ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1989) 1E ΑΑΔ 691

18 Νοεμβρίου, 1989

[ΠΙΚΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΔΔ.]
ΜΟΔΕΣΤΟΣ ΠΙΤΣΙΛΛΟΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ ΕΥΓΕΝΙΟΥ,

Εφεσίβλητου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 7204).

Φυσική Δικαιοσύνη - Προκατάληψη - H αμεροληψία δεν συναρτάται μόνο με υποκειμενικά αλλά και με αντικειμενικά κριτήρια - Ύπαρξη προκαταλήψεως ανατρέπει το θεμέλιο της δίκης.

Έφεση - Πρακτικά πρωτόδικης δίκης - Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί το Ανώτατο Δικαστήριο να λάβει υπόψη οτιδήποτε έξω από τα δακτυλογραφημένα πρακτικά.

Έφεση - Αξιοπιστία μαρτύρων - Εύρημα πρωτόδικου Δικαστηρίου - Πότε δικαιολογείται επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

H αγωγή του εφεσείοντα για αποζημιώσεις συνεπεία ισχυριζόμενων επεμβάσεων στην άσκηση του επαγγέλματός του και δυσφήμηση των προϊόντων του απορρίφθηκε, γιατί η μαρτυρία του εφεσείοντα κρίθηκε αναξιόπιστη.

O εφεσείων, που δεν υπέβαλε οποιανδήποτε ένσταση σχετικά με την αμεροληψία του πρωτόδικου Δικαστή, παραπονέθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο πρωτόδικος Δικαστής ήταν προκατειλημμένος εναντίον του γιατί κάποτε ο εφεσείων τον είχε καταγγείλει στο «πειθαρχικό» συμβούλιο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε:

(1) O Δικαστής δεν πρέπει μόνο να είναι αλλά και να φαίνεται αμερόληπτος. H αμεροληψία δεν συναρτάται μόνο με υποκειμενικά, αλλά και αντικειμενικά κριτήρια. H ύπαρξη προκατάληψης ανατρέπει το θεμέλιο της δίκης. Και καθιστά την διαδικασία άκυρη. Στην συγκε­κριμένη υπόθεση ο ισχυρισμός του εφεσείοντα παρέμεινε αόριστος και ατεκμηρίωτος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της δευτεροβάθμιας δι­καιοδοσίας του περιορίζεται και βασίζεται στα δακτυλογραφημένα πρακτικά της υπόθεσης. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να λάβει υπόψη και γεγονότα εκτός πρακτικών. Στην συγκεκριμένη περί­πτωση από τα πρακτικά δεν προκύπτει ότι έγινε ενώπιον του πρωτόδι­κου Δικαστηρίου ο ισχυρισμός για προκατάληψη.

(2) H ευθύνη για τον προσδιορισμό των γεγονότων ενόψει συγκρουομένων εκδοχών βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο. H επέμβαση του εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθε­ση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Αποφάσεις:

Psaras and Another ν. The Republic (1987) 2 C.L.R. 132,

Theodorou v. The Police (1971) 2 C.L.R. 245,

Economides and Another v. The Police (1983) 2 C.L.R. 301,

Razis and Another v. The Police (1983) 3 C.L.R. 309,

Makrides v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 304,

Simadkiakos v. The Police, 1961 C.L.R. 64,

Kkolis v. The Republic, 1961 C.L.R. 53,

Tofas v. The Republic, 1961 C.L.R. 99,

Pourikkos v. Fevzi, 1962 C.L.R. 283,

Tompson v. Andrews [1968] 2 All E.R. 419,

Shacolas v. Universal Life (1984) 1 C.L.R. 47,

Pourikkos v. Fevzi, 1962 C.L.R. 50,

Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,

Fournides v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 73.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λαούτας, Α.Ε.Δ.) που δόθηκε στις 4 Ιουνίου, 1986 (Αρ. Αγωγής 1783/82) με την οποία απορρίφθηκε αγωγή του εναντίον του εναγομένου για ειδικές και γενικές αποζημιώσεις που είχε υποστεί λόγω της επέμβασης του τελευταίου στην άσκηση του επαγγέλματος του και δυσφήμησης των προϊόντων του.

O εφεσείων παρουσιάσθηκε αυτοπροσώπως.

Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για τον Εφεσίβλητο.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Μ. Πικής

ΠΙΚΗΣ, Δ.: O εφεσείων επιδιώκει με την έφεσή του την ανατροπή της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευ­κωσίας με την οποία απορρίφθηκε αγωγή του εναντίον του εφεσίβλητου για ειδικές και γενικές αποζημιώσεις τις οποίες είχε υποστεί, όπως ισχυρίζεται, λόγω της επέμβασης του τε­λευταίου στην άσκηση του επαγγέλματός του και δυσφήμησης των προϊόντων του.

O εφεσείων είναι πλανοδιοπώλης· η βάση της αγωγής του συνίσταται σε ισχυριζόμενες επεμβάσεις στην άσκηση του επαγγέλματός του με απειλές σε πιθανούς αγοραστές και δυσφήμηση των προϊόντων που πωλούσε έξω από το σχολικό χώρο του Γυμνασίου Κύκκου. H θέση του εφεσείοντα, όπως διατυπώθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο και αργότερα ενώπιόν μας, είναι ότι ο εφεσίβλητος, που διαχειρίζεται το κυλι­κείο του σχολείου, απέτρεπε με απειλές και δυσφήμηση των προϊόντων του εφεσείοντα, τους μαθητές του σχολείου να προσεγγίζουν και να αγοράζουν τα εδέσματα που πρόσφερε προς πώληση. Ως αποτέλεσμα υπέστη τόσο ειδικές ζημίες, τις οποίες καθόρισε σε £2. - ημερησίως, όσο και ευρύτερη ζημία για την οποία διεκδικεί γενικές αποζημιώσεις.

Προς υποστήριξη των ισχυρισμών του κατέθεσαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, εκτός από τον εφεσείοντα, και δύο άλλοι μάρτυρες, ο κ. Α. Ιωάννου και ο κ. K. Ιωάννου.

O εφεσίβλητος αρνήθηκε την απαίτηση καθώς και τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα για άμεση ή έμμεση επέμβαση στην άσκηση του επαγγέλματός του, ή τη δυσφήμηση, με οποιοδήποτε τρόπο, των προϊόντων του. Την άρνησή του υπο­στήριξε ενόρκως με την κατάθεσή του ενώπιον του πρωτόδι­κου Δικαστηρίου.

Στην απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο κάμνει ανα­φορά στις εκατέρωθεν θέσεις και τη μαρτυρία που είχε προσαχθεί προς υποστήριξή τους. Το Δικαστήριο δέκτηκε τη μαρ­τυρία του εφεσίβλητου ότι δεν είχε προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια που να εμποδίζει την άσκηση του επαγγέλματος του εφεσείοντα ή να δυσφημίζει τα προϊόντα του και απέρριψε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα και των μαρτύρων του περί του αντιθέτου.

Με την έφεσή του ο εφεσείων προσβάλλει όχι μόνο τα ευ­ρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά και την αμεροληψία του Δικαστή που εκδίκασε την υπόθεση. Πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι ο Δικαστής ήταν προκατειλημμέ­νος εναντίον του ενόψει παραπόνου το οποίο υπέβαλε το 1977 στο «Πειθαρχικό Συμβούλιο». Δε διευκρινίζεται σε ποιο Πειθαρχικό Συμβούλιο υπέβαλε το παράπονό του. Το 1977 ο Δικαστής που εκδίκασε την υπόθεση υπηρετούσε ως μέλος της Δικαστικής Υπηρεσίας. Προφανώς ο εφεσείων αναφέρεται σε καταγγελία που υπέβαλε στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβού­λιο, που έχει πειθαρχική αρμοδιότητα για τα μέλη του δικα­στικού σώματος, αναφορικά με την εκδίκαση άλλης υπόθεσης του εφεσείοντα από τον ίδιο Δικαστή. Ούτε στους λόγους της έφεσης ούτε ενώπιόν μας δόθηκε οποιαδήποτε πληροφορία για το αποτέλεσμα της καταγγελίας. Παρά τους ισχυρισμούς του για προκατάληψη εναντίον του, που πηγάζουν από γεγο­νότα που ήταν γνωστά σ' αυτόν, σε κανένα στάδιο της πρω­τόδικης διαδικασίας δεν υπέβαλε αίτηση για εξαίρεση του Δικαστή. Ας σημειωθεί ότι στο πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εκπροσωπηθεί από δικηγόρο.

H αμεροληψία του Δικαστή κατοχυρώνεται ως ένα από τα εχέγγυα της ορθής απονομής της δικαιοσύνης (άρθρο 30.2 του Συντάγματος). O Δικαστής δεν πρέπει μόνο να είναι αλλά και να φαίνεται ότι είναι αμερόληπτος, όπως βεβαιώνει η νομολογία. Όχι μόνο ο Δικαστής δεν πρέπει να διακατέχεται από προκατάληψη εναντίον του διάδικου αλλά επίσης η σχέση του με την υπόθεση ή οποιοδήποτε από τους διάδικους δεν πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εγείρει αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του στον μέσο λογικά σκεπτόμενο άν­θρωπο. Συνεπώς, η αμεροληψία δε συναρτάται μόνο με υπο­κειμενικά αλλά και με αντικειμενικά κριτήρια (βλέπε Theodorou ν. The Police*, Economides & Another v. The Police**, Razis & Another v. The Republic***, Makrides v. The Republic****). Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε ότι η ύπαρξη προκατάληψης ανατρέπει το θεμέλιο της δίκης και καθιστά τη διαδικασία άκυρη (null).

H δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ασκείται στα πλαίσια που καθορίζει ο νόμος (άρθρο 25 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60) και σύμφωνα με τις δικονομικές πρόνοιες που διέπουν την άσκηση της δικαιοδοσίας Εφετείου (Δ.35 θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας). Το γεγονός ότι η έφεση συνεπάγεται την επανεκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 25.3 του Νόμου 14/60 και της Δ.35 Κ.3 των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, δεν αποδεσμεύει το Ανώτατο Δικαστήριο από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ούτε παρέχει ευχέρεια για τη λήψη μαρτυρίας εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου το θέμα εγείρεται εξ απροόπτου (ex improviso) και η σχετική μαρτυ­ρία δεν μπορούσε, παρά τα λήψη κάθε λογικού μέτρου, να προσαχθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. (Βλέπε, με­ταξύ άλλων, Stelios Michael Simadhiakos ν. The Police*, Nicolas Georghiou Kkolis v. The Republic**, Christofis Vassiliou Tofas v. The Republic***, Yiannakis Kyriacou Pourikkos v. Mehmed Ferzi****). Εν πάση περιπτώσει, στην προκείμενη περίπτωση ούτε υποβλήθηκε αίτηση ούτε τέθηκε θέμα προσαγωγής νέας μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου (Yiannakis Kyriacou Pourikkos ν. Mehmed Ferzi*****).

Η απόφαση και τα πρακτικά του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσδιορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξετάζονται και αποφασίζονται τα θέματα τα οποία εγείρονται προς συζήτη­ση ενώπιον του Εφετείου. Αποτελεί ευθύνη του εφεσείοντα να μεριμνήσει ώστε τα πρακτικά του Δικαστηρίου να είναι συμπληρωμένα. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δικαιολο­γείται το Δικαστήριο να λάβει υπόψη οτιδήποτε έξω από τα δακτυλογραφημένα πρακτικά (βλέπε, μεταξύ άλλων, Tompson ν. Andrews******, Shacolas ν. Universal Life¨).

Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα για προκατάληψη του Δικα­στηρίου εναντίον του κρίνονται αόριστοι, παραμένουν ατεκμηρίωτοι και δεν βρίσκουν κανένα έρεισμα στα πρακτικά της υπόθεσης. Καταλήγουμε ότι ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

Οι υπόλοιποι λόγοι της έφεσης στρέφονται ουσιαστικά εναντίον των ευρημάτων αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικα­στηρίου. Στο δικό μας σύστημα η ευθύνη για τη διαπίστωση των γεγονότων ανήκει κατ' εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης (Papadopoulos ν. Stavrou¨¨). Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. H ευθύνη για τον προσδιορισμό των γεγονότων ενόψει συγκρουόμενων εκδοχών βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο. H επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιο­λογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυ­ρίας (βλέπε, μεταξύ άλλων, Fournides ν. The Republic¨¨¨, Psaras & Another v. The Republic¨¨¨¨).

Εξετάζοντας τις εισηγήσεις του εφεσείοντα με τις οποίες αμφισβητούνται τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υπό το φως και στο πλαίσιο των αρχών που έχουν επεξηγη­θεί, καταλήγουμε ότι δεν έχει καταδειχθεί κανένας βάσιμος λόγος που να δικαιολογεί την επέμβασή μας στα ευρήματα αυτά. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τέθηκαν δύο εκ­δοχές ως προς τα γεγονότα. Εναπόκειται στο πρωτόδικο Δι­καστήριο να αποφασίσει ποια από αυτές ήταν σωστή και να προβεί στα αναγκαία ευρήματα για να καταλήξει στην από- φασή του. Κρίνουμε ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος που να δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου στην πρωτόδικη απόφα­ση.

H Έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



* (1971) C.L.R. 245.

** (1983) 2 C.L.R. 301.

*** (1983) 3 C.L.R. 309.

**** (1984) 3 C.L.R. 304.

* 1961 C.L.R. 64.

** 1961 C.L.R. 53.

*** 1961 C.L.R. 99.

****1962 C.L.R. 283.

***** 1962 C.L.R. 50.

****** 1968 2 All E.R. 419.

¨ (1984) 1 C.L.R. 47.

¨¨ (1982) 1 C.L.R. 321.

¨¨¨ (1986)2 C.L.R. 73.

¨¨¨¨ (1987) 2 C.L.R. 132.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο