ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 515/2010)
21 Δεκεμβρίου 2012
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΡ. ΝΙΚΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-------------------------------------
Ν. Κλεάνθους (κα) για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τον Αιτητή.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Χρ. Σιακαλλή (κα) για Κ. Ορφανίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
-----------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η Ε.Δ.Υ., στη συνεδρία της ημερ. 22.2.2010, επέλεξε προς προαγωγή στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, για το Τμήμα Πρώτων Βοηθειών, το ενδιαφερόμενο μέρος και έτερο άτομο, με ημερομηνία προαγωγής την 15.3.2010.
Η Ε.Δ.Υ., προβαίνοντας στην πιο πάνω επιλογή αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος, έλαβε υπόψη ότι αυτό είχε αξιολογηθεί ως σχεδόν εξαίρετο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και εξαίρετο από την ίδια την Ε.Δ.Υ., κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση. Έλαβε επίσης υπόψη ότι υπερείχε ουσιαστικά όλων των συνυποψηφίων του σε αρχαιότητα, δεν υστερούσε σε αξία όπως αυτή η αξία αντικατοπτριζόταν στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις με έμφαση στα τελευταία έτη, ενώ διέθετε υπέρ του και τη σύσταση της Διευθύντριας Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας. Ως προς τα προσόντα η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι:
«.. ορισμένοι υποψήφιοι, επιλεγέντες και μη, διαθέτουν πρόσθετα προσόντα, τα οποία, παρόλο που είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή συνεκτίμησε τα προσόντα αυτά με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, αποδίδοντας τους την ανάλογη βαρύτητα.»
Αποτελεί πρώτιστη αιτία για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης ότι παραγνωρίστηκε από την Ε.Δ.Υ. ή δεν αξιολογήθηκε ή σταθμίστηκε ορθά, το πρόσθετο μη απαιτούμενο προσόν του αιτητή που συνίστατο στην κατοχή δεύτερης ειδικότητας, αυτή της γενικής χειρουργικής. Με αναφορά σε σχετική νομολογία, ο αιτητής εισηγείται ότι η γενικευμένη θεώρηση της Ε.Δ.Υ., δεν αποτελεί αξιολόγηση του δεύτερου προσόντος που κατείχε ή της βαρύτητας που έπρεπε να του αποδοθεί. Κατά δεύτερο λόγο, βάλλεται η σύσταση της Διευθύντριας για προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους, διότι βασίστηκε στην αξιολόγηση της ιδίας κατά την προφορική συνέντευξη των υποψηφίων ενώπιον της Ε.Δ.Υ., χωρίς να λάβει υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας ως βάση για τη σύσταση και ως στοιχείων που αντικειμενικά προέρχονταν ή εξάγονταν από τις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις. Ως τρίτος λόγος ακύρωσης, ο αιτητής διατείνεται ότι η Ε.Δ.Υ. έδωσε υπερβολική βαρύτητα και εσφαλμένα καθοδήγησε τον εαυτό της από την ελάχιστη οριακή διαφορά κατά την προφορική εξέταση που απέδωσε στον αιτητή («σχεδόν εξαίρετος») και στο ενδιαφερόμενο μέρος («εξαίρετο»).
Η Δημοκρατία, εκπροσωπώντας την Ε.Δ.Υ., διατείνεται αντίθετα ότι όλα τα δεδομένα ήσαν ενώπιον της, ορθά δε αξιολόγησε τους ενώπιον της υποψηφίους, με ορθή αναφορά στα δεδομένα των προσωπικών φακέλων και των ετησίων υπηρεσιακών εκθέσεων και χωρίς η Διευθύντρια να χρησιμοποιήσει τη συνέντευξη για να καταλήξει στη σύσταση της υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους. Κατά τη Δημοκρατία, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί καταφανώς σε αρχαιότητα έναντι του αιτητή, ορθά συνεκτιμήθηκαν τα προσόντα των υποψηφίων που δεν αποτελούσαν ούτε πλεονέκτημα, ούτε θεωρούνταν επιπρόσθετο προσόν, δυνάμει του σχεδίου υπηρεσίας, ενώ ορθά λήφθηκε υπόψη η υπέρτερη απόδοση του ενδιαφερομένου μέρους κατά την προφορική συνέντευξη σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η επίδικη θέση είναι ψηλά στην ιεραρχία.
Κατά τον ίδιο τρόπο και σε σύμπνοια με τη Δημοκρατία και το ενδιαφερόμενο μέρος στη δική του αγόρευση, προβάλλει το σκεπτικό της Ε.Δ.Υ. ως συνάδον με το ορθό μέτρο συνυπολογισμού του πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος του αιτητή, μαζί με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης. Κατά το ενδιαφερόμενο μέρος, το πρόσθετο προσόν δεν μπορούσε να προσδώσει στον αιτητή έκδηλη υπεροχή εφόσον μόνο περιθωριακή σημασία έχει κατά την αξιολογική σύγκριση. Κατά τα υπόλοιπα, η Διευθύντρια δεν χρησιμοποίησε την προφορική συνέντευξη για τη σύσταση της, αλλά αντίθετα είχε προτείνει το ενδιαφερόμενο μέρος αφού μελέτησε και τους σχετικούς διοικητικούς φακέλους. Εν πάση δε περιπτώσει, η σύσταση της Διευθύντριας δεν ήταν σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων αυτών. Το ενδιαφερόμενο μέρος εισηγείται, τέλος, ότι ορθά η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη την υπέρτερη απόδοση του κατά την προφορική συνέντευξη, η οποία απόδοση δεν χρησιμοποιήθηκε σε παραγνώριση των υπολοίπων, υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, κριτηρίων.
Ο αιτητής γεννηθείς στις 12.1.1952 και αποφοιτήσας με δίπλωμα Ιατρικής από το Πανεπιστήμιο Αθηνών με «Λίαν Καλώς» το 1976, ενεγράφη ως ιατρός στην Κύπρο το 1978. Στις 12.1.2006 απέκτησε πιστοποιητικό ειδικότητας στη Γενική Ιατρική, καθώς και πιστοποιητικό ειδικότητας στη Γενική Χειρουργική, αμφότερα από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου. Την 1.1.1997, διορίστηκε Ιατρικός Λειτουργός 2ας τάξης και την 1.1.1999, προήχθη σε Ιατρικό Λειτουργό 1ης τάξης.
Το ενδιαφερόμενο μέρος, Ανδρούλλα Τυρίμου, γεννήθηκε στις 17.5.1947 και έλαβε δίπλωμα Ιατρικής το 1973 από το Πανεπιστήμιο Καρόλου Πράγας. Ενεγράφη ως ιατρός στην Κύπρο στις 18.9.1975, διορίστηκε δε στις 2.7.1979 ως Ιατρικός Λειτουργός 2ης τάξης, προήχθη σε 1ης τάξης στις 15.3.1982 και σε Ανώτερο Ιατρικό Λειτουργό στις 15.6.2008. Κατέχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Γηριατρική και Γεροντολογία από το Πανεπιστήμιο Μάλτας το 1996, Prosgraduate Diploma in General Practioner Training από το Πανεπιστήμιο Surrey το 1998 και πιστοποιητικό ειδικότητας στη γενική ιατρική από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου στις 15.5.2003.
Αρχίζοντας από το πρόσθετο προσόν του αιτητή στη γενική χειρουργική, είναι γεγονός ότι το σχέδιο υπηρεσίας καθορίζει για τη θέση του Διευθυντή Κλινικής Τμήματος στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών ότι ο υποψήφιος πρέπει να είναι εκτός από εγγεγραμμένος ιατρός και κάτοχος πιστοποιητικού ειδικότητας με δωδεκαετή τουλάχιστον πείρα στην ειδικότητα που καθορίζεται κατά τη δημοσίευση της θέσης. Η σημείωση (4) της παραγράφου 3 του σχεδίου υπηρεσίας, καθορίζει ως ειδικότητες για τα Τμήματα Πρώτων Βοηθειών, την Παθολογία, τη Χειρουργική, την Ορθοπεδική και τη Γενική Ιατρική.
Σύμφωνα με τη λαμβανόμενη στο θέμα νομολογία, πρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα θα πρέπει να συνεκτιμούνται, κατά περίπτωση, κινούμενη αυτή η συνεκτίμηση ανάμεσα σε δύο αποδεκτά όρια, δηλαδή, ούτε να αποδίδεται σε αυτά υπερβολική βαρύτητα που να κατατείνει σε έκδηλη υπεροχή, ούτε από την άλλη να τους αποδίδεται εντελώς οριακή αξιολόγηση ώστε να μην αποκτούν στην ουσία οποιαδήποτε σημασία ως να μην ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, (δέστε Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 και πιο πρόσφατα Έλλη Τρύφωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 377). Η νομολογία επίσης έχει αναδείξει ότι η λεκτική και μόνο αναγνώριση ότι ένα προσόν είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και έχει ληφθεί υπόψη, δεν συνιστά στην ουσία αξιολόγηση εφόσον δεν αφήνεται περιθώριο στο αναθεωρητικό Δικαστήριο για να αντιληφθεί σε ποιο βαθμό ελήφθη υπόψη και πώς το προσόν αυτό επέδρασε ή όχι στην απόφαση για προαγωγή, (δέστε Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164 και πιο πρόσφατα, Δημοκρατία ν. Λένιας Γεωργίου κ.ά., Α.Ε. αρ. 43/09 και 51/09, ημερ. 10.7. 2012). Η στερεότυπη φράση που χρησιμοποιείται από την Ε.Δ.Υ. ότι δόθηκε στο πρόσθετο προσόν η δέουσα βαρύτητα, δεν είναι αρκετή ώστε να είναι σαφές κατά πόσο το διοικητικό όργανο αξιολόγησε ή όχι το πρόσθετο προσόν, αφού προηγουμένως βεβαίως κριθεί από αυτό η σχετικότητα του προσόντος. Επομένως, όπως λέχθηκε στις Ζήση Καλλένου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, υπόθ. αρ. 1280/07, ημερ. 23.10.2010 και Μάριου Κασσιανίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ, 339/2010 και 471/2010, ημερ. 20.7.2012, η χωρίς ουσιαστική εξέταση των δεδομένων καθιστά τη φράση «δέουσα βαρύτητα», κενού περιεχομένου εφόσον δεν γνωστοποιείται πώς το διοικητικό όργανο έλαβε υπόψη και σε ποιο βαθμό τα προσόντα και αν αυτά είχαν ή όχι σημασία στην τελική επιλογή.
Το τι η Ε.Δ.Υ. κατέγραψε στην απόφαση της, αναφέρθηκε ήδη στην αρχή του παρόντος σκεπτικού.
Είναι φανερό ότι ο αιτητής έχει δίκαιο στη θέση του ότι δεν συνεκτιμήθηκε ορθά ή και καθόλου το επιπρόσθετο προσόν του στη γενική χειρουργική, εφόσον ούτε καν αναφέρεται ονομαστικά ο αιτητής στο πιο πάνω απόσπασμα, ούτε προσδιορίζεται το δεύτερο αυτό προσόν. Η θέση τόσο της Ε.Δ.Υ., όσο και του ενδιαφερομένου μέρους, ότι λήφθηκε υπόψη το πρόσθετο αυτό προσόν, παραγνωρίζει την πιο πάνω λεκτική έκφραση της σκέψης της Ε.Δ.Υ., η οποία αποκαλύπτει διπλό λάθος που ανάγεται στο ότι ούτε καν ανέφερε κατά πόσο το συγκεκριμένο προσόν είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, ενώ βεβαίως δεν προχώρησε σε καμία απολύτως αξιολόγηση. Ούτε είναι ορθή η περαιτέρω θέση που εκφράζεται από τις αγορεύσεις της Ε.Δ.Υ. και του ενδιαφερομένου μέρους, ότι εν πάση περιπτώσει το πρόσθετο μη απαιτούμενο προσόν οριακή και μόνο σημασία θα είχε που δεν θα μπορούσε να παρακάμψει την υπέρτερη αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους, διότι τέτοια κρίση θα έπετο της πρωταρχικής τοποθέτησης της Ε.Δ.Υ. ως προς αυτό καθαυτό το προσόν και την αξιολόγηση του. Σημασία είχε ο ορθός εντοπισμός ονομαστικά του πρόσθετου αυτού προσόντος του αιτητή και ο συνυπολογισμός του με τα υπόλοιπα κριτήρια, σε σύγκριση και με τα στοιχεία τόσο του ιδίου του αιτητή, όσο και του ενδιαφερομένου μέρους.
Περαιτέρω, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, υπάρχει έντονο το στοιχείο στο λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε από τη Διευθύντρια κατά τη σύσταση της ότι αυτή ενήργησε στη βάση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη ενώπιον της Ε.Δ.Υ. Το πρακτικό της Ε.Δ.Υ. καταγράφει επί λέξει το εξής αφού αναφέρεται προηγουμένως ότι η Ε.Δ.Υ. δέχθηκε σε ατομική προφορική εξέταση τους υποψηφίους και ότι τόσο η Διευθύντρια, όσο και ο Κωνσταντίνος Αντωνιάδης, Διευθυντής Κλινικής/Τμήματος Πρώτων Βοηθειών, που τη συνόδευε, υπέβαλαν στους υποψηφίους ερωτήσεις σε θέματα που άπτονται των καθηκόντων της θέσης προς διαπίστωση «των γνώσεων, της κρίσης, της προσωπικότητας, της πρωτοβουλίας ..» κλπ.:
«Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης η Διευθύντρια, αφού διαβουλεύθηκε με τον κ. Αντωνιάδη, αναφορικά με το επιστημονικό μέρος των ερωτήσεων που υποβλήθηκαν, αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων σ΄ αυτήν ως εξής: ...»
Απορρέει αβίαστα από το πιο πάνω λεκτικό ότι όντως ήταν στη βάση της αξιολόγησης στην προφορική εξέταση που η Διευθύντρια προχώρησε στη σχετική κρίση της ότι ο αιτητής ήταν «Σχεδόν Εξαίρετος» και το ενδιαφερόμενο μέρος «Εξαίρετη». Καταγράφεται βεβαίως επίσης στο πρακτικό που τήρησε η Ε.Δ.Υ. ότι η Διευθύντρια είχε ενώπιον της τους προσωπικούς φακέλους και τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και επαρκή χρόνο προς μελέτη τους, αλλά αυτό που αποτυπώθηκε πιο πάνω στο τέλος της προφορικής συνέντευξης, δίδει σαφώς την εικόνα ότι η αξιολόγηση έγινε επί των δεδομένων της προφορικής εξέτασης και όχι επί των δεδομένων των διοικητικών φακέλων και συνεπώς, η προς το αντίθετο εισήγηση της Ε.Δ.Υ. και του ενδιαφερομένου μέρους, δεν είναι ορθή.
Στην Αντώνης Καφά ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 12, λέχθηκε υπό τύπο ομολογουμένως obiter, υπό το φως των εκεί δεδομένων, ότι η προφορική εξέταση γίνεται επ΄ ωφελεία της Ε.Δ.Υ. και μόνο αυτή έχει, ως αρμόδιο διοικητικό όργανο, δυνάμει του Νόμου, το δικαίωμα, να βασιστεί στην προφορική συνέντευξη προς αξιολόγηση των υποψηφίων. Η παρουσία δε κάθε προϊσταμένου είναι βοηθητική προς την Ε.Δ.Υ., για τη δική της αξιολόγηση και δεν έχει το χαρακτήρα της χρήσης της συνέντευξης για δική του αξιολόγηση. Η σύσταση του προϊσταμένου, όπως είναι γνωστό, πρέπει να στηρίζεται στα στοιχεία των φακέλων και τις νόμιμες συστάσεις των άμεσων προϊσταμένων του υποψηφίου, (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695 και Δημοκρατία ν. Κουππάρη (2010) 3 Α.Α.Δ. 272) και σαφώς η όποια εντύπωση από τη συνέντευξη αποτελεί εξωγενή παράγοντα. Η Καφά ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -, ακολουθήθηκε πιο πρόσφατα στη Δημοκρατία ν. Χριστιάνας Σαββίδου, Α.Ε. αρ. 96/2008, ημερ. 13.9.2011.
Βεβαίως, δεν απαγορεύεται η έκφραση γνώμης από τον προϊστάμενο που παρευρίσκεται στη διαδικασία της συνέντευξης, (Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23), έκφραση γνώμης που είναι όμως απλώς βοηθητική και η Ε.Δ.Υ. δεν δεσμεύεται από αυτή, (Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164). Αν δε από όλα τα στοιχεία δεν εξάγεται ότι ο προϊστάμενος σύστησε αποκλειστικά και μόνο το ενδιαφερόμενο μέρος στη βάση της προφορικής συνέντευξης, τότε η σύσταση δεν πάσχει, όπως όταν ο διευθυντής δεν προσφέρει, για παράδειγμα, αιτιολογημένη κρίση, (δέστε Σάββας Βραχίμης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 76/2010, ημερ. 27.9.2011). Στην υπό κρίση περίπτωση, όμως, είναι σαφές ότι η Διευθύντρια, τη συνδρομή του κ. Αντωνιάδη, αξιολόγησε και σύστησε με βάση την προφορική συνέντευξη. Αυτή η πάσχουσα σύσταση επηρέασε την Ε.Δ.Υ., η οποία βασίστηκε ουσιωδώς, όπως αποκαλύπτει το σκεπτικό της, σ΄ αυτή.
Το ότι η Διευθύντρια σύστησε με γνώμονα την προφορική εξέταση πιστοποιείται και από το γεγονός ότι η σύσταση της όντως συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων. Σημειώνεται ότι η Διευθύντρια σύστησε τους υποψηφίους Ανδρούλλα Τυρίμου, ενδιαφερόμενο μέρος, και έτερο άτομο, που ήσαν και οι μοναδικοί που κρίθηκαν από αυτή ως «εξαίρετοι» κατά την προφορική συνέντευξη. Και αυτό σε παραγνώριση, όπως ήδη αποφασίστηκε πιο πάνω, του πρόσθετου προσόντος του αιτητή στη Γενική Χειρουργική, το οποίο ούτε καν έτυχε αναφοράς από τη Διευθύντρια.
Τέλος, όντως η διαφορά στην απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση από την ίδια την Ε.Δ.Υ., «εξαίρετη» για το ενδιαφερόμενο μέρος και «σχεδόν εξαίρετος» για τον αιτητή, είναι στη βάση της νομολογίας οριακή, σε βαθμό που να μην είναι δυνατόν να υπερακοντίσει τα άλλα αντικειμενικά κριτήρια όπως τα προδιαγράφει η σχετική νομοθετική ρύθμιση. Πρέπει να τονισθεί ότι το υποκειμενικό, αναπόφευκτα, στοιχεία της κρίσης της Ε.Δ.Υ. κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων δεν μπορεί να αποτελέσει το ουσιαστικό κριτήριο που υπερτερεί όλων των υπολοίπων. Ενώ, είναι οφειλόμενη και η ταυτόχρονη παρατήρηση ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία βεβαίως συμβουλευτικό και μόνο ρόλο έχει στην υπόδειξη του τελικού καταλόγου των υποψηφίων, έκρινε και τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος ως «σχεδόν εξαίρετους». Σε σειρά υποθέσεων έχει κριθεί ότι η διαφορά μεταξύ «σχεδόν εξαίρετου» και «εξαίρετου», ή ακόμη και «πολύ καλός» με «εξαίρετος», ή «πάρα πολύ καλός» με το «πολύ καλός», είναι οριακή, (Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, Δημοκρατία ν. Λάζαρου Σαββίδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 69 και Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω -).
Βεβαίως, είναι ταυτόχρονα αναγνωρισμένη η σημασία της απόδοσης στην προφορική εξέταση σε θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, με την Ε.Δ.Υ. να έχει ευρεία ευχέρεια στο ζήτημα, (Αριστοτέλους ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 673 και Δημοκρατία ν. Ασσιώτης (2010) 3 Α.Α.Δ. 395). Αλλά, αυτή η αναγνωρισμένη σημασία δεν μπορεί από μόνη να υποσκελίζει όλα τα υπόλοιπα. Ακόμη και η αρχαιότητα, που δεν έπαψε να είναι ένα θεσμοθετημένο στοιχείο κρίσης, η οποία εδώ σαφώς είναι υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους με βάση τη θέση του μόνιμου Ιατρικού Λειτουργού, 1ης τάξης, λαμβάνεται υπόψη με βάση τη νομολογία εφόσον τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ίσα, αλλά και σε συνυπολογισμό όλων των στοιχείων κρίσης, με γνώμονα να αναδειχθεί ο καταλληλότερος υποψήφιος, (Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, Δημοκρατία ν. Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391, Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71 και Έλλη Τρύφωνος ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω -). Όπως όμως έχει υποδειχθεί, η Ε.Δ.Υ. συνυπολόγισε στην επιλογή της την πάσχουσα και συγκρουόμενη με τα στοιχεία των φακέλων σύσταση της Διευθύντριας υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, ενώ δεν έλαβε υπόψη η ίδια το πρόσθετο προσόν του αιτητή, της αξίας των δύο υποψηφίων διαπιστωθείσας ίσης. Το πώς το διοικητικό όργανο θα ενεργούσε εάν συνεκτιμούσε ορθά και χωρίς πλάνη όλους τους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της αρχαιότητας του ενδιαφερομένου μέρους, παραμένει στη σφαίρα της εικασίας και εναπόκειται σ΄ αυτό και όχι στο Δικαστήριο να αποφασίσει.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.