ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 324/2010]
25 Ιουλίου, 2012
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
Γεώργιος Α. Καραπατάκης για τον αιτητή.
Ζωή Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση.
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης δ.ε.π.ε για τα ΕΜ, Μ. Μιχαήλ, Α. Αγγελίδη και Χ. Μούη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας, που εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, όπως αυτή δημοσιεύτηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της 21.12.09, οι ενδιαφερόμενοι[*] προάχθηκαν στη θέση Ανώτερου Υπαστυνόμου.
Ο πρώτος λόγος ακυρότητας που προτείνεται αφορά στην αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης ειδικά ως προς το στοιχείο αξία, αναφορικά με τους ενδιαφερομένους. Ο δεύτερος αφορά στη βαθμολογία του Συμβουλίου Κρίσης σε σχέση με την προσωπική συνέντευξη. Ο τρίτος αφορά στη βαρύτητα που δόθηκε στην προφορική συνέντευξη, υπέρμετρη κατά τον αιτητή. Ο τέταρτος λόγος αφορούσε στον Κανονισμό 9 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004 (ΚΔΠ 214/2004, όπως τροποποιήθηκε) σε σχέση με την προσωπική συνέντευξη ο οποίος, κατά την εισήγηση, είναι ultra vires προς τον περί Αστυνομίας Νόμο του 2004 (Ν. 73(Ι)/2004, όπως τροποποιήθηκε).
Ο τέταρτος λόγος ακυρότητας αποσύρθηκε και, συναφώς, παρέμεινε χωρίς νόημα και ο τρίτος αφού η βαρύτητα της προσωπικής συνέντευξης, όπως θα δούμε, με τον καθορισμό συγκεκριμένου αριθμού μονάδων που είναι δυνατό να αποδοθούν γι' αυτή, προκύπτει εκ του Κανονισμού κατ' ευθείαν.
Η αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης
Αρχικώς ο αιτητής πρόβαλε λόγους και σε σχέση με τη δική του αξιολόγηση γενικώς, από την Επιτροπή Αξιολόγησης. Οι καθ' ων η αίτηση και οι ενδιαφερόμενοι που εκπροσωπήθηκαν εισηγήθηκαν πως δεν νομιμοποιείτο να προβάλει τέτοιους ισχυρισμούς αφού δεν είχε υποβάλει ένσταση στην Επιτροπή Ενστάσεων. Ο αιτητής εγκατέλειψε εκείνους τους ισχυρισμούς δηλώνοντας πως ό,τι εισηγείτο πλέον ήταν ακυρότητα σε σχέση με την αξιολόγηση των ενδιαφερομένων, στην αξία. Οι καθ' ων η αίτηση και οι ενδιαφερόμενοι που εκπροσωπήθηκαν δήλωσαν πως δεν εγειρόταν ζήτημα νομιμοποίησης ως προς αυτό το θέμα.
Κατά τον Κανονισμό 7(2) και (5) η αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Η Επιτροπή Αξιολόγησης συμπλήρωσε προβλεπόμενο έντυπο και απέδωσε μονάδες μέχρι του ανώτερου προβλεπόμενου ορίου για κάθε στοιχείο. Χωρίς, όμως, οτιδήποτε άλλο. Το ίδιο και στο βοηθητικό έγγραφο, αναπόσπαστο μέρος της έκθεσης όπως χαρακτηρίζεται, που συμπληρώθηκε ξεχωριστά από το καθένα από τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης. Στο κάτω μέρος του υπάρχει η ένδειξη «αιτιολόγηση βαθμολογίας», η οποία όμως παρέμεινε κενή. Αυτή η ένδειξη αναφέρεται σε αιτιολόγηση «από μελέτη του προσωπικού φακέλου, του ατομικού δελτίου και των Ετήσιων Εκθέσεων Αξιολόγησης των τεσσάρων τελευταίων ετών του υποψηφίου, ως και από τη συμβουλή του άμεσα προϊστάμενου του», με αποσιωπητικά, ασφαλώς προς καταγραφή της εξήγησης. Όμως, εν πάση περιπτώσει, με κανένα τρόπο η καταγραφή των πηγών δεν θα μπορούσε να αναχθεί σε αιτιολόγηση. Σημειώνω δε πως δεν έχει συζητηθεί ως ξεχωριστό θέμα η δυνατότητα, σε σχέση με την αξιολόγηση της αξίας, συνυπολογισμού τέτοιων πηγών πέραν των ετήσιων εκθέσεων αξιολόγησης. Ο λόγος των μονάδων που δόθηκαν και συναφώς των διαφοροποιήσεων που εμφανίζονται, παρέμεινε άγνωστος με ευθεία συνέπεια την αδυναμία άσκησης δικαστικού ελέγχου. Όπως κρίθηκε στις Προσφυγές Πολύβιος Χ"Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 2327/06, ημερ. 15.5.2008, Ανδρέας Σάββα κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 175/2009 κ.α., ημερ. 31.5.2010, Ιωάννης Χαραλάμπους κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 1700/2007 κ.α., ημερ. 18.6.2010. Επομένως, ο ισχυρισμός του αιτητή είναι βάσιμος όπως κατέληξα στη Μιχάλης Θεοφίλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 167/2010 επίσης σημερινής ημερομηνίας. Με όλο το σεβασμό δεν μπορώ να συμφωνήσω με την πρωτόδικη απόφαση στη Μάξιμος Χριστοδούλου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 266/10 κ.α., ημερομηνίας 14. 2.12 και τις άλλες προς την ίδια κατεύθυνση που αναφέρονται σ' αυτή.
Η προσωπική συνέντευξη
Η σειρά στην τελική κατάταξη που έφερε τους ενδιαφερομένους σε ψηλότερη θέση καθορίστηκε, εν τέλει, από τις μονάδες που το Συμβούλιο Κρίσης έδωσε στον καθένα στην προσωπική συνέντευξη. Για την ικανότητα έκφρασης, την αυτοπεποίθηση, την εμφάνιση και την εντύπωση ως προς την κρίση δόθηκαν σε όλους πλήρεις μονάδες. Βαθμολογήθηκαν όμως διαφορετικά για τις «γνώσεις σε θέματα πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής» και για τις «γενικές γνώσεις που αφορούν στο ρόλο της Αστυνομίας». Ως προς τα δυο τελευταία, με την επεξήγηση σε σχετικό έντυπο, από το κάθε μέλος, πως οι απαντήσεις ήταν, αναλόγως, εξαίρετες, εντυπωσιακές, πάρα πολύ καλές, θετικές, συγκροτημένες, καλές, ανεπαρκείς ή φτωχές, όροι που εν μέρει είχαν προαποφασιστεί, ως αναφέρεται στην έκθεση του Συμβουλίου Κρίσης ημερομηνίας 11.11.09.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 9(4)(β):
«Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης, όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη, καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά του Συμβουλίου Κρίσης και αιτιολογείται».
Στη συνέχεια, με την παράγραφο 4(γ), ουσιαστικά προσδιορίζονται οι συνιστώσες που συνθέτουν τη γενική εντύπωση και καθορίζεται ο μέγιστος αριθμός των μονάδων που μπορεί να αποδοθεί για την κάθε μια από αυτές, νοουμένου ότι το ανώτατο όριο των μονάδων για την προσωπική συνέντευξη είναι 7. Παραθέτω ολόκληρο τον Κανονισμό 9(4):
«(α) Το Συμβούλιο Κρίσης καλεί σε προσωπική συνέντευξη όλους τους υποψήφιους που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που υποβλήθηκε από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων.
(β) Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης, όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη, καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά του Συμβουλίου Κρίσης και αιτιολογείται.
(γ) Στα πλαίσια της προσωπικής συνέντευξης, η οποία βαθμολογείται με ανώτατο όριο τις 7 μονάδες, αξιολογείται η ικανότητα έκφρασης, η αυτοπεποίθηση/ αυτοέλεγχος, η εμφάνιση, η εντύπωση ως προς την κρίση του υποψηφίου κατά την προσωπική συνέντευξη, οι γνώσεις σε θέματα πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής και οι γενικές γνώσεις που αφορούν το ρόλο της Αστυνομίας:
Νοείται ότι τα κριτήρια ικανότητα έκφρασης, αυτοπεποίθηση/ αυτοέλεγχος, εμφάνιση και η κρίση στις απαντήσεις του υποψηφίου βαθμολογούνται με ανώτατη βαθμολογία 0.50 της μονάδας το καθένα, ενώ τα υπόλοιπα δύο βαθμολογούνται με ανώτατη βαθμολογία 2.50 μονάδες το καθένα, όπως φαίνεται στο Παράρτημα Β:
Νοείται περαιτέρω ότι η βαθμολογία του υποψηφίου είναι ο μέσος όρος της βαθμολογίας των τριών μελών του Συμβουλίου Κρίσης».
Ο αιτητής επικαλέστηκε σειρά πρωτόδικων αποφάσεων σύμφωνα με τις οποίες απόδοση μονάδων κατά τον πιο πάνω τρόπο, χωρίς οτιδήποτε άλλο, δεν ικανοποιούσε την απαίτηση για αιτιολογία αφού δεν καθιστούσε εφικτό το δικαστικό έλεγχο. Πρόκειται για τις αποφάσεις στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3ΑΑΔ 485, Πολύβιος Χ»Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω) Πιερής Μαούρης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 2286/06, ημερ. 4.6.2008, Ανδρέας Σάββα κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω), Ιωάννης Χαραλάμπους κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (ανωτέρω), Πολύβιος Χ»Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 250/2009, ημερ. 31.5.2011 και Ροδοσθένης Μακρίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 397/2010, ημερ. 4.10.11.
Οι καθ' ων η αίτηση και οι ενδιαφερόμενοι που εκπροσωπήθηκαν υποστήριξαν πως υπάρχει αιτιολογία επαρκής αλλά, παράλληλα, εισηγήθηκαν και πως εφαρμοζόταν στην περίπτωση η απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Βαλιαντή (2007) 3 ΑΑΔ 446.
Πράγματι, στην υπόθεση εκείνη απασχόλησε το ζήτημα της απονομής μονάδων σε σχέση με την εντύπωση από προφορική εξέταση, χωρίς οτιδήποτε άλλο, και η διοικητική πράξη επικυρώθηκε. Όμως, με τη διαφορά πως εκεί δεν απαιτείτο αιτιολογία αλλά απλώς καταγραφή μονάδων. Επομένως, κάθε άλλο παρά η πιο πάνω υπόθεση ενισχύει την άποψη των καθ' ων η αίτηση.
Υπάρχουν, εν τούτοις, άλλες πρωτόδικες αποφάσεις στις οποίες κρίθηκε, αντίθετα προς τις προηγούμενες, πως απόδοση μονάδων ακριβώς με τον τρόπο που έγινε και εδώ, ότι ικανοποιούσε την απαίτηση για αιτιολογία. Πρόκειται για τις αποφάσεις στις υποθέσεις Ανδρέας Ανδριανού κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 388/2006, ημερ. 18.4.2008, Ευριπίδης Παναγιώτου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατία, Υποθέσεις αρ. 454/2006 κ.α., ημερ. 30.5.2008, Μιχάλης Ανδρονίκου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 241/2009, ημερ. 2.2.2010, Βασούλα Γιαννακού κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 251/2009 κ.α., ημερ. 5.5.2011, Παναγιώτα Σατσιά Κυριάκου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 240/2010 κ.α., ημερ. 29.12.2011 και Μάξιμος Χριστοδούλου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 266/2010 κ.α., ημερ. 14.2.2012.
Εξέτασα ακριβώς όμοιο θέμα στη Μιχάλης Θεοφίλου (ανωτέρω) και μεταφέρω και εδώ το σκεπτικό που με οδήγησε στην κρίση πως η εισήγηση του αιτητή είναι βάσιμη:
«Όταν ο Kανονισμός 9(4) προσδιορίζει ανώτατο όριο βαθμολογίας κατά συνιστώσα της γενικής εντύπωσης και παράλληλα απαιτεί αιτιολογία, αναπόφευκτα εννοεί πως δεν μπορεί να εξισώνονται οι βαθμολογίες προς την αιτιολογία. Έπεται πως δεν αρκεί η απόδοση μονάδων αλλά απαιτείται και αιτιολογία ως προς αυτές, εφόσον παρέχεται περιθώριο διαφοροποιήσεων μέχρι του ανωτάτου ορίου της κάθε μιας. Οπότε το ερώτημα είναι αν ικανοποιείται η απαίτηση για αιτιολογία με τις εξηγήσεις πως ο ένας απάντησε καλά ή μέτρια ή ανεπαρκώς και τα άλλα.
Παλαιότερα, γενικώς δεν απαιτείτο αιτιολόγηση των εντυπώσεων από προφορική συνέντευξη. Οπότε οι υποκειμενικές εκτιμήσεις αποτυπώνονταν με διαβαθμίσεις όπως εξαίρετος, πάρα πολύ καλός κλπ. Όταν, πλέον, νομοθετικά επιβλήθηκε η ανάγκη για αιτιολογία της γενικής εντύπωσης, στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 ΑΑΔ 574, που αφορούσε σε διορισμό από την ΕΔΥ, αποφασίστηκε, από την Ολομέλεια, πως η απόδοση των χαρακτηρισμών εξαίρετος, πάρα πολύ καλός κλπ, με αναφορά «στην ορθότητα των απαντήσεων που έδωσαν οι αιτητές στις ερωτήσεις, στη διατύπωση των απαντήσεων, στο βαθμό ευθυκρισίας και επίσης στην προσωπικότητά των», δεν ήταν επαρκής, αφού δεν ήταν εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Το ίδιο και στη Δημοκρατία ν. Αναστασιάδου κ.α. (1995) 3 ΑΑΔ 119, επίσης σε σχέση με απόφαση της ΕΔΥ. Κρίθηκε από την Ολομέλεια πως η προσθήκη ότι οι υποψήφιοι απάντησαν κατά τρόπο εξαιρετικό, πάρα πολύ καλό κλπ, δεν πρόσθετε οτιδήποτε και συνιστούσε «φραστικό απλώς πλεονασμό». Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Η Συμβουλευτική Επιτροπή στο σχετικό πρακτικό, που τιτλοφορείται "Γενική Εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση με αλφαβητική σειρά των ομάδων," χωρίζει τους υποψήφιους σε 4 ομάδες. Η κάθε ομάδα φέρει την επικεφαλίδα "εξαιρετική εντύπωση", "παρά πολύ καλή εντύπωση", "πολύ καλή εντύπωση" και "καλή εντύπωση". Απέναντι από την κάθε ομάδα υπάρχει μια σημείωση, που κατά την εισήγηση της δικηγόρου της Δημοκρατίας, είναι η αιτιολογία αυτής της γενικής εντύπωσης. Είναι όμως η γνώμη μας πως αυτή η ούτω καλούμενη αιτιολογία δεν προσθέτει τίποτε στην περιγραφή της γενικής εντύπωσης που διαβαθμίζεται ως "εξαιρετική", "πάρα πολύ καλή", "πολύ καλή" και "καλή". Στην κάθε ομάδα με φραστικό απλώς πλεονασμό, ανάλογα με την περίπτωση, προστίθεται πως οι υποψήφιοι απάντησαν κατά τρόπο εξαιρετικό, πάρα πολύ καλό κ.λπ., στις ερωτήσεις γνώσεων και κρίσεως. Το "εξαιρετικά" γίνεται "πάρα πολύ καλά", "πολύ καλά" και "καλά", ανάλογα με την ομάδα στην οποία κατατάσσονται οι υποψήφιοι, όπως αναφέρουμε παραπάνω.
Αναιτιολόγητη είναι επίσης και η κρίση της Επιτροπής σε ότι αφορά την προφορική εξέταση. Στο πρακτικό αναγράφεται μόνο η γενική της εντύπωση για τον κάθε υποψήφιο με τις καθιερωμένες φράσεις, που παραθέτουμε αμέσως πιο πάνω. Το γεγονός πως καθορίστηκαν γενικά κριτήρια, για την αξιολόγηση των υποψηφίων στη συνέντευξη, δεν σημαίνει πως αυτά αποτελούν την αιτιολογία για την απόδοση του καθενός στη συνέντευξη.
Δεν κρίνουμε ορθό να κάμουμε νύξη ως προς το πώς, κατά την άποψη μας, θα ικανοποιούνταν οι πρόνοιες του Νόμου αναφορικά με την αιτιολογία. Εναπόκειται στα αρμόδια όργανα να διατυπώνουν την αιτιολογία της απόφασης τους σύμφωνα με το νόμο, έχοντας πάντα υπόψη πως βασικός σκοπός της αιτιολογίας είναι ο έλεγχος της απόφασης από το Δικαστήριο.
Αντιλαμβανόμαστε πως τα διοικητικά όργανα επιφορτίζονται με ένα βαρύ και δύσκολο έργο, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν, όπως και στην παρούσα υπόθεση, πάρα πολλοί υποψήφιοι. Είμαστε όμως όλοι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουμε πιστά τις διατάξεις του νόμου».
Στη Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 ΑΑΔ 485 οι υποψήφιοι βαθμολογήθηκαν από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά κεφάλαια, όπως γνώση, έκφραση, επικοινωνία, νοητικές ικανότητες και άλλα, ως εξαίρετοι, πάρα πολύ καλοί κλπ, χωρίς οτιδήποτε άλλο. Αποφασίστηκε πως δεν ικανοποιείτο με αυτό τον τρόπο η νομοθετική απαίτηση για αιτιολογία. Παραθέτω και εν προκειμένω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Η βαθμολογία υποψηφίου, κάτω από οποιοδήποτε κεφάλαιο κρίσης, δεν υποδηλώνει τίποτε άλλο από την εντύπωση του εξετάζοντος σώματος για την αξία του σ΄ εκείνο τον τομέα. Οι ιδιαίτερες βαθμολογίες μπορεί θεωρητικά να δώσουν το στίγμα της τελικής αξιολόγησης, δεν παύουν όμως να αποτελούν, όπως και η γενική αξιολόγηση, βαθμολογίες οι οποίες, όπως και η τελική, δεν παρέχουν τους λόγους για τους οποίους καθορίστηκαν στο επίπεδο που καθορίστηκαν. Το άθροισμα των βαθμολογήσεων για τον καθορισμό της γενικής αξιολόγησης δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα τους. Ό,τι ελλείπει από την τελική βαθμολογία ελλείπει και από τις επι μέρους βαθμολογίες. Απουσιάζουν και στις δύο περιπτώσεις οι λόγοι για τους οποίους το σώμα προήλθε στη συγκεκριμένη αξιολόγηση.
Αντικείμενο της αιτιολόγησης είναι η παροχή των λόγων για τη μόρφωση της "Α" ή της "Β" γενικής εντύπωσης. Η αιτιολόγηση έγκειται στον προσδιορισμό των γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που δικαιολογούν τη βαθμολογία η οποία αποδίδεται.».
Στην Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 ΑΑΔ 374 ανασκοπήθηκε η νομολογία και ήταν στη βάση της που αποφασίστηκε αρνητικά το εκεί ερώτημα αν χρειαζόταν να καταγράφεται το περιεχόμενο της προφορικής εξέτασης, δηλαδή οι ίδιες οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις. Με την ακόλουθη κατάληξη ως προς το τι προέκυπτε ότι απαιτούσε η νομολογία:
«Εκείνο που η νομολογία απαιτεί είναι τη μεταφορά, με καταγραφή στο πρακτικό, των όσων το σώμα που διενήργησε την προφορική εξέταση απεκόμισε για τον κάθε υποψήφιο. Είναι σ΄ αυτό αναγκαία η συγκεκριμενοποίηση των κατά την αντίληψη του σώματος γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που προέκυψαν από την προφορική εξέταση και που εξηγούν τη γενική εντύπωση. Η καταγραφή αυτούσιας της κάθε προφορικής συνέντευξης θα χρειαζόταν μόνο αν η απαίτηση για αιτιολογία εκτεινόταν πέραν της γενικής εντύπωσης ώστε να καλύπτει και τα όσα το σώμα που διενήργησε την προφορική συνέντευξη θεώρησε, από άποψης βαθμολόγησης, πως συνέθεταν τα επί μέρους, τα οποία μεταφέρονται για να δικαιολογήσουν τη γενική εντύπωση. Αυτό όμως ούτε ο νόμος ούτε η νομολογία το απαιτούν.»
Στην ίδια γραμμή κινήθηκε, στη συνέχεια, και η Δημοκρατία ν. Αντωνίου (Aρ. 1) (2002) 3 ΑΑΔ 103 στην οποία εξηγήθηκε πως
«(σ)την προκείμενη περίπτωση η συγκριτική θεώρηση των όσων αποδόθηκαν αντίστοιχα στον εφεσίβλητο και στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο δικαιολογούσαν τη διαφορά στην καταγραφείσα γενική εντύπωση και αυτό είναι αρκετό.».
Όσα εδώ προτείνονται ως η αιτιολόγηση που αναφέρεται, ήταν διαφορετικά από όσα κρίθηκαν επαρκή από την πιο πάνω νομολογία μας. Η απόδοση περισσότερων μονάδων στον ένα σε σχέση με άλλο, αναπόφευκτα σημαίνει πως, κατά την υποκειμενική κρίση του συλλογικού οργάνου ή των μελών που το συνθέτουν, ο ένας απέδωσε καλύτερα σε σύγκριση με τον άλλο και ασφαλώς δεν προσθέτει οτιδήποτε στην εικόνα η αναφορά ότι ο ένας απάντησε καλά, ο άλλος μέτρια κλπ. Εκείνο που αναζητείται είναι αιτιολογία που οι Κανονισμοί απαιτούν γι' αυτές ακριβώς τις διαβαθμίσεις που βρίσκουν την έκφραση τους στην προβλεπόμενη αριθμοποίηση. Τέτοια αιτιολογία δεν υπάρχει και, πράγματι, δεν παρέχεται καμιά δυνατότητα δικαστικού ελέγχου.».
Στοιχειοθετείται, κατά τα ανωτέρω, λόγος ακυρότητας και η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά
[*]Μιχαλάκης Μιχαήλ, Πρόδρομος Προδρόμου, Ανδρέας Αγγελίδης, Παναγιώτης Κουντουρέσιης, Χρίστος Μούης, Θωμάς Χ»Κυριάκου, Χαράλαμπος Φιλιππίδης.