ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                            (Υποθ. Αρ.5868 /13)

 

28 Νοεμβρίου, 2013

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δικαστής]

 

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

NIMAL JAYAWEERA

                                                         Αιτητή,

-και -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

1.     Υπουργού Εσωτερικών

2.     Διευθυντή Τμήματος  Αρχείου Πληθυσμού και

      Μετανάστευσης

 Καθ΄ων η αίτηση.

-----------------------

 

Ν.Χαραλαμπίδου, (κα.), για τον αιτητή

Λ.Ουστά, (κα.), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ων η αίτηση

---------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:    Το καθεστώς παραμονής του αιτητή στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν έχει, παρά την παρέλευση 17 και πλέον χρόνων, αποκρυσταλλωθεί.  Είναι συναφώς αναγκαίο να παραθέσω με λεπτομέρεια την πορεία αυτής της υπόθεσης, γιατί έχει άμεσο αντίκτυπο στον τρόπο αντίκρισης της. 

 

Στις 29 Ιουνίου 1995 ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από τη Σρι Λάνκα, αφίχθηκε στην Κύπρο με άδεια προσωρινής παραμονής για εργασία μέχρι τις 22 Ιουνίου 1996.  Στο μεταξύ, η σύζυγος του αιτητή βρισκόμενη ήδη στην Κύπρο και εργαζόμενη ως οικιακή βοηθός, υπέβαλε στις 24 Ιουλίου 1996 αίτηση για να εργαστεί στην ίδια εταιρεία με το σύζυγο της.  Η αίτηση αυτή εγκρίθηκε. 

 

Στις 29 Ιουλίου 1996 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παράταση της αδείας παραμονής του, η οποία εγκρίθηκε, με διάρκεια μέχρι τις 11 Mαρτίου 1997.  Στη συνέχεια δόθηκε περαιτέρω παράταση μέχρι τις 23 Ιουλίου 1998.

 

Στις 20 Ιουλίου 1998 και στις 2 Νοεμβρίου 1998 ο εργοδότης του αιτητή ζήτησε, με επιστολή, παράταση της αδείας παραμονής τόσο του αιτητή όσο της συζύγου και κόρης του για ένα έτος.  Το αίτημα εγκρίθηκε και ο αιτητής υπέβαλε εκ νέου αίτηση για παράταση στις 23 Δεκεμβρίου 1998, η οποία και εγκρίθηκε μέχρι τις 24 Ιουλίου 1999 με σχετική επί τούτου ένδειξη ότι ήταν «τελική».  Ο εργοδότης, όμως, με νέα επιστολή του ημερ. 30 Ιουλίου 1999 ζήτησε και πάλι την ανανέωση της αδείας του αιτητή.  Το αίτημα απορρίφθηκε και με επιστολή των καθ΄ων η αίτηση ημερ. 1ης Σεπτεμβρίου 1999 ο αιτητής κλήθηκε να αναχωρήσει από την Κύπρο.  Η άδεια παραμονής ανανεώθηκε τελικώς για ακόμα ένα χρόνο μετά από την υποβολή αιτήματος προς τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Ο αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή ημερ. 5 Μαϊου 2000 και στις 8 Ιουνίου 2000 υπέβαλε νέα αίτηση για παραμονή η οποία εγκρίθηκε και του παραχωρήθηκε άδεια μέχρι τις 24 Ιουλίου 2000. 

 

Ο εργοδότης του αιτητή επανήλθε εκ νέου και με επιστολές ημερ. 28 Ιουνίου 2000 και 7 Ιουλίου 2000 ζήτησε παράταση της αδείας παραμονής του αιτητή και της οικογένειας του.  Το αίτημα εγκρίθηκε και ο αιτητής ενημερώθηκε με επιστολές ημερ. 10 Ιουλίου 2000 και 18 Ιουλίου 2000.  Η υποβληθείσα αίτηση, ημερ. 7 Ιουλίου 2000, έτυχε εγκρίσεως και παραχωρήθηκε τελική άδεια στον αιτητή διάρκειας μέχρι της 7 Ιουλίου 2001. 

 

Νέο αίτημα του εργοδότη του αιτητή ημερ. 2 Ιουλίου 2001 για ανανέωση της αδείας παραμονής του, έτυχε αρνητικής απάντησης.  Ο αιτητής ενημερώθηκε την 1η Αυγούστου 2001 και στις 2 Νοεμβρίου 2001 εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης του. 

 

Στη συνέχεια, όμως, τα εν λόγω διατάγματα, με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, ακυρώθηκαν και παραχωρήθηκε άδεια παραμονής στον αιτητή μέχρι τις 30 Ιουνίου 2002.  Με σχετικές επιστολές ημερ. 23 Φεβρουαρίου 2002 και 12 Μαρτίου 2002 ο αιτητής πληροφορήθηκε για την πιο πάνω ανανέωση της δικής του άδειας και της οικογένειας του και ταυτοχρόνως κλήθηκε να διευθετήσει το θέμα της παραμονής του μέσω της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως, κάτι το οποίο δεν έκανε. 

 

Στις 21 Ιουνίου 2002 η σύζυγος του αιτητή υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας, μέσω της πολιτογραφήσεως.  Το αίτημα, με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 23 Ιουλίου 2002, απορρίφθηκε και τόσο ο αιτητής, η σύζυγος και η οικογένεια του κλήθηκαν να εγκαταλείψουν την Κύπρο.  Πληροφορήθηκε σχετικώς ο δικηγόρος του αιτητή στις 14 Αυγούστου 2002. 

 

Ως αποτέλεσμα τούτου,    η σύζυγος του αιτητή καταχώρισε προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που είχε ως αποτέλεσμα την αναθεώρηση της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση για υποχρεωτική αναχώρηση από την Κύπρο, και στις 21 Νοεμβρίου 2002 ο αιτητής κλήθηκε να υποβάλει σχετική αίτηση στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης.  Και πάλι ο αιτητής δεν ενήργησε επί τούτου. 

 

Στις 28 Μαρτίου 2003 ο εργοδότης του αιτητή πληροφόρησε τους καθ΄ων η αίτηση ότι τερματίστηκε η εργοδότηση του πρώτου.  Στη συνέχεια, η σύζυγος του αιτητή, μέσω του δικηγόρου της, με επιστολή ημερ. 3 Φεβρουαρίου 2004 ζήτησε την ανανέωση της αδείας παραμονής της ιδίας και της οικογένειας της, για περίοδο 6 μηνών ή μέχρι την ολοκλήρωση της εκδίκασης της προσφυγής, την οποία, στο μεταξύ είχε καταχωρήσει.  Το αίτημα τους εγκρίθηκε υπό την προϋπόθεση ότι ο αιτητής θα εξασφάλιζε συμβόλαιο εργασίας πιστοποιημένο από το Τμήμα Εργασίας.  Σχετική επί τούτου επιστολή ημερ. 25 Φεβρουαρίου 2004, στάληκε στον αιτητή, ζητώντας του να υποβάλει αιτήσεις για ανανέωση της άδειας παραμονής (έντυπο Μ61).  Ο αιτητής δεν υπέβαλε τέτοια αίτηση. 

 

Τελικώς ο αιτητής υπέβαλε στις 26 Μαρτίου 2004 και αυτός, αίτηση για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας, μέσω πολιτογράφησης. 

 

Η προσφυγή της συζύγου του αιτητή είχε επιτυχή κατάληξη και η τότε προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 31 Μαρτίου 2004.  Ακολούθως, υποβλήθηκε αίτημα ημερ. 21 Ιουλίου 2004 για παράταση της αδείας παραμονής ολόκληρης της οικογένειας μέχρι την επανεξέταση της αίτησης της συζύγου του αιτητή για πολιτογράφηση.  Το αίτημα, με απόφαση ημερ. 11 Νοεμβρίου, 2004, έγινε αποδεκτό και παραχωρήθηκε παράταση της αδείας παραμονής μέχρι τις 31 Μαρτίου 2005.  Κλήθηκε εκ νέου ο αιτητής να διευθετήσει το θέμα της αδείας παραμονής του, υποβάλλοντας τη σχετική αίτηση, πράγμα το οποίο και πάλι παρέλειψε να πράξει. 

 

Νέο αίτημα για παράταση, αυτή τη φορά, υποβλήθηκε με επιστολή του δικηγόρου του αιτητή ημερ. 15 Ιουνίου 2005, και εγκρίθηκε.  Η διάρκεια παραμονής προσδιορίστηκε μέχρι τις 30 Ιουνίου 2006 με ένδειξη «τελική μη ανανεώσιμη».  Ενημερώθηκε σχετικά ο αιτητής με επιστολή ημερ. 11 Ιουλίου 2005 και του γνωστοποιήθηκε περαιτέρω, ότι θα πρέπει, μετά τη λήξη της πιο πάνω περιόδου, να αναχωρήσουν από την Κύπρο.

 

Ο αιτητής αμφισβήτησε τη νομιμότητα του προσδιορισμού στην άδεια παραμονής της ένδειξης «τελική, μη ανανεώσιμη» καταχωρώντας προσφυγή ημερ. 26 Σεπτεμβρίου 2005.  Τελικώς οι καθ΄ων η αίτηση επανεξέτασαν το θέμα και προχώρησαν στις 3 Απριλίου 2006 στην απάλειψη του πιο πάνω όρου, ενημερώνοντας σχετικώς τον αιτητή.

 

Νέα αίτηση για παράταση της αδείας παραμονής υποβλήθηκε, αυτή τη φορά, από τον αιτητή στις 13 Ιουλίου 2006.  Επιστολές με το ίδιο αίτημα είχαν αποσταλεί και από την Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό (ΚΙΣΑ).  Οι καθ΄ων η αίτηση με επιστολή τους, ημερ. 8 Οκτωβρίου 2007, πληροφόρησαν τους δικηγόρους του αιτητή ότι το περιεχόμενο της επιστολής τους σημειώθηκε και θα εδίδετο σχετική απάντηση, το συντομότερο. 

 

Σχετική αίτηση που υποβλήθηκε από τον αιτητή για πολιτογράφηση απορρίφθηκε στις 13 Μαρτίου 2007, καθότι αποφασίστηκε ότι δεν πληρούσε τα προσόντα που προβλέπονται στον περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο του 2002.  Ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικώς με επιστολή ημερ. 29 Οκτωβρίου 2007.  Την ιδία ημερομηνία απορρίφθηκε και η αίτηση της συζύγου του αιτητή με το ίδιο αίτημα, ήτοι την πολιτογράφηση της.  Ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης και στις 23 Φεβρουαρίου 2010 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη.  Βλ. Υπόθ. Αρ.27/2008 Jayaweera v. Δημοκρατίας, ημερ. 23 Φεβρουαρίου 2010. [1]

 

Στις 9 Ιουλίου 2010 και στις 4 Οκτωβρίου 2010, η οργάνωση ΚΙΣΑ ζήτησε με επιστολές την παράταση της αδείας παραμονής τόσο του αιτητή όσο της γυναίκας και της κόρης του. 

 

Εναντίον της απορριπτικής απόφασης για πολιτογράφηση της συζύγου του αιτητή, η τελευταία καταχώρισε προσφυγή και στις 18 Οκτωβρίου 2010,  η απόφαση ακυρώθηκε.  Αποφασίστηκε ότι δεν είχε διενεργηθεί επανεξέταση της αίτησης και η παράλειψη αυτή οδήγησε στην αποδοχή της προσφυγής.  (Υπόθ. Αρ. 5825/2013). 

 

Ο δικηγόρος των αιτητών ζήτησε εκ νέου, με επιστολή του ημερ. 10 Φεβρουαρίου 2012, την παράταση της άδειας παραμονής του αιτητή και της οικογενείας του. 

 

Τελικώς, στις 20 Ιουνίου 2013 ο αιτητής συνελήφθηκε και εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης.    Εναντίον αυτής της απόφασης στρέφεται η παρούσα προσφυγή, ενώ στο μεταξύ η απέλαση του αιτητή αναστάληκε με τη σύμφωνη γνώμη των καθ΄ων η αίτηση, μέχρι την ολοκλήρωση της παρούσας υπόθεσης. 

 

Ένα από τα κύρια θέματα που ήγειρε η πλευρά του αιτητή ήταν η έλλειψη δέουσας έρευνας και κατ΄επέκταση η ενεφυλοχωρήσασα πλάνη περί το νόμο καθότι, όπως προβλήθηκε, ερμηνεύτηκε λανθασμένα το άρθρο 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ.105.  Η κρίση της διοίκησης, όπως προβλήθηκε, χαρακτηρίζοντας τον ως απαγορευμένο μετανάστη, ήταν λανθασμένη.  Δεν υπάρχει αναφορά στα διατάγματα, με βάση ποιο άρθρο κρίθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης.  Εάν, όπως αναφέρεται, η κρίση στηρίζεται στο γεγονός ότι δεν είχε άδεια παραμονής, τούτο αποφασίστηκε στο πλαίσιο της προηγούμενης προσφυγής του ιδίου (Υποθ. αριθ.27/2008), που αναφέρθηκε πιο πάνω.  ΄Ηταν ο ισχυρισμός του αιτητή ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν είχαν σε οποιονδήποτε στάδιο, πριν την έκδοση των επιδίκων διαταγμάτων, αναστείλει την άδεια παραμονής του. 

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω, είμαι της γνώμης ότι ο λόγος αυτός είναι βάσιμος.  Οι καθ΄ων η αίτηση δεν είχαν προβεί σε δέουσα έρευνα πριν την έκδοση των προσβαλλομένων διαταγμάτων.  Προκύπτει, με βάση τα πιο πάνω αναφερόμενα γεγονότα, ότι εκκρεμεί η εκδίκαση έφεσης του αιτητή, αναφορικά με την απόρριψη του αιτήματος του για πολιτογράφηση.  Περαιτέρω, εκκρεμεί το θέμα της πολιτογράφησης της συζύγου του αιτητή από το 2010, χωρίς να έχει γίνει επανεξέταση. 

 

Στο παράρτημα 38, που συνοδεύει την ένσταση, αναφέρονται τα εξής αναφορικά με τα στοιχεία του αιτητή:

 

«Εντοπίζονται ως αναζητούμενο πρόσωπο με ημερομηνία 13/02/2003 ως επίσης μέσω των προσωπικών δεδομένων του αλλοδαπού μέσω του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης φαίνεται ότι εναντίον του αλλοδαπού το 2002 εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης τα οποία μέχρι σήμερα δεν εκτελέστηκαν.»

 

Κρίνεται συναφώς ότι, οι καθ΄ων η αίτηση έκριναν την παραμονή του αιτητή ως παράνομη και ζητήθηκε η έκδοση των νέων διαταγμάτων.  Τούτο καταδεικνύει έλλειψη έρευνας ως προς τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.  Τα διατάγματα που είχαν εκδοθεί από το 2001 είχαν ακυρωθεί και είχε ανανεωθεί η άδεια παραμονής του αιτητή.  Περαιτέρω, από την ημερομηνία εκείνη μέχρι σήμερα, υπάρχει μια επαναλαμβανόμενη διαδικασία υποβολής αιτήσεων, αρνήσεως και στη συνέχεια αποδοχών αιτημάτων για άδεια παραμονής είτε αυτή προερχόταν από διοικητική ενέργεια, είτε από δικαστική πράξη.  Είναι, συνεπώς, έκδηλο ότι οι καθ΄ων η αίτηση τελούσαν υπό πλάνη ως προς τα γεγονότα που λήφθηκαν υπόψη, και αφορούσαν το 2002, που καταδεικνύει ότι απ΄εκεί και πέρα δεν λήφθηκαν ούτε εξετάστηκαν οι μετέπειτα ενέργειες τόσο του αιτητή όσο και των καθ΄ων η αίτηση.  Είναι πράγματι άξιο απορίας πως ενώ εκκρεμούσαν διατάγματα κράτησης και απέλασης κατ΄επανάληψη χορηγείτο άδεια παραμονής του αιτητή για πέραν των 12 χρόνων.   Σε κανένα σημείο δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει τους καθ΄ων η αίτηση το θέμα της πολιτογράφησης του αιτητή, το οποίο δεν έχει ολοκληρωθεί, από τη στιγμή που εκκρεμεί η έφεση ούτε το θέμα της πολιτογράφησης της συζύγου του παρόλο που, όλα αυτά τα γεγονότα, είναι σε βάθος χρόνου συγκριτικά με τα διατάγματα κράτησης και απέλασης, που εκδόθηκαν μετά τη σύλληψη του αιτητή στις 20 Ιουλίου 2013. 

 

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται.  Τα έξοδα της υπόθεσης επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.

 

 

                                                            Κ. Παμπαλλής,

                                                                      Δ.



[1]   Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η ΑΕ37/2010 η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο