ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1989) 1E ΑΑΔ 355
23 Ιουνίου, 1989
[ΚΟΥΡΡΗΣ, ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.Δ.]
1. ΕΛΕΝΗ ΣΑΒΒΑ ΣΑΚΚΟΥΛΑ,
2. ΣΑΒΒΑ ΧΡΙΣΤΟΦΗ ΣΑΚΚΟΥΛΑ,
Εφεσείοντες - Εναγόμενοι,
ν.
ΕΛΠΙΔΑΣ ΑΡΕΣΤΗ,
Εφεσίβλητης - Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 7214).
Πολιτική Δικονομία - Προτάσεις - Τροποποίηση - Οι Περί Πολιτικής Δικονομίας θεσμοί, θ. 25, Καν. 2 - Άπρακτη πάροδος της εκεί αναφερόμενης προθεσμίας - Καθιστά το διάταγμα τροποποιήσεως άκυρο αφ' εαυτού - Μετά την εκπνοή της προθεσμίας δεν υπάρχει εξουσία παρατάσεώς της - Αντίθετα, πριν από την εκπνοή της προθεσμίας, υπάρχει εξουσία παρατάσεώς της.
H Νομική Αρχή, την οποία εφάρμοσε το Ανώτατο Δικαστήριο αποδεχόμενο την έφεση αυτή, φαίνεται καθαρά από την πιο πάνω σημείωση.
H έφεση γίνεται δεκτή με έξοδα.
Αναφερόμενες Αποφάσεις:
Lysandrou ν. Schiza and Another (1979) 1 C.L.R. 267,
Evagorou v. Christodoulou and Another (1982) 1 C.L.R. 771.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγομένους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Παπάς, Ε.Δ.) ημερ. 9 Ιουλίου, 1986 (Αριθμός Αγωγής 718/82) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για παραμερισμό του τροποποιημένου κλητηρίου δυνάμει διατάγματος ημερ. 5 Φεβρουαρίου, 1985.
Θ. Μόντης, για τους εφεσείοντες - εναγόμενους.
Καμιά εμφάνιση για την εφεσίβλητη - ενάγουσα.
ΚΟΥΡΡΗΣ Δ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα εκδώσει ο Χρ. Αρτεμίδης.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ Δ: Στην παρούσα έφεση μας απασχόλησε η ερμηνεία του Κανονισμού 2 της Διάταξης 25 που έχει ως εξής, σε μετάφραση:
"Αν διάδικος ο οποίος έχει πάρει διάταγμα για άδεια τροποποίησης δεν προβεί στην τροποποίηση βάσει του διατάγματος αυτού μέσα στο χρονικό διάστημα που περιορίζεται γι' αυτό το σκοπό στο διάταγμα, ή αν δεν περιορίζεται σ' αυτό το χρονικό διάστημα, μέσα σε 15 μέρες από την ημερομηνία του διατάγματος, το διάταγμα που αφορά στην τροποποίηση, εφόσο εκπνεύσει το χρονικό διάστημα που περιορίζεται ως ανωτέρω, ή αυτό των 15 ημερών, ανάλογα με την περίπτωση, θα καθίσταται αφεαυτού άκυρο, εκτός αν ο χρόνος παραταθεί από το Δικαστήριο ή Δικαστή."
Στα γεγονότα τώρα. Στις 17.7.82 η ενάγουσα - εφεσίβλητη καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου αγωγή, σε ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο, εναντίον των εναγόμενων - εφεσίβλητων. Στις 25.6.83 το δικαστήριο έδωσε άδεια, μετά από αίτησή της, για την τροποποίηση του οπισθογραφημένου κλητηρίου. Δεν καθορίστηκε ο χρόνος μέσα στον οποίο θα γινόταν η τροποποίηση και επομένως ίσχυε το χρονικό διάστημα των 15 ημερών που προβλέπει ο Κανονισμός 2 της Διάταξης 25. Το τροποποιημένο όμως κλητήριο δεν καταχωρίστηκε μέσα στο πιο πάνω χρονικό διάστημα. Μετά από 20 σχεδόν μήνες, στις 2.2.85, ο δικηγόρος της ενάγουσας - εφεσίβλητης καταχώρισε αίτηση, χωρίς κλήση στους εναγόμενους - εφεσείοντες, στην οποία ζητούσε παράταση χρόνου 15 ημερών για να καταχωρίσει το τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα. Το Δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα αυτό στις 5.2.85 ως αποτέλεσμα του οποίου ήταν η καταχώριση από το δικηγόρο της ενάγουσας - εφεσίβλητης του τροποποιημένου ειδικά οπισθογραφημένου κλητηρίου. Όταν αυτό επιδόθηκε στους εναγόμενους - εφεσείοντες, ο δικηγόρος τους υπέβαλε στις 23.2.85, την υπό κρίση αίτηση για τον παραμερισμό του τροποποιημέ- νου κλητηρίου γιατί, κατά την άποψή μου, το διάταγμα της 25.6.83, βάσει του οποίου δόθηκε η άδεια τροποποίησης, είχε ήδη καταστεί άκυρο μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος των 15 ημερών. Το Δικαστήριο επομένως δεν είχε εξουσία να εκδώσει διάταγμα για παράταση της 5.2.85. Το Δικαστήριο προχώρησε στην ακρόαση της αίτησης αυτής, αντικείμενο της παρούσας έφεσης, και αποφάσισε πως είχε τέτοια εξουσία και επομένως απέρριψε την αίτηση του δικηγόρου των εναγόμενων - εφεσειόντων στις 9.7.86.
Στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν γίνεται αναφορά στις δύο σχετικές πάνω στο θέμα αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προφανώς γιατί δεν τέθηκαν υπόψη του, που είναι: Λυσάνδρου ν. Σχίζα και Άλλου (1979) 1 Α.Α.Δ. 267 και Ευαγόρου ν. Χριστοδούλου και Άλλου (1982) 1 Α.Α.Δ. 771. Στην πρώτη η απόφαση είναι σύντομη αλλά διαυγής. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε πως όταν καθορίζεται χρόνος για την εφαρμογή μιας διαταγής από το ίδιο το Δικαστήριο, τότε στη λήξη του χρόνου αυτού η διαταγή καθίσταται αφεαυτής άκυρη. Παραθέτουμε το ουσιώδες απόσπασμα της απόφασης.
"Substitution of parties is permitted and/or regulated by Order 9, r. 11, which sets out no time limit for giving effect to an order thereunder. But, as the learned President who made the order appealed from pointed out, it is specifically stated in the White Book that under Order 16, r. 13, of the Rules of the Supreme Court, which is the source and origin of our Order 9, r. 11 such substitution must be made in compliance with the provisions of the English Order 28, r 7, corresponding to our Order 25, r. 2.
Accordingly on the expiry of the time limited by the President' s order this lasped and all proceedings taken thereunder were void."
Η απόφαση αυτή υιοθετείται στην υπόθεση Ευαγόρου όπου γίνεται ειδική μνεία των προνοιών του Κανονισμού 2 της Διάταξης 25, σαν παράδειγμα περίπτωσης στην οποία το Δικαστήριο δεν μπορεί να αναβιώσει διάταγμα που κατέστη αφεαυτού άκυρο, μετά τη λήξη της χρονικής περιόδου που τέθηκε για την τροποποίηση, αντικείμενο του διατάγματος. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από τη σελίδα 775:
"An example of a fundamental defect that cannot be waived or excused is furnished by the provisions of Ord. 25, r. 2, laying down that an order for amendment of pleadings not effected within the time specified by the Court or withing 15 days, in the absence of such indication, becomes ipso facto void. (See, Lysandrou v. Schiza and Another (1979) 1 C.L.R. 267)."
To ερώτημα που πρόσθετα προβάλλεται στην υπό κρίση έφεση είναι κατά πόσο το Δικαστήριο δικαιούται να παρατείνει το χρόνο που προβλέπεται στον Κανονισμό 2 της Διάταξης 25, ή του χρόνου που το ίδιο το Δικαστήριο έχει καθορίσει, μετά τη λήξη του, όπως έγινε στην παρούσα υπόθεση. Κατά τη γνώμη μας το Δικαστήριο δεν έχει τέτοια εξουσία και αυτό φαίνεται καθαρά από τη σχετική φράση του Κανονισμού "Θα ............ καθίσταται αφεαυτού (ipso facto) άκυρο, εκτός εάν ο χρόνος παραταθεί ..... κ.λ.π." Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος των 15 ημερών, ή αυτού που ορίζει το Δικαστήριο, το διάταγμα καθίσταται άκυρο, αν δεν γίνει η τροποποίηση. H εξουσία του Δικαστηρίου να παρατείνει το χρόνο υφίσταται μόνο πριν την λήξη των 15 ημερών, ή του χρόνου που το ίδιο ορίζει, και όχι μετά που το Δικαστήριο καθίσταται ανενεργό, όταν το διάταγμα καταστεί άκυρο.
H έφεση επομένως γίνεται αποδεκτή. H απόφαση του Δικαστηρίου της 9.7.86 ακυρώνεται. Το τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα παραμερίζεται. H ενάγουσα - εφεσίβλητη θα καταβάλει τα έξοδα που έγιναν τόσο στο κάτω Δικαστήριο όσο και στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Έφεση γίνεται αποδεχτή με έξοδα.