ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1989) 1E ΑΑΔ 556

29 Σεπτεμβρίου, 1989

[Α. ΛΟΙΖΟΥ, Π. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑ-
ΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.Δ.]

ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ.,

Εφεσείοντες - Καθ' ων η αίτηση,

και

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΧΑΡΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ
CERTIORARI,

(Πολιτική Έφεση Αρ. 7863).

Πολιτική Δικονομία - Φυλάκιση οφειλέτη εκ δικαστικής αποφάσεως για παράλειψη πληρωμής μηνιαίων δόσεων αποπληρωμής τον εξ αποφά­σεως χρέους σύμφωνα με δικαστικό διάταγμα - O Περί Πολιτικής Δι­κονομίας Νόμος, Κεφ. 6, Άρθρο 82 - Ένορκος Δήλωση προς υποστή­ριξη της ένστατης τον οφειλέτη εναντίον της αιτήσεως για φυλάκισή τον περιέχουσα ισχυρισμό ότι ο οφειλέτης δεν είχε τα μέσα να πληρώ­σει - Δήλωση δικηγόρου του οφειλέτη, με την οποίαν μεταδόθηκε τε­λείως διαφορετική εικόνα - Διαταγή φυλακίσεως οφειλέτη - Ορθά εκδόθηκε.

H Εφεσείουσα Τράπεζα επέτυχε απόφαση εναντίον του εφεσίβλητου για ποσό £550. - πλέον τόκους, πλέον έξοδα. Σε μεταγενέστερο στάδιο η Εφεσείουσα Τράπεζα ζήτησε διάταγμα για πληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους με δόσεις. Το Δικαστήριο διέταξε τους δύο εξ απο­φάσεως οφειλέτες να πληρώνουν £35.- τον μήνα. Επειδή δεν υπήρξε συμμόρφωση με το διάταγμα αυτό, η εφεσείουσα Τράπεζα κατεχώρισε αίτηση, που υποστηριζόταν από ένορκο δήλωση, σύμφωνα με την οποία οι εξ αποφάσεως οφειλέτες δεν είχαν περιουσία υποκείμενη σε κατάσχεσή, αλλά, μετά την έκδοση του διατάγματος για τις δόσεις, ερ­γάζονταν και είχαν αρκετά εισοδήματα για να πληρώσουν. Στην ένορ­κο δήλωση, που κατεχώρισε ο εφεσίβλητος για υποστήριξη της ένστα­σής του, ο εφεσίβλητος αρνήθηκε ότι ήταν σε θέση να πληρώσει τα σχετικά ποσά. Όμως, κατά την μέρα ακροάσεως της αιτήσεως ο δικη­γόρος του εφεσίβλητου δήλωσε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα:

"O καθ' ου η αίτηση 2 (εφεσίβλητος) επλήρωσε ένα ποσό, είναι εγ- γυητής και περιμένει πως θα εξοφλήσει η καθ' ης η αίτηση 1. Θα πλη­ρώσει, αλλά χρειάζεται χρόνο 4 μηνών".

Εν συνεχεία το Επαρχιακό Δικαστήριο διέταξε την φυλάκιση του εφεσίβλητου για περίοδο 60 ημερών, εκτός εάν πλήρωνε το οφειλόμενο ποσό εντός 90 ημερών.

Πολύ αργότερα ο εφεσίβλητος καταχώρισε αίτηση για έκδοση certiorari (αφού πρώτα βέβαια πήρε την σχετική άδεια) για ακύρωση της διαταγής φυλακίσεως. O Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εκδίκασε πρωτόδικα την υπόθεση, ακύρωσε την εν λόγω διαταγή του Δικαστηρίου. Ως αποτέλεσμα η τράπεζα καταχώρισε την παρούσα έφεση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, αποδεχόμενο την έφεση, αποφάσισε κατά πλειοψηφία*

(1)  H δήλωση του δικηγόρου του εφεσίβλητου έδιδε την εικόνα της παραδοχής της οφειλής, της ικανότητας του εφεσίβλητου να πληρώ­σει, της αναβολής της πληρωμής με την ελπίδα ότι θα επλήρωνε η πρωτοφειλέτιδα, μιά αναμονή φυσική για κάθε εγγυητή, και την διαβεβαί­ωση ότι θα πληρώσει, αλλά λόγω ασφαλώς του ότι οι οφειλόμενες δόσεις είχαν συμποσωθεί σε σεβαστό ποσό, ο εφεσίβλητος χρειαζόταν 4 μήνες για να πληρώσει. H δήλωση αυτή έδιδε σαφή εντύπωση ότι όλοι οι ισχυρισμοί, που περιείχοντο στην ένορκο δήλωση, που υπεστήριζε την ένσταση, εγκαταλείφθηκαν.

(2)  Με βάση τα πιο πάνω ο Επαρχιακός Δικαστής εξέδωσε το διά­ταγμα, αιτιολογώντας το με τον δέοντα τρόπο: και τούτο γιατί δεν ήταν ενώπιόν του μόνο η δήλωση του δικηγόρου, αλλά και η ένορκη δήλωση που υπεστήριζε την αίτηση της τράπεζας, και που στην ουσία έμεινε αναντίλεχτη, μετά την εν λόγω δήλωση του δικηγόρου.

(3)  Αναμφίβολα μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα φυλακίσεως, όπως άλλωστε μπορεί κατηγορούμενος να καταδικασθεί σε φυλάκιση μετά από παραδοχή ενοχής.

H έφεση επιτρέπεται.

 

Αναφερόμενες αποφάσεις:

Rolandis, Louca & Soteriades v. Koutsiou (1970) 1 C.L.R. 25;

R. v. Senate of University of Aston, Ex Parte Roffey and Another [1969] 2 All E.R. 964;

In re Charalambous (1985) 1 C.L.R. 746;

Kayttani v. Makris, 3 R.S.C.C. 143;

Stonor v. Fowle, 13 A.C. 20;

Buckley v. Crawford [1893] 1 Q.B.D. 105;

In re James Edgome, Ex parte Jame Edgome [1902] 2 K.B. 403;

Nesom v. Metcarfe [1921] 1 K.B. 400;

In re Bramblevale Ltd [1970] Ch. 128;

Savings and Investmnt Bank v. Gasco (No 2) [1988] 1 All E.R. 975;

Papadopoullos v. Republic (1980) 2 C.L.R. 10;

Charitonos and Others v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 40;

Young v. J. L. Young Manufacturing Company [1900] 2 Ch. 753;

Seraphim Brothers v. Jacquet Freres, XIV C.L.R. 119;

In re a Judgment Debtor, 51 T.L.R. 524;

Adamou v. Ioannides (1963) 2 C.L.R. 468.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κούρρης Δ.) που δόθηκε στις 12 Απριλίου, 1989 (Αριθμός Αίτησης 5/89) με την οποία εξέδω­σε Διάταγμα Certiorari και ακύρωσε την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 29 Απρι­λίου, 1987 στην Αγωγή Αρ. 184/83 για φυλάκιση του εφεσίβλητου με βάση το Άρθρο 82 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.

N. Παπαευσταθίου με Μ. Ηλιάδη, για τους εφεσείοντες καθ' ων η αίτηση.

Α. Ευτυχίου, για τον εφεσίβλητο.

Α. ΛΟΙΖΟΥ Π: Με την απόφαση που θα αναγνώσω συμ­φωνούν όλοι οι Δικαστές εκτός του Δικαστή κ. Στυλιανίδη, ο οποίος θα δώσει δική του απόφαση.

H εφεσείουσα Τράπεζα, που θα αναφέρεται στη συνέχεια σαν η Τράπεζα, είναι ο εξ αποφάσεως δανειστής του εφεσίβλητου μετά την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή 184/83 που εκδόθηκε στις 13 Ιουνίου 1983 εναντίον της Γαλάτειας Αναστασιάδου ως πρωτοφειλέτιδας και του εφεσίβλητου ως εγγυητή για ποσό £550 πλέον τόκους προς 9% από τις 3 Μαΐου 1982 και £104.25 σ. έξοδα. Ύστερα από αίτηση της Τράπεζας οι δυο εξ αποφάσεως οφειλέτες διατάχθηκαν από το Δικαστήριο στις 26 Φεβρουαρίου 1985 σε διαδικασία αίτησης πληρωμής με δόσεις να κα­ταβάλλουν στην Τράπεζα ποσό £35. - το μήνα από την 1 Απριλίου 1985 μέχρις εξοφλήσεως και επιπλέον να πληρώ­σουν το ποσό των £10.15 σ. ως έξοδα της αίτησης.

Στις 29 Απριλίου 1987 μετά από αίτηση της Τράπεζας ο εφεσίβλητος καταδικάστηκε σε φυλάκιση 60 ημερών εκτός αν πλήρωνε το ποσό των £630 πλέον £55 έξοδα μέσα σε 90 μέρες από την ημέρα της απόφασης. Το σχετικό πρακτικό του Δικα­στηρίου είναι ως εξής:

"29.4.87

Αίτηση φυλακίσεως ημερ. 14.2.87

Δια αιτητήν: κ. N. Παπαευσταθίου μετά του κ. Κυριακοπούλου.

Καθ' ου η αίτηση αρ. 1 παρών γι αυτόν ο κ. Αργυριάδης για κ. Α. Ευτυχίου.

κ. Αργυριάδης: O καθ' ου η αίτηση αρ. 2 επλήρωσε ένα ποσό, είναι εγγυητής και περιμένει πως θα εξοφλήσει η καθ' ής η αίτηση αρ. 2 θα πληρώσει αλλά χρειάζεται χρόνο 4 μηνών.

Δικαστήριο: Εκ της προσαχθείσης μαρτυρίας είμαι ικα­νοποιημένος ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις αι αναφερόμεναι εις το μέρος VIII του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 εν συνδυασμώ με τας ειδικάς προνοίας του Μέρους IX του ιδίου Νόμου δια την φυλάκισιν του καθ' ου η αίτησις αρ. 2. (Ίδετε μεταξύ άλλων την υπόθεσιν Ρολάνδης, Λουκά & Σωτηριάδης Λτδ. ν. Ανδρέα Κούτσιου (1970) 1 C.L.R. 25). Ως εκ τούτου υπό τας περιστάσεις διατάσσεται η φυλάκισις του καθ' ου αρ. 2 διά περίοδο 60 ημερών εκτός εάν ούτος πληρώσει το ποσό των £630. - πλέον £5. - έξοδα της παρούσης αιτήσεως εντός 90 ημερών από σήμερα".

Εν τω μεταξύ η πρωτοφειλέτιδα Γαλάτεια Αναστασιάδου απέθανε και στις 3 Νοεμβρίου 1987, χορηγήθηκαν έγγραφα διαχειρίσεως σε διαχειριστή.

Στην ένορκο δήλωση που συνόδευε την αίτηση φυλακίσεως περιείχετο ο ισχυρισμός ότι οι εναγόμενοι καθυστερούσαν από 1 Μαΐου 1985 μέχρι 1 Δεκεμβρίου 1986 την πληρωμή 18 δόσεων, δηλαδή το ποσό των £630. - πλέον έξοδα· και επι­πρόσθετα ότι οι εναγόμενοι εστερούντο περιουσίας υποκείμε­νης σε κατάσχεση, αλλά από της διαταγής του Δικαστηρίου δια πληρωμή του χρέους των δια μηνιαίων δόσεων εργάζο­νταν και είχαν αρκετά εισοδήματα για να πληρώσουν αλλά αρνήθηκαν ή αμέλησαν να συμμορφωθούν προς τη διαταγή του Δικαστηρίου.

Στην ένορκο δήλωση που κατεχώρισε ο εφεσίβλητος προς υποστήριξη της ένστασης του αρνήθηκε την ακρίβεια του οφειλομένου ποσού ισχυριζόμενος ότι το αξιούμενο ποσό είναι υπερβολικό και αναληθές ενόψει του γεγονότος ότι σε διάφορες ημερομηνίες είχε πληρώσει διάφορα ποσά συμποσούμενα σε £365.15 σ. θέτοντας τους αιτητές σε αυστηρή από­δειξη του οφειλομένου ποσού. Σε δεύτερη συμπληρωματική ένορκο δήλωση δήλωνε πως ήτο συνταξιούχος ηλικίας 74 ετών και έπαιρνε από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων £48. - περίπου το μήνα και ότι όποτε μπορούσε εργαζόταν σαν μεσίτης και ότι λόγω της προχωρημένης ηλικίας και της καταστάσεως της υγείας του δεν μπορούσε να εργάζεται τα­κτικά. Γι' αυτό δεν είχε τη δυνατότητα να κερδίζει αξιόλογο εισόδημα εκτός από τη σύνταξή του και ότι για να συντηρεί­ται με τη γυναίκα του τους βοηθούσε η κόρη του.

Στις 28 Δεκεμβρίου 1988 μετά από αίτηση του εφεσίβλητου ο δικαστής του Δικαστηρίου τούτου έδωσε άδεια καταχώ­ρισης αίτησης για έκδοση διατάγματος certiorari η οποία και καταχωρίσθηκε και στην οποία εκδόθηκε η επίδικη απόφαση εναντίον της οποίας κατεχωρίσθηκε η έφεση αυτή και που προσβάλλεται για τους τρεις πιο κάτω λόγους:

"1.  Το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρ­βαση και/ή κατάχρηση εξουσίας κατά την έκδοση του δια­τάγματος φυλακίσεως.

2.    Το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι κατά την διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν υπήρξε συμμόρφωση με το άρθρο 82 του κεφαλαίου 6.

3.    Γενικώς τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εδικαιολογούντο υπό της ενώπιόν του υπάρχουσας μαρτυρίας και πραγματικών γεγονότων της υποθέσεως".

Το άρθρο 82 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 σε όση έκταση είναι σχετικό στην παρούσα έφεση προνοεί:

"82. Οσάκις, κατόπιν εξετάσεως υπό του Δικαστηρίου περί της ικανότητος του εκ δικαστικής αποφάσεως ή του διατάγματος οφειλόμενον ποσόν, φανή εις το Δικαστήριον ότι ο πιστωτής δεν ηδυνήθη να επιτύχη ικανοποίησιν της υπέρ αυτού δικαστικής αποφάσεως διά πωλήσεως της ιδιοκτησίας του οφειλέτου χρέους ή δια κατασχέσεως ιδιο­κτησίας εις χείρας τρίτου· και

(α) ότι ο οφειλέτης χρέους έχει τότε ή έσχε μετά την έκδοσιν της δικαστικής αποφάσεως ή του διατάγματος επαρ­κείς πόρους δια να πληρώση τα χρήματα άτινα διετάχθη να πληρώση, ή μέρος αυτών όπερ παραμένει εισέτι απλήρωτον, και ότι ούτος αρνείται ή αμελεί να πληρώσει ταύτα συμφώνως προς την δικαστικήν απόφασιν ή το διάταγμα· η

(β) .................................

το Δικαστήριον δύναται, τη αιτήσει του πιστωτού, να φυλακίση τον οφειλέτην χρέους

.................................."

Το ερώτημα που τέθηκε ενώπιόν μας είναι, στην ουσία, κατά πόσο από τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του ο Δικαστής συμπεριλαμβανομένης και της δήλωσης του δικηγόρου του εφεσίβλητου που περιέχεται στο πρακτικό του Δικαστηρίου της 29 Απριλίου 1987, προέβη στη δέουσα έρευνα για να φανεί ότι ο οφειλέτης είχε, πρώτο, επαρκείς πόρους για να πληρώσει τα χρήματα που διατάχθηκε να πληρώσει ή το μέρος αυτού που παρέμεινε απλήρωτο και, δεύτερο, κατά πόσο αρνήθηκε ή αμέλησε να το πληρώσει σύμφωνα με το διάταγμα. Το θέμα της έκτασης του χρέους εγκαταλείφθηκε και δεν έχει εγερθεί ενώπιόν μας· έτσι το στοιχείο αυτό που βγαίνει από την πιο πάνω νομοθετική διάταξη δεν ήταν επίδικο θέμα.

Ήταν η θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου του εφεσίβλητου ότι ο δικαστής δεν έπρεπε να ικανοποιηθεί από τη δήλωση του δικηγόρου, αλλά θα έπρεπε να ακούσει μαρτυρία και εν πάση περιπτώσει η δήλωση αυτή καθ' εαυτή δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 82 και που έπρεπε να ικανοποιηθούν πριν ο δικαστής εκδώσει διάταγμα φυλάκισης. Ήταν η θέση του ότι μια και στην συ­μπληρωματική ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου υπήρχε ισχυ­ρισμός ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο αδυνατούσε να πληρώσει, το Δικαστήριο είχε υποχρέωση να προχωρήσει να διερευνήσει την ικανότητά του να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό πριν διατάξει τη φυλάκισή του σύμφωνα με την έννοια του άρ­θρου 82.

Από την άλλη μεριά οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι υπήρ­χαν αρκετά στοιχεία που κατά νόμο μπορούσαν να ικανο­ποιήσουν το Δικαστήριο να εκδώσει το επίδικο διάταγμα φυ­λάκισης.

Είναι φανερό από την δήλωση του δικηγόρου του εφεσί­βλητου που έγινε στην παρουσία του ότι αυτός παραδέχετο ότι επλήρωσε ένα ποσό, και ότι ως εγγυητής επερίμενε πως θα εξοφλήσει η πρωτοφειλέτιδα το εξ αποφάσεως χρέος της. Με άλλα λόγια μια και δεν συμμορφώθηκε εκείνη, θα επλήρωνε ο εφεσίβλητος αλλά χρειαζόταν πίστωση χρόνου 4 μηνών.

Ήταν φανερό ότι η δήλωση του ευπαίδευτου δικηγόρου του εφεσίβλητου έδιδε την είκονα της παραδοχής της οφειλής, της ικανότητας να πληρώσει, της αναβολής της πληρω­μής με την ελπίδα ότι θα επλήρωνε η πρωτοφειλέτιδα, μια αναμονή φυσική για κάθε εγγυητή, και η διαβεβαίωση ότι θα πληρώσει, αλλά λόγω ασφαλώς του ότι οι οφειλόμενες δόσεις στο σύνολο είχαν γίνει ένα σεβαστό ποσό χρειαζόταν τέσσε­ρις μήνες. H δήλωση αυτή έδιδε την σαφή εντύπωση ότι εγκαταλείποντο όλοι οι ισχυρισμοί που περιείχοντο στις ένορκες δηλώσεις που καταχωρίσθηκαν προς υποστήριξη της ένστα­σης στην έκδοση του διατάγματος φυλάκισης. Γι' αυτό και ο Δικαστής προέβηκε στην έκδοση του διατάγματος αιτιολογώ­ντας το με το δεόντα τρόπο· και τούτο γιατί δεν ήταν μόνο ενώπιον του δικαστή η δήλωση του δικηγόρου του εφεσίβλητου, αλλά και η ένορκη δήλωση που έγινε από μέρους της Τράπεζας προς υποστήριξη της αίτησής της για φυλάκιση, που έμενε με τον τρόπο αυτό αναντίλεκτη. Αναμφίβολα θα μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα φυλακίσεως όπως μπορεί να διαταχθεί φυλάκιση μετά από παραδοχή ενός κατηγορούμε­νου.

Ενδεικτικό της μη αμφισβλήτησης της αίτησης εκείνης και των γεγονότων που περιείχε και της εγκατάλειψης της ενστάσεως είναι το γεγονός ότι η αίτηση για άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση διατάγματος certiorari έγινε τον Δεκέμ­βριο του 1988. Δικαιολογώντας στην ένορκη δήλωσή του για την αίτηση για έκδοση διατάγματος certiorari την καθυστέ­ρηση της λήψης αυτού του δικαστικού μέτρου, ο εφεσίβλητος ανάφερε ότι ανέμενε ότι η πρωτοφειλέτιδα είχε αναλάβει να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό, αλλά απέθανε στις 11 Σε­πτεμβρίου, 1987 και κατόπιν η διαχειρίστρια της περιουσίας ανέλαβε να εξοφλήσει. H αίτηση όμως για certiorari καταχωρίσθηκε ένα χρόνο αργότερα και όλα αυτά δείχνουν ότι η έκδοση του διατάγματος φυλάκισης αυτού καθ' εαυτού, δεν επροκάλεσε στον εφεσίβλητο ή το δικηγόρο του την άμεση αντίδραση με τη λήψη διαδικαστικών μέτρων όπως θα ανεμένετο, αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Παρόλον που είχε εγερθεί ενώπιον του δικαστή πρωτόδικα στην αίτηση για certiorari, το θέμα της καθυστέρησης της αίτησης αυτής, είναι γεγονός ότι δεν αποτελεί λόγω εφέσεως. Δεδομένου όμως ότι καταλήγουμε στο αποτέλεσμα ότι επιτυγχάνει η έφεση πάνω στην ουσία, δεν θα θέλαμε να ασχοληθούμε με το σημαντικό θέμα της καθυστέρησης που θα μπορούσε να ήταν μοιραίο για την τύχη της αίτησης αν δεν εδίδοντο από ένα αίτητη ικα­νοποιητικοί λόγοι για την αδράνεια του για μέγα χρονικό διάστημα.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει.

Υπό τις περιστάσεις όμως δεν κάμνουμε οποιαδήποτε δια­ταγή για έξοδα.

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ Δ: H παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον Απόφασης Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου με την οποία εξέδωσε Διάταγμα Certiorari και ακύρωσε την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 29 Απρι­λίου, 1987, στην Αγωγή Αρ. 184/83, για φυλάκιση του Θεοχά­ρη Χαραλαμπίδη - εφεσίβλητου με βάση το Αρθρο 82 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 ("ο Νόμος").

Στις 13 Ιουνίου, 1983, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκω­σίας εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας τράπεζας (ο "πιστωτής") εναντίον της Γαλάτειας Αναστασιάδου (πρωτοφειλέτιδας) και του εφεσίβλητου (ο "χρεώστης") για ποσό £550.- με τόκο 9% από 3 Μαΐου, 1982, και £104.25 έξοδα. O χρεώστης ήταν εγγυητής στην οφειλή με βάση την οποία εκδόθηκε η απόφαση.

Στις 26 Φεβρουαρίου, 1985, σε αίτηση του πιστωτή για εξέταση των χρεωστών αναφορικά με τα μέσα τους για την πληρωμή του χρέους, το Δικαστήριο διάταξε την πληρωμή του χρέους με μηνιαίες δόσεις από £35. - η καθεμιά. H πρώτη δόση ήταν πληρωτέα την 1η Απριλίου, 1985.

Στις 14 Φεβρουαρίου, 1987, ο πιστωτής καταχώρισε αίτη­ση, με την οποία ζήτησε τη φυλάκιση των χρεωστών για πε­ρίοδο όχι μεγαλύτερη από 12 μήνες, ή μέχρι πληρωμής των μηνιαίων δόσεων δυνάμει του Διατάγματος της 26ης Φε­βρουαρίου, 1985. H αίτηση βασίζεται στο Άρθρο 82 του Νόμου και τους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς, Διάτα­ξη 48. O χρεώστης καταχώρισε ένσταση και δύο ένορκες δη­λώσεις, ημερομηνίας 23 Μαρτίου, 1987 και 29 Απριλίου, 1987.

Στις 29 Απριλίου, 1987, ύστερα από δήλωση του δικηγό­- ρου του χρεώστη, στην οποία θα γίνει αναφορά πιο κάτω, το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε την πιο κάτω Απόφαση:-

"Εκ της προσαχθείσης μαρτυρίας είμαι ικανοποιημένος ότι πληρούνται αι προϋποθέσεις αι αναφερόμεναι εις το μέρος VIII του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 εν συνδυασμώ) με τας ειδικάς προνοίας του Μέρους IX του ιδίου Νόμου διά την φυλάκισιν του καθ' ου η αίτησις αρ. 2 (Ίδετε μεταξύ άλλων την υπόθεσιν Ρολάνδης, Λουκά & Σωτηριάδης Λτδ. ν. Ανδρέα Κούτσιου (1970) 1 C.L.R. 25). Ως εκ τούτου υπό τας περιστάσεις διατάσσεται η φυλάκισις του καθ' ου η αίτηση αρ. 2 διά περίοδο 60 ημερών εκτός εάν ούτος πληρώσει το ποσό των £630.- πλέον £45.- έξοδα της παρούσης αιτήσεως εντός 90 ημερών από σήμερα."

O χρεώστης, ύστερα από άδεια Δικαστή, που δόθηκε στην αίτηση 205/88, ζήτησε την έκδοση διατάγματος Certiorari για την προσαγωγή από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στο Ανώτατο Δικαστήριο του φακέλου της Αγωγής Αρ. 184/ 83 για την ακύρωση και/ή παραμερισμό της πιο πάνω από­φασης της 29ης Απριλίου, 1987 και του Εντάλματος Φυλάκι­σης Αρ. 39714/87 που εκδόθηκε για την εκτέλεσή της. Ζήτησε περαιτέρω έκδοση διατάγματος Prohibition.

O πρωτόδικος Δικαστής αποφάσισε ότι υπήρχε πλάνη νόμου πρόδηλη στο πρακτικό του Δικαστηρίου και ότι ο Δι­καστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου ενήργησε με υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας στην έκδοση της απόφασης για φυ­λάκιση του χρεώστη. Δεν υπήρξε συμμόρφωση με τις πρό­νοιες του Άρθρου 82, γιατί ο Δικαστής του Επαρχιακού Δι­καστηρίου εξέδωσε τη Διαταγή Φυλάκισης του χρεώστη χωρίς να προβεί σε έρευνα για να ικανοποιηθεί ότι ο χρεώστης είχε επαρκή μέσα να πληρώνει τις μηνιαίες δόσεις και αρνήθηκε ή αμέλησε. Βασίστηκε μόνο σε δήλωση που έγινε την ημέρα της ακρόασης της αίτησης φυλάκισης. Για τους πιο πάνω λόγους εξέδωσε το Διάταγμα Certiorari και ακύρωσε την επίδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Οι λόγοι της έφεσης είναι:-

"1.  Το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένος έκρινε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρ­βαση και/ή κατά κατάχρηση εξουσίας κατά την έκδοση του διατάγματος φυλακίσεως.

2.    Το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι κατά την διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν υπήρξε συμμόρφωση με το άρθρο 82 του κεφαλαίου 6.

3.    Γενικώς τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εδικαιολογούντο υπό της ενώπιόν του υπαρχούσης μαρτυρίας και πραγματικών γεγονότων της υποθέσεως".

H επιχειρηματολογία των δικηγόρων περιστράφηκε γύρω από την ερμηνεία και εφαρμογή του Άρθρου 82 του Νόμου και τα περιστατικά της υπόθεσης.

O δικηγόρος του πιστωτή υπόβαλε ότι το Δικαστήριο κάμνει την έρευνα για τα μέσα του χρεώστη όταν εξετάζει την ικανότητα του χρεώστη να πληρώσει το χρέος του με βάση το Μέρος IX του Νόμου. Στην αίτηση για φυλάκιση δε χρειάζε­ται οποιαδήποτε έρευνα για τα μέσα του χρεώστη, αλλά ο χρεώστης έχει το βάρος να αποδείξει νόμιμη δικαιολογία για την παράλειψη και/ή άρνησή του να πληρώσει τις δόσεις. Αναφέρθηκε στην υπόθεση Rolandis, Louca & Soteriades Ltd. v. Andreas Koutsiou (1970) 1 C.L.R. 25. Διαζευκτικά ισχυρί­στηκε ότι η δήλωση του δικηγόρου του χρεώστη στις 29 Απρι­λίου, 1989, στο Επαρχιακό Δικαστήριο ικανοποιεί την προϋ­πόθεση του Νόμου.

O δικηγόρος του χρεώστη εισηγήθηκε ότι η πρόνοια του Άρθρου 82 είναι τιμωρητικής φύσης· ότι πρέπει να αποδειχθεί στο Δικαστήριο ότι ο χρεώστης έχει ή είχε μετά την έκδο­ση της διαταγής για μηνιαίες πληρωμές αρκετά χρήματα για να πληρώσει τις δόσεις που διατάχτηκαν, αλλά αρνείται ή αμελεί να πληρώσει. O πιστωτής είχε το βάρος της απόδει­ξης. H ένορκος δήλωση που καταχωρίστηκε για υποστήριξη της αίτησης φυλάκισης δεν ήταν επαρκής. Εν πάση περιπτωσει ο χρεώστης με την ένορκο δήλωση της 29ης Απριλίου, 1987, αρνήθηκε τους ισχυρισμούς γεγονότων του πιστωτή και ως εκ τούτου υπήρξαν συγκρουόμενοι ισχυρισμοί στις ένορ­κες δηλώσεις και δεν υπήρχε απόδειξη ενώπιον του Δικαστη­ρίου, γιατί ο πιστωτής δεν προσκόμισε την αναγκαία μαρτυ­ρία. Το θέμα άπτεται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου και πρέπει ο Νόμος να ερμηνεύεται αυστηρά. Όπου υπάρχει αμβιφολία ο ερμηνευ­τής και εφαρμοστής του Νόμου πρέπει να αποκλίνει υπέρ του χρεώστη. Τελικά υποστήριξε ότι ορθά ο Δικαστής του Δικα­στηρίου τούτου έκρινε ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με το Άρθρο 82 και ότι η Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου εκδόθηκε με πρόδηλη πλάνη περί το νόμο και υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας.

O δικηγόρος του πιστωτή επιχειρηματολόγησε ότι η αίτηση για έκδοση διατάγματος certiorari καταχωρίστηκε ύστερα από μακρά καθυστέρηση και ως τούτου η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου έπρεπε να ασκηθεί εναντίον του χρεώστη.

O δικηγόρος του χρεώστη, από την άλλη, υποστήριξε ότι το θέμα της καθυστέρησης δεν εγείρεται στην έφεση και ότι υπήρξε εύλογη δικαιολογία για την καθυστέρηση στην κατα­χώριση της αίτησης για certiorari.

Οι λόγοι έφεσης έχουν αναφερθεί verbatim ανωτέρω. Κα­νένας από τους λόγους δεν εγείρει το θέμα της καθυστέρησης. Είναι πάγια νομολογημένο ότι αιτήσεις για έκδοση προνο­μιακών διαταγμάτων πρέπει να καταχωρίζονται το ταχύτερο δυνατό. Αδικαιολόγητη καθυστέρηση λαμβάνεται υπόψη σο­βαρά στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστη­ρίου - (R. ν. Senate of the University of Aston, Ex-parte Roffey and Another [1969] 2 All E.R. 964. In re Charalambous (1985) 1 C.L.R. 746).

Οι προθεσμίες που ορίζουν οι Αγγλικοί Δικαστικοί Θε­σμοί δεν ισχύουν στην Κύπρο, γιατί και οι ίδιοι οι Θεσμοί δεν ισχύουν, παρόλο ότι ακολουθείται ανάλογη πρακτική και διαδικασία.

O Νόμος θεσπίστηκε το 1885 - Αρ. 10/1885. Οι πρόνοιες του Μερούς VIII - "Εκτέλεση με Φυλάκιση" (Execution by Imprisonment) - και το Μέρος IX -"Εξέταση του εξ Αποφάσεως Χρεώστη" είχαν αντίστροφη σειρά στον αρχικό Νόμο - (Βλ. Cyprus Gazette 4 Απριλίου, 1885, σελ. 605). Οι πρόνοιες για εξέταση περιέχονται στα Άρθρα 25-30 και για την εκτέ­λεση με φυλάκιση στα Άρθρα 71-74.

Στα Νομοθετήματα της Κύπρου 1878-1906 "Συνηρμοσμένα Συνωδά ταις Διατάξεσι του περί Ανατυπώσεως των Νομοθετημάτων Νόμου του 1905, υπό των δυνάμει του ρηθέντος Νόμου Επιτροπών, Σερ Ιωσήφ Τουρνέρ Χάτσινσον και Στάνλεϋ Φίσιερ", οι σχετικές πρόνοιες τέθηκαν στη σημερινή τους θέση στο Νόμο.

Το Μέρος VIII είναι "Εκτέλεσις διά Προσωπικής Κρατήσεως" και το μέρος IX "Εξέτασις του εξ Αποφάσεως Οφειλέ­του".

Οι πρόνοιες αυτές έχουν εισαχθεί από την Αγγλία. Το Άρθρο 82 βασίζεται ή/και έχει λεκτικό παρόμοιο με το Άρθρο 5 του περί Οφειλετών Νόμου του 1869. Για την εποχή του ο Νόμος αυτός ήταν ένα βήμα στην ορθή κατεύθυνση της προ­στασίας του ανθρώπου, γιατί κατάργησε τη σύλληψη και φυ­λάκιση για παράλειψη πληρωμής ποσού χρημάτων, εκτός στις περιορισμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο Νόμο και για το σκοπό που προβλέπεται.

Σύμφωνα με το Κοινοδίκαιο, πριν από τον περί Οφειλε­τών Νόμο του 1869, η φυλάκιση χρεώστη εχρησιμοποιείτο ως μέσο εκτέλεσης απόφασης για πληρωμή χρημάτων και εφαρμόζετο με την κράτηση του προσώπου του χρεώστη ως ασφά­λεια για το χρέος και όχι για καταφρόνηση του Δικαστηρίου.

Σύμφωνα με το Δικαστήριο της Επιεικείας - (The Court of Chancery), η κράτηση του προσώπου του χρεώστη γινόταν για την εφαρμογή της εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής χρη­μάτων. Δεν ήταν ικανοποίηση του χρέους, αλλά ένα βήμα στη διαδικασία της έκδοσης διατάγματος κατάσχεσης της περιου­σίας του προσώπου το οποίο εκρατείτο στη φυλακή.

Κατά το Κοινοδίκαιο, επίσης, απόφαση για πληρωμή χρέ­ους μπορούσε να εκτελεστεί με τη φυλάκιση ως διαζευκτικός τρόπος εκτέλεσης προς την κατάσχεση της περιουσίας του χρεώστη. Εάν εγίνετο επιλογή του μέρους της φυλάκισης, το δικαίωμα της εκτέλεσης εναντίον της περιουσίας δεν υφίστατο - (Halsbury's Laws of England, 3rd Edition, Volume 8, σελ. 22).

To Άρθρο 82 του Νόμου στο Αγγλικό πρωτότυπό του - δεν υπάρχει ακόμα επίσημη μετάφραση στα Ελληνικά - έχει:-

"82.Where upon any investigation by the Court respecting the ability of a judgment debtor to pay the amount due under a judgment or order it appears to the Court that the creditor has been unable to obtain satisfaction of his judgment by the sale of the debtor's property or by attachment of property in the hand of some third party: and

(a)  that the debtor then has or since the making of the judg­ment or order has had sufficient means to pay the money di­rected to be paid by him or some part thereof which still re­mains unpaid, and that he refuses or neglects to pay it according to the judgment or order, or

(b)  that he has made or suffered to be made any gift, deliv­ery, or transfer of any property, or charged, removed or con­cealed any property and has thereby prevented the creditor from obtaining payment of the judgment debt or any part there­ of,

the Court may on the application of the creditor commit the debtor to prison for any term not exceeding twelve months, or until the payment of the sum due, subject to the provisions hereinafter contained; but may at any subsequent time order his release on the request of the creditor."

Οι πρόνοιες του Άρθρου λήφθηκαν από το Άρθρο 5 του Αγγλικού περί Οφειλετών Νόμου (Debtors' Act) 1869 και το ουσιώδες μέρος του έχει το ίδιο λεκτικό, με τη διαφορά ότι ο Αγγλικός Νόμος προβλέπει έξι εβδομάδες φυλάκιση, ενώ ο Κύπριος Νομοθέτης προνόησε ένα χρόνο, που προβλέπεται στο Άρθρο 4 του Αγγλικού Νόμου για άλλους σκοπούς.

Φυλάκιση είναι στέρηση της ελευθερίας του ατόμου. Το δι­καίωμα της προσωρινής ελευθερίας κατοχυρώνεται από το Άρθρο 11 του Συντάγματος και το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία μετά την κύ­ρωσή της με το Νόμο 39/62 έχει αυξημένη ισχύ στη νομική τάξη της Δημοκρατίας. Τόσο στο Σύνταγμα, όσο και στη Σύμ­βαση υπάρχει περιοριστικός και εξαντλητικός αριθμός περι­πτώσεων στις οποίες μπορεί να επιβληθεί στέρηση της προ­σωπικής ελευθερίας του ατόμου. Τα ουσιώδη μέρη για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης των δύο κειμένων στην Ελ­ληνική του Συντάγματος και στη μια από τις δυο αυθεντικές γλώσσες - την Αγγλική - της Σύμβασης έχουν: -

"11.1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας και προ­σωπικής ασφαλείας.

2. Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη εις τα περιπτώσεις;

(α) .................................

(β) συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου λόγω μη συμμορφώσεως προς νόμιμον διαταγήν δικαστηρίου."

"5.1. Everyone has the right to liberty and security of per­son. No one shall be deprived of his liberty save in the follow- ­ing cases and in accordance with a procedure prescribed by law

a ...................................

b. the lawful arrest or detention of a person for non- compliance with the lawful order of a court or in order to se­cure the fulfilment of any obligation prescribed by law;"

Για τη στέρηση της ελευθερίας του πολίτη, η οποία είναι ένα από τα βασικά και αναπαλλοτρίωτα δικαιώματά του, πρέπει να προϋπάρξει νόμιμη δικαστική διαταγή και μη συμ­μόρφωση προς αυτή. Πρέπει δε να ακολουθηθεί η διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο. O Νόμος όμως δεν πρέπει να είναι αντίθετος ή ασύμφωνος με οποιαδήποτε διάταξη του Συντάγματος ή της Σύμβασης.

O σκοπός του Άρθρου 82 δεν είναι η είσπραξη του εξ αποφάσεως χρέους.

Στην υπόθεση Panayiotis Kayttani and Emilios Makris, 3 R.S.C.C. 143, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αποφά­σισε ότι τα Άρθρα 82, 83, 84 και 85 του Νόμου δεν είναι αντι­συνταγματικά αναφορικά με το Άρθρο 11, γιατί περιορίζεται η εφαρμογή τους σε περιπτώσεις εκ προθέσεως αποφυγής (wilful evasion) από τον εξ αποφάσεως χρεώστη να πληρώσει τη δόση που διέταξε νόμιμα το Δικαστήριο και ότι η εσκεμμένη αποφυγή του χρεώστη να πληρώσει ισοδυναμεί με μη συμ­μόρφωση σε νόμιμη διαταγή του Δικαστηρίου, με το νόημα της παραγράφου 2 του Άρθρου 11 του Συντάγματος.

H πρακτική που ακολουθείται είναι: Πρώτα γίνεται η έρευνα, με βάση το Μέρος ΙΧ, αναφορικά με τα μέσα του χρεώστη να πληρώσει με δόσεις και η έκδοση διαταγής για μηνιαίες ή περιοδικές πληρωμές. Το Μέρος VIII και το Άρθρο 82 έχει εφαρμογή σε κατοπινό στάδιο. H πρόνοια του Άρθρου 82 είναι τιμωρητικής φύσης και ο σκοπός της, παρό­λο ότι περιγράφεται ως τρόπος εκτέλεσης απόφασης, δεν είναι η είσπραξη του χρέους, γιατί με τη φυλάκιση ο χρεώ­στης δεν απαλλάττεται της οφειλής, αλλά η αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης. Είναι θέμα δημόσιας πολιτικής και τάξης. H ανυπακοή στις δικαστικές αποφάσεις δεν παραμέ­νει ατιμώρητη - (Stonor ν. Fowle, 13 App. Cas. 20).

Το διάστημα φυλάκισης εκδίδεται για πράξη του παρελθό­ντος. H μη συμμόρφωση είναι αστική καταφρόνηση του Δι­καστηρίου. Έχει το χαρακτήρα ποινικού αδικήματος και η δικαιοδοσία για φυλάκιση ασκείται για την τιμωρία ανέντι­μου ή ανυπάκουου οφειλέτη - (Buckley ν. Crawford [1893] 1 Q.B.D. 105).

Στην υπόθεση In re James Edgome, ex parte James Edgome [1902] 2 K.B. 403, στις σελ. 410-411 o Vaugham Williams L.J. είπε:-

"The exception is put in a different section because it is a section which deals with the power of the Court to commit a debtor to prison for non-payment of a judgment debt; and when one looks at the conditions under which such an order is allowed to be made, it is perfectly plain that they can only be made when there is a contumacious debtor who has the means, or has had the means, to pay the debt, and his conduct is in the nature of contempt. This imprisonment is for fixed time not exceeding six weeks, and is a punishment for the contempt, and the suffering of that imprisonment in no way discharges the debt..."

Για την άσκηση της εξουσίας φυλάκισης του χρεώστη από το Δικαστήριο πρέπει να υπάρξει μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι ο χρεώστης έχει το χρόνο της καταχώρισης της αίτη­σης, ή είχε από το χρόνο της διαταγής πληρωμής δόσης τα μέσα να πληρώσει τη δόση ή μέρος αυτής.

Στην υπόθεση Nesom ν. Metcalfe [1921] 1 Κ.Β. 400, αποφασίστηκε ότι πρέπει να αποδειχτεί με άμεση μαρτυρία ότι ο χρέωστης είχε τα μέσα να πληρώσει τη δόση και δεν την πλή- ρωσε. Στις σελ. 407-408 ο Δικαστής McCardie είπε:-

"The result of the decisions, particularly Reg. v. Brompton County Court Judge, is that the question to be determined, where an instalment order has been made, is whether the debt­or, at the time of the application to commit him, has, or has had since the date of the instalment order, the means to pay the amount he was bound to pay under that order. That is the true principle to apply. It is clear that in this case the country court judge did not apply it, and upon that ground the prohibition should go".

Και παρακάτω συνέχισε: -

"Such a requirement is in my opinion essential if the lan­guage of s. 5 is to be observed - namely, that the jurisdiction to commit can be exercised only where it is proved to the satis­faction of the Court that the person making default either has or has had the means to pay the sum in respect of which the order was made. That means that evidence of a reasonably di­rect character is required before this punishment for non­payment of debt can be imposed: see Chard v. Jervis".

Ο δικηγόρος του πιστωτή αναφέρθηκε στην Απόφαση Rolandis, Louca & Soteriades Ltd. v. Andreas Koutsiou (ανωτέρω). Ανεξάρτητα από τα γεγονότα της υπόθεσης ειπώ­θηκε στη σελ. 29 ως γενική αρχή:-

"In a proceeding for the examination of the debtor regarding his means, for the purposes of an instalments order in satisfac­tion of the judgment-debt, all the necessary material must be placed before the Court to enable the Judge dealing with the matter, to decide whether an instalment's order should be made at all; and if yes, in what amount. It is at that stage that the Court, taking all necessary matters into consideration, will determine the judgment-creditor's application for such an or­der. Once made, the order must be complied with unless the respondent can show sufficient legal justification for his failure to comply".

Οι τελευταίες δύο γραμμές δεν είναι σύμφωνες, ούτε με το γράμμα, ούτε με το πνεύμα του Άρθρου 82 και είναι αντί­θετες με εκατό χρονών νομολογία των Αγγλικών Δικαστη­ρίων πάνω στο ίδιο ζήτημα. Το βάρος της απόδειξης έχει ο αιτητής, ο οποίος πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ότι ο χρεώστης την ημέρα της αίτησης για φυλάκιση έχει ή όταν η κάθε δόση γινόταν πλη­ρωτέα είχε και/ή έκτοτε είχε τα μέσα να πληρώσει και παρέλειψε ή αρνήθηκε και εσκεμμένα απόφυγε να συμμορφωθεί με τη νόμιμη διαταγή του Δικαστηρίου.

Παρακοή διαταγής σε αστική διαδικασία είναι αστική κα­ταφρόνηση.

Παρόλο ότι είναι αστική καταφρόνηση (civil contempt) και όχι ποινική καταφρόνηση Δικαστηρίου (criminal contempt), έχει αποφασιστεί ότι το βάρος της απόδειξης σε υποθέσεις αστικής καταφρόνησης του Δικαστηρίου, που έχει ο αιτητής, είναι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και δεν ικανοποιείται το βάρος της απόδειξης με την απλή πιθανολόγηση (preponderance of evidence or probabilities).

Στην υπόθεση In re Bramblevale Ltd. [1970] Ch. 128, στη σελ. 137 o Lord Denning M.R. είπε:-

"A contempt of court is an offence of a criminal character. A man be sent to prison for it. It must be satisfactorily proved. To use the time-honoured phrase, it must be proved beyond reasonable doubt. It is not proved by showing that, when the man was asked about it, he told lies".

Και o Winn L.J. είπε στην ίδια σελίδα:-

"I agree, and rest my decision on the simple ground, ..., that unless the guilt of the appellant was proved with such strictness of proof as is consistent with the test 'beyond rea- sonable doubt', or, as my Lord has more than once put it, con­sistent with such standard as the court, with its responsibility, regards as consistent with the gravity of the charge - a test which I personally prefer - the decision that the should be im­prisoned for contempt of court cannot be sustained".

(Βλ., επίσης, Savings and Investment Bank v. Gasco (No 2) [1988] 1 All E.R. 975).

Πρέπει να υποδειχτεί ότι με το Άρθρο 12.4 του Συντάγ­ματος, που πρέπει να ερμηνεύεται με τον ίδιο τρόπο όπως το Άρθρο 6(2) της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο χρεώστης, ο οποίος αντιμετωπίζει ποινή φυλάκισης, δικαιούται στο τεκμήριο της αθωότητας και ως εκ τούτου θεωρείται αθώος ώσπου να αποδειχτεί ένοχος σύμφωνα με το Νόμο. Οποιαδήποτε αμφιβολία στη διαδικασία κάτω από το Άρθρο 82 είναι προς όφελος του χρεώστη. Όπως ένας κατηγορούμε­νος, έτσι και ένας χρεώστης στη διαδικασία αυτή δικαιούται στο ευεργέτημα της αμφιβολίας, που αποτελεί την αναπό­σπαστη συνέπεια του τεκμηρίου της αθωότητας στην απόδει­ξη της ενοχής του, που προνοείται ρητά από το Άρθρο 82 - (βλ., μεταξύ άλλων, Papadopoullos ν. Republic (1980) 2 C.L.R. 10 και Adamos Charitonos and Others v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 40, 70).

Ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχε ένορκος δήλωση της Αγάθης Στυλιανού υπαλλήλου του πιστωτή. H πρώτη παρά­γραφος αναφέρεται στη γνώση της δυνάμει εγγράφων και ότι είναι εξουσιοδοτημένη να κάμει την ένορκο δήλωση. H δεύτερη παράγραφος αναφέρεται στην αρχική απόφαση του Δικαστηρίου για το χρέος. H τρίτη παράγραφος στη διαταγή για μηνιαίες πληρωμές. H τέταρτη παράγραφος αναφέρει ότι: "Οι Εναγόμενοι καθυστερούν μέχρι σήμερον την πληρω­μήν 18 δόσεων από 1.5.1985 - 1.12.1986" και η ουσιώσης πα­ράγραφος 5 έχει:-

"5. Εξ όσων γνωρίζω και πιστεύω οι εναγόμενοι ... έχουν αρκετά εισοδήματα διά να πληρώσουν αλλ' αρνούνται ή/και παραμελούν να συμμορφωθούν προς την διατα­γή του Δικαστηρίου".

H Διάταξη 39, Θεσμός 2, προβλέπει στο Αγγλικό αυθεντι­κό κείμενο, γιατί δεν υπάρχει επίσημη Ελληνική μετάφραση:-

"2. Affidavits shall be confined to such facts as the witness is able of his own knowledge to prove, but on interlocutory applications an affidavit, may contain statements of informa­tion and belief, with the sources and grounds thereof".

Η αίτηση φυλάκισης με βάση το Άρθρο 82 δεν είναι ενδιά­μεση αίτηση. (Βλέπε για ενδιάμεσες αιτήσεις την υπόθεση Savings and Investment Bank v. Gasco (No. 2) (ανωτέρω)). Ως εκ τούτου η ένορκος δήλωση έπρεπε να περιορίζεται στα γεγονότα τα οποία η δηλούσα εγνώριζε η ίδια. H μαρτυρία πρέπει να είναι άμεση για να μπορεί το Δικαστήριο να στε­ρήσει την ελευθερία ενός πολίτη. Και αν ακόμα ήταν δεκτή η ένορκος δήλωση με βάση τη Δ.39, Θ.2, παρατηρώ ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με την πρόνοια του θεσμού.

Στην υπόθεση Young ν. J. L. Young Manufacturing Company [1900] 2 Ch. 753, o Lord Alverstone, C.J., είπε:-

"In my opinion the so-called evidence on 'information and belief ought not to be looked at at all, not only unless the Court can ascertain the source of the information and belief, but also unless the deponent's statement is corroborated by some one who speaks from his own knowledge".

O Righby, L.J., είπε στη σελ. 755 της ίδιας υπόθεσης:-

"Now, every affidavit of that kind is utterly irregular, and, in my opinion, the only way to bring about a change in that ir­regular practice is for the Judge, in every case of this kind, to give a direction that the costs of the affidavit, so far as it relates to mere matters of information or belief, shall be paid by the person responsible for the affidavit. At any rate, speaking for myself, I should be ready to give such a direction in any such case... I never pay the slightest attention myself to affidavits of that kind, whether they be used on interlocutory applications or on final ones, because the rule is perfectly general - that, when a deponent makes a statement on his information and be­lief, he must state the ground of that information and belief'.

(Βλ. Seraphim Brothers v. Jacquet Freres, XIV C.L.R. 119).

Ο χρεώστης στην ένορκο δήλωσή του αρνήθηκε ότι είχε μέσα να πληρώσει. Απεναντίας ισχυρίστηκε ότι δεν μπορού­σε να συντηρηθεί αυτός και η γυναίκα του και βοηθούνταν από την κόρη τους. Παραμένει μόνο η δήλωση του δικηγόρου του στις 29 Απριλίου, 1987:-

"κ. Αργυριάδης: O καθ' ου η αίτηση αρ. 2 επλήρωσε ένα ποσό, είναι εγγυητής και περιμένει πως θα εξοφλήσει η καθ' ης η αίτησις αρ. 2. Θα πληρώσει αλλά χρειάζεται χρόνο 4 μηνών".

H δήλωση αυτή απέχει πολύ από του να είναι ικανοποιη­τική μαρτυρία για απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβο­λίας ότι ο οφειλέτης είχε την ημέρα της καταχώρισης της αίτησης για φυλάκιση, ή είχε από την ημέρα που κάθε δόση γινόταν πληρωτέα τα μέσα να πληρώσει και αρνήθηκε ή παράλειψε να πληρώσει. Όπως είπε και ο Winn, L.J., στην υπό­θεση In re Bramblevale Ltd., (ανωτέρω), δε νομίζω ότι υπάρ­χει μαρτυρία η οποία μπορούσε να δικαιολογήσει οποιοδήποτε Δικαστήριο ότι η κατηγορία - και σε εκείνη την υπόθεση επρόκειτο για αστική καταφρόνηση Δικαστηρίου - αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε χωρίς μαρτυρία ενώπιόν του, που να αποδεικνύει την ενοχή του χρεώστη. Δεν έκαμε καμμιά έρευνα για τα μέσα του χρεώστη. Δεν υπάρχει τίποτε στη δήλωση του χρεώστη που να αναφέρεται στην ύπαρξη μέσων σε οποιοδήποτε ουσιώδη χρόνο πληρωμής των δόσεων, ύστερα βεβαίως από ικανοποίηση των οικογενεια­κών του αναγκών.

Στην υπόθεση In re a Judgment Debtor, 51 T.L.R. 524, στη σελ. 525 οι Δικαστές είπαν:-

"The Act merely gives the Court jurisdiction to punish the debtor by committal for failing in the present or in the past to apply available means to meet the instalment or instalments in arrear. His default did not consist in his failure to pay the in­stalment; his default consisted in his failure to apply in pay­ment of the instalment means which he had available for the purpose. The section does not aim at punishing poverty, or at punishing a man for incurring liabilities recklessly or improvidently, and it ought, of course, not to be used for that pur­pose. It aims at punishing a dishonest use for other purposes of funds which as man has or has had available towards pay­ing what he has been ordered to pay (see observations of Lord Halsbury, L.C., in Stonor v. Fowle: 4 The Times L.R. atp. 109; 13 App. Cas. at p. 24, and those of Lord Bramwell at pp. 111 and 28).

Accordingly, before making a committal order it is essential (see the observation of Lord Herschell in Stonor v. Fowle, 4 The Times L.R. at p. 111; 13 App. Cas, at p. 30) that the Court should satisfy itself that, in respect of the sums for which the committal order is to issue, it can truly be said that since the respective due dates the debtor has had the means of paying them available, but has neglected to use those means for the purpose of paying them. It is obvious that the debtor s future prospects of payment have no bearing on this question. The material thing to ascertain, in the very common case of a salary earner or wage earner with no other means, is the total surplus, over the period which has elapsed since the due date of the instalments in arrear, of his salary or wages over the sum reasonably required to provide for the maintenance of the debtor and of those dependent on him. The sum for which the committal issues must not exceed that surplus".

Τις οικογενειακές ανάγκες τις εξετάζει το Δικαστήριο στην κάθε περίπτωση ανάλογα με τις αντιλήψεις της κάθε πε­ριόδου. Σήμερα, παραδείγματος χάριν, η μόρφωση των παι­διών θεωρείται ουσιώδες και επάναγκες έξοδο της οικογέ­νειας, ενώ πριν 26 χρόνια, στην υπόθεση Anestos Adamou ν. Xenophon Ioannides, (1963) 2 C.L.R. 468, κρίθηκε ότι αυτό ήταν απαράδεκτο και επουσιώδες. Μεταγενέστερες πράξεις ή παραλείψεις, μετά την έκδοση της επίδικης διαταγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.

Για τους πιο πάνω λόγους θα απέρριπτα την έφεση.

Έφεση επιτυγχάνει κατά πλειοψηφία χωρίς έξοδα.

 



* Με την απόφαση της πλειοψηφίας διαφώνησε ο Διχαστής Στυλιανίδης.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο