τη φράση "παρ' ολίγο να μας σκοτώσει".
2. Όταν ο μάρτυρας έτρεξε έξω από το καφενείο, πρόσεξε ότι η ταχύτητα του αυτοκινήτου του εφεσείοντα ήταν μέτρια.
3. μάρτυρας είχε την ετοιμότητα και τη διάθεση να προσέξει πάνω στη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου του εφεσείοντα ένα ασήμαντο κτύπημα.
θα εξετάσομε τώρα κατά πόσο ευσταθεί ή όχι οποιοδήποτε από τα πιο πάνω τρία σκέλη της αιτιολογίας που δίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο για την απόρριψη της μαρτυρίας του μάρτυρα Κλεάνθους.
Αναφορικά με το πρώτο σκέλος της αιτιολογίας ο μάρτυρας ρωτήθηκε στην κυρία εξέτασή του: "Είδετε τον οδηγό του κόκκινου αυτοκινήτου:" και απάντησε: "Επήγαμε κοντά του και είπε 'παρ' ολίγο να μας σκοτώσει' και έπεσε κάτω αναίσθητος ο οδηγός". Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αυτό ο μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε από το δικηγόρο του εφεσίβλητου. Αδυνατούμε να αντιληφθούμε το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστή για ανυπομονησία του μάρτυρα να προβάλει τον πιο πάνω ισχυρισμό ή για προθυμία του μάρτυρα να βοηθήσει ψευδόμενος τον εφεσείοντα. Το συμπέρασμα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ολότελα ανυπόστατο.
Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος της δοθείσας αιτιολογίας, η πρώτη παρατήρηση που κάμνομε είναι ότι ο μάρτυρας ουδέποτε είπε ότι όταν έτρεξε έξω από το καφενείο πρόσεξε ότι η ταχύτητα του αυτοκινήτου ήταν μέτρια. Τουναντίον, ο μάρτυρας τόνισε ότι είδε το αυτοκίνητο να περνά ενώ ο ίδιος βρισκόταν μέσα στο καφενείο. Το σχετικό απόσπασμα των πρακτικών επί του προκειμένου είναι στη σελ. 31 και έχει ως εξής:
"E. Πόσα κτυπήματα άκουσες και μετά είδες το αυτοκίνητο, αν θυμάσαι;
Α. Δε θυμούμαι, αλλά ακούσαμε κτυπήματα, επέρασε από μπροστά μας και μετά ακούσαμε άλλα κτυπήματα. Όταν επέρασε από μπροστά μας ακούσαμε ένα κτύπημα, βγήκαμε έξω και είδαμε το σταματημένο.
E. Όταν βγήκετε έξω το αυτοκίνητο ήταν ήδη σταματημένο;
Α. Ναι."
Οι πιο πάνω απαντήσεις δόθηκαν από το μάρτυρα στη διάρκεια της αντεξέτασής του. Στη συνέχεια και πιεζόμενος να περιγράψει την ταχύτητα του αυτοκινήτου ο μάρτυρας είπε τα εξής στη σελ. 32:
"E. Είδετε το αυτοκίνητο πώς επήγαινε, πού εκτύπησε τα αυτοκίνητα:
Α. Το είδα που επέρναν μπροστά από το καφενείο.
E. Πώς επέρναν;
A. Το είδα που επέρναν
E. Μπορείς να περιγράψεις πώς επέρναν;
Α. Δεν εστέκουμουν στην ευθεία να δω πώς επέρναν.
E. Επήγαινε σιγά, δυνατά;
Α. Μέτρια.
E. Όταν λες 'μέτρια', πώς είναι;
Α. Δεν μπορώ να πω πώς επήγαινε, δεν επήγαινε τόσο πολύ βολίδα.
E. Είδετε το αυτοκίνητο τούτο να κτυπά το τελευταίο αυτοκίνητο που το επήρε πίσω και γύρισε:
Α. Όχι."
Οι απαντήσεις που έδωσε ο μάρτυρος στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν κατ' ουδένα λόγο δε δικαιολογούν το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι επέδειξε ανυπομονησία να βοηθήσει, ακόμα και ψευδόμενος, τον εφεσείοντα ούτε είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν σαν μέτρο της αναξιοπιστίας του μάρτυρα, όπως αυθαίρετα φαίνεται να έχουν χρησιμοποιηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Το τρίτο σκέλος της αιτιολογίας που παραθέτει το πρωτόδικο Δικαστήριο για το εύρημά του περί αναξιοπιστίας του μάρτυρα Κλεάνθους είναι εξίσου αυθαίρετο και ολότελα αδικαιολόγητο. Το ελαφρύ κτύπημα στο δεξιό πισινό φτερό του αυτοκινήτου του εφεσείοντα υπήρχε και διαπιστώθηκε από τον αστυνομικό που διερεύνησε το ατύχημα, η δε ύπαρξη του δεν αμφισβητήθηκε από τον εφεσίβλητο. Υπό τις περιστάσεις αδυνατούμε να κατανοήσουμε γιατί ο μάρτυρας Κλεάνθους πρέπει να είναι αναξιόπιστος μάρτυρας επειδή υπέπεσε στην αντίληψή του κάτι που υπέπεσε στην αντίληψη και άλλων μαρτύρων και η ύπαρξη του οποίου δεν έχει αμφισβητηθεί από κανένα.
Προκύπτει απ' όσα έχομε εκθέσει πιο πάνω ότι η αιτιολογία πίσω από το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο μάρτυρας Κώστας Κλεάνθους είναι αναξιόπιστος μάρτυρας δεν ευσταθεί.
Το τελευταίο ερώτημα που μένει να απαντηθεί αφορά τις συνέπειες πάνω στην υπό έφεση απόφαση των λαθών του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έχουν διαπιστωθεί και που παραθέτουμε πιο πάνω. Πιστεύουμε ότι οι συνέπειες είναι καθοριστικές για την εγκυρότητα και νομιμότητα της απόφασης η οποία σύμφωνα με τη νομολογία μας θα πρέπει να ακυρωθεί.
Στην υπόθεση Mounir Boustani ν. Linmare Shipping Company Limited (1984) 1 Α.Α.Δ. 354, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακύρωσε την υπό έφεση απόφαση για το λόγο ότι ο πρωτόδικος Δικαστής παράλειψε να εκτιμήσει τη μαρτυρία στην ολότητά της αναφορικά με ένα από τα ουσιώδη αμφισβητούμενα γεγονότα και διάταξε την επανεκδίκαση της υπόθεσης. Παρόμοια ήταν η προσέγγιση που ακολούθησε το Εφετείο στην υπόθεση Παρασκευή Μέσσιου ν. Λεύκου Ελευθερίου (1982) 1 Α.Α.Δ. 486, στην οποία τονίστηκε ότι παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστή να συνεκτιμήσει τη σχετική μαρτυρία ενώπιόν του στην ολότητά της καθιστά τα ευρήματά του αναφορικά με τα γεγονότα τρωτά και ακυρώσιμα και ότι ο δισταγμός του Εφετείου να επέμβει σε ευρήματα που είναι βασισμένα στην αξιοπιστία των μαρτύρων πρέπει τότε να υποχωρεί μπροστά στον ορατό κίνδυνο η δικαστική κρίση πάνω στα δικαιώματα των διαδίκων να είχε στηριχθεί πάνω σε ελλιπή ή λανθασμένα γεγονότα. Συνήθης και νομολογιακά καθιερωμένος λόγος επέμβασης του Εφετείου και ακύρωσης ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτελεί η περίπτωση στην οποία αποδεικνύεται ότι είναι λανθασμένη ή απαράδεκτη η αιτιολογία που χρησιμοποιείται σαν βάση των προσβαλλόμενων ευρημάτων. Παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση Γεωργία Κωνσταντίνου ν. Παναγιώτη Συμεωνίδη (1969) 1 Α.Α.Δ. 412.
Εν όψει των όσων έχουμε ήδη αναφέρει πιστεύομε ότι στην παρούσα περίπτωση η απονομή της δικαιοσύνης έγινε κατά τρόπο ουσιαστικά πλημμελή. Κάτω από τις παρούσες περιστάσεις η θεραπεία που ενδείκνυται είναι η ακύρωση της απόφασης και η έκδοση διαταγής, σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (3) του άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, για την επανεκδίκασή της από άλλο Δικαστή. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της νέας δίκης. Τα έξοδα της έφεσης θα βαρύνουν τον εφεσίβλητο.
H έφεση, επομένως, επιτυγχάνει. H πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Εκδίδεται διαταγή για επανεκδίκαση και για έξοδα ως ανωτέρω.
Έφεση επιτυγχάνει.
Διαταγή για επανεκδίκαση.