ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 997/2013)

 

9 Ιουλίου 2013

 

 [ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

MOHAMMAD TAJUL ISLAM,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ

ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

--------------------------------

Νατ. Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή.

Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

--------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο αιτητής, υπήκοος του Μπάγκλατες, αφίχθηκε στη Δημοκρατία ως φοιτητής στις 19.7.2006 και πράγματι φοίτησε στο Casa College στη Λευκωσία στη βάση προσωρινής άδειας παραμονής και φοίτησης, η οποία ανανεωνόταν μέχρι και τις 30.6.2011.

 

         Στις 6.5.2011, ο αιτητής τέλεσε γάμο στο Δημαρχείο Αραδίππου με Βουλγάρα υπήκοο και στις 30.6.2011 υπέβαλε αίτηση στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για έκδοση δελτίου διαμονής για μέλη της οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους αυτής.  Στις 23.12.2011, το Casa College ενημέρωσε το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ότι ο αιτητής δεν είχε ανανεώσει την εγγραφή του σ΄ αυτό παρόλο που προειδοποιήθηκε σχετικώς και ως εκ τούτου τον διέγραψαν από το Μητρώο Σπουδαστών με αποτέλεσμα να απωλέσει τη φοιτητική του ιδιότητα. 

 

         Λίγες μέρες μετά, στις 31.12.2011, διενεργήθηκε έλεγχος από κλιμάκιο της Υπηρεσίας Αλλοδαπών Λευκωσίας στη δηλωθείσα  διεύθυνση του ζεύγους στην οδό Γεωργίου Σεφέρη 7-9, διαμέρισμα 33, στη Λευκωσία, αναφορικά με τη γνησιότητα του γάμου με συνακόλουθη την απόφαση ότι πρόκειτο για γάμο ευκαιρίας διότι δεν υπήρχε ουσιαστική συμβίωση του ζεύγους και ο γάμος αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή για εικονικούς γάμους έκρινε σε συνεδρία της ημερ. 22.10.2012, ότι ο γάμος ήταν εικονικός διότι σε έρευνα πιστοποιήθηκε ότι το ζεύγος χρησιμοποιούσε διαφορετικά υπνοδωμάτια, ενώ η σύζυγος ανέφερε  στους λειτουργούς ότι την είχε φέρει στην Κύπρο κάποια φίλη της με σκοπό να τελέσει γάμο με τον αιτητή, μια εβδομάδα δε μετά την τέλεση του γάμου έφυγε από τη Δημοκρατία για να αφιχθεί όμως εκ νέου όταν ο αιτητής την πληροφόρησε ότι θα γινόταν έλεγχος.

 

  Στη βάση των πιο πάνω, η Διευθύντρια Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης έκρινε με απόφαση της ημερ. 15.3.2013 το γάμο εικονικό, απαγορεύουσα στο ζεύγος να παραμείνει στη Δημοκρατία, απορρίπτουσα ταυτόχρονα  την προηγηθείσα αίτηση του αιτητή, ημερ. 30.6.2011, για άδεια παραμονής ως σύζυγος Ευρωπαίας πολίτιδας.  Ταυτόχρονα, σε σχέση με τη Βουλγάρα υπήκοο, η Διευθύντρια ακύρωσε τη βεβαίωση εγγραφής της θεωρώντας ότι η ενέργεια της να τελέσει εικονικό γάμο την καθιστούσε «πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας».  Δόθηκαν οδηγίες επίσης όπως ο αιτητής και η σύζυγος του ενημερωθούν ανάλογα περιλαμβανομένου και του δικαιώματος τους για ιεραρχική προσφυγή. Στις 27.3.2013 απεστάλησαν επιστολές ταχυδρομικώς στον αιτητή και τη σύζυγο του με τις οποίες ενημερώνονταν ότι ο γάμος τους κρίθηκε εικονικός και θα έπρεπε να προχωρήσουν σε αναγκαίες διευθετήσεις για να εγκαταλείψουν  αμέσως την Κύπρο, πληροφορώντας τους ταυτόχρονα ότι θα μπορούσαν να υποβάλουν ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών εντός 20 ημερών.  Οι επιστολές αυτές στάληκαν στην τελευταία γνωστή διεύθυνση του ζεύγους, ήτοι, στην προαναφερθείσα διεύθυνση. 

 

         Στις 17.4.2013, η Διευθύντρια ενέκρινε εισήγηση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης αμφοτέρων με το δεδομένο ότι δεν υπεβλήθη από οποιονδήποτε ιεραρχική προσφυγή.  Την επομένη, 18.4.2013, εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης και ο αιτητής εντοπίστηκε και συνελήφθηκε την ίδια ημερομηνία στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.  Η έκδοση του διατάγματος κράτησης και απέλασης όσον αφορά τον αιτητή, γνωστοποιήθηκε σ΄ αυτόν με επιστολή ημερ. 18.4.2013, η οποία και του επιδόθηκε στη συνέχεια στις 22.4.2013, αρνούμενος να την παραλάβει και να την υπογράψει. Η Βουλγάρα σύζυγος απελάθηκε  από τη Δημοκρατία στη χώρα της στις 28.4.2013. 

 

         Με βάση τα ανωτέρω βασικά γεγονότα, ο αιτητής καταχώρησε στις 25.4.2013 την υπό κρίση προσφυγή με την οποία επιδιώκει την ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν από τους καθ΄ ων στις 22.4.2013.  Στις θεραπείες ζητείται ταυτόχρονα δήλωση ότι αυτά τα διατάγματα είναι άκυρα ως εκδοθέντα κατά κατάχρηση εξουσίας εφόσον ο αιτητής είχε εγγράψει το γάμο του στο Τμήμα, αιτούμενος στις 30.6.2011 και δελτίο διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Ταυτόχρονα, ότι τα εν λόγω διατάγματα εκδόθηκαν κατά παραγνώριση του γεγονότος ότι είναι νυμφευμένος με υπήκοο Βουλγαρίας από 6.5.2011.  Καταχωρήθηκε μαζί με την προσφυγή και μονομερής αίτηση για αναστολή της σύλληψης, κράτησης και απέλασης του αιτητή, η οποία μονομερής αίτηση αποσύρθηκε στις 16.5.2013, στη βάση του δεδομένου ότι ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο στις 24.4.2013, με αποτέλεσμα να ανασταλεί από τους καθ΄ ων το διάταγμα απέλασης μέχρι και την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής, για την οποία, με τη συμφωνία των δικηγόρων, δόθηκαν οδηγίες για σύντομη καταχώρηση της ένστασης των καθ΄ ων  και των συνακόλουθων αγορεύσεων, ώστε να εκδικαστεί το ταχύτερο.  Η προσφυγή εκδικάστηκε πράγματι       την 1.7.2013.

 

         Παρά την εκτεταμένη γραπτή αγόρευση εκ μέρους του αιτητή και παρά τα πλείστα όσα θέματα εγείρονται εκεί, η υπόθεση είναι πιο απλή από ό,τι εμφανίζεται ενόψει του γεγονότος ότι, όπως πολύ ορθά εισηγείται στη δική της αγόρευση η συνήγορος των καθ΄ ων, η νομιμότητα της απόφασης απόρριψης της αίτησης του αιτητή ημερ. 30.6.2011 δεν προσεβλήθη με προσφυγή, όπως δεν προσεβλήθη ούτε η απόφαση της Διευθύντριας να κηρύξει τον γάμο εικονικό.  Όπως έχει αποφασισθεί σε σειρά αποφάσεων της Ολομέλειας κάθε πράξη της διοίκησης που επηρεάζει ένα αιτητή είναι αυτοτελής και δύναται να προσβληθεί με προσφυγή. Παράλειψη εμπρόθεσμης καταχώρησης  αιτήσεως ακυρώσεως επί αποφάσεως τινός, επενεργεί εναντίον του αιτητή εφόσον δεν μπορεί εκ των υστέρων να προσβάλει απορριπτικές αποφάσεις της διοίκησης με την  ευκαιρία άσκησης προσφυγής για μεταγενέστερη πράξη, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό παρεμπίπτοντα έλεγχο των προηγούμενων πράξεων. 

 

         Παρατηρείται συναφώς ότι η υπό ημερομηνία 27.3.2013 κοινοποιηθείσα στον αιτητή απόφαση των καθ΄ ων με την οποία ο γάμος του με τη Βουλγάρα υπήκοο κρίθηκε εικονικός, με συνακόλουθο την ταυτόχρονη απόρριψη της αίτησης του      ημερ. 30.6.2011 για άδεια για διαμονή ως μέλος οικογένειας Ευρωπαίου πολίτη, δεν προσεβλήθη με προσφυγή και δεν αποτελεί ζήτημα το οποία αφορά την παρούσα αίτηση ακυρώσεως.  Το διάταγμα κράτησης και απέλασης ημερ. 18.4.2013, το οποίο κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στο στάδιο της διαδικασίας της εξέτασης της μονομερούς αιτήσεως, εκδόθηκε στη βάση του ότι ο αιτητής είναι απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (κ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105. Η συγκεκριμένη πρόνοια καθιστά παράνομο μετανάστη δυνάμει της βασικής τοποθέτησης του εδαφίου (1), κάθε άτομο το οποίο, μεταξύ άλλων, διαμένει στη Δημοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου, περιορισμού ή επιφύλαξης που περιλαμβάνεται στο Νόμο ή τους Κανονισμούς ή κατά παράβαση οποιασδήποτε άδειας που παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε δυνάμει του Νόμου ή των Κανονισμών.

 

         Η κήρυξη του γάμου του αιτητή ως εικονικού έγινε στη βάση του άρθρου 7Α(1)(α) του Κεφ. 105, μια εντελώς ξεχωριστή πρόνοια, που εισήχθη στο Νόμο με τον τροποποιητικό Νόμο       αρ. 22(Ι)/2001,  η ενεργοποίηση της οποίας βασίζεται σε άλλα δεδομένα και γεγονότα, τα οποία και έχουν τη δική τους αυτοτέλεια και τα οποία δύνανται να προσβληθούν ως προερχόμενα από αυθύπαρκτη και διαφορετική πράξη της διοίκησης, σε σχέση με το εκδοθέν, μεταγενέστερα, ένταλμα κράτησης και απέλασης.  Το ότι η κήρυξη γάμου ως εικονικού αφορά διαφορετική θεώρηση πραγμάτων και νόμου, (δέστε Ilona Sarkisyan v. Δημοκρατίας, υπόθ. υπ΄ αρ. 1107/2009,  ημερ. 26.10.2010 και Kateryna Telsenko v. Δημοκρατίας, υπόθ. υπ΄ αρ. 1902/2008, ημερ.  14.5.2010),  απορρέει  και  από  το  γεγονός  ότι  το   άρθρο 7Γ(1) του Κεφ. 105, προνοεί για την καταχώρηση ιεραρχικής προσφυγής εντός 20 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και με την ιεραρχική προσφυγή αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης της Διευθύντριας, το οποίο σημαίνει ότι η διάρκεια αναστολής παρατείνεται μέχρι 90 ημέρες, εντός των οποίων, σύμφωνα με το εδάφιο (3), ο Υπουργός Εσωτερικών εκδίδει την απόφαση του.  Ο αιτητής που υποβάλλει ιεραρχική προσφυγή δικαιούται με το εδάφιο (4), να παραμείνει στη Δημοκρατία μέχρι την έκδοση της απόφασης.  Ο αιτητής, σύμφωνα με την αγόρευση της συνηγόρου του (σελ. 9-10), παρουσιάζεται να καταχώρησε ιεραρχική προσφυγή στις 31.5.2013, η οποία προφανώς είναι εκπρόθεσμη, αλλά αυτό δεν αφορά την παρούσα προσφυγή.

 

         Τα όσα εισηγείται στην αγόρευση της η συνήγορος του αιτητή ότι η κήρυξη του γάμου ως εικονικού είναι αλληλένδετη με την έκδοση των επιδίκων διαταγμάτων, με συνακόλουθο να είναι δυνατή και η εξέταση της απόφασης της Διευθύντριας να κηρύξει το γάμο εικονικό, δεν είναι ορθά.  Δεν πρόκειται για σύνθετη διοικητική ενέργεια ώστε προσβαλλομένης της τελικής πράξεως να ελέγχεται η νομιμότητα των ενδιάμεσων κατά τα νομολογηθέντα σε σωρεία αποφάσεων, όπως εξηγήθηκε και στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Chrikar Trading Limited κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 541.  Η αυτοτέλεια του διατάγματος κράτησης και απέλασης είναι δεδομένη και αν δεν πάσχει αφ΄ εαυτού, δεν είναι δυνατή η επιδίωξη ακύρωσης προηγούμενων αποφάσεων έστω και αν αποτέλεσαν το υπόβαθρο, αλλά δεν προσβλήθηκαν.  Στη Δημοκρατία ν. Dejic (2008) 3 Α.Α.Δ. 358, αναφέρθηκαν από την Ολομέλεια τα εξής σχετικά:

 

«Όπως υποδεικνύει η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Khatateav v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 19, δεν μπορεί ο εφεσίβλητος προσβάλλοντας αυτοτελώς τα διατάγματα κράτησης και απέλασης του, τα οποία αφ΄ εαυτών δεν πάσχουν, να επιδιώξει την ακύρωση των προηγούμενων αποφάσεων των καθ΄ ων, που απετέλεσαν και το υπόβαθρο για την έκδοση τους και οι οποίες δεν προσεβλήθησαν.  Η Kedoum v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 505, σελ. 510, έθεσε τον ίδιο κανόνα ότι, δηλαδή, η προσβολή του διατάγματος απέλασης ήταν χωρίς υπόβαθρο και έρεισμα εφόσον αυτό ήταν το αποτέλεσμα της συνέχισης της παράνομης διαμονής του εκεί εφεσείοντα  στην Κύπρο.  Η απόρριψη του προηγουμένου αιτήματος του για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας δεν είχε προσβληθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»

 

Έπεται ότι και τα όσα ο αιτητής ισχυρίζεται περί των συνθηκών διαβίωσης του με την Βουλγάρα υπήκοο και το ότι δεν του επεδόθη ή του γνωστοποιήθη ποτέ η απόφαση κήρυξης του γάμου ως εικονικού, είναι θέματα που θα αφορούσαν άλλη προσφυγή στα δεδομένα της οποίας θα μπορούσαν να εγερθούν και εξεταστούν τέτοιου είδους ζητήματα.  Περιλαμβανομένου και του ζητήματος ότι η σχετική επιστολή των καθ΄ ων               ημερ. 27.3.2013, η οποία ταχυδρομήθηκε αυθημερόν και τεκμαίρεται ότι παραλήφθηκε κανονικά στη συνήθη πορεία των ταχυδρομικών αποστολών, (δέστε Lilien Khishigjargal v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 144/2010, ημερ. 12.3.2012), δεν απεστάλη στην ορθή διεύθυνση, Σεφέρη 7-9, Διαμέρισα 33, 1076 Λευκωσία, όπως τώρα ισχυρίζεται ο αιτητής.  Σημειώνεται ότι η διεύθυνση αυτή ήταν η τελευταία γνωστή διεύθυνση του αιτητή εφόσον εκεί ανευρέθη το ζεύγος κατά την επίσκεψη των υπεύθυνων του Κλιμακίου Αλλοδαπών Λευκωσίας (δέστε Τεκμ. 7 στην ένσταση), αλλά και ήταν εκεί η δηλωμένη διεύθυνση της Βουλγάρας συζύγου του αιτητή σύμφωνα με τη βεβαίωση εγγραφής («Certificate of Registration»), ημερ. 20.7.2011, (Τεκμ. 12 στην ένσταση).

 

Ως προς το άλλο ζητούμενο που ευθέως επηρεάζει ενδεχομένως τη νομιμότητα του εκδοθέντος διατάγματος κράτησης και απέλασης, αυτό της τήρησης του Κανονισμού 19 της Κ.Δ.Π. 242/1972, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν του επιδόθηκε η σχετική ειδοποίηση ότι είναι απαγορευμένος μετανάστης κατά παράβαση και του ιδίου του Κανονισμού 19, αλλά και του άρθρου 14 του Κεφ. 105.  Εγείρονται διάφορα θέματα, τα οποία όμως είναι αβάσιμα.  Κατά πρώτον, η θέση της συνηγόρου ότι το άρθρο 14 του Κεφ. 105, επιβάλλει την προ της έκδοσης του διατάγματος κράτησης και απέλασης, πληροφόρηση του αλλοδαπού ότι έχει κηρυχθεί σε απαγορευμένο μετανάστη, δεν έχει έρεισμα στο ίδιο το λεκτικό του άρθρου αυτού.  Το άρθρο απλώς στο εδάφιο (1), προνοεί ότι ο Διευθυντής δύναται να διατάξει «οποιοδήποτε αλλοδαπό ο οποίος είναι απαγορευμένος μετανάστης ..  να απελαθεί από τη Δημοκρατία και, εν τω μεταξύ, να τεθεί υπό κράτηση.».  Δεν υπάρχει καμιά υποχρέωση προηγούμενης πληροφόρησης.  Η πληροφόρηση γίνεται δυνάμει του εδαφίου(6), μετά την έκδοση του διατάγματος εγκατάλειψης της Δημοκρατίας ή του διατάγματος κράτησης ή περιορισμού.

 

Όσον αφορά τον Κανονισμό 19, αυτός προνοεί ότι:

 

«Λειτουργός μεταναστεύσεως όστις αποφασίζει ότι πρόσωπον τι είναι απαγορευμένος μετανάστης δέον όπως επιδώσει εις αυτό ειδοποίησιν συμφώνως προς τον Δεύτερον Πίνακα των παρόντων Κανονισμών.»

 

Παρατηρείται ότι ο Κανονισμός δεν επιβάλλει ούτε συσχετίζει την έκδοση του διατάγματος κράτησης και απέλασης με προηγηθείσα ειδοποίηση ότι ο αιτητής έχει κηρυχθεί σε απαγορευμένο μετανάστη.  Εκείνο που προνοεί είναι ότι πρέπει να επιδοθεί ειδοποίηση περί του γεγονός ότι είναι απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με τον Δεύτερο Πίνακα της Κ.Δ.Π. 242/72.  Αυτό μπορεί να γίνει και ταυτόχρονα, αλλά δεν είναι, κρίνεται, επιτακτική η προηγούμενη ειδοποίηση, θεωρούμενης μάλιστα ως ουσιώδους τύπου.  Σ΄ αυτό το σημείο το Δικαστήριο συμφωνεί με τα λεχθέντα από τον Χατζηχαμπή, Δ., (ως ήταν τότε), στην υπόθεση Falak Islam v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1523/12, ημερ. 11.1.2013, ότι δεν διαπιστώνεται «.. στην όψη του πράγματος να θέτει (ο Κανονισμός) ως απαραίτητη προϋπόθεση, για την έκδοση διατάγματος απέλασης και κράτησης με σκοπό την απέλαση, την κοινοποίηση της κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη.».  Και εν πάση περιπτώσει ότι η πρόνοια αυτή προέρχεται από Κανονισμό και όχι Νόμο.

 

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, παρατηρείται εδώ ότι δόθηκε τέτοια ειδοποίηση με την επιστολή ημερ. 18.4.2013, (μέρος του Τεκμ. 14 στην ένσταση και ερυθρό 233 του διοικητικού φακέλου, Τεκμ. «Α»), έστω και αν δεν είναι στον επακριβή τύπο που προνοείται στον Δεύτερο Πίνακα.  Αντίθετα, η πληροφόρηση που δίδεται στην εν λόγω επιστολή-ειδοποίηση είναι πληρέστερη περιέχουσα περισσότερα στοιχεία από τα προνοούμενα στον Δεύτερο Πίνακα.

 

Η επιστολή αυτή όπως φαίνεται στη συνέχεια (Τεκμ. 15 στην ένσταση και ερυθρό 189 στο διοικητικό φάκελο), επιδόθηκε στον αιτητή στις 22.4.2013 σύμφωνα με τη σημείωση που αναφέρεται στο τέλος της επιστολής, αλλά ο αιτητής αρνήθηκε να την παραλάβει και υπογράψει.  Η σημείωση αυτή φέρει υπογραφή και τον αριθμό 1066.  Υπάρχει επομένως εξωτερίκευση της πράξης, η οποία δεν παρέμεινε απλώς internum της διοίκησης.  Το ότι δεν αναγράφεται το όνομα του αστυνομικού που επέδωσε το έγγραφο στον αιτητή δεν είναι, κρίνεται, καταλυτικό, ούτε επιδρά  καθ΄ οιονδήποτε αρνητικό τρόπο, εφόσον οι αστυνομικοί εντοπίζονται με τον αριθμό τους συνήθως και όχι με το όνομα τους, (Αναφορικά με την Αίτηση του Falak Islam για Habeas Corpus, Πολ. Αίτηση αρ. 68/2011, ημερ. 23.5.2011), αν και θα ήταν βεβαίως ορθότερο να αναγραφόταν και το όνομα και ο χώρος όπου επιδόθηκε η επιστολή.  Η προσπάθεια επίδοσης του διατάγματος είναι αρκετή, εφόσον συνάντησε την άρνηση του αιτητή να παραλάβει το έγγραφο.  Η ουσία είναι ότι ο αιτητής έλαβε γνώση, διαφορετικά κάθε αλλοδαπός που αρνείται να παραλάβει τα έγγραφα θα ισχυρίζεται ότι ουδέποτε του δόθηκαν  ή του χορηγήθηκαν, (δέστε Αναφορικά με την Αίτηση της Marta Ayredin Mohammed για Habeas Corpus, Πολ. Αίτηση αρ. 79/12, ημερ. 28.5.2012, Αναφορικά με την Αίτηση του Monzoor Hussain για Habeas Corpus, Πολ. Αίτηση αρ. 57/12, ημερ. 31.5.2012, Αναφορικά με την Αίτηση του Mohammad Tahmashi Reza για Habeas Corpus, Πολ. Αίτηση αρ. 85/11, ημερ. 18.7.2011 και Αναφορικά με την Αίτηση του Laal Badh Shah για Habeas Corpus, Πολ. Αίτηση αρ. 80/12, ημερ. 17.7.2012).

 

Δεν είναι δόκιμη η θέση ότι οι καθ΄ ων όφειλαν να παρουσιάσουν ένορκη μαρτυρία για την επίδοση του εν λόγω εγγράφου.  Με την ύπαρξη της σημείωσης τεκμαίρεται η κανονικότητα της ενέργειας της διοίκησης και εναπόκειτο στον αιτητή να ζητούσε την προσαγωγή μαρτυρίας περί του αντιθέτου, περιλαμβανομένου και του Αστ. 1066, για σκοπούς αντεξέτασης, το οποίο οι καθ΄ ων όφειλαν καθηκόντως να παρουσιάσουν.  Υπήρχε επάρκεια μαρτυρίας από την πλευρά των καθ΄ ων, (Αναφορικά  με  την  Αίτηση  του  Adman  Asghar  για   Habeas Corpus,  Πολ. Αίτηση αρ. 70/11, ημερ. 31.5.2011 και Αναφορικά με την Αίτηση του Falak Islam για Habeas Corpus - ανωτέρω -).

 

Τέθηκε στην αγόρευση της συνηγόρου του αιτητή ζήτημα ότι δεν μεταφράστηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης σε γλώσσα κατανοητή στον αιτητή.  Πέραν του ότι τέτοιος λόγος ακύρωσης δεν εμπεριέχεται στην ίδια την προσφυγή κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, η επιστολή ημερ. 18.4.2013 είναι στην Αγγλική γλώσσα που είναι κατανοητή  στον  αιτητή  εφόσον ακολουθούσε σπουδές στο Casa College.  Η υποχρέωση των καθ΄ ων είναι να ενημερώσουν τον αιτητή σε γλώσσα κατανοητή σ΄ αυτόν, τους λόγους   της  απόφασης συμφώνως του  άρθρου  14(6)  του   Κεφ. 105.

 

Όσον αφορά το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 7 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθ΄ ο΄σον αφορά την κήρυξη  του γάμου του αιτητή σε εικονικό, αυτό ουδόλως αφορά την παρούσα προσφυγή, όπως ήδη εκτενώς αναλύθηκε ανωτέρω.  Στο βαθμό που αφορά τη διαδικασία και τη νομιμότητα της έκδοσης του εντάλματος κράτησης και απέλασης, η παρούσα προσφυγή αφορά ακριβώς το δικαστικό μέτρο με το οποίο προτείνονται επιχειρήματα εναντίον της απέλασης του, της υπόθεσης του επανεξεταζόμενης με τον τρόπο αυτό, έχοντας το Δικαστήριο την ευχέρεια να ακούσει και τα δεδομένα και την επιχειρηματολογία της διοίκησης.

 

Έπεται ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης εκδόθηκαν νομότυπα και τηρουμένων όλων των διαδικαστικών, αλλά και ουσιαστικών εχεγγύων.  Ο αιτητής, άλλωστε, με την κήρυξη του γάμου του ως εικονικού δεν είχε έρεισμα παραμονής πλέον στη Δημοκρατία, εφόσον η αίτηση του για διαμονή στη Δημοκρατία ως μέλος οικογένειας πολίτη της Δημοκρατίας απερρίφθη, ενώ ο ίδιος δεν ανανέωσε την εγγραφή του στο Casa College, με αποτέλεσμα να αποβληθεί και να απωλέσει τη φοιτητική του ιδιότητα.

 

Η προσφυγή για όλους τους ανωτέρω λόγους απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται δυνάμει του         Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                      Στ. Ναθαναήλ,

                                                  Δ.

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο