ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Γ. Γεωργαλλής, για την Αιτήτρια. για τους Καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-06-25 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο YULIYA YANKOVA ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 5648/2013, 25/6/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D451

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 5648/2013)

 

25  Ιουνίου 2015 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 145 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

YULIYA YANKOVA,

Αιτήτρια

- ΚΑΙ -

 

              ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ, ΜΕΣΩ

              1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

                 ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-----------------------------------

Γ. Γεωργαλλής, για την Αιτήτρια.

Ν. Γρηγορίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

------------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η αιτήτρια είχε αφιχθεί στη Δημοκρατία από τη Λευκορωσία στις 3.8.2002 για να εργαστεί ως καλλιτέχνιδα.  Στη συνέχεια ανεχώρησε στις 8.10.2002 και επανήλθε στις 6.5.2003 και πάλι για να εργαστεί ως καλλιτέχνιδα.  Αφού ανεχώρησε για την πατρίδα της, επανήλθε στις 17.7.2004 για τον ίδιο σκοπό και μετά από μια νέα επιστροφή στη χώρα της και επάνοδο στη Δημοκρατία, τέλεσε εν τέλει στις 31.5.2006 γάμο στο Δημαρχείο Αραδίππου με Ελληνοκύπριο, τον Αντώνη Παναγιώτου. 

 

         Στη συνέχεια αφίχθηκε στη Δημοκρατία για πρώτη φορά και ο γιος της αιτήτριας και μετά από διάφορες άδειες προσωρινής παραμονής της ιδίας και του γιου της, υπέβαλε αίτηση στις 29.6.2009 για εγγραφή της ως πολίτιδα της Δημοκρατίας.  Στις 25.7.2012 είχε εξασφαλιστεί και πάλι άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας με ισχύ μέχρι τις 11.6.2013. 

 

         Στις 6.1.2013, στο πλαίσιο ελέγχου της γνησιότητας του γάμου, διατυπώθηκαν σαφείς υπόνοιες περί γάμου ευκαιρίας.  Στις 6.1.2013 διαπιστώθηκε ότι το ζεύγος δεν συμβιούσε με αποτέλεσμα να ακυρωθεί στις 26.2.2013 η προσωρινή άδεια παραμονής.  Αργότερα, στις 31.7.2013, η αιτήτρια ενημερώθηκε ότι η αίτηση της για εξασφάλιση υπηκοότητας απορρίφθηκε λόγω παράνομης παραμονής της στη Δημοκρατία. 

         Η προσφυγή στρέφεται εναντίον της απόφασης των καθ΄ ων όπως αυτή διατυπώθηκε σε επιστολή τους προς την αιτήτρια ημερ. 29.4.2013 με την οποία πληροφορήθηκε ότι η άδεια παραμονής και εργασίας της είχε ακυρωθεί.  Στην αγόρευση του ο συνήγορος της αιτήτριας εστιάζει το πρόβλημα στην ελλιπή έρευνα που διεξήγαγαν οι καθ΄ ων μέσω των αρμοδίων λειτουργών της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ως προς τη συμβίωση του ζεύγους.  Εκτιμήθηκαν λανθασμένα τα δεδομένα και δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη η κλονισμένη υγεία του συζύγου της αιτήτριας, ο οποίος πάσχοντας από καρκίνο με μετάσταση, διέμενε κατά τον χρόνο των εξετάσεων στο σπίτι  αδελφότεκνης του μετά από συμβουλή των θεραπόντων ιατρών του επειδή η αιτήτρια δεν μπορούσε αφενός να τον φροντίζει λόγω της απουσίας της λόγω εργασίας και αφετέρου διότι στο διαμέρισμα του ζεύγους υπήρχε κατοικίδιο ζώο με κίνδυνο τη μετάδοση ασθένειας.  Ούτε λήφθηκαν υπόψη τα όσα ο διαχειριστής των διαμερισμάτων τους ανέφερε ότι η αιτήτρια διαμένει μόνη της κατά καιρούς διότι ο σύζυγος της εργάζεται στο εξωτερικό, ούτε και το γεγονός ότι του ζητήθηκε από τον σύζυγο η ανεύρεση διαμερίσματος δύο υπνοδωματίων, πλην όμως, η παράκληση αυτή αναιρέθηκε λόγω εμφάνισης της ασθένειας. 

 

         Η ανεπάρκεια της έρευνας και της αιτιολογίας είναι, κατά το συνήγορο, φανερή και από το γεγονός ότι από τις τρεις περιπτώσεις διερεύνησης, στις δύο οι αρμόδιοι λειτουργοί διαπίστωσαν τη συμβίωση του ζεύγους.  Ουδέποτε υπήρξε οποιοδήποτε πρόβλημα στις σχέσεις του ζεύγους, ουδέποτε υπήρξε οποιοδήποτε παράπονο του ενός έναντι του άλλου και τα περί εικονικότητας του γάμου δεν στηρίζονται στα πραγματικά δεδομένα.  Περαιτέρω, οι καθ΄ων όφειλαν να λάβουν υπόψη εφόσον ενήργησαν με βάση υπόνοιες περί εικονικότητας του γάμου και τις θέσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής όπως προνοείται από το άρθρο 7Α(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο Κεφ. 105, ως τροποποιήθηκε.

 

         Οι καθ΄ ων στη δική τους αγόρευση τονίζουν ότι ουδέποτε ο γάμος κρίθηκε εικονικός και δεν ήταν αυτή η βάση επί της οποίας ακυρώθηκε η άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας.  Η άδεια αυτή παραχωρήθηκε για παραμονή της αιτήτριας στη Δημοκρατία με τον Κύπριο σύζυγο της, καθώς και για εργασία, και εφόσον διαπιστώθηκε από την έρευνα ότι δεν υπήρχε συμβίωση κάτω από την ίδια στέγη, οι καθ΄ ων μπορούσαν να ακυρώσουν στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας τους την άδεια παραμονής, η οποία άδεια, δυνάμει του Κανονισμού 9(6) των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972, δίδεται επί προσωρινής βάσεως δυνάμει των όρων της αδείας.  Εν πάση περιπτώσει από τις απαντήσεις που δόθηκαν από την αιτήτρια και το σύζυγο της αναφορικά με τη συμβίωση τους, προκύπτει προσπάθεια παραπλάνησης των αρμοδίων λειτουργών, πέραν των επανειλημμένων προσπαθειών αποφυγής ελέγχου.  Οι απαντήσεις που δόθηκαν δεν συνάδουν η μία με την άλλη, η δε ανυπαρξία συμβίωσης επιβεβαιώθηκε και από το ζεύγος στο πλαίσιο των επαφών που είχε με την αστυνομία.  Δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από τις αρμόδιες αρχές η ύπαρξη και σοβαρότητα της ασθένειας του συζύγου της αιτήτριας, αλλά δεν ήταν αυτή η βάση της προσβαλλόμενης πράξης και επομένως δεν χρειαζόταν η διερεύνηση της ασθένειας σε οποιαδήποτε έκταση.

 

         Εξετάζοντας την ουσία της προσφυγής, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί εξ αρχής ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αφορά σε καμία περίπτωση είτε την κήρυξη του γάμου του ζεύγους ως εικονικού, ούτε την μετέπειτα απόρριψη της αίτησης για πολιτογράφηση, απόρριψη που έλαβε χώραν στις 23.7.2013.  Η εν λόγω απόρριψη είναι σαφώς άλλη αυτοτελής διοικητική πράξη, ενώ δεν φαίνεται από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία να έχει ο γάμος κηρυχθεί εικονικός.  Οι διάφορες εξετάσεις και έλεγχοι που γίνονταν κατά καιρούς διενεργήθηκαν στο πλαίσιο και της αίτησης της αιτήτριας για πολιτογράφηση, (σημείωμα 13 του διοικητικού φακέλου). Η προσβαλλόμενη πράξη αφορά μόνο την απόφαση της διοίκησης να ακυρώσει την άδεια παραμονής και εργασίας της αιτήτριας επειδή δεν συζεί με τον Ελληνοκύπριο σύζυγο της.  Αυτή είναι η βάση της απόφασης, η οποία λήφθηκε ενόσω η άδεια παραμονής και εργασίας ήταν σε ισχύ μέχρι τις 11.6.2013 και είναι τη νομιμότητα της βάσης αυτής που το αναθεωρητικό Δικαστήριο καλείται να ελέγξει.

 

         Το ουσιαστικότερο ιστορικό της υπόθεσης βρίσκεται καταγραμμένο στο ενημερωτικό σημείωμα ημερ. 30.1.2013 που ετοίμασε ο Υπεύθυνος Κλιμακίου Αλλοδαπών Λευκωσίας προς τον Διοικητή Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης.  Εκεί αναφέρεται ότι η αιτήτρια διέμενε σε μικρό διαμέρισμα μόνη με το υιό της και γείτονες στην ίδια πολυκατοικία δήλωσαν ότι δεν γνώριζαν ότι ήταν παντρεμένη. Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας γνώριζε ότι από διετίας η αιτήτρια διέμενε με τον υιό της διότι ο σύζυγος της εργαζόταν στο εξωτερικό, τον οποίο είδε μόνο δύο με τρεις φορές στην πολυκατοικία.  Η μαρτυρία έδειξε επίσης ότι η αιτήτρια προσπάθησε να αποφύγει τον έλεγχο από τον αστυνομικό που επισκέφθηκε στις 23.12.2012 το διαμέρισμα (πρώτη παράγραφος του σημειώματος), ενώ στην επίσκεψη της 6.1.2013, η αιτήτρια προσπάθησε να παραπλανήσει

τους αστυνομικούς που την ρώτησαν διάφορα πράγματα σχετικά με τη διαμονή του συζύγου στο διαμέρισμα.  Επικοινωνία με το σύζυγο αποκάλυψε ότι αυτός από τον Ιούνιο 2012 είχε επιστρέψει μόνιμα στην Κύπρο και διέμενε με την αιτήτρια.

 

         Οι λειτουργοί διατύπωσαν την άποψη υπό το φως όλων των ανωτέρω, ότι το ζεύγος δεν συμβίωνε από την αρχή του γάμου και δεν προέκυψε το πρόβλημα της συμβίωσης από τον Οκτώβριο 2012, όταν διαγνώσθηκε ότι ο αιτητής είχε καρκίνο.

 

         Το ότι υπήρχαν αντιφατικές θέσεις σε σχέση με τη διαμονή του ζεύγους, αλλά και τα προσωπικά και οικογενειακά χαρακτηριστικά τους, προκύπτει και από το σημείωμα (15) ημερ. 13.9.2010, στο οποίο καταγράφηκαν διάφορες αντιφάσεις στις ξεχωριστές συνεντεύξεις που η αιτήτρια και ο σύζυγος της έδωσαν στους λειτουργούς.  Ιδιαίτερα σε ότι σχετιζόταν με την άφιξη του συζύγου από την Ελλάδα, όπου διέμενε μόνιμα για κάποιο διάστημα και ποιος τον παρέλαβε, (η αιτήτρια είχε πει ότι τον παρέλαβε φίλος του, ενώ ο σύζυγος ότι τον παρέλαβε η ίδια), την αναχώρηση του στην Ελλάδα, (ο ίδιος είπε ότι θα επέστρεφε την επομένη, η αιτήτρια ότι αυτό θα γινόταν μετά από λίγες μέρες χωρίς να γνώριζε ακριβή ημερομηνία).  Διαφορές υπήρξαν και ως προς τη γνώση της περί του τόπου διαμονής των γονιών του συζύγου.

 

         Στη βάση των ανωτέρω, οι καθ΄ ων δικαιούντο να επανεξετάσουν την άδεια παραμονής και εργασίας της αιτήτριας.  Η  προσβαλλόμενη πράξη δεν αφορά την ακύρωση της άδειας λόγω κήρυξης του γάμου του ζεύγους ως εικονικού.  Αυτό, αν γινόταν, θα έπρεπε να λάβει χώραν με σαφή προς τούτο απόφαση ότι δηλαδή το ζεύγος είχε τελέσει εικονικό γάμο στη βάση των προνοιών του άρθρου του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, όπως στη συνέχεια τροποποιήθηκε.  Τέτοια απόφαση μπορεί να ληφθεί στη βάση των καθοριζομένων στο εδάφιο (3) κριτηρίων που δεν είναι εξαντλητικά και που τείνουν να καταδείξουν την εικονικότητα του γάμου.  Ακόμη και πληροφορίες μπορούν να ληφθούν υπόψη είτε από το ζεύγος, είτε από τρίτα πρόσωπα, έρευνες ή συνεντεύξεις που διεξάγει ο Διευθυντής.  Προϋπόθεση για τη λήψη απόφασης περί εικονικότητας δυνάμει του εδαφίου (1) είναι η προηγούμενη συμβουλή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή που ιδρύθηκε δυνάμει του άρθρου 7Β του Κεφ. 105.  Η απόφαση του Διευθυντή υπόκειται σε ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών, (δέστε Ilona Sarkisyan v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1107/2009, ημερ. 26.10.2010 και Yavorov Solachki κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 197/2012, ημερ. 28.11.2014), ECLI:CY:AD:2014:D909.

 

         Η υπό κρίση απόφαση δεν παραπέμπει σε εικονικό γάμο, ούτε είναι αυτή η θεμελιωτική της υπόσταση.  Δεν ισχύει επομένως το νομικό έρεισμα της αιτήτριας που αναφέρεται στο πιο πάνω άρθρο 7Α(1) και ούτε ισχύει, κατ΄ επέκταση, η προβαλλόμενη αιτία ακυρώσεως ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με τις πρόνοιες περί προηγούμενης συμβουλής από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.  Πουθενά στο διοικητικό φάκελο δεν υπάρχει αναφορά ότι χρησιμοποιήθηκε το άρθρο 7Α, ή, ότι ο γάμος κηρύχθηκε εικονικός.  Αντίθετα στην Έκθεση Γεγονότων  του διοικητικού λειτουργού, Ρηγίνου Πολυδεύκη, ερυθρά 318-316 του διοικητικού φακέλου, Τεκμ. «Α», σημειώνεται ακριβώς αυτό το γεγονός στην παρ. 20.

 

 Η αναφορά που γίνεται στο σημείωμα της Αστυνομίας για τη γνησιότητα του γάμου (ερ. 158-157) περί ευκαιριακού γάμου, αλλά και οι έλεγχοι που έγιναν για να διαπιστωθεί κατά πόσο η αιτήτρια συζούσε κάτω από την ίδια στέγη, δεν παρέπεμπαν κατ΄ ανάγκη σε εξετάσεις με σκοπό την κήρυξη του γάμου σε εικονικό.  Οι εξετάσεις έγιναν διότι η διοίκηση δικαιούται να επανεξετάζει κατά καιρούς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δόθηκε μια άδεια παραμονής.  Για αυτό το λόγο στο διοικητικό φάκελο, αλλά και στα έγγραφα που επισυνάφθηκαν στην ένσταση, υπάρχουν και άλλες αποφάσεις της διοίκησης για μη ανανέωση της άδειας παραμονής της αιτήτριας όπως το Παράρτημα 23 (ερυθρό 185 του διοικητικού φακέλου), όπου στις 7.3.2012, η αίτηση για άδεια παραμονής και εργασίας απορρίφθηκε γιατί η αιτήτρια δεν εργαζόταν πλέον στον δηλωμένο εργοδότη.  Κλήθηκε τότε να διευθετήσει την περαιτέρω παραμονή της ως σύζυγος πολίτη της Δημοκρατίας. 

 

         Επομένως, διαπιστώνεται και από τα ανωτέρω ότι η παραμονή της αιτήτριας ήτο πάντοτε υπό την αίρεση, αλλά και των εποπτεία των καθ΄ ων, ως προς τα δεδομένα και τη συνέχιση τους, αναφορικά τόσο ως προς την εργασία της, όσο και της συμβίωσης της με τον Κύπριο σύζυγο της.

 

         Είναι λανθασμένη η τοποθέτηση της αιτήτριας στην απαντητική αγόρευση της, ότι οι άδειες παραμονής της δεν ήταν συνδεδεμένες με το γάμο.  Στο Παράρτημα 24, για παράδειγμα, η άδεια προσωρινής παραμονής είναι μεν της κατηγορίας «employment», αλλά στο κάτω μέρος αναγράφεται ρητά ότι:

 

«Η παρούσα άδεια παραχωρείται για παραμονή του/της κατόχου στην Κύπρο μαζί με τον/την Κύπριο/α σύζυγο του/της και για εργασία όπως πιο πάνω.»

 

Ο Κανονισμός 9(6) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμού του 1972, Κ.Δ.Π. 242/72, ως τροποποιήθηκε, προνοεί τα εξής:

 

«(6) Ο Τμηματάρχης δύναται να επεκτείνη διά περαιτέρω χρονικήν περίοδον ή περιόδους, ως ούτος θεωρεί σκόπιμον, την περίοδο δι΄ ήν επιτρέπεται εις προσωρινόν κάτοικον να παραμείνη εν τη Δημοκρατία δυνάμει αδείας εκδιδομένης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος κανονισμού.»

 

Ενυπάρχει λοιπόν εξουσία στον Λειτουργό Μετανάστευσης (με την Κ.Δ.Π. 285/86, ο «Τμηματάρχης» μετονομάστηκε στον «Λειτουργό Μετανάστευσης»), να παρατείνει (και βεβαίως εξυπακούεται και να αρνείται), την άδεια για χρονική περίοδο που θεωρεί σκόπιμον, δυνάμει των όρων της άδειας.  Και εφόσον η άδεια ήταν συνδεδεμένη και με τη συμβίωση της με τον Κύπριο σύζυγο της, αυτή μπορούσε να ανακληθεί ή να μην ανανεωθεί εφόσον οι όροι της άδειας δεν ίσχυαν πλέον.

 

Τυγχάνουν επομένως στην περίπτωση οι γενικότερες αρχές σ΄ ότι αφορά το κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας να δέχεται ή να μην δέχεται αλλοδαπούς στο έδαφος της και βεβαίως να ανανεώνει ή να μην ανανεώνει ή να ακυρώνει προσωρινή άδεια εισόδου και/ή παραμονής (Edine v. Δημοκρατίας (2005) 4 Α.Α.Δ. 561, Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 κ.ά.).  Η διοίκηση όμως οφείλει να ενεργεί επί του θέματος καλόπιστα, (Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).

 

Τα όλα δεδομένα της αιτήτριας εξετάστηκαν, οι συνεντεύξεις έδειχναν ότι υπήρχαν στοιχεία που δεν πιστοποιούσαν συμβίωση και δεν διαπιστώνεται είτε λανθασμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας, είτε οποιαδήποτε πλάνη περί τα πράγματα.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το       Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                      Δ.

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο