ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1165/2011)

 

4 Ιουνίου, 2013

 

[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΜΑΡΙΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

 

_______________

 

Μ. Ραφαήλ (κα), για τον Αιτητή.

Ευγ. Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, ηλικίας 58 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο, πωλητής αυτοκινήτων από το 1985 - 2008 και ασφαλιστής από 28.4.2008 - 1.8.2010, σύμφωνα με τα αρχεία των υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υπέβαλε στις 25.1.2011 αίτηση για σύνταξη ανικανότητας, προσκομίζοντας ιατρική έκθεση από το θεράποντα ιατρό του ο οποίος τον παρακολουθούσε από τον Ιούνιο του 2010, με ειδικότητα στην καρδιολογία.  Ο αιτητής, στη βάση της ιατρικής έκθεσης, των ιατρικών πιστοποιητικών που υπέβαλε και της σχετικής αίτησης για παροχή σύνταξης αναπηρίας, ισχυρίζεται ότι είναι ανίκανος για εργασία γιατί πάσχει από καρδιοπάθεια, στεφανιαία νόσο (αορτοστεφανιαία παράκαμψη (by-pass)), σακχαρώδη διαβήτη (IDDM) - είναι ινσουλοεξαρτώμενος - κατάθλιψη, φοβερή κούραση λόγω καρδιάς και πονοκεφάλους λόγω διαβήτη.  Ο θεράπων ιατρός του γνωμάτευσε ότι ο αιτητής είναι ανίκανος για την άσκηση του επαγγέλματος του ασφαλιστή και για την άσκηση οποιουδήποτε άλλου επαγγέλματος και ότι θα παραμείνει μόνιμα ανίκανος στο μέλλον.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση με επιστολή τους ημερ. 3.5.2011 κάλεσαν τον αιτητή να εξεταστεί από Ιατρικό Συμβούλιο στις 18.5.2011.  Το Ιατρικό Συμβούλιο απαρτιζόταν από ένα καρδιολόγο-παθολόγο ο οποίος προήδρευε και ένα ακόμη καρδιολόγο, οι οποίοι τελικά συνέταξαν τη γνωμοδότησή τους ημερ. 18.5.2011.  Το Ιατρικό Συμβούλιο εκτιμώντας την κύρια πάθηση, καρδιοπάθεια, για την οποία ο αιτητής είχε αιτηθεί σύνταξη, μετά από γενική εξέταση, και λαμβάνοντας υπ΄ όψιν τις εργαστηριακές εξετάσεις που προσκόμισε ο αιτητής, γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για εκτέλεση και των δύο επαγγελμάτων που γνώριζε και εκτελούσε στο παρελθόν, του πωλητή αυτοκινήτων και του ασφαλιστή.

 

Στις 20.6.2011 ο φάκελος του αιτητή και η έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου, μελετήθηκαν από την ιατρική σύμβουλο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία επιβεβαίωσε ότι με βάση τα κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα, ο αιτητής ήταν ικανός και για τα δύο είδη εργασίας.  Στη βάση λοιπόν της γνωμάτευσης του Ιατρικού Συμβουλίου, οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων απέρριψαν την αίτηση, κρίνοντας ότι ο αιτητής δεν ήταν ανίκανος για εργασία και έτσι δεν μπορούσε να καταστεί δικαιούχος σύνταξης ανικανότητας.

 

Ο αιτητής παραπονείται ότι η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του Νόμου και/ή εξουσίας και/ή πλάνη περί τα πράγματα, η οποία εμφιλοχώρησε και επηρέασε ουσιωδώς την απόφαση της Αρχής, αλλά και του άρθρου 45(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/1999: δεν προχώρησε ως όφειλε, σε επαρκή έρευνα όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι η θέση της κας Ραφαήλ, αναγράφεται ότι ο αιτητής δεν έχει μόνιμα απωλέσει την ικανότητά του προς άσκηση επαγγέλματος σε βαθμό που να αιτιολογεί την έγκριση της αίτησης, γεγονός που σημαίνει ότι ο αιτητής είχε κριθεί σε κάποιο βαθμό ανίκανος για εργασία, ενώ παράλληλα αναγράφεται ότι ο αιτητής δεν θεωρείται ανίκανος για την άσκηση του επαγγέλματός του.  Είναι λοιπόν φανερό ότι η απόφαση της διοίκησης βρίσκεται σε δυσαρμονία με το άρθρο 40(5) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου: η διοίκηση θεώρησε ότι υφίστανται οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση διοικητικής πράξης χωρίς να προβεί σε διαπίστωση αν ο αιτητής λόγω της ασθένειας, σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας του, δύναται ή όχι να κερδίζει από εργασία που εύλογα αναμένεται να εκτελεί, έχοντας υπ΄ όψιν τις δυνάμεις του, τις δεξιότητές του, τη μόρφωσή του και το συνηθισμένο του επάγγελμα, πάνω από το 1/3 που συνήθως κερδίζει υγιής εργαζόμενος της ίδιας επαγγελματικής κατηγορίας και μόρφωσης, στην ίδια περιφέρεια.  Απέφυγε έτσι να προχωρήσει σε περαιτέρω έρευνα και στον απαιτούμενο υπολογισμό και  σύγκριση, με αποτέλεσμα η απόφαση να είναι  προϊόν ανεπαρκούς έρευνας και αιτιολογίας, σε βαθμό που καθιστά το δικαστικό έλεγχο ανέφικτο.  Στο διοικητικό φάκελο, είναι η θέση της κας Ραφαήλ, δεν περιέχονται οποιαδήποτε στοιχεία τα οποία να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία, αλλά ούτε και το ίδιο το Δικαστήριο μπορεί να υποκαταστήσει το διοικητικό όργανο και να μορφώσει πρωτογενή θέση αναφορικά με το ζήτημα που εξετάζεται (Κώστας Χρίστου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, διά Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1996) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3032).

 

Προβάλλει ακόμα η κα Ραφαήλ θέμα κακής σύνθεσης του Ιατρικού Συμβουλίου: δεν συμμετείχε, ή δεν αποκαλύπτεται αν συμμετείχε σε αυτό ψυχίατρος, ενώ η αίτηση βασίστηκε και στην κατάθλιψη την οποία συμπεριέλαβε στην αίτησή του, γεγονός το οποίο περιήλθε σε γνώση του Ιατρικού Συμβουλίου, όπως καταγράφεται και στην έκθεσή του.

 

Η κα Καρακάννα απαντώντας στις αιτιάσεις της συνηγόρου του αιτητή, υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης: οι καθ΄ ων η αίτηση έλαβαν υπ΄ όψιν όλα τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιόν τους από τον ίδιο τον αιτητή, αλλά και τα ευρήματα του Ιατρικού Συμβουλίου, το οποίο εξετάζοντάς τον, κατέληξε στα δικά του συμπεράσματα.  Η αίτηση για σύνταξη ανικανότητας η οποία υποβλήθηκε από τον αιτητή, προέβαλε ως λόγο ανικανότητας την καρδιοπάθεια.  Ως εκ τούτου, συστάθηκε πλήρως καταρτισμένη Επιτροπή για διερεύνηση των λόγων ανικανότητας όπως τους πρόβαλε ο ίδιος ο αιτητής.   Στη συνέχεια, ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων βασιζόμενος στη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου, στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας, εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.  Η παρουσία ή μη ψυχιάτρου ήταν άσχετη για τη διερεύνηση της αίτησης για σύνταξη ανικανότητας στη βάση που αυτή υποστηρίχθηκε.  Τα πιστοποιητικά και άλλα συμπληρωματικά έγγραφα τα οποία κατέθεσε ο αιτητής ενώπιον της Επιτροπής δεν είχαν σχέση με τον προβαλλόμενο λόγο για σύνταξη ανικανότητας.  Ο αιτητής, ο οποίος φέρει και το βάρος απόδειξης, δεν στοιχειοθέτησε τους ισχυρισμούς του για πλάνη περί τα πράγματα, γι΄ αυτό ο ισχυρισμός του θα πρέπει να απορριφθεί (Αnayat Samson v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 390).

 

Κατά πρώτον κρίνω ότι δεν εγείρεται θέμα αξιολόγησης και καθορισμού του βαθμού ανικανότητας, από τη στιγμή που ο αιτητής κρίθηκε από το Ιατρικό Συμβούλιο ως ικανός να ασκεί το επάγγελμά του.  Η σύνταξή ανικανότητας προνοείται στο άρθρο 38 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν.41/80 όπως τροποποιήθηκε) και συγκεκριμένα το άρθρο 38(5) προβλέπει:

 

«(5) Διά τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) και του εδαφίου (2), ανίκανος προς εργασίαν θεωρείται ο ησφαλισμένος όταν λόγω ειδικής νόσου ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας μεταγενεστέρας της ασφαλίσεώς του, ή προγενεστέρας η οποία επεδεινώθη ουσιωδώς μετά την ασφάλισίν του, δεν δύναται να κερδίζη δι΄ εργασίας την οποίαν ευλόγως αναμένεται να εκτελή λαμβανομένων υπ΄ όψιν των δυνάμεων, των δεξιοτήτων, της μορφώσεως και της συνήθους επαγγελματικής απασχολήσεώς του, πέραν του ενός τρίτου, ή αν πρόκειται για ασφαλισμένο ηλικίας μεταξύ εξήντα και εξήντα τριών ετών πέραν του ενός δευτέρου, του ποσού το οποίον συνήθως κερδίζει εις την αυτήν περιφέρειαν και επαγγελματικήν κατηγορίαν σωματικώς και πνευματικώς υγιής άνθρωπος της αυτής μορφώσεως.

 

Νοείται ότι εν ουδεμιά περιπτώσει η σχετική ημερομηνία δύναται να είναι προγενεστέρα της ημερομηνίας ενάρξως της ισχύος του παρόντος εδαφίου.».

 

Για να ληφθεί επομένως διοικητική απόφαση με την οποία εγκρίνεται προς τον αιτητή η χορήγηση σύνταξης ανικανότητας, αυτός θα πρέπει να είχε κριθεί ως μερικώς ανίκανος προς εργασία, κάτω από τις πρόνοιες του άρθρου 38(5) αναφορικά με τη δυνατότητά του να κερδίζει από την εργασία του (Πέτρος Πέτρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 130/2009, ημερ. 16.5.2013).  Επομένως, δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο προς εκτίμηση για υπολογισμό και σύγκριση, ο τρόπος διατύπωσης της επιστολής και η φρασεολογία που χρησιμοποιήθηκε δεν διαφοροποιεί τα πράγματα: ο αιτητής κρίθηκε «ικανός προς εργασία».   Οι καθ΄ ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους το ιατρικό πόρισμα και βασίστηκαν σε αυτό για να οδηγηθούν στην απόφασή τους.

 

Στην ιατρική έκθεση, από τον θεράποντα ιατρό του αιτητή, Μ. Ιωαννίδη, καταγράφεται: Ιστορικό, ασθένειες ή αναπηρίες του αιτητή, ημερομηνία έναρξης και εξέλιξη: «αορτοστεφανιαία παράκαμψη 2002, ΙDDM, κατάθλιψη.  Διάγνωση: «στεφανιαία νόσος, IDDM».  Στη γνωμάτευση ως προς την ικανότητα του αιτητή για εργασία, ο θεράπων ιατρός καταλήγει ότι ο αιτητής είναι ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματος του ασφαλιστή, και ως προς την πρόβλεψη το αν θα παραμείνει μόνιμα ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματός του, η απάντηση είναι και πάλι καταφατική και τέλος ότι ο αιτητής δεν είναι ικανός να ασκεί οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα.

 

Στην αναλυτική έκθεση, το Ιατρικό Συμβούλιο, παρά το γεγονός ότι καταγράφει σακχαρώδη διαβήτη (IDDM) και κατάθλιψη, δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε παρατήρηση ή σε οποιαδήποτε αναφορά στην επίδραση του σακχαρώδη διαβήτη για την οποία ο αιτητής παραπονείται ότι του προκαλούσε διάφορα συμπτώματα όπως πονοκεφάλους λόγω της αγωγής, παρά μόνο σημειώνει, τη λήψη της αγωγής, όπως σωστά επισημαίνει και η  κα Ραφαήλ, ενώ δεν ασχολείται καν με την κατάθλιψη, η οποία καταγράφεται τόσο στην αίτηση, όσο και στην έκθεση του θεράποντος ιατρού του αιτητή.

 

Είναι ορθό ότι το αν ο αιτητής είναι ή όχι ικανός να ασκεί την εργασία του, αποτελεί θέμα τεχνικό, που δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο κατά την αναθεωρητική δικαιοδοσία, εκτός εκεί όπου διαπιστώνεται πλάνη, κακοπιστία ή έλλειψη δέουσας έρευνας.  Ούτε και βεβαίως το Δικαστήριο υποκαθιστά τις αποφάσεις της διοίκησης ή προβαίνει σε επανεκτίμηση πρωτογενών γεγονότων, εφ΄ όσον κρίνει ότι η έρευνα ήταν επαρκής (Δημοκρατία ν. C. Cassinos Constructions Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835, Χατζηαράπης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 64, 69 και Samson, ανωτέρω).  Επαρκής έρευνα θεωρείται εκείνη που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος (Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).

 

Όπως όμως προκύπτει από την έκθεση, το Ιατρικό Συμβούλιο αποφάσισε να αποστεί από την άποψη του θεράποντος ιατρού του αιτητή, χωρίς να αιτιολογήσει ή τεκμηριώσει την απόφασή του.  Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω ότι η παρούσα περίπτωση φέρει τα ίδια χαρακτηριστικά με την Κάτια Παπαδοπούλου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 415/2006, ημερ. 7.5.2007, όπου το Δικαστήριο, όπως φανερώνει το πιο κάτω απόσπασμα, σημείωσε την ανεπάρκεια της έρευνας και την παράλειψη σχολιασμού της άποψης του θεράποντος ιατρού της αιτήτριας:

 

«Από τον τρόπο που είναι διατυπωμένη η έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου δεν προκύπτει αν λήφθηκε υπόψη η έκθεση του θεράποντος γιατρού της αιτήτριας Α. Κυθραιώτη, ο οποίος διέγνωσε ότι η αιτήτρια δεν ήταν ικανή για πλήρη απασχόληση και ότι είχε μειωμένη αντοχή στην κόπωση, όπως επίσης και το πιστοποιητικό του Ορθοπεδικού - Χειρούργου Α. Τάνου, το οποίο κατέληγε στο πόρισμα ότι τα καρδιακά προβλήματα της αιτήτριας που δεν επέτρεπαν εντατική φυσικοθεραπεία και τη λήψη αντιφλεγμονωδών φαρμάκων επιδείνωναν τη συμπτωματολογία της αιτήτριας.  Η λεπτομερής καταγραφή της καρδιολογικής κατάστασης της αιτήτριας από το Αμερικανικό Ινστιτούτο, επίσης δεν σχολιάστηκε, παρόλο που η εξετάστρια απαιτήσεων καλώντας την αιτήτρια για εξέταση είχε ζητήσει να παρουσιαστούν στο Ιατρικό Συμβούλιο την προκαθορισμένη μέρα πρόσφατες ακτινογραφίες, εκθέσεις εργαστηριακών εξετάσεων και ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία δεν είχαν υποβληθεί ως τότε.  Τα κενά και οι ασάφειες που έχουν επισημανθεί δημιουργούν αμφιβολίες ως προς την επάρκεια της έρευνας και της ορθότητας της διαπίστωσης του Ιατρικού Συμβουλίου ότι η αιτήτρια είναι ικανή για την άσκηση του επαγγέλματός της (βλ. Οικονόμου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 805/97, ημερ. 16/7/1997)».

 

Ως εκ τούτου, κρίνω ότι η απόφαση του Ιατρικού Συμβουλίου ήταν αναιτιολόγητη και προϊόν ελλιπούς έρευνας.  Τα μη επαρκώς συμπληρωμένα και αναιτιολόγητα έντυπα Ιατρικών Συμβουλίων, όπως και εδώ, αποδοκιμάστηκαν σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου: ΄Ελλη Κατσώνη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υποθ. Αρ. 417/2002, ημερ. 23.5.2003, Κάτια Παπαδοπούλου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, μέσω Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υποθ. Αρ. 415/2006, ημερ. 7.5.2007.  Ο αιτητής εξετάστηκε μόνο ως προς την καρδιοπάθεια, χωρίς να απασχολήσει το Ιατρικό Συμβούλιο και η άλλη διάσταση, του διαβήτη (IDDM), ώστε να συνεκτιμηθεί με πληρότητα και σφαιρικά η κατάσταση της υγείας του αιτητή, όπως αναμένεται, λαμβανομένων υπ΄ όψιν όλων των στοιχείων των πιστοποιητικών που έθεσε υπ΄ όψιν του Ιατρικού Συμβουλίου ο αιτητής. ΄Ανκαι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην κρίση του αποφασίζοντος οργάνου και μάλιστα όπως εδώ όπου σχηματίστηκε γνώμη στη βάση ειδικών γνώσεων, είναι προφανές ότι το Ιατρικό Συμβούλιο επέλεξε να αγνοήσει τους άλλους δύο παράγοντες, του διαβήτη και της κατάθλιψης, έστω και αν, ως προς το τελευταίο, δεν υπήρχε πρόσφατο ιατρικό πιστοποιητικό, δεν υπήρξε οποιοσδήποτε σχολιασμός ή, έστω αναφορά ως προς αυτό τον παράγοντα, ούτε το Ιατρικό Συμβούλιο ζήτησε από τον αιτητή, ενώ είχε τη δυνατότητα, πρόσφατο ιατρικό πιστοποιητικό ή άλλες εξετάσεις, όσον αφορά το διαβήτη (IDDM) στα πλαίσια της αναγκαιότητας για δέουσα έρευνα (Σάββας Τούνια ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 655/2010, ημερ. 29.12.2011). Περιορίστηκαν μόνο στην καρδιοπάθεια, χωρίς άλλο σχολιασμό, με αποτέλεσμα η διοίκηση να οδηγηθεί πεπλανημένα σε λανθασμένη απόφαση.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω διαπιστώνω έλλειψη δέουσας έρευνας και αξιολόγησης των στοιχείων: η απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα.  Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με €1.500 έξοδα υπέρ του αιτητή.

 

Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

/ΜΔ          


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο