ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Χρ. Χριστοδουλίδης, για τον Αιτητή. για τους Καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-09-12 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο FLORIN PUSCASU ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 771/2012, 12/9/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D674

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 771/2012)

 

12 Σεπτεμβρίου 2014

 

 [ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

FLORIN PUSCASU,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.    ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ

          ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

3.    ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

4.    ΥΑΜ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ,

5.    ΤΑΕ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-----------------------------------

Χρ. Χριστοδουλίδης, για τον Αιτητή.

Γ. Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:   Ο αιτητής μετά την εναντίον του έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ημερ. 28.2.2012 απελάθηκε στη χώρα καταγωγής του, Ρουμανία, απαγορεύθηκε δε η επανείσοδος του στη Δημοκρατία για δέκα χρόνια από την ημερομηνία απέλασης του.  Εναντίον αυτής της απόφασης απέλασης και απαγόρευσης επανεισόδου καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή η οποία επιδιώκει την έκδοση διαφόρων δηλωτικών αποφάσεων του Δικαστηρίου με τις οποίες να αίρεται η ακύρωση της βεβαίωσης εγγραφής του αιτητή στη Δημοκρατία υπό την ιδιότητα του ως Ευρωπαίου πολίτη, η τοποθέτηση του ονόματος του στον κατάλογο των απαγορευμένων προσώπων, η έκδοση των πιο πάνω διαταγμάτων, η κράτηση του στα αστυνομικά κρατητήρια και άλλες συναφείς δηλώσεις που στην ουσία αποτελούν  την αιτιολογία που υποστηρίζουν τους βασικούς λόγους ανατροπής της απόφασης των καθ΄ ων.

 

         Τα ουσιώδη γεγονότα που προκύπτουν από την ένσταση της Δημοκρατίας, αλλά και τις θέσεις που καταγράφει ο ίδιος είναι ότι ο αιτητής απέκτησε βεβαίωση εγγραφής στη Δημοκρατία στις 30.10.2008, ενώ προηγουμένως στις 13.5.2008 είχε τελέσει γάμο με γυναίκα από το Μπαγκλαντές.  Παρουσιάζεται να είχαν δημιουργηθεί προβλήματα στο γάμο, δεν συμβίωναν και κατετέθη και αίτηση διαζυγίου στις 12.10.2010, η οποία όμως απεσύρθη στην πορεία παρόλο που το ζεύγος διαπιστώθηκε από έρευνα της Υ.Α.Μ. να μην συμβιώνει.  Στις 28.2.2012, η Υ.Α.Μ. ενημέρωσε τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ότι ο αιτητής αναμείχθηκε σε υπόθεση εισόδου σε κατοικία με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος και μαχαιροφορίας από άλλα πρόσωπα στην οποία ο ίδιος ήταν παραπονούμενος.  Έγινε εισήγηση από το αρμόδιο Τμήμα όπως ακυρωθούν οι άδειες παραμονής εναντίον του αιτητή και της συζύγου του και εκδοθούν διατάγματα κράτησης και απέλασης ως πρόσωπα επικίνδυνα για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.  Θεωρήθηκαν από τον Υπουργό Εσωτερικών πράγματι ως απαγορευμένοι μετανάστες, η βεβαίωση εγγραφής του αιτητή ακυρώθηκε και στις 28.2.2012 εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, ο δε αιτητής ενημερώθηκε ανάλογα με αποτέλεσμα να απελαθεί στη Ρουμανία στις 2.3.2012, η δε σύζυγος του αργότερα στις 21.7.2.2012.

 

         Ο δικηγόρος του αιτητή αναπτύσσει σωρεία επιχειρημάτων που στην ουσία αφορούν το λανθασμένο της απόφασης να απελαθεί ο αιτητής στη χώρα του, να του απαγορευθεί η επανείσοδος και να τοποθετηθεί στον κατάλογο των απαγορευμένων προσώπων.  Η εισήγηση είναι ότι δεν υπήρχαν ικανά στοιχεία για μια τέτοια καταλυτική για το καθεστώς του αιτητή απόφαση με δεδομένο ότι δεν ήταν ο ίδιος κατηγορούμενος για οποιοδήποτε αδίκημα, αλλά παραπονούμενος εναντίον άλλων ομοεθνών του που του επιτέθηκαν και οι οποίοι απελάθηκαν από τη Δημοκρατία.  Η σύλληψη του έγινε στις 28.2.2012 χωρίς νόμιμο λόγο και αιτία, χωρίς να του επιδοθούν ή να του κοινοποιηθούν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία ήταν συνταγμένα στην αγγλική γλώσσα την οποία δεν γνωρίζει, δεν του παρασχέθηκαν υπηρεσίες διερμηνείας και δεν διερευνήθηκαν  οι  προσωπικές και άλλες συνθήκες περιλαμβανομένων και των προσωπικών του δεδομένων  κατά παράβαση των άρθρων 29 και 32 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007. 

 

         Η Δημοκρατία αντιτείνει ότι η διοίκηση έλαβε ορθή και εύλογη απόφαση εντός των παραμέτρων της διακριτικής της ευχέρειας και στη βάση των ενώπιον της δεδομένων.  Εγείρει δε και προδικαστικές ενστάσεις, τις οποίες όμως περιόρισε μόνο στη μη δυνατότητα ελέγχου της απόφασης να τοποθετηθεί ο αιτητής στον κατάλογο των απαγορευμένων μεταναστών («stop list»).  Η ένσταση αυτή είναι βεβαίως ορθή.  Η απόφαση να τοποθετηθεί κάποιος στον κατάλογο αυτό δεν αποτελεί παρά εσωτερικό διοικητικό μέτρο χωρίς συνεπώς να είναι εκτελεστή διοικητική πράξη.  Επομένως η καθαυτό τοποθέτηση του ονόματος στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων δεν είναι προσβλητή αφ΄ εαυτής.  (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474 και Fayez v. Δημοκρτίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 933).  Αποτελεί πράξη παρεπόμενη της κυρίας και στην ουσία είναι πράξη εκτέλεσης, (Gogoladze v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 735/96, ημερ. 12.3.1998).

         Προκύπτει από τα Παραρτήματα της ένστασης και τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε ότι το επεισόδιο που έλαβε χώρα στις 19.2.2012 είχε αναφορά σε προσωπικές διαφορές μεταξύ του αιτητή και άλλων προσώπων και είχε σημειωθεί επεισόδιο την προηγουμένη στις 18.2.2012 στο πλαίσιο μιας γενέθλιας σύναξης που είχε γίνει στο σπίτι συγγενικού προσώπου στο Παραλίμνι.  Το επεισόδιο που άρχισε στις 18.2.2012, στο οποίο άλλο πρόσωπο επιτέθηκε και τραυμάτισε τον παραπονούμενο αιτητή, συνεχίστηκε τις πρώτες πρωϊνές ώρες της επόμενης ημέρας με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του αιτητή και άλλου προσώπου.  Αναλυτικά τα επεισόδια σημειώνονται με λεπτομέρεια στη συνοπτική έκθεση του αστυφύλακα αρ. 2686 του Τ.Α.Ε. Αμμοχώστου που επισυνάπτεται στην επιστολή του Α/Λοχία αρ. 231 υπευθύνου του Κλιμακίου Αλλοδαπών Αμμοχώστου ημερ. 28.2.2012, προς τον Διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης.  Η έκθεση αναφέρει ότι από όλα τα λεπτομερώς καταγραμμένα γεγονότα εξάγεται το συμπέρασμα ότι όλα τα πρόσωπα που είχαν εμπλοκή στα επεισόδια, περιλαμβανομένου και του αιτητή, είχαν επιδείξει τέτοια συμπεριφορά που κρίθηκε επικίνδυνη για τη δημόσια ασφάλεια με απρόβλεπτες συνέπειες από την τυχόν συνέχιση της «βεντέττας», αφού ήταν πρόσωπα επιρρεπή στους καυγάδες.   Προωθήθηκε λοιπόν εισήγηση για την απέλαση όλων, εισήγηση που έγινε δεκτή από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας (σημείωση 19 ημερ. 28.2.2012 στο ημερολόγιο ενέργειας της Αστυνομίας μέρος του Παραρτήματος 18 της ένστασης), με αποτέλεσμα την εν τέλει απέλαση του αιτητή και της συζύγου του. 

 

         Η νομολογία αποκαλύπτει και ταυτόχρονα επιβεβαιώνει το κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας να ακυρώνει άδειες παραμονής ή βεβαιώσεις εγγραφής όταν η αρμοδία αρχή θεωρεί ότι μπορεί ευλόγως να επιβάλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.  Στην υπόθεση Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, αναφέρθηκαν από αυτό το Δικαστήριο τα πιο κάτω τα οποία και υιοθετούνται σε σχέση με το όλο νομοθετικό και νομολογιακό πλέγμα και ερμηνεία που διέπει τις υποθέσεις του είδους: 

 

«Το δεύτερο ζήτημα που θα απασχολήσει το Δικαστήριο αφορά την εν γένει αιτιολογία και την επάρκεια της, καθώς και την έρευνα που έγινε ώστε ο αιτητής να θεωρηθεί ότι αποτελούσε απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας.  Η βασική τοποθέτηση του αιτητή είναι ότι η διοίκηση ενήργησε κατά πλάνη περί τα πράγματα προβαίνοντας στη διαπίστωση ότι συνιστούσε απειλή για τη Δημοκρατία και ότι χωρίς έρευνα και χωρίς να του δοθεί το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης κρίθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης με αποτέλεσμα την απέλαση του. 

 

Στις υποθέσεις του είδους έχει σημασία για τη θεώρηση κάποιου ως συνιστούντος απειλή για τη Δημοκρατία ότι τόσο ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος, Κεφ. 105, ως τροποποιήθηκε, όσο και ο περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμος αρ. 7(Ι)/2007, βασίζονται στο κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας, όπως και κάθε κράτους, να περιορίζει την είσοδο και παραμονή οποιουδήποτε προσώπου εφόσον συντρέχουν ορισμένες σαφείς προϋποθέσεις και αυτή η έκφανση της κυριαρχίας του κράτους εφαρμόζεται και για Κοινοτικούς στη βάση του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007.  Και οι δύο Νόμοι έχουν σκοπό μεν να επιτρέπουν, να ρυθμίζουν και να ελέγχουν την είσοδο και παραμονή στη Δημοκρατία ατόμων μη πολιτών της Δημοκρατίας, είτε προερχομένων από χώρες που δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε που ανήκουν σ΄ αυτή, αλλά η γενικότερη αυτή ρύθμιση αποτελεί την εξαίρεση  στον βασικό κανόνα της κυριαρχίας του κράτους.

 

 Όπως έχει αναφερθεί και στην απόφαση Florin Ion v. Υπουργού Εσωτερικών κ.ά., υπόθ. αρ. 833/2013, ημερ. 29.11.2013, το άρθρο 35 του εν λόγω Νόμου δίνει την εξουσία στην αρμοδία αρχή που κατά το ερμηνευτικό άρθρο 2, σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του, να εκδίδει διατάγματα απέλασης «... ως παρεπόμενο μέτρο σε σχέση με ποινή φυλάκισης ...».  Αυτό, όπου υπάρχει σαφής καταδίκη του ενδιαφερομένου ατόμου.  Με βάση όμως τις γενικές αρχές που περιέχονται στο άρθρο 29, η αρμοδία αρχή μπορεί να επιβάλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης «... για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.».  Απαγορεύεται η επίκληση των πιο πάνω λόγων για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών και ταυτόχρονα κάθε τέτοιο μέτρο που λαμβάνεται πρέπει να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου η οποία «... πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.».  Δεν επιτρέπεται κατά την επιφύλαξη του άρθρου 29(3)(α), η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης ή λόγων που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης.  Αυτή ακριβώς την αλλαγή από το άρθρο 35 στα άρθρα 29 και 30 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007, επέφερε η διοίκηση έχοντας διαπιστώσει ότι ο αιτητής ναι μεν δεν είχε καταδικαστεί για αδίκημα, αλλά δεν έπαυε να αποτελούσε πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή......

 

Στα πλαίσια της κυριαρχίας του κράτους και στη βάση της εξέτασης κατά πόσο συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, υποδείχθηκε στην απόφαση Svetlin Lilyanchov Dichev v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 309/2012, ημερ. 15.11.2013, ότι η συμπεριφορά αυτή μπορεί να διαπιστωθεί και χωρίς καταδικαστική απόφαση από Δικαστήριο.  Αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές οι οποίες να προκαλούν ανησυχίες αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στη Δημοκρατία.  Συναφώς στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, αποφασίστηκε ότι «το κράτος δεν έχει την υποχρέωση να υποστηρίξει την απορριπτική του θέση με στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής του στην Κύπρο.».  Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία.  Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της, (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).»

 

         Τα δεδομένα που έχουν συνοπτικά αναφερθεί προηγουμένως με τις λεπτομέρειες τους να ανευρίσκονται στον διοικητικό φάκελο, εύλογα δικαιολογούν την απόφαση των καθ΄ ων να προβούν στην έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων δεδομένου ότι δεν χρειάζεται κατ΄ ανάγκη να υπάρχει προηγούμενη καταδικαστική από Δικαστήριο απόφαση, αλλά ούτε και να έχει απευθυνθεί κατηγορία εναντίον ατόμου.  Στην Eddine v. Δημοκρατίας - ανωτέρω - η Ολομέλεια θεώρησε ότι ακόμη και γενικές ενδείξεις περί ενδεχομένων προβλημάτων στη βάση πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία είναι επαρκείς.  Η διοίκηση δεν έχει την υποχρέωση παροχής οποιωνδήποτε εξηγήσεων για την έκδοση διατάγματος απαγόρευσης εισόδου αλλοδαπού όταν τίθενται θέματα κρατικής ασφαλείας και το Δικαστήριο δεν ερευνά και δεν υποκαθιστά την διακριτική ευχέρεια που ασκεί η διοίκηση όταν υπεισέρχεται στην εικόνα ζήτημα εσωτερικής τάξης ή εθνικής ασφάλειας, (Kapsaskis κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 290/2012 κ.ά., ημερ. 20.2.2013 και Kolomoets v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 443).  Η εξουσία για απέλαση ατόμων είναι ευρεία όταν συναρτάται προς κίνδυνο στην εσωτερική τάξη και τη γενικότερη ασφάλεια της Δημοκρατίας, (Mushtag v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1479 και Anghel Viorel v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1064/2012, ημερ. 20.5.2014), ECLI:CY:AD:2014:D338.  Ενώπιον της διοίκησης υπήρχαν εδώ δεδομένα που επέτρεπαν σε αυτή να ασκήσει το κυριαρχικό της δικαίωμα ώστε ο αιτητής να θεωρηθεί ανεπιθύμητος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(ζ) του Κεφ. 105, στο οποίο επίσης βασίστηκε η προσβαλλόμενη πράξη και το οποίο δίνει τη δυνατότητα κήρυξης ατόμου ως απαγορευμένου μετανάστη εφόσον από μαρτυρία το άτομο «ενδέχεται» να συμπεριφερθεί κατά τρόπο που να είναι επικίνδυνο για την ησυχία, τη δημόσια τάξη ή να προκαλέσει έχθρα μεταξύ των πολιτών της Δημοκρατίας, (Adnan Ashgar v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 726/2011, ημερ. 30.6.2011).

 

         Η θέση που αναπτύσσει ο αιτητής ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ανεπαρκής στη διατύπωση της και δεν στοιχειοθετούνται οι λόγοι της απόφασης, δεν ευσταθεί.  Το κείμενο της υπό ημερ. 28.2.2012 γνωστοποιηθείσας στον αιτητή απόφασης είναι σαφές. Αναφέρεται στην προσωπική συμπεριφορά του αιτητή που συνιστά πραγματική ενεστώσα απειλή, επαρκώς σοβαρή.  Ο αιτητής γνώριζε επομένως το λόγο απέλασης.  Δεν ήταν αναγκαίο να καταγραφούν όλες οι σχετικές πληροφορίες στην απόφαση, η οποία άλλωστε εύλογα συμπληρώνεται, κατά τη νομολογία, από τα στοιχεία του φακέλου τα οποία ήταν σύγχρονα και απορρέουν αβίαστα από το διοικητικό φάκελο, (Christodoulides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1297, Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438 και Πετρίδης ν. Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς (2010) 3 Α.Α.Δ. 501).

 

         Οι συναφείς αιτιάσεις του αιτητή ότι δεν του επιδόθηκε δεόντως και δεν κοινοποιήθηκε σε κατανοητή γλώσσα η σχετική απόφαση ή ότι δεν γνωρίζει για ποιο λόγο απελάθηκε είναι άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι από το Παράρτημα Α στην αγόρευση της Δημοκρατίας παρουσιάζεται ότι ο αιτητής υπέγραψε στην παρουσία του αστυφύλακα 535, ενώ όπως περαιτέρω ορθά παρατηρεί η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας, ο αιτητής φαίνεται να κατανοεί και να αντιλαμβάνεται την αγγλική γλώσσα εφόσον ο ίδιος συμπλήρωσε και  υπέγραψε την αίτηση για την έκδοση βεβαίωσης εγγραφής, ενώ στο Παράρτημα 12 της ένστασης που είναι κατάθεση του αιτητή στην αστυνομία ημερ. 23.9.2010 σε σχέση με τα θέματα συμβίωσης με τη σύζυγο του, ρητά δηλώνει ότι γνωρίζει πολύ καλά την αγγλική γλώσσα, να διαβάζει και να γράφει σ΄ αυτή.  Παρατηρείται επίσης ότι στην αγόρευση του αιτητή επισυνάπτεται κείμενο συνταγμένο στην Αγγλική γλώσσα από τον αιτητή που είχε απευθύνει στην Επίτροπο Διοίκησης και στον Πρέσβη της Ρουμανίας στην Κύπρο ημερ. 26.3.2012 παραπονούμενος για τη σύλληψη και κράτηση της συζύγου του.

 

         Όσον αφορά τη θέση ότι η απέλαση αποφασίστηκε χωρίς δέουσα έρευνα και χωρίς να ληφθούν υπόψη τα προσωπικά  δεδομένα του αιτητή, αυτή καταρρίπτεται από το γεγονός ότι η διοίκηση είχε πλήρη γνώση των δεδομένων του εφόσον η οικογένεια του βρίσκεται στη Ρουμανία, σύμφωνα με το Παράρτημα Β στην αγόρευση της Δημοκρατίας, (γεγονός μη αμφισβητηθέν), ενώ το όλο ιστορικό που προκύπτει από την ένσταση και τον διοικητικό φάκελο του αιτητή δεν είναι άσχετο, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, γιατί δείχνει ακριβώς τις διαταραγμένες του σχέσεις με τη σύζυγο του με την οποία δεν συμβίωνε και εναντίον της οποίας υπέβαλε αίτηση διαζυγίου.  Ο αιτητής δεν έχει άλλους δεσμούς με τη Δημοκρατία, εναντίον δε της συζύγου του είχε επίσης εκδοθεί διάταγμα κράτησης και απέλασης.

 

         Περαιτέρω, η απαγόρευση της επανεισόδου για δέκα έτη αποτελεί μέτρο που η διοίκηση δύναται να λάβει δυνάμει του άρθρου 34 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007, το οποίο δεν οριοθετεί ελάχιστο περίοδο απαγόρευσης επανεισόδου.  Δίδεται όμως το δικαίωμα στον αλλοδαπό σε εύλογο χρόνο, ή, σε κάθε περίπτωση μετά την πάροδο τριετίας από την εκτέλεση της απόφασης, να αιτηθεί άρση της απόφασης λόγω διαφοροποιητικών στοιχείων και ουσιώδη μεταβολή των περιστάσεων που οδήγησαν στην απαγόρευση εισόδου, (Stoyanov  v. Δημοκρατίας - ανωτέρω -).

 

         Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.

 

         Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το                    Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

                                                   Στ. Ναθαναήλ,

                                                              Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο