ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1989) 1E ΑΑΔ 193

26 Απριλίου, 1989

[ΣΑΒΒΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, Δ.Δ. ]

ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΥΛΟΥ ΛΥΡΑΤΖΗΣ,

Αιτητής - Εφεσείων,

ν.

1.    ΛΟΥΚΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

2.    ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ ΛΤΔ.,

Καθ' ων η αίτηση - Εφεσίβλητοι.

(Αίτηση στην Πολιτική Έφεση 7026).

Πολιτική Δικονομία - Έφεση - Ειδοποίηση Εφέσεως - Προθεσμία - Δεν προνοείται χωριστή προθεσμία για την καταχώριση "Λεπτομερειών των γενικών λόγων της εφέσεως" - Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Θε­σμοί Θ.35, Καν. 2 και 4 - Ποιες οι 3 βασικές διατάξεις του Καν. 4 -  Δεν υπάρχει προθεσμία καταχωρίσεως αιτήσεως για τροποποίηση των λόγων εφέσεως - H διακριτική ευχέρεια ασκείται δικαστικά - H καθυ­στέρηση στην υποβολή της αίτησης αποτελεί παράγοντα συνηγορούντα υπέρ της απορρίψεώς της.

Πολιτική Δικονομία - Προθεσμίες - Παράταση - H σχετική διακριτική ευχέρεια ασκείται δικαστικά - Οι Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί θ. 57 Καν. 2.

H αγωγή του εφεσείοντα για αποζημιώσεις για αμέλεια, που οδή­γησε σε οδική σύγκρουση, απορρίφθηκε, με την αιτιολογία ότι απο­κλειστικά υπεύθυνος για το ατύχημα ήταν ο ίδιος ο ενάγων. Ταυτό­χρονα και σύμφωνα με την σχετική πρακτική -το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε και το ύψος των αποζημιώσεων.

Στην σχετική Ειδοποίηση Εφέσεως, που καταχωρίσθηκε εμπρόθε­σμα, ο εφεσείων ανέφερε ότι επιφυλάσσεται να καταθέσει λεπτομέ­ρειες των γενικών λόγων εφέσεως, όταν τα σχετικά πρακτικά θα ήσαν έτοιμα. Σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο ο εφεσείων κατέθεσε ένα έγ­γραφο, που περιείχε τέτοιες λεπτομέρειες.


Τέλος και μετά την παρέλευση αρκετού χρόνου ο εφεσείων καταχώ­ρισε την παρούσα αίτηση, με την οποία ζητά από το Δικαστήριο παρά­ταση της προθεσμίας καταχωρίσεως λεπτομερειών των γενικών λόγων εφέσεως. H αίτηση βασίστηκε στους θεσμούς της Πολιτικής Δικονο­μίας, θ.35 Καν. 2 και 4 και θ. 57, Καν. 2.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση, απεφάσισε:

1)    Ο θεσμός 57 Καν. 2 αφορά παράταση προθεσμιών, που προβλέ­πουν οι θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας. H σχετική εξουσία του Δικαστηρίου ασκείται δικαστικά. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να εφαρμοσθεί, γιατί δεν υπάρχει καθορισμένη προθε­σμία στους θεσμούς σχετικά με "λεπτομέρειες γενικών λόγων εφέσεως".

2)    Καν. 4 του θεσμού 35 περιέχει 3 βασικές διατάξεις: Ότι η υλο­ποίηση εφέσεως πρέπει να καθορίζει αν η έφεση στρέφεται ενα­ντίον ολόκληρης ή εναντίον μέρους μόνο της πρωτόδικης απόφασης, ότι η Ειδοποίηση Εφέσεως πρέπει να αναφέρει τους λόγους της έφεσης και πλήρη αιτιολογία πάνω στην οποία στη­ρίζονται οι λόγοι που προβάλλονται, και ότι το Ανώτατο Δικα­στήριο μπορεί να επιτρέψει σε οποιοδήποτε στάδιο την τροπο­ποίηση της Ειδοποιήσεως Εφέσεως.

3)    Είναι φανερό ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση ο μόνος τρόπος να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι η καταχώριση αιτήσεως για τροποποίηση των λόγων της Ειδοποιήσεως Εφέσε­ως. Δεν υπάρχει προθεσμία, αλλά προς αποφυγή ασκόπων εξό­δων, τονίζεται ότι, σε περίπτωση καταχωρίσεως στην παρούσα υπόθεση τέτοιας αιτήσεως, η πιθανότητα να γίνει δεκτή είναι πολύ περιορισμένη λόγω μεγάλης καθυστερήσεως στην υποβολή της.

H αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.

Αναφερόμενες Αποφάσεις:

Κυριακίδης ν. Κυριακίδη (1969) 1 ΑΛΑ. 373.

Αίτηση.

Αίτηση για παράταση της προθεσμίας εντός της οποίας να καταχωρισθούν λεπτομέρειες των γενικών λόγων Εφέσεως.

Μ. Κέκκου (Δνις) για Λ. Γεωργιάδου (κα), για τον αιτητή.

Α. Μυριάνθης, για τους καθ' ων η αίτηση.

ΣΑΒΒΙΔΗΣ Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο αδελφός Δικαστής I. Πογιατζής.

ΠΟΓΊΑΤΖΗΣ Δ: Με την παρούσα αίτησή του ο αιτητής υποβάλλει το πιο κάτω αίτημα:

"Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να παρατείνει την προθεσμία εντός της οποίας να καταχωρισθούν λεπτο­μέρειες των γενικών λόγων της εφέσεως η οποία καταχωρίσθηκε την 26/7/85 διά περίοδον 15 ημερών από της ημε­ρομηνίας της χορηγήσεως του αιτουμένου διατάγματος."

H αίτηση αναφέρει ότι βασίζεται στους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.57, θ.1-4 και Δ.35, Θ.2 και 4, υποστηρίζεται δε από γεγονότα που περιέχονται στην ένορκη δήλωση της δικη­γόρου του αιτητή Μαρίας Κέκκου, ημερομηνίας 10 Μαρτίου, 1989.

Οι καθ' ων η αίτηση-εφεσίβλητοι ενίστανται στην αίτηση. H ένστασή τους βασίζεται σε γεγονότα που περιέχονται στον φάκελο της έφεσης.

Τα αδιαφιλονίκητα ουσιώδη γεγονότα είναι σε συντομία τα εξής:

Με την υπό έφεση απόφασή του ημερομηνίας 29 Ιουνίου 1985, το πρωτόδικο Δικαστήριο απόρριψε την απαίτηση του εφεσείοντα, ενάγοντα στην αγωγή, για αποζημιώσεις για οδικό ατύχημα για το λόγο ότι δεν αποδείχτηκε αμέλεια ενα­ντίον των εφεσιβλήτων - εναγομένων στην αγωγή. Σύμφωνα με την πάγια τακτική που ακολουθείται σε παρόμοιες περι­πτώσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλήφθηκε και του θέμα- τος του ύψους των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων πάνω σε βάση πλήρους ευθύνης και τις καθόρισε στο συνολικό ποσό £5,150.

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο εφεσείων καταχώρισε την παρούσα έφεση στις 16 Ιουλίου 1985. Στην "Ειδοποίηση Εφέσεως" αναφέρεται ότι η έφεση στρέφεται εναντίον ολό­κληρης της πρωτόδικης απόφασης. Σχετικά με τους λόγους της έφεσης η Ειδοποίηση αναφέρει τα εξής:

"Περαιτέρω δε έστω εις γνώσιν υμών ότι οι λόγοι της εφέσεώς του και τα αιτιολογικά τούτων είναι:

O ενάγων εφεσιβάλλει ολόκληρον την απόφασιν του Δικαστηρίου ημερομηνίας 29.6.85 τόσον επί του θέματος ευθύνης όσον και επί του θέματος των αποζημιώσεων.

O ενάγων ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριον έσφαλε εις τα ευρήματά του ότι ο ενάγων είχε αποκλειστική ευθύνην διά το επίδικον δυστύχημα.

Λεπτομερείς λόγοι της εφέσεως θα δοθούν ευθύς ως τα πρακτικά της ητιολογημένης αποφάσεως είναι διαθέσι­μα."

Όπως φαίνεται από το φάκελο της έφεσης τα πρακτικά της δίκης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ετοιμάστη­καν και βρίσκονταν στη διάθεση των δικηγόρων των διαδί­κων στις 5 Μαρτίου 1986. Στις 21 Οκτωβρίου 1987 το Δικα­στήριο ειδοποίησε τους δικηγόρους των διαδίκων ότι η έφεση ορίστηκε για ακρόαση στις 29 Ιανουαρίου 1988. Την ημέρα εκείνη, στην παρουσία των δικηγόρων των διαδίκων, η ακρό­αση της έφεσης αναβλήθηκε για τις 5 Απριλίου 1988 λόγω έλ­λειψης χρόνου. Στις 15 Μαρτίου 1988 οι δικηγόροι των δια­δίκων υπόβαλαν κοινή γραπτή αίτηση για αναβολή της ημερομηνίας ακρόασης, σαν αποτέλεσμα της οποίας η ακρόα­ση αναβλήθηκε για τις 12 Δεκεμβρίου 1988. Κατά την ημέρα εκείνη ο δικηγόρος των εφεσίβλητων ήγειρε ένσταση αναφο-­ρικά με την Ειδοποίηση Εφέσεως η οποία, όπως εισηγήθηκε, δεν ήταν σύμφωνη με τις πρόνοιες των σχετικών δικονομικών διατάξεων. Ενόψει της ένστασης που υποβλήθηκε, ο δι­κηγόρος του εφεσείοντα ζήτησε και πέτυχε νέα αναβολή της ακρόασης της έφεσης για να εξετάσει τη θέση του και να υπο­βάλει, όπως είπε, αίτηση για παράταση του χρόνου για την καταχώριση πρόσθετων λόγων εφέσεων. Θα πρέπει να πούμε στο σημείο αυτό ότι στις 26 Ιανουαρίου 1988, τρεις δη­λαδή μέρες πριν τη μέρα που για πρώτη φορά είχε οριστεί η έφεση για ακρόαση, ο εφεσείων είχε καταχωρίσει στο Πρωτοκολλητείο του Δικαστηρίου, χωρίς οποιαδήποτε άδεια, ένα "έγγραφο" στο οποίο αναφέρονται τα εξής:

"Έστω εις γνώσιν υμών ότι οι λόγοι της ως άνω εφέσε­ως, καταχωρηθείσης την 26.7.1985, και τα αιτιολογικά τούτων, πλην των λόγων και αιτιολογικών τα οποία αναφέρονται εις την Ειδοποίησιν Εφέσεως είναι λεπτομερέστερον:

1.    H απόφασις του εκδικάσαντος δικαστηρίου δεν συνάδει προς την προσαχθείσαν μαρτυρίαν και/ή είναι αντί­θετος ταύτης.

2.    Το εκδικάσαν δικαστήριον δεν έλαβεν δεόντως υπ' όψιν και/ή δεν αξιολόγησε δεόντως την ενώπιόν του μαρ­τυρίαν.

3.    Το εκδικάσαν δικαστήριον εσφαλμένως αξιολόγησεν την προσαχθείσαν πραγματικήν μαρτυρίαν και/ή κατέληξεν εις εσφαλμένα συμπεράσματα εκ ταύτης.

4.    Το εκδικάσαν δικαστήριον εσφαλμένως έκρινε ότι υπό τας περιστάσεις δεν εδημιουργήθη STATE OF EMERGENCY διά τον Ενάγοντα.

5.    Το εκδικάσαν δικαστήριον εσφαλμένος δεν έλαβεν υπ' όψιν την νομολογίαν και τας αυθεντίας επί του θέμα­τος του "AGONY OF THE COLLISION"."

H παρούσα αίτηση καταχωρίσθηκε στις 10 Μαρτίου 1989 και εκδικάστηκε στις 14 Απριλίου 1989.

H μόνη δικαιολογία για την παράλειψη του εφεσείοντα να περιλάβει στην Ειδοποίηση Εφέσεως που καταχώρισε στις 26 Ιουλίου 1985 όλους τους λόγους εφέσεως και τα αιτιολογικά τους είναι εκείνη που προβάλλεται στην παράγραφο 3 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την παρούσα αίτηση και η οποία λέγει τα εξής:

"Λόγω της καθυστερήσεως της αποστενογραφήσεως των πρακτικών και της ητιολογημένης αποφάσεως του Επαρ­χιακού Δικαστηρίου Λεμεσού για να μην παρέλθει η προβλεπόμενη υπό των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας Προθε­σμία διά καταχώρισιν Εφέσεως οι Δικηγόροι του ενάγοντος κατεχώρισαν στις 26/7/85 έφεσιν περιλαμβάνουσαν μόνον τους Γενικούς λόγους της Εφέσεως."

Μια πρώτη και βασική παρατήρηση που κάμνουμε αναφο­ρικά με την παρούσα αίτηση είναι ότι, ενώ η αίτηση αναφέ­ρει ότι στηρίζεται, μεταξύ άλλων διατάξεων, και στη Δ.35, Θ.2 και 4 η οποία παρέχει στο Ανώτατο Δικαστήριο εξουσία να επιτρέψει την τροποποίηση της Ειδοποίησης Εφέσεως, η μόνη θεραπεία την οποία ο παρών αιτητής αιτείται είναι η παράταση του χρόνου για την καταχώριση "λεπτομερειών των γενικών λόγων της εφέσεως", όπως λέγει, χωρίς να αιτείται την παραχώρηση σ' αυτόν της αναγκαίας άδειας για την τροποποίηση διά της προσθήκης πρόσθετων λόγων ή άλλως πως, της Ειδοποίησης Εφέσεως που έχει ήδη καταχωρισθεί, και χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένα ή καθόλου είτε στην ίδια την αίτηση είτε στην ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, τους πρόσθετους και/ή λεπτομερείς λόγους που θεωρεί αναγ­καίο να προσθέσει. Αναφορά στο θέμα αυτό έγινε για πρώτη φορά στη διάρκεια της αγόρευσης της δικηγόρου του εφεσείο­ντα, η οποία είπε ότι εκείνο που επιδιώκουν με την παρούσα αίτηση είναι να καταστήσουν δυνατή την καταχώριση των λε­πτομερών λόγων εφέσεως που αναφέρονται στο έγγραφο ημερομηνίας 26 Ιανουαρίου 1988 που παραθέτουμε πιο πάνω, αντίγραφο του οποίου, όπως είπε, είχαν δώσει την ίδια μέρα στο δικηγόρο των εφεσιβλήτων.

Είναι φανερό ότι οι Δικαστικοί θεσμοί πάνω στους οποίους ο εφεσείων στηρίζει την παρούσα αίτηση του προνοούν για δυο διαφορετικά πράγματα.

H Διάταξη 57, θεσμός 2[*] των θεσμών Πολιτικής Δικονο­μίας παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, να πα­ρατείνει τις χρονικές προθεσμίες που καθορίζονται από τους πιο πάνω θεσμούς. Το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέ­ρεια είτε να παρατείνει με όρους ή χωρίς όρους είτε να αρνηθεί να παρατείνει τέτοια προθεσμία. Την εξουσία αυτή πρέ­πει να ασκήσει δικαστικά (judicially) αφού λάβει υπόψη όλα τα ουσιώδη ιδιαίτερα περιστατικά κάθε αίτησης ανάμεσα στα οποία πρωτεύουσα θέση κατέχει η ύπαρξη ή όχι ικανοποιητι­κής δικαιολογίας για την παράλειψη του αιτητή να κάμει μέσα στις καθορισμένες προθεσμίες αυτό που τώρα επιζητεί να κάμει. Θεωρητικά, τουλάχιστο, η προσθεσμία είναι δυνα­τό να παραταθεί ανεξάρτητα αν ο αιτητής καταχώρισε την αίτησή του πριν ή μετά τη λήξη της συγκεκριμένης χρονικής προθεσμίας την οποία επιδιώκει να παρατείνει. Με την εξαί­ρεση μιας μόνο περίπτωσης που είναι άσχετη με την παρού­σα, η αίτηση πρέπει απαραίτητα να γίνεται διά κλήσεως και όχι ex-parte.

H Διάταξη 35, θεσμός 2*, μεταξύ άλλων καθορίζει με τρόπο διατακτικό χρονική προθεσμία έξι βδομάδων για την καταχώριση έφεσης εναντίον απόφασης σε αγωγή, όπως είναι η παρούσα έφεση, εκτός στις περιπτώσεις που το Δικα­στήριο, κατά το χρόνο που εκδίδει την απόφαση ή σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο, ή το Ανώτατο Δικαστήριο, πα­ρατείνει την πιο πάνω χρονική προθεσμία ασκώντας τη διακριτική εξουσία που του παρέχει η διάταξη αυτή της οποίας οι πρόνοιες υπόκεινται στις πρόνοιες της Δ.57, Θ.2. Είναι την παράταση αυτής της χρονικής προθεσμίας που έληξε στις 10 Αυγούστου 1985 που θα πρέπει να είχε ο αιτητής υπόψη του όταν καταχώρισε την παρούσα αίτηση, αφού δεν προνοείται στους θεσμούς προθεσμία για την καταχώρι­ση Ειδοποίησης Εφέσεως που να περιλαμβάνει Γενικούς Λό­γους Εφέσεως και ξεχωριστή προθεσμία για μεταγενέστερη καταχώριση λεπτομερειών των Γενικών Λόγων Εφέσεως. Σχετικά με τις πρόνοιες της Δ.35, Θ.2 θα μπορούσε, τέλος, να λεχθεί ότι όπως και στην περίπτωση της Δ.57, θ.2, η χρονική διάρκεια της καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης για πα­ράταση της χρονικής προθεσμίας για την καταχώριση της Ει­δοποίησης Εφέσεως και η ύπαρξη ή όχι ικανοποιητικής δι­καιολογίας για την καθυστέρηση σε κάθε περίπτωση, συγκα­ταλέγονται ανάμεσα στους παράγοντες που επηρεάζουν αποφασιστικά την άσκηση από το Ανώτατο Δικαστήριο της διακριτικής ταυ εξουσίας είτε υπέρ είτε κατά της παράτασης της χρονικής προθεσμίας σε κάθε περίπτωση.

H Διάταξη 35, θ.4**, μεταξύ άλλων περιλαμβάνει τρεις βα­σικές πρόνοιες. Οι δυο πρώτες πρόνοιες αφορούν το περιεχό­μενο της Ειδοποίησης Εφέσεως με την καταχώριση της οποίας ο διάδικος ασκεί το δικαίωμα έφεσης που του παρέ­χει ο Νόμος και το Σύνταγμα και με τρόπο επιτακτικό προνοούν, η μεν πρώτη, ότι η Ειδοποίηση Εφέσεως πρέπει να κα­θορίζει αν η έφεση στρέφεται εναντίον ολόκληρης ή εναντίον μέρους μόνο της πρωτόδικης απόφασης, η δε δεύτερη ότι η Ειδοποίηση Εφέσεως πρέπει να αναφέρει τους λόγους της έφεσης και πλήρη αιτιολογία πάνω στην οποία στηρίζονται οι λόγοι που προβάλλονται. H τρίτη πρόνοια παρέχει εξου­σία στο Ανώτατο Δικαστήριο να επιτρέψει σε οποιοδήποτε στάδιο την τροποποίηση της Ειδοποίησης Εφέσεως. H εξουσία που παρέχεται επί του προκειμένου έχει τη μορφή διακριτικής ευχέρειας την οποία το Δικαστήριο πρέπει επίσης να ασκεί δι­καστικά πράγμα που σημαίνει ότι θα δεχθεί ή θα απορρίψει την αιτούμενη τροποποίηση αφού λάβει υπόψη και εκτιμήσει ορθά όλα τα ουσιώδη περιστατικά της κάθε υπόθεσης υπό το φως των σχετικών δικονομικών διατάξεων και των νομικών αρχών που καθορίστηκαν από τη νομολογία. H αίτηση για την παροχή της σχετικής άδειας γίνεται διά κλήσεως και όχι ex parte εκτός στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στη Δ.48,8.(l) (cc), εκεί, δηλαδή, που η Ειδοποίηση Εφέσεως δεν έχει ακόμα επιδοθεί στον εφεσίβλητο.

Στις περιπτώσεις στις οποίες ο εφεσείων καταχωρίζει έγκαιρα την Ειδοποίηση Εφέσεως αλλά μεταγενέστερα επιθυ­μεί να την τροποποιήσει για οποιοδήποτε λόγο, είτε με την προσθήκη νέων λόγων εφέσεων είτε άλλως πως, επικαλούμενος τη διακριτική ευχέρεια που παρέχει στο Ανώτατο Δικαστήριο η Δ.35, Θ.4, για την εξέταση της ουσίας της αίτησης χρειάζε­ται από δικονομικής άποψης μόνο η υποβολή της αίτησης με τρόπο που να συνάδει με τις πρόνοιες της Δ.48. Ασφαλώς δε χρειάζεται προηγούμενη ή ταυτόχρονη υποβολή αίτησης είτε κάτω από τη Δ.57, Θ.2 είτε κάτω από οποιαδήποτε άλλη Διά­ταξη, για παράταση της χρονικής προθεσμίας για την υποβο­λή της, αφού καμιά Διάταξη των Δικαστικών θεσμών δεν προνοεί οποιαδήποτε προθεσμία για την υποβολή αίτησης για τροποποίηση της Ειδοποίησης Εφέσεως η οποία επομέ­νως μπορεί να καταχωρισθεί οποτεδήποτε. Χρονική προθε­σμία καθορίζεται μόνο, όπως έχουμε ήδη πει, για την κατα­χώριση της Ειδοποίησης Εφέσεως με την οποία και ασκείται το παρεχόμενο δικαίωμα εφέσεως.

Συνάγεται απ' όσα έχουμε ήδη αναφέρει ότι η παρούσα αίτηση πρέπει να απορριφθεί εφόσο (α) η εξουσία που παρέ­χουν οι θεσμοί, στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι να παρατείνει εκεί που ενδείκνυται, χρονικές προθεσμίες που προνοούνται από τους ίδιους τους θεσμούς και (β) εφόσον κανένας θεσμός δεν περιέχει οποιαδήποτε χρονική προθεσμία για την κατα­χώριση είτε αίτησης για τροποποίηση υφισταμένης Ειδοποίη­σης Εφέσεως, είτε Λεπτομερειών των Γενικών Λόγων Εφέσε­ως επιπρόσθετων προς εκείνες που αναφέρονται στην ήδη καταχωρισμένη Ειδοποίηση Εφέσεως. Μόνο αν αποδεχθούμε τον ισχυρισμό του δικηγόρου των εφεσιβλήτων ότι η δήθεν Ειδοποίηση Εφέσεως που ο εφεσείων καταχώρισε στις 26 Ιουλίου 1985 δεν είναι έγκυρη Ειδοποίηση Εφέσεως αφού δε συνάδει με τις υποχρεωτικές προϋποθέσεις της Δ.35, θ.4, είναι δυνατό να εξετάσουμε αίτηση για παράταση του χρό­νου για την καταχώριση έγκυρης ειδοποίησης Εφέσεως και όχι για την καταχώριση τροποποιημένης Ειδοποίησης Εφέσε­ως ή αίτησης για την τροποποίηση της Ειδοποίησης Εφέσεως. Τον ισχυρισμόν αυτό ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων πρόβαλε για να υποστηρίξει εισήγησή του ότι η αίτηση, ως έχει, πρέπει να απορριφθεί εφόσο δεν υποβλήθηκε πριν τη λήξη της προ­θεσμίας των έξι βδομάδων όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Λεωνίδα Κυριακίδη ν. Αντώνη Κυριακίδη (1969) 1 Α.Α.Δ. 373. Σε αντίθεση όμως με τον εφεσείοντα στην υπόθεση Κυ-ριακίδη (ανωτέρω), ο παρών εφεσείων δεν αποδέχεται ότι η ειδοποίηση Εφέσεως ημερομηνίας 26 Ιουλίου 1985 είναι άκυρη ή νομικά ανύπαρκτη.

Κανένα χρήσιμο σκοπό δε θα εξυπηρετήσει τέτοια προσέγ­γιση με βάση περιστατικά τα οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν έχουν ομοιότητα με ουσιώδη περιστατικά της υπόθεσης Κυριακίδη (ανωτέρω). Θα θέλαμε εντούτοις να τονίσουμε, κυ­ρίως για αποφυγή πιθανών πρόσθετων μελλοντικών εξόδων ή πρόσθετης καθυστέρησης στην εκδίκαση της έφεσης, ότι το μέγεθος της καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης στην παρούσα υπόθεση που διάρκεσε τρία και μισό περίπου χρό­νια και η έλλειψη οποιωνδήποτε λόγων που να δικαιολογούν την καθυστέρηση περιορίζουν πολύ αν δεν εξανεμίζουν ολότελα την πιθανότητα άσκησης της διακριτικής μας εξουσίας κάτω από τη Δ.35, Θ.2 και/ή Θ.4 υπέρ του αιτητή. Οτιδήποτε περιέχεται στο έγγραφο ημερομηνίας 26 Ιανουαρίου 1988 που μπορεί λογικά να λεχθεί ότι καλύπτεται από την Ειδο­ποίηση Εφέσεως ημερομηνίας 16 Ιουλίου 1985, μπορεί να εγερθεί και συζητηθεί στην ακρόαση της έφεσης στο βαθμό, βέβαια, που καλύπτεται.

H αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα και προς όφελος των εφεσιβλήτων.

Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 



[*] 2. A Court or Judge shall have power to enlarge or abridge the time appointed by these rules, or fixed by any order enlarging time, for doing any act or taking any proceeding, upon such terms (if any) as the justice of the case may require, and any such enlargement may be ordered although the application for the same is not made until after the expiration or the time appointed or allowed: provided that when the time for delivering any pleading or document or filing any affidavit, answer or document, or doing any act is or has been fixed or limited by any of these rules or by any direction or order of the Court or Judge, the costs of any application to extend such time and of any order made thereon shall be borne by the party making such application unless the Court or Judge shall otherwise order."

*  "2. Subject and without prejudice to the power of the Court of Appeal under Order 57, rule 2, no appeal from any interlocutory order, or from an order, whether final or interlocutory, in any matter not being an action, shall be brought after the expiration of fourteen days, and no other appeal shall be brought after the expiration of six weeks, unless the Court or Judge, at the time of making the order or at any time subsequently, or the Court of appeal shall enlarge the time. The said respective periods shall be calculated from the time that the judgment or order becomes binding on the intending appellant, or in the case of the refusal of an application, from the date of such refusal. Such deposit or other security for the costs to be occasioned by any appeal shall be made or given as may be directed under special circumstances by the Court of Appeal."

 

** "4. The appellant may, by his notice, appeal from the whole or any part of any judgment or order, and the notice shall state whether the whole or part only of the judgment or order is complained of, and in the latter case shall specify such part. The notice shall also state all the grounds of appeal and set forth fully the reasons relied upon for the grounds stated. Any notice of appeal may be amended at any tune as the Court of Appeal may think fit."


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο