ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 417/2010)

 

4 Οκτωβρίου, 2012

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.

 

 

ΜΑΡΙΑ ΣΙΑΜΠΑΡΤΑ,

 

Αιτήτρια,

 

-ν-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ης η Aίτηση.

- - - - - -

Ο. Σιαμπαρτάς, για την Αιτήτρια.

 

Ζ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.

 

Α. Σωτηρίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

- - - - - -                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Μια μόνιμη θέση Ανώτερης Πρώτης Στενογράφου Δικαστηρίου στη Δικαστική Υπηρεσία, επρόκειτο να κενωθεί από την 1.11.2009, λόγω αφυπηρέτησης της κατόχου της, οπότε η Αρχιπρωτοκολλητής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ζήτησε από την καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ την πλήρωσή της.

 

Επειδή πρόκειται για θέση προαγωγής, η καθ΄ης η αίτηση αποφάσισε όπως επιληφθεί του θέματος σε συνεδρία στην οποία θα εκαλείτο όπως παραστεί και η Αρχιπρωτοκολλητής. Η συνεδρία συγκλήθηκε και διεξήχθηκε στις 4.1.2010 και κατ΄ αυτή, η παριστάμενη Αρχιπρωτοκολλητής σύστησε για προαγωγή την αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή. Η καθ΄ης η αίτηση, αφού έλαβε υπόψη της τα στοιχεία των Προσωπικών Φακέλων των υποψηφίων, τα στοιχεία των Ετήσιων Υπηρεσιακών Φακέλων, τα προσόντα και την αρχαιότητα των υποψηφίων, δεν υιοθέτησε τη σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού και έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Καλλιόπη Σωτηρίου υπερείχε των άλλων υποψηφίων, την επέλεξε ως την πλέον κατάλληλη και προσέφερε σ΄ αυτήν προαγωγή στην επίδικη θέση από την 15.1.2010.

 

Με την παρούσα προσφυγή της, η αιτήτρια προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης εκείνης, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας,  ημερομηνίας 19.2.2010, και επιζητεί την ακύρωσή της.

 

Θα εξετάσω στη συνέχεια τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης, αφού πρώτα σημειώσω ότι προδικαστική ένσταση την οποία ήγειρε το ενδιαφερόμενο μέρος στην καταχωρηθείσα Ένστασή του περί ανεπάρκειας παροχής στοιχείων και γεγονότων στην Αίτηση της αιτήτριας, δεν προωθήθηκε περαιτέρω.

 

Η κατ΄ ισχυρισμό μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας, πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο, κλπ.

 

Κάτω από τη γενική αυτή επικεφαλίδα, στην οποία εγείρονται ποικίλοι νομικοί λόγοι ακύρωσης, αναπτύσσονται εξειδικευμένα σημεία τα οποία, όπως ισχυρίζεται η αιτήτρια, καθιστούν την προσβαλλόμενη απόφαση τρωτή και ακυρωτέα. Τα επί μέρους αυτά σημεία είναι τα ακόλουθα:

 

α. Το στοιχείο της αρχαιότητας.

 

Μετά που η καθ΄ης η αίτηση διαπίστωσε ότι τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης κατείχαν τρεις από τις υποψήφιες, ήτοι η αιτήτρια, το ενδιαφερόμενο μέρος και η Μ. Νικολαϊδου, προχώρησε σε σύγκριση και τελική επιλογή ως ακολούθως:

 

"Η Επιτροπή εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το Φάκελο Πλήρωσης της θέσης, καθώς και από τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, και έλαβε επίσης υπόψη την κρίση και τη σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού.

 

Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψήφιων στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια.

 

Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψήφιων καθώς και την αρχαιότητά τους, η οποία φαίνεται στον ενώπιόν της κατάλογο των υποψήφιων.

 

Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα τρία κριτήρια - αξία, προσόντα, αρχαιότητα-, σταθμίζοντας και συνεκτιμώντας αυτά στο σύνολό τους και αποδίδοντας σ΄ αυτά και σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα, δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τη σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού υπέρ της Σιαμπαρτά Μαρίας και έκρινε ότι η ΣΩΤΗΡΙΟΥ Καλλιόπη υπερέχει των άλλων υποψήφιων, την επέλεξε ως την πιο κατάλληλη και αποφάσισε να προσφέρει σ΄ αυτήν προαγωγή στη μόνιμη θέση Ανώτερης Πρώτης Στενογράφου Δικαστηρίου, Δικαστική Υπηρεσία, από 15.1.10.

 

Η Επιτροπή, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, έλαβε υπόψη ότι η Σωτηρίου Καλλιόπη προηγείται σε αρχαιότητα, είτε λόγω ημερομηνίας γέννησης (Σιαμπαρτά) είτε στην παρούσα τους θέση (Νικολαϊδου), και σ΄ ό,τι αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, δεν υστερεί και/ή είναι ίση με τις υπόλοιπες υποψήφιες, αξιολογηθείσα ως καθόλα εξαίρετη.

 

Η Επιτροπή, επιλέγοντας τη Σωτηρίου, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι η συστηθείσα Σιαμπαρτά Μαρία, κατέχει Bachelor of Laws (External Program) University of London, και είναι εγγεγραμμένη δικηγόρος, προσόντα, όμως, τα οποία η Επιτροπή έκρινε ότι δεν είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και, ως εκ τούτου, τους δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα, η οποία εν πάση περιπτώσει, υπό τις περιστάσεις, δεν της προσδίδει υπεροχή στον παράγοντα προσόντα."

 

Διαπιστώνεται από το πιο πάνω απόσπασμα του πρακτικού συνεδρίας της καθ΄ης η αίτηση ότι, με βάση τα στοιχεία του καταλόγου που είχε ενώπιόν της η Επιτροπή, εξέλαβε ότι μεταξύ αιτήτριας και ενδιαφερόμενου μέρους δεν υπήρχε οποιαδήποτε διαφορά ως προς την αρχαιότητα στην υπηρεσία, οπότε και η καθ΄ης η αίτηση έλαβε υπόψη ότι το ενδιαφερόμενο μέρος επροηγείτο από απόψεως ηλικιακής αρχαιότητας της αιτήτριας, δηλαδή με βάση την ημερομηνία γέννησής τους.

 

Όπως υποστηρίζει η αιτήτρια, η πιο πάνω προσέγγιση της καθ΄ης η αίτηση είναι εσφαλμένη για δύο κύριους λόγους:

 

α.   Επειδή πεπλανημένα θεώρησε η καθ΄ης η αίτηση ότι αιτήτρια και ενδιαφερόμενο μέρος ήσαν ισοδύναμες σε αρχαιότητα στην υπηρεσία, ενώ υπερείχε η αιτήτρια του ενδιαφερόμενου μέρους στο στοιχείο τούτο.

 

β.   Επειδή το στοιχείο της ηλικιακής αρχαιότητας λαμβανόμενο υπόψη σε προαγωγές, παραβιάζει νομοθετικές και Συνταγματικές αρχές, προκαλώντας άνιση και δυσμενή διάκριση μεταξύ των υποψηφίων.

 

Ως προς το πρώτο από τα πιο πάνω θέματα που εγείρει η αιτήτρια, ισχυρίζεται ότι στον κατάλογο υπηρεσιακής ανέλιξης των υποψηφίων τον οποίο είχε ενώπιόν της η καθ΄ης η αίτηση, εσφαλμένα δεν καταγράφεται η προαγωγή της αιτήτριας και του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση της Μόνιμης Στενογράφου Δικαστηρίου 1ης Τάξης, κατά την οποία η αιτήτρια προηγείται χρονικά του ενδιαφερόμενου μέρους κατά 2 ½ μήνες, αφού η μεν αιτήτρια προήχθηκε στη θέση εκείνη από 15.2.1983, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος από 1.5.1983. Λόγω δε τούτου, είναι η εισήγηση της αιτήτριας ότι η πεπλανημένη εικόνα του καταλόγου, οδήγησε σε πεπλανημένη εφαρμογή του άρθρου 49(5) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου - Νόμος αρ. 1/1990, η οποία επέδρασε αποφασιστικά στην τελική κρίση της καθ΄ης η αίτηση.

 

Σημειώνεται στο σημείο τούτο ότι το άρθρο 49(5) του Νόμου [που είναι ταυτόσημο το κείμενό του με εκείνο του άρθρου 46(5) του τότε ισχύοντος Νόμου αρ. 33/1967] προβλέπει ότι η αρχαιότητα υπαλλήλων που κατέχουν την ίδια θέση, ο μισθός και τίτλος της οποίας άλλαζε ως αποτέλεσμα αναθεώρησης μισθών ή αναδιοργάνωσης, κρίνεται σύμφωνα με την αμέσως πριν από την αναθεώρηση ή αναδιοργάνωση αρχαιότητα των υπαλλήλων. Είναι δε η εισήγηση της αιτήτριας ότι η ημερομηνία 15.2.1983 αφορούσε και αρχαιότητα που κρίνεται πριν από την αναθεώρηση ή αναδιοργάνωση των υπαλλήλων. Όπως προσθέτει, αιτήτρια και ενδιαφερόμενο μέρος, όπως και όλες οι Στενογράφοι Δικαστηρίου 2ης Τάξης, το 1983, προήχθηκαν αναδρομικά από 15.3.1982 στην προσωρινή θέση Στενογράφου Δικαστηρίου 1ης Τάξης, σύμφωνα με την επιφύλαξη του άρθρου 44(1)(α) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων 1967 έως 1981 (για προαγωγή υπαλλήλων που κατείχαν συνδυασμένες τάξεις ή θέσεις).  Να σημειωθεί ότι η προσωρινή θέση δεν ήταν συντάξιμη θέση. Η μόνιμη θέση ήταν συντάξιμη. Η αιτήτρια κατόπιν επιλογής, διορίστηκε από 15.2.1983 στη μόνιμη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου 2ης Τάξης, (κλίμακα Α5) η οποία ήταν συνδυασμένη με την 1ης Τάξης (κλίμακα Α7). Προκύπτει από το Παράρτημα 5 ότι μεσολάβησε αναδιάρθρωση/αναδιοργάνωση στη Δημόσια Υπηρεσία. Η Στενογράφος Δικαστηρίου 2ης Τάξης (κλίμακα Α5), συνδυασμένη με τη Στενογράφο Δικαστηρίου 1ης Τάξης (κλίμακα Α7) μετονομάστηκε σε Στενογράφο Δικαστηρίων, Συνδυασμένες Κλίμακες Α4-Α7, και η αιτήτρια με το μόνιμο διορισμό της διατήρησε την κλίμακα Α5. Για το διορισμό στην εν λόγω μόνιμη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου 2ης Τάξης προηγήθηκαν συνεντεύξεις ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένου και του ενδιαφερόμενου μέρους, και επιλέγηκε ως καταλληλότερη η αιτήτρια αντί το ενδιαφερόμενο μέρος. Ο εν λόγω κατ΄ επιλογή διορισμός στη μόνιμη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου 2ης Τάξης και συνακόλουθα η  με ίδια ημερομηνία προαγωγή στη συνδυασμένη μόνιμη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου 1ης Τάξης από 15.2.1983 έγινε σύμφωνα με τους τότε ισχύοντες περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμους του 1967-1981 και πριν τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικό) Νόμο του 1983 (Ν.10/83), ο οποίος ψηφίστηκε για να ρυθμίσει τα νέα δεδομένα που επήλθαν με την αναδιοργάνωση/αναδιάρθρωση. Οι τότε τροποποιήσεις που επήλθαν με το Ν.10/83 είναι ενσωματωμένες σήμερα στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Ν.1/90 ακριβώς με την ίδια φρασεολογία. Ο εν λόγω τροποποιητικός δημοσιεύτηκε στις 26.3.1983, δηλαδή μετά τις 15.2.1983, ημερομηνία διορισμού της αιτήτριας σε μόνιμη θέση. Η ημερομηνία 15.2.1983 είναι ημερομηνία που κρίθηκε σύμφωνα με τους τότε ισχύοντες Νόμους 33/1967 μέχρι 1981. Συνεπώς, πέραν της εφαρμογής του άρθρου 49(2) εφαρμόζεται και το άρθρο 49(5) του Ν.1/90 που προβλέπει ότι η αρχαιότητα «κρίνεται σύμφωνα με την αμέσως πριν από την τέτοια αναθεώρηση ή αναδιοργάνωση αρχαιότητα των υπαλλήλων».

 

Αντικρούοντας αυτή τη θέση της αιτήτριας, η καθ΄ης η αίτηση διαφωνεί ότι υπάρχει διαφορά αρχαιότητας στην υπηρεσία μεταξύ αιτήτριας και ενδιαφερόμενου μέρους και ότι υπερτερεί ως προς τούτο η αιτήτρια. Παραπέμπει η καθ΄ης η αίτηση στις πρόνοιες του άρθρου 49(1) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων 1990-1991, όπου αναφέρεται ότι η αρχαιότητα μεταξύ υπαλλήλων που κατέχουν την ίδια μόνιμη θέση, είτε μόνιμα είτε προσωρινά, κρίνεται με βάση την ημερομηνία ισχύος του διορισμού ή της προαγωγής του στη συγκεκριμένη θέση, ανεξάρτητα από τον τρόπο κατοχής. Στην υπό εξέταση περίπτωση, η αιτήτρια προήχθη στη μόνιμη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου 1ης Τάξης αναδρομικά από 15.3.1982. Το ενδιαφερόμενο μέρος προήχθη στη συνδυασμένη προσωρινή θέση Στενογράφου 1ης Τάξης αναδρομικά από 15.3.1982, ενώ προήχθη μαζί με άλλες υπαλλήλους στη μόνιμη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου 1ης Τάξης από 1.5.1983, γεγονός που δεν επηρεάζει την αρχαιότητά της.

 

Το ενδιαφερόμενο μέρος στη δική του αγόρευση αναφέρει κατ΄ αρχάς ότι ο κατάλογος υπηρεσιακής ανέλιξης τον οποίο είχε ενώπιόν της η καθ΄ης η αίτηση δεν περιείχε κανένα σφάλμα ή κενό, αφού, κατά τον ουσιώδη χρόνο προαγωγής της αιτήτριας και του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου 1ης Τάξης, ο Νόμος που ίσχυε ήταν ο Νόμος αρ. 33/1967 και προφανώς είναι στις πρόνοιες αυτού του Νόμου που οι Λειτουργοί της ΕΔΥ ορθά στηρίχθηκαν και ετοίμασαν τον υπό αναφορά κατάλογο, χωρίς να λάβουν υπόψη την επικύρωση του διορισμού στη θέση της Στενογράφου 1ης Τάξης, όπως δεν έλαβαν υπόψη και την επικύρωση του διορισμού των υποψηφίων στη μόνιμη θέση Στενογράφου 2ης Τάξης. Εκείνο που είχε γίνει, συνεχίζει το ενδιαφερόμενο μέρος, ήταν να είχαν διοριστεί επί δοκιμασία στη μόνιμη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου 1ης Τάξης στις 15.3.1982 τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, και σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, από τότε ήταν που κρίνεται η αρχαιότητά τους, ενώ οι ημερομηνίες 15.2.1983 και 1.5.1983 αντίστοιχα, συνιστούν απλά τις ημερομηνίες επικύρωσης της προαγωγής των δύο υπαλλήλων στη μόνιμη θέση στην οποία είχαν μαζί προαχθεί προηγουμένως επί δοκιμασία. Σχετικά είναι τα άρθρα 37 και 38 του Νόμου 33/1967.

 

Αυτή η θέση του ενδιαφερόμενου μέρους και της καθ΄ης η αίτηση με βρίσκει σύμφωνο και τεκμηριώνεται τόσο από τα γεγονότα (κατάλογος, δημοσιεύσεις στην Επίσημη Εφημερίδα) όσο και από τις πρόνοιες της τότε ισχύουσας νομοθεσίας. Επομένως, οι ημερομηνίες στις οποίες έδωσε βαρύτητα η πλευρά της αιτήτριας δεν ήσαν υπηρεσιακά ουσιώδεις και ορθά δεν περιλήφθηκαν στον κατάλογο που τέθηκε ενώπιον της καθ΄ης η αίτηση και δε λήφθηκαν υπόψη από αυτήν όταν ασκούσε την κρίση της. Εξάλλου και η ίδια η Αρχιπρωτοκολλητής η οποία είχε προβεί στη σύσταση υπέρ της αιτήτριας την οποία αυτή επικαλείται, πουθενά στη σύστασή της δεν εντόπισε οποιαδήποτε υπηρεσιακή αρχαιότητα της αιτήτριας έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Αντίθετα, όπως ρητά ανέφερε στη σύστασή της και καταγράφηκε στο τηρηθέν πρακτικό, τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσαν της τρίτης υποψηφίας σε αρχαιότητα, αφού είχαν προαχθεί στη θέση που κατείχαν μαζί από την 15.2.2003 και δε γίνεται νύξη σε οποιαδήποτε αρχαιότητα της αιτήτριας σε προηγούμενη θέση. Αναγνώρισε δε μόνο την ελαφρά υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι της αιτήτριας σε αρχαιότητα, λόγω ημερομηνίας γέννησης.

 

Όπως έχω προαναφέρει, διαζευκτικά με τα πιο πάνω, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η ενέργεια της καθ΄ης η αίτηση να λάβει υπόψη της υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους την ελαφρά υπεροχή της σε ηλικιακή αρχαιότητα, προσκρούει σε διάφορες αρχές δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, η πλευρά της αιτήτριας ισχυρίζεται ότι η κρίση της καθ΄ης η αίτηση σύμφωνα με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος προηγείται σε αρχαιότητα λόγω ηλικίας και/ή η πρόσδοση αποκλειστικά υπερβολικής βαρύτητας στη διαφορά ηλικίας των εννέα περίπου μηνών, απέληξε σε δυσμενή διάκριση σε βάρος της αιτήτριας λόγω ηλικίας, κατά παράβαση του περί της Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου του 2004 [Νόμος αρ. 58(Ι)/2004, άρθρα 3, 4 και 6], ο οποίος θεσπίστηκε προς εναρμόνιση με την Οδηγία 2000/78ΕΚ, και /ή κατά παράβαση του Άρθρου 28.2 του Συντάγματος που απαγορεύει οποιαδήποτε διάκριση "ένεκα της γεννήσεως" και/ή κατά παράβαση του Άρθρου 28.1 του Συντάγματος και του άρθρου 41 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 [Νόμος αρ. 158(Ι)/1999].

 

Στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας γίνεται εκτενής και εμπεριστατωμένη επιχειρηματολογία προς υποστήριξη της γενικής της θέσης σύμφωνα με την οποία η συμπερίληψη της ηλικίας στο "αντισταθμιζόμενο κριτήριο της αρχαιότητας" ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση [Νόμος 58(Ι)/2004], αποτελεί εμπόδιο για την "εξασφάλιση ίσων ευκαιριών.. για τη διεκδίκηση θέσης [Άρθρο 41(1) του Νόμου 158(Ι)/1999] και δημιουργεί έμμεση δυσμενή διάκριση "ένεκα γεννήσεως" (Άρθρο 28.2 του  Συντάγματος).

 

Σε σχέση με τα επιχειρήματα τούτα θα πρέπει κατ΄ αρχάς να σημειωθεί ότι το θέμα της αρχαιότητας λόγω ηλικίας ειδικά προνοείται στους περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμους 1990-1996, και συγκεκριμένα στο άρθρο 49(2), το οποίο προβλέπει ότι:

 

"(2) Σε περίπτωση ταυτόχρονου διορισμού, προαγωγής, ή απόσπασης στη συγκεκριμένη θέση ή τάξη της ίδιας θέσης, η αρχαιότητα κρίνεται σύμφωνα με την προηγούμενη αρχαιότητα των υπαλλήλων."

 

Το τι σημαίνει "προηγούμενη αρχαιότητα" των υπαλλήλων ορίζεται στο εδάφιο (7) του ίδιου άρθρου, ως ακολούθως:

 

"(7) Στο άρθρο αυτό -

.............................................

"προηγούμενη αρχαιότητα" σημαίνει αρχαιότητα των  υπαλλήλων στη θέση ή τάξη που κατεχόταν από αυτούς αμέσως πριν από την κατοχή της παρούσας θέσης τους ή τάξης και αν η αρχαιότητα αυτή είναι η ίδια, η προηγούμενη αρχαιότητα κρίνεται με την ίδια μέθοδο, αφού εφαρμοστεί αναδρομικά μέχρι τους πρώτους διορισμούς των υπαλλήλων στη δημόσια υπηρεσία. Σε περίπτωση που η αρχαιότητα στους πρώτους διορισμούς είναι η ίδια, η προηγούμενη αρχαιότητα κρίνεται με βάση την ηλικία των υπαλλήλων.

..................................."

 

Κατά την άποψή μου, το θέμα που εγείρεται εδώ δεν αφορά στο κατά πόσο η ηλιακή αρχαιότητα μπορεί ή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, αλλά με ποιο τρόπο, υπό ποιες περιστάσεις και με ποιο αποτέλεσμα. Το ίδιο το στοιχείο της αρχαιότητας είναι ένα καλά καθιερωμένο κριτήριο στο Νόμο και στη νομολογία, όπως και η αιτήτρια αποδέχεται, επικαλούμενη υπέρ της αρχαιότητα σε προηγούμενη θέση, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως. Η ηλικιακή αρχαιότητα, αυτή δηλαδή που έχει ως βάση την ημερομηνία γέννησης ενός υπαλλήλου, είναι μιας μορφής αρχαιότητα την οποία ο νομοθέτης περιέλαβε στο Νόμο, ουσιαστικά ως την ύστατη, έσχατη μορφή αρχαιότητας εκεί όπου δεν υπάρχει καμιά διαφορά αρχαιότητας στη θέση όπου υπηρετούν υπάλληλοι, και δεν υπάρχει διαφορά αρχαιότητας ούτε και σε προηγούμενες θέσεις που κατείχαν μέχρι και την ημερομηνία πρώτου διορισμού τους. Υπ΄ αυτές τις συνθήκες της πλήρους εξομοίωσης δύο ή περισσοτέρων υπαλλήλων στο θέμα της αρχαιότητας στην κατοχή προηγούμενης ή προηγούμενων θέσεων, τότε είναι μόνο που λαμβάνεται υπόψη η ηλικία ως κάποιας μορφής αρχαιότητα. Διαφωνώ ότι η νομοθετική αυτή προσέγγιση δημιουργεί θέμα άνισης μεταχείρισης ή ακόμα και ενδεχόμενο αναξιοκρατίας, όπως εισηγείται η πλευρά της αιτήτριας. Με δεδομένο ότι η αρχαιότητα είναι ένα γενικά αποδεκτό και καθιερωμένο κριτήριο, στην απουσία άλλης διαφοροποίησης, το γεγονός ότι ένας υπάλληλος εισήλθε στη Δημόσια Υπηρεσία όταν ήταν μεγαλύτερης ηλικίας από άλλο με τον οποίο διορίστηκαν κατά την ίδια ημερομηνία, είναι ένα στοιχείο το οποίο λαμβάνεται υπόψη, όπως εξάλλου λαμβάνεται υπόψη γενικότερα η αρχαιότητα, χωρίς να εγείρεται θέμα διάκρισης ή αναξιοκρατίας από το γεγονός ότι ένας υπάλληλος είχε διοριστεί ή προαχθεί νωρίτερα από κάποιον άλλο. Τα πάντα όμως είναι κάτω από την αίρεση της σημασίας και βαρύτητας η οποία αποδίδεται στην αρχαιότητα λόγω ημερομηνίας γέννησης, στην προσμέτρηση των άλλων παραγόντων και κριτηρίων επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου κλπ. Αυτά ακριβώς συνιστούν ασφαλιστικές δικλείδες έτσι ώστε να μη αδικηθεί ένας υπάλληλος ο οποίος κατά τα άλλα, ή σε ένα άλλο σημαντικότερο στοιχείο ή κριτήριο υπερτερεί, και έχουν τεθεί με συνέπεια από τη νομολογία οι σχετικές αρχές και ο τρόπος προσέγγισης της ηλικιακής αρχαιότητας, αποτρέποντας ακριβώς τον κίνδυνο πρόκλησης αδικίας και/ή δυσμενούς διάκρισης λόγω της ύπαρξης ενός στοιχείου πέραν του ελέγχου οποιουδήποτε υπαλλήλου.

 

Αυτά όλα όμως θα εξετασθούν αργότερα στην παρούσα Απόφαση κάτω από θέματα που αφορούν ακριβώς στην κατ΄ ισχυρισμό υπερτίμηση της σημασίας της ηλικιακής αρχαιότητας του ενδιαφερόμενου μέρους και/ή στην υποτίμηση άλλων, σημαντικότερων κατά την αιτήτρια,  παραγόντων.

 

β. Το στοιχείο των εκατέρωθεν κατεχομένων προσόντων.

 

Το θέμα τούτο σχετίζεται με την κατοχή από την αιτήτρια και όχι από το ενδιαφερόμενο μέρος του πτυχίου ή τίτλου Bachelor of Laws (External Program) University of London και η συνακόλουθη εγγραφή της ως δικηγόρου. Η καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ, συγκρίνοντας τις δύο υποψήφιες ανέφερε τα ακόλουθα:

 

Η Επιτροπή, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, έλαβε υπόψη ότι η Σωτηρίου Καλλιόπη προηγείται σε αρχαιότητα, είτε λόγω ημερομηνίας γέννησης (Σιαμπαρτά) είτε στην παρούσα τους θέση (Νικολαϊδου), και σ΄ ό,τι αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, δεν υστερεί και/ή είναι ίση με τις υπόλοιπες υποψήφιες, αξιολογηθείσα ως καθόλα εξαίρετη.

 

Η Επιτροπή, επιλέγοντας τη Σωτηρίου, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι η συστηθείσα Σιαμπαρτά Μαρία, κατέχει Bachelor of Laws (External Program) University of London, και είναι εγγεγραμμένη δικηγόρος, προσόντα, όμως, τα οποία η Επιτροπή έκρινε ότι δεν είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και, ως εκ τούτου, τους δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα, η οποία εν πάση περιπτώσει, υπό τις περιστάσεις, δεν της προσδίδει υπεροχή στον παράγοντα προσόντα."

 

Όπως υποστηρίζει η αιτήτρια, η κρίση της καθ΄ης η αίτηση ότι το πτυχίο νομικής της, η επιτυχία της στις εξετάσεις του Νομικού Συμβουλίου, η άσκησή της και η εγγραφή της ως δικηγόρου, ήσαν στοιχεία άσχετα με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, είναι αυθαίρετη, μη εύλογα επιτρεπτή και στερείται οποιασδήποτε αιτιολογίας ώστε να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της ορθότητάς της. Σύμφωνα με το βασικό επιχείρημα της αιτήτριας, η κατοχή του πτυχίου Νομικής συμβάλλει ιδιαίτερα τουλάχιστον στην ανάπτυξη/βελτίωση των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων.

 

Με αυτή τη θέση διαφώνησαν τόσο η καθ΄ης η αίτηση όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, υποστηρίζοντας ότι η καθ΄ης η αίτηση ορθά έκρινε  ότι τα πιο πάνω στοιχεία/προσόντα δεν είναι σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και, συνακόλουθα, ορθά δεν προσμέτρησαν υπέρ της αιτήτριας.

 

Στην υπόθεση Λουκά ν. Α.Η.Κ. (1996) 4 ΑΑΔ 1040, ο Καλλής Δ.  συνόψισε εύστοχα τις αρχές που εξάγονται από τη νομολογία επί εξεταζόμενου εδώ θέματος, ως ακολούθως:

 

"Πράγματι είναι νομολογημένο ότι προσόντα 'πρόσθετα από εκείνα που προβλέπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας συνιστούν παράγοντα οριακής σημασίας για διεκδικήσεις του κατόχου τους για προαγωγή'. (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή και άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, 609). Δεν θεμελιώνουν από μόνα τους έκδηλη υπεροχή. Ωστόσο αποτελούν παράγοντα ο οποίος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψήφιου. Έχει, επομένως, νομολογηθεί ότι προσόντα πέρα από εκείνα που απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας αλλά έχουν σχέση με τα καθήκοντα του υπαλλήλου και τα οποία τον καθιστούν πιο κατάλληλο για την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. (Δομετάκης ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 1673, 1678-79, Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (1979) 3 Α.Α.Δ. 379, 388, Σωτηριάδου και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 921, 943-944. Βλ. και Δημοκρατία ν. Ανδρέου και άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 153, 162 σύμφωνα με την οποία 'ακαδημαϊκά προσόντα που έχει ένας υποψήφιος, επιπλέον αυτών που καθορίζονται στο σχέδιο υπηρεσίας ως τα απαραίτητα ή ως πλεονέκτημα, λαμβάνονται γενικά υπόψη, αν είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης αλλιώς έχουν περιθωριακή σημασία')".

 

Στην ίδια την υπόθεση Δημοκρατία ν. Ανδρέου κ.ά. (ανωτέρω), αφού επιβεβαιώθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου η νομολογιακή αρχή ως προς την περιθωριακή σημασία πρόσθετων προσόντων που δεν είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, τονίστηκε ότι η οποιαδήποτε όμως σημασία τους υπολογίζεται ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε περίπτωσης. Οποιαδήποτε δε άλλα προσόντα έχει ένας υποψήφιος, είτε αυτά είναι ακαδημαϊκά ή άλλα ενδεικτικά του μορφωτικού επιπέδου και των εν γένει ικανοτήτων του, προσμετρούν στη συνολική του αξιολόγηση ως στοιχείο σύγκρισης μεταξύ των υποψηφίων. (Βλ. επίσης την απόφαση στην υπόθεση Πούρος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 374).

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, η καθ΄ης η αίτηση έκρινε ότι τα προαναφερθέντα πρόσθετα προσόντα τα οποία κατείχε η αιτήτρια δεν ήσαν σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και όπως πρόσθεσε: "ως εκ τούτου, τους δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα, η οποία εν πάση περιπτώσει, υπό τις περιστάσεις, δεν της προσδίδει υπεροχή στον παράγοντα προσόντα".

 

Είναι φανερό από το πιο πάνω απόσπασμα της καθ΄ης η αίτηση ότι η "ανάλογη βαρύτητα" την οποία προσέδιδε στα προαναφερθέντα προσόντα δεν ήταν παρά μηδενική, αφού ρητά κατέληξε η Επιτροπή στην κρίση της ότι καμιά υπεροχή δεν έδιδαν αυτά στην αιτήτρια, ούτε οριακή, ούτε περιθωριακή, ούτε τίποτε.

 

Η καθ΄ης η αίτηση δεν εξήγησε ή αιτιολόγησε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την κρίση της ως προς την έλλειψη οποιασδήποτε σχέσης των πρόσθετων αυτών προσόντων της αιτήτριας με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης Ανώτερης Πρώτης Στενογράφου Δικαστηρίου, ούτε και ως προς την απόφασή της να μη προσδώσει στην αιτήτρια οποιαδήποτε υπεροχή.

 

Στην υπόθεση Χρυσούλα Σωφρονίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 218/2005, ημερομηνίας 3.4.2007, η οποία αφορούσε σε πλήρωση θέσεων Γραμματειακού Λειτουργού, Γραμματειακό Προσωπικό, Τμήμα Διοίκησης και Προσωπικού, ο Κωνσταντινίδης, Δ., επικύρωσε απόφαση της ΕΔΥ στην οποία είχε ακολουθηθεί η σύσταση του Διευθυντή ο οποίος απέδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στο γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε δίπλωμα νομικής το οποίο δεν απαιτείτο βέβαια από το Σχέδιο Υπηρεσίας αλλά κρίθηκε ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, υποσκελίζοντας την ελαφρά, οριακή υπηρεσιακή αρχαιότητα ενός μηνός των αιτητριών έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Από την άλλη, η Αρχιπρωτοκολλητής στη σύστασή της, αναφερόμενη στα ίδια πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας, αφού σημείωσε ότι πράγματι δεν είναι απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και δεν αποτελούν πλεονέκτημα, εν τούτοις τα συνυπολόγισε προκειμένου να προβεί στη σύστασή της, στην οποία έλαβε υπόψη την υπεροχή της αιτήτριας σε πρόσθετα προσόντα.

 

Τελικά το μόνο που φαίνεται να βάρυνε στην κρίση της καθ΄ης η αίτηση και έκλινε την πλάστιγγα υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους παρακάμπτοντας και τη σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού, ήταν η υπεροχή της σε ηλικιακή αρχαιότητα λόγω ημερομηνίας γέννησης. Αυτό είναι άλλωστε φανερό από το απόσπασμα της προσβαλλόμενης απόφασης το οποίο παρέθεσα προηγουμένως, όπου ρητά αναφέρεται ότι στην απόφασή της έλαβε υπόψη ότι το ενδιαφερόμενο μέρος προηγείται σε αρχαιότητα έναντι της αιτήτριας λόγω ημερομηνίας γέννησης, ενώ σε αξία δεν υστερούσε και/ή ήταν ίση με αυτήν.

 

Το θέμα της αρχαιότητας λόγω ημερομηνίας γέννησης έχει απασχολήσει τη νομολογία σε αριθμό αποφάσεων και έχει καθιερωθεί η αρχή σύμφωνα με την οποία μια τέτοια υπεροχή είναι συμβολική, οριακής σημασίας (Αλευρά κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 85) και δύσκολα μπορεί να ληφθεί υπόψη για μεταβολή της υπηρεσιακής εικόνας των υποψηφίων. Παρόλο τούτο, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει ίση ή ισοπεδωτική βαθμολόγηση αξίας και ισάξια προσόντα, η οριακή έστω υπεροχή κάποιου, αποκτά σημασία. (Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 654/2001, ημερομηνίας 19.1.2002).

 

Είναι επομένως φανερό ότι η καθ΄ης η αίτηση δεν προσέδωσε καμιά σημασία στα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας, τα οποία χωρίς αιτιολογία θεώρησε ως τελείως άσχετα με τα καθήκοντα της θέσης, και τούτο παρά τη δική της προηγούμενη κρίση ότι "τους δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα", ενώ προσέδωσε αποφασιστική σημασία στην ηλικιακή αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Επομένως, αυτός ο λόγος ακύρωσης θα πρέπει να επιτύχει.

 

 

γ. Το θέμα της απόκλισης από τη σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού.

 

Όπως έχει ήδη σημειωθεί προηγουμένως, η καθ΄ης η αίτηση αποφάσισε όπως μη υιοθετήσει τη σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού υπέρ της αιτήτριας για ένα λόγο, τον οποίο αν και δεν άρθρωσε, είναι έκδηλο ότι οφείλετο στον εκμηδενισμό της όποιας σημασίας μπορούσε να αποδοθεί στα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας. Η προκύψασα εξίσωση προσόντων των δύο υποψηφίων και η απόδοση βαρύτητας, αποφασιστικής πλέον σημασίας στην αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους λόγω ημερομηνίας γέννησης, οδήγησε στην επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους αντί της αιτήτριας.

 

Τυγχάνει πάγια νομολογημένη αρχή ότι η σύσταση προϊσταμένου των υποψηφίων για προαγωγή έχει ουσιαστική σημασία και ότι τυχόν παρέκκλιση από αυτήν από το αποφασίζον διοικητικό όργανο, θα πρέπει να συνοδεύεται από ειδική και επαρκή αιτιολογία. Ενδεικτικά, στην υπόθεση Σπανού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 432 είχαν τονιστεί τα ακόλουθα, στη σελίδα 439 του τόμου αποφάσεων:

 

"Αναφορικά με τη σημασία της σύστασης προϊσταμένου, στην απόφαση Ιωάννου & Άλλου ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390, λέχθηκαν τα πιο κάτω στις σελ. 18-419:

 

"Η σημασία των συστάσεων του προϊσταμένου ενός Τμήματος έχει τονιστεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι συστάσεις αυτές αποτελούν ένα ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως, προσδιοριστικό και επαυξητικό της αξίας των υποψηφίων, τόσο σημαντικό, ώστε να απαιτείται ειδική αιτιολόγηση και προσδιορισμός των λόγων για τυχόν απόκλιση απ΄αυτές από την Επιτροπή. Κι αυτό γιατί οι Προϊστάμενοι των Τμημάτων βρίσκονται σε μοναδική θέση να εκτιμήσουν τις ανάγκες της υπηρεσίας, καθώς και τις ιδιότητες που απαιτούνται ώστε ν΄ ανταποκριθεί ένας υποψήφιος στις απαιτήσεις μιας θέσης (Βλ. Ioannou v. Μουρτζής ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 955/88, ημερ. 4.7.89, Έλενα Σταύρου ν. ΕΔΥ, Υπ. Αρ. 104/87, ημερ. 22.5.89, Χάρης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 699, ημερ. 24.1.89)."

 

Όπως έχω ήδη αναφέρει, εσφαλμένα ήταν που δεν αιτιολογήθηκε από την καθ΄ης η αίτηση το γιατί δεν υπήρχε καμιά σχετικότητα των πρόσθετων προσόντων της αιτήτριας με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και γιατί, ενώ αναφέρθηκε ότι θα προσδίδετο σ΄ αυτά η ανάλογη βαρύτητα, τελικά αυτή δεν ήταν παρά μηδενική.

 

Με αυτό ως δεδομένο, έπεται ότι δεν υπάρχει νόμιμη αιτιολογία για την οποία σημειώθηκε η απόκλιση από τη σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού υπέρ της αιτήτριας.

 

Επομένως, και αυτός ο λόγος ακύρωσης θα πρέπει να επιτύχει.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 146 του  Συντάγματος.

 

Ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα της προσφυγής επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον της καθ΄ης η αίτηση όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, ενώ σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος δεν εκδίδεται καμιά διαταγή εξόδων.

 

 

   K. Κληρίδης,

                                                              Δ.

 

 

 

 

/ΧΤΘ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο