ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση  Αρ. 1093/2009)

 

10 Οκτωβρίου, 2012

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146   ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

BLADE ENTERPRISES LTD,

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

 

Λ. Λουκαίδης με Α. Παπαχαραλάμπους, για  την Αιτήτρια.

Δ. Εργατούδη (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Ξ. Ξενοφώντος, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Η αιτήτρια ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

 

   «Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ'ων η αίτηση που κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 1/6/2009 (Αντίγραφο επισυνάφθηκε ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 στη προσφυγή) και με βάση την οποία απορρίφθηκε και/ή δεν έχει επιλεγεί η προσφορά της Αιτήτριας από τους Καθ'ων η αίτηση που αφορούσε την ανάθεση του Μέρους Β της σύμβασης Υ.Γ.2/2009: ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΓΙΑ Α. ΑΠΟΔΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ, Η/ΚΑΙ Β. ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΤΥΠΟΥ, με το αιτιολογικό ότι, η Αιτήτρια δεν έχει προσκομίσει άδειες εκμετάλλευσης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας για το σύνολο του Τύπου, και η ανάθεση της πιο πάνω αναφερόμενης προσφοράς στο Ενδιαφερόμενο Μέρος MEDIA Monitoring Electronic Ltd, είναι άκυρη καl/ή παράνομη και εξ' υπαρχής άκυρη στερείται οιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

 

 

 

 

Η αιτήτρια εταιρεία ισχυρίζεται ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε στον επίδικο μειοδοτικό διαγωνισμό ήταν μεροληπτική και απέβλεπε στην ικανοποίηση της προσφοράς του ενδιαφερόμενου μέρους.  Υποβάλλει ότι ο  λόγος απόρριψης της προσφοράς της ήτοι για μη προσκόμιση των αδειών εκμετάλλευσης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας για το σύνολο του τύπου ήταν αυθαίρετος. Συγκεκριμένα, διατείνονται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας εταιρείας,  οι εφημερίδες και τα περιοδικά δεν προστατεύονται από τον Περί του Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας Νόμο, Ν.59/76, αλλά  και στην περίπτωση που ισχύει κάτι τέτοιο, είναι η θέση τους ότι η υπηρεσία αποδελτίωσης εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 7(2) (στ) του σχετικού Νόμου.

 

Η  ελευθερία έκφρασης περιλαμβάνει το δικαίωμα λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών , που είναι ουσιαστικά το αντικείμενο των εταιρειών αποδελτίωσης. Υποβάλλουν συναφώς ότι η ανάθεση της υπηρεσίας αποδελτίωσης και παρακολούθησης του τύπου σε τρίτους, είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος πληροφόρησης χωρίς τούτο να σημαίνει κατ' ανάγκη επέμβαση στα ιδιοκτησιακά ή οικονομικά δικαιώματα του δημιουργού της σχετικής πληροφορίας. Η αποδελτίωση καταλήγει η εισήγησή τους, δεν αποσκοπεί στην παράκαμψη των οικονομικών ή πνευματικών δικαιωμάτων του δημιουργού αλλά περιoρίζεται στην εξυπηρέτηση του ατομικού δικαιώματος πληροφόρησης προσώπων στους οποίους μεταφέρεται το σχετικό απόκομμα ή αυτούσια η σχετική πληροφορία. Καταλήγει ,η εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της αιτήτριας, ότι η απόφαση των καθών η αίτηση είναι αντίθετη με το σχετικό νόμο περί Προσφορών, και λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας και για σκοπούς εξυπηρέτησης αλλότριου σκοπού, με αποτέλεσμα η αιτήτρια να τεθεί σε δυσμενή θέση έναντι του επιτυχόντος προσφοροδότη, και/ή του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Οι καθ΄ ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος εγείρουν θέμα νομιμοποίησης της αιτήτριας εταιρείας  να καταχωρίσει την εξεταζόμενη προσφυγή. Υποβάλλουν ότι η αιτήτρια εταιρεία δεν έχει έννομον συμφέρον αμφισβήτησης της προσβαλλόμενης  απόφασης εφόσον η  προσφορά της δεν πληρούσε ουσιώδη όρο του διαγωνισμού.

 

Βάσει της δημοσίευσης Αριθμός 976 της Προσφοράς Αρ.ΥΓ. 2/2009: «Δικαίωμα συμμετοχής έχουν  εταιρείες που κατέχουν  άδεια εκμετάλλευσης από τους κατά Νόμο δικαιούχους για την αποδελτίωση των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, καθώς και εφημερίδων, περιοδικών κλπ, καθότι η άνευ άδειας από το νόμιμο δικαιούχο αναπαραγωγής σε οποιαδήποτε μορφή προστατεύσιμου έργου είναι παράνομη και τιμωρείται με πρόστιμο και ποινή φυλάκισης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων Νόμου του 1976 μέχρι 2007.».

 

Στα έγγραφα του διαγωνισμού Μέρος Α αναφέρεται ρητά ο πιο πάνω όρος συμμετοχής στον επίδικο  διαγωνισμό.

 

Επίσης η πιο πάνω προϋπόθεση συμμετοχής τονίστηκε με διευκρινιστικό σημείωμα της Αναθέτουσας Αρχής στις 23.4.2009, προς όλους τους παραλήπτες των εγγράφων του διαγωνισμού.

Η αιτήτρια, δεν είχε εξασφαλίσει αλλά ούτε είχε παρουσιάσει οποιαδήποτε άδεια εκμετάλλευσης από τους ραδιοτηλεοπτικούς  σταθμούς ή εκδοτικούς οίκους.

 

Στην έκθεση της  Επιτροπής Αξιολόγησης σημειώνεται ότι η αιτήτρια εταιρεία δήλωσε ότι δεν κατείχε τις εν λόγω άδειες εκμετάλλευσης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

 

Στην ίδια έκθεση αξιολόγησης αναφέρεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε καταθέσει αναλυτικό ονομαστικό κατάλογο των εκδοτικών οίκων και των ραδιοτηλεοπτικών  σταθμών μαζί με τις συμβάσεις εκμετάλλευσης που συνήψε  μαζί τους.

 

Ενόψει των πιο πάνω στοιχείων και παραδεχτών γεγονότων, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των καθ΄ ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους υποδεικνύουν ότι, εφόσον η προσφορά της αιτήτριας εταιρείας δεν πληροί και δεν ανταποκρίνεται σε ουσιώδη όρο του διαγωνισμού, είναι άκυρη και κατ' επέκταση, δε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής  εξέτασης. Συμμόρφωση με τις ουσιώδεις πρόνοιες του μειοδοτικού διαγωνισμού αποτελεί προϋπόθεση για συμμετοχή σε αυτόν, υποδεικνύουν.

 

Αναφορικά με την πιο πάνω προδικαστική ένσταση έχει κριθεί ότι ο αποκλεισμός προσφοροδότη «κατ' εφαρμογή του επίμαχου όρου αποτελεί το νομιμοποιητικό του έρεισμα για την αμφισβήτηση, στο πλαίσιο της προσβολής της κατακύρωσης, της καθόλου νομιμότητάς του» (Δέστε Viamax Coach Industry Ltd v. Δημοκρατίας, (2001) 4 Α Α.Α.Δ 8).

 

Η ουσία της προσφυγής περιστρέφεται γύρω από τη νομιμότητα επιβολής  κριτηρίου συμμετοχής, ήτοι  την εξασφάλιση άδειας εκμετάλλευσης  των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας για την παροχή της υπηρεσίας της αποδελτίωσης[1].

 

Προκύπτει, επομένως,  το ερώτημα κατά πόσο η αιτήτρια εταιρεία η οποία παρέχει υπηρεσίες αποδελτίωσης των πληροφοριών των ΜΜΕ, όφειλε κατά τη συμμετοχή της στον επίδικο μειοδοτικό  διαγωνισμό να κατέχει άδειες ή σχετική έγκριση από τους  ιδιοκτήτες  των ΜΜΕ.

 

Το άρθρο 3 του Περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων Νόμου του 1976 (Ν. 59/76 όπως τροποποιήθηκε), στο εξής ο «Νόμος», ορίζει ως προστατεύσιμα από δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, μεταξύ άλλων, τα φιλολογικά έργα και τα καλλιτεχνικά έργα.

 

Στα καλλιτεχνικά έργα περιλαμβάνονται σύμφωνα με το αρθρο  2 του Νόμου φωτογραφίες, ενώ στα φιλολογικά περιλαμβάνονται άρθρα και δοκίμια, αλλά και εκθέσεις και επιστολές[2].

 

Είναι πρόδηλο ότι οι εφημερίδες, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου καθώς περιλαμβάνουν άρθρα, επιστολές, εκθέσεις και φωτογραφίες . Το ίδιο ισχύει και για τον ηλεκτρονικό-τηλεοπτικό τύπο.

 

Σχετική είναι η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής 'Ένωσης (ΔΕΕ) στην Υπόθεση C-5/08, Infopaq International A/S κατά Danske Dagblades Forening,[3] στην  οποία με παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος εκ μέρους των καθ΄ών η αίτηση και η οποία αφορούσε σε αίτηση προδικαστικής παραπομπής που υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Infopaq International A/S και της Danske Dagblades Forening.

 

Αναφορικά με  την απόρριψη της αίτησης της Infopaq που σκοπό είχε την αναγνώριση του  ότι, η αιτήτρια, δεν υποχρεούτο να λαμβάνει την άδεια των δικαιούχων των δικαιωμάτων δημιουργού, για τις πράξεις αναπαραγωγής άρθρων του τύπου, μέσω αυτοματοποιημένης μεθόδου,  το Δικαστήριο στη σκέψη 44 ρητά ανέφερε:

 

 «Όσον αφορά τα άρθρα του Τύπου, η προσωπική πνευματική εργασία του δημιουργού τους, για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως, απορρέει, υπό κανονικές συνθήκες, από τη μορφή με την οποία παρουσιάζεται το θέμα και τη γλωσσική του διατύπωση. Εξάλλου, στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται ότι τα άρθρα του Τύπου αποτελούν, καθαυτά, λογοτεχνικά έργα, τα οποία αφορά η οδηγία 2001/29.».

 

 

Στην Οδηγία 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2001 για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας ρητά αναγνωρίζεται[4] ότι:

 

« ... τα εν λόγω δικαιώματα [δικαιώματα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα) είναι ουσιώδη για την πνευματική δημιουργία, η προστασία τους συμβάλλει στη διατήρηση και ανάπτυξη δημιουργικότητας προς όφελος των δημιουργών, των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών, των καταναλωτών, του πολιτισμού, της βιομηχανίας και του κοινού γενικότερα, ως εκ τούτου, η πνευματική ιδιοκτησία έχει αναγνωριστεί ως αναπόσπαστο μέρος της ιδιοκτησίας.».

 

 

Στο εδάφιο (2) του άρθρου 7 του Νόμου προβλέπονται  ορισμένες  εξαιρέσεις στις χρήσεις των προστατεύσιμων αντικειμένων και που εφαρμόζονται σε ειδικές περιπτώσεις  και υπό προϋποθέσεις εφόσον δεν θίγονται τα νόμιμα δικαιώματα των δικαιούχων.

 

Συγκεκριμένα η παράγραφος (α) του άρθρου 7(2)  αφορά στην εξαίρεση τέλεσης πράξης που γίνεται για «το σκοπό έρευνας ατομικής χρήσης, κριτικής ανασκοπήσεως ή αναφοράς σε επίκαιρα γεγονότα ..».

     

Η  παράγραφος  (στ) αναφέρεται στην   «παράθεση αποσπασμάτων από έργα, τα οποία δημοσιεύτηκαν, εφόσον αυτό δεν αντιβαίνει προς τη χρηστή πρακτική και εφόσον η έκταση αυτών δεν υπερβαίνει την έκταση που δικαιολογείται από το σκοπό αυτό, περιλαμβανομένης της παραθέσεως αποσπασμάτων από άρθρα εφημερίδων και περιοδικών υπό μορφή συνοψίσεως του τύπου, νοουμένου ότι γίνεται μνεία της πηγής προελεύσεως και του ονόματος του δημιουργού, το οποίο εμφαίνεται επί του έργου που χρησιμοποιείται με τον τρόπο αυτό».

 

Οι δε εξαιρέσεις στις παραγράφους  (ζ) και (ιδ) αναφέρονται  σε αναπαραγωγή δημοσιευόμενων άρθρων για διάφορα θέματα «στο βαθμό που δικαιολογείται από τον ενημερωτικό σκοπό».

 

Το αντικείμενο της επίδικης προσφοράς αφορά σε δραστηριότητες μεταξύ άλλων, αναπαραγωγή ολόκληρων αποκομμάτων από εφημερίδες και περιοδικά και όχι αποσπασμάτων, μέσω μίας εκτενούς διαδικασίας που περιλαμβάνει σάρωση, μετατροπή τους σε ψηφιακό αρχείο και περαιτέρω επεξεργασία του αρχείου αυτού, με βασικό χαρακτηριστικό την αρχειοθέτηση.  

 

Οι εν λόγω ενέργειες δεν γίνονται από το πρόσωπο που αφορά το δημοσίευμα, αλλά από τρίτους που διενεργούν  αυτή τη δραστηριότητα στα πλαίσια της επιχειρηματικής τους  δράσης έναντι αμοιβής. Επομένως η εμπορική εκμετάλλευση των αποκομμάτων άρθρων εφημερίδων και περιοδικών δεν μπορεί , κατά την κρίση μου , να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην εξαίρεση που προνοείται στην  παράγραφο (στ) ούτε πρόκειται για πράξη που ασκείται στα πλαίσια της ελευθερίας της έκφρασης και πληροφόρησης, αλλά στα πλαίσια της επιχειρηματικής δραστηριότητας της ανάδοχης εταιρείας που περιλαμβάνει την εκμετάλλευση[5], για εμπορικούς σκοπούς, ενός πνευματικού έργου. (Δέστε Het Financieele Dagblad and De Telegraaf v.   Euroclip Knipseldienst[6] όπως συνοψίστηκε και σχολιάστηκε στο European Ιntellectual Property Review[7] και στην οποία ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενδιαφερόμενου προσώπου παρέπεμψε το Δικαστήριο επισυνάπτοντας αντίγραφο της σύνοψης εκείνης . Στην  υπόθεση Dagblad κρίθηκε ότι λόγω της εμπορικής της φύσης, η αποδελτίωση τύπου, δεν καλύπτετο από την «ελεύθερη ροή πληροφοριών» κάτι ανάλογο του «ενημερωτικού σκοπού που προβλέπει ο Nόμος 59/76.)

 

Το  άρθρο 2 στοιχείο α' της Οδηγίας 2001/29  (αντίστοιχο με το άρθρο 7 του Ν. 59/76), το οποίο έτυχε ερμηνείας στην Υπόθεση C-5/08, Infopaq International A/S κατά Danske Dagblades Forening, προβλέπει ότι οι δημιουργοί διαθέτουν το αποκλειστικό δικαίωμα χορηγήσεως άδειας ή απαγορεύσεως της αναπαραγωγής, εν όλω ή εν μέρει, των έργων τους.

 

Είναι ενδιαφέρον ότι στην υπόθεση Infopaq που αφορούσε στη σύνταξη περιλήψεων και παρόλο που μόνο  11 λέξεις κλειδιά χρησιμοποιούνταν από τα άρθρα των οποίων γινόταν η επεξεργασία, το ΔΕΕ κατέληξε ότι:

 

«Πράξη πραγματοποιούμενη κατά τη μέθοδο συλλογής δεδομένων, η οποία συνίσταται σε αποθήκευση σε μνήμη ηλεκτρονικού υπολογιστή αποσπάσματος προστατευόμενου έργου, που αποτελείται από ένδεκα λέξεις καθώς και από εκτύπωση του αποσπάσματος αυτού, δύναται να εμπίπτει στην έννοια της εν μέρει αναπαραγωγής του άρθρου 2 της οδηγίας 2001/29, γεγονός το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν τα ούτως αναπαραγόμενα στοιχεία αποτελούν την έκφραση της προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού».

 

 

Στις  σκέψεις 30-51 της απόφασης, το ΔΕΕ ερμήνευσε την έννοια της «αναπαραγωγής» ως εξής : «ότι περιλαμβάνει τις πράξεις αποθηκεύσεως σε μνήμη ηλεκτρονικού υπολογιστή  ενός αποσπάσματος που αποτελείται από ένδεκα λέξεις και εκτυπώσεώς του».

 

Το Δικαστήριο δεν ανέλυσε ούτε και συνέδεσε το ζήτημα της παραβίασης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας με το κατά πόσον η εταιρεία στην υπόθεση εκείνη προσκόμιζε κέρδος από την «εκμετάλλευση/αναπαραγωγή» των έργων. Ειδικότερα, στην σκέψη αριθ. 73, το Δικαστήριο ανέφερε  ότι:

 

 «Κατά συνέπεια, η επίμαχη μέθοδος συλλογής δεδομένων της κύριας δίκης δύναται να υλοποιηθεί μόνο με τη συγκατάθεση των δικαιούχων[8] και, επομένως, δεν απαιτείται να εξετασθεί αν οι τέσσερις πράξεις που αποτελούν τη μέθοδο αυτή πληρούν τις λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1».

 

 

Συνακόλουθα η αποδελτίωση η οποία τεχνικά γίνεται με την αποθήκευση στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή αποσπασμάτων ή ολόκληρων των έργων που προστατεύονται από το Νόμο εμπίπτει στην έννοια της «αναπαραγωγής» όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 του Ν.59/76 και τη σχετική κοινοτική οδηγία.

Η απόφαση επομένως της Αναθέτουσας  Αρχής να θέσει  ως όρο την κατοχή από τον προσφοροδότη άδειας εκμετάλλευσης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ήταν εν προκειμένω  νόμιμη και επιβεβλημένη και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ευνοούσα το ενδιαφερόμενο μέρος.  

 

Οι δικηγόροι της αιτήτριας παραθέτουν πλούσια νομολογία σε σχέση με το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης και πληροφόρησης. Οι υποθέσεις που παρατίθενται διακρίνονται σαφώς από την προκείμενη υπόθεση, καθότι σε εκείνες υπήρχε άμεσος επηρεασμός του δικαιώματος πληροφόρησης του κοινού, χωρίς αποχρώντα λόγο.

 

Η  αναπαραγωγή προστατεύσιμων έργων  χωρίς την άδεια των δικαιούχων συνιστά, από μόνη της, προσβολή των ιδιοκτησιακών (πνευματικών) δικαιωμάτων των έργων αυτών.

 

Εφόσον η αιτήτρια δεν συμμορφώθηκε  με νόμιμο και ουσιώδη όρο του διαγωνισμού στερείται έννομου συμφέροντος να προσβάλει την απόφαση κατακύρωσης της  επίδικης προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα 1200 Ευρώ   εναντίον της αιτήτριας εταιρείας και υπέρ των  καθ' ων η αίτηση.     Καμιά διαταγή για έξοδα για το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

                                                        Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                      Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.

 



[1] Η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης στη θέσπιση των όρων της διακήρυξης είναι μεν ευρεία, αλλά δεν πρέπει να αποβλέπει στον αποκλεισμό ωρισμένων προσώπων αλλά στην επαύξηση των εγγυήσεων δια την άρτιαν εκτέλεση της δημοπρασίας.  Περαιτέρω οι όροι δεν πρέπει να αντίκεινται στην κείμενη νομοθεσία και πρέπει να αποβλέπουν στην ουσιώδη εξυπηρέτηση του σκοπού που επιδιώκεται με τη δημοπρασία. (Δέστε :  Β΄ Συμπλήρωμα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1953-1960, σελ. 488).

 

 

[2] «φιλολογικόν έργον σημαίνει ανεξαρτήτως φιλολογικής ποιότητος, οιονδήποτε των κάτωθι ή παρόμοιων προς αυτά έργων, ήτοι ­

 

..............................

 

(γ) εγχειρίδια, πραγματείες, ιστορικά έργα, βιογραφίες, δοκίμια και άρθρα

 

(ε) επιστολάς, εκθέσεις και υπομνήματα».

 

 

[3] Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2009 σ. 1-6569

[4] παράγραφο (9) της Οδηγίας  2001/29/ΕΚ

[5]Αποκόμιση οικονομικού όφελος κατά τη διαδικασία της συλλογής δεδομένων, επεξεργασίας τους και στη συνέχεια αποστολή τους στον αποδέκτη τους.

 

[6] Unreported ,September 4,2002) (RB (Amsterdam), Netherlands

 

[7] E.I.P.R 2003, 25(1)

[8] Η έμφαση των λέξεων από το δικαστήριο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο