ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1501/2008, 1502/2008, 1675/2008 και 1834/2008)
17 Ιουλίου 2012
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 1501/2008)
ΜΙΧΑΕΛΑ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 1502/2008)
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
------------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 1675/2008)
1. ΜΥΡΙΑΝΘΗ ΦΡΑΓΚΟΥ,
2. ΑΝΔΡΙΑΝΗ ΛΟΥΚΑ,
Αιτήτριες
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
------------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 1834/2008)
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΟΙΖΙΔΟΥ,
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-----------------------------------
Υπόθεση Αρ. 1501/2008
Χρ. Πατσαλίδης, για την Αιτήτρια.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Μ. Καλλιγέρου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 -
Κάλλια Πρώϊου-Παπαδοπούλου.
Λ. Δημητριάδης, για το Ενδιαφερόμενος Μέρος 2 -
Σοφία Καραγιώργη.
Υπόθεση Αρ. 1502/2008
Χρ. Πατσαλίδης, για την Αιτήτρια.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Μ. Καλλιγέρου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 -
Κάλλια Πρώϊου-Παπαδοπούλου.
Λ. Δημητριάδης, για το Ενδιαφερόμενος Μέρος 2 -
Σοφία Καραγιώργη.
Υπόθεση Αρ. 1675/2008
Α.Σ. Αγγελίδης, για τις Αιτήτριες.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α. Μαρκίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 -
Χριστιάνα Αργυρίδου.
Λ. Δημητριάδης, για το Ενδιαφερόμενος Μέρος 3 Ειρήνη Κωστή και 6 Σοφία Καραγιώργη.
Μ. Κυπριανού, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 4 - Μαρία-Χριστίνα Τσοπουριάν.
Μ. Καλλιγέρου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 10 -
Κάλλια Πρώϊου-Παπαδοπούλου.
Υπόθεση Αρ. 1834/2008
Χρ. Πατσαλίδης, για την Αιτήτρια.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Μ. Καλλιγέρου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 -
Κάλλια Πρώϊου-Παπαδοπούλου.
Λ. Δημητριάδης, για το Ενδιαφερόμενος Μέρος 2 -
Σοφία Καραγιώργη.
Καμιά εμφάνιση για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 3-7.
----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτήτριες στις συνεκδικαζόμενες αυτές προσφυγές, δεν επιλέγησαν για διορισμό στη μόνιμη θέση Λειτουργού Εργασίας, Τμήμα Εργασίας. Αντ΄ αυτών διορίσθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη από 15.9.2008. Ηγέρθησαν συνεπώς οι παρούσες προσφυγές επιδιώκουσες την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, ημερ. 12.9.2008. Αρχικά ηγέρθηκαν έξι συνολικά προσφυγές, οι οποίες και συνενώθηκαν στην πορεία, απεσύρθησαν όμως δύο από αυτές και απερρίφθησαν στις 10.2.2012.
Οι θέσεις αφορούσαν αρχικά τέσσερεις κενές μόνιμες θέσεις Λειτουργού Εργασίας και μετέπειτα άλλες 16 θέσεις, οι οποίες και δημοσιεύθηκαν με απόφαση της Ε.Δ.Υ. Η αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια, καθόρισε τα απαιτούμενα προσόντα με βάση τις ανάγκες της υπηρεσίας. Ταυτόχρονα, καθορίστηκε και η κατανομή των θέσεων αναλόγως των προσόντων. Η αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή, (εφεξής «η Επιτροπή»), εξέτασε τις αιτήσεις και ετοίμασε σχετική έκθεση προς την Ε.Δ.Υ., η οποία ζήτησε την τοποθέτηση της Επιτροπής επί αριθμού παρατηρήσεων που είχε. Συμπληρωματική έκθεση απεστάλη στην Ε.Δ.Υ., η οποία και την υιοθέτησε. Η Ε.Δ.Υ. εξέτασε και αίτημα κάποιων υποψηφίων όπως περιληφθούν στον τελικό κατάλογο και όπως κληθούν σε προφορική συνέντευξη, αίτημα που ενεκρίθη για την αιτήτρια Μιχαέλα Χατζηδημητρίου, στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1501/2008 και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη. Έγινε ομαδική προφορική εξέταση όλων των υποψηφίων, πλην μίας, όπου ο Διευθυντής του Τμήματος Εργασίας προέβη σε αξιολόγηση της απόδοσης τους, μετά δε την αποχώρηση του, η Ε.Δ.Υ. αξιολόγησε και η ίδια τους υποψηφίους
Επιλέγησαν εν τέλει 15 άτομα μεταξύ των οποίων και τα ενδιαφερόμενα μέρη, στα οποία προσφέρθηκε διορισμός από 15.9.2008. Οι προσφυγές προσβάλλουν το διορισμό διαφόρων ενδιαφερομένων μερών. Εγείρονται όμως σ΄ όλες ζητήματα παράνομης συγκρότησης και σύνθεσης της Επιτροπής.
Παρόλο που το ζήτημα αυτό δεν τοποθετείται πρώτο στη γραπτή αγόρευση των αιτητριών, εν τούτοις θα πρέπει να εξεταστεί κατά προτεραιότητα εφόσον διαπίστωση παρανομίας στη συγκρότηση ή σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής διαπερνά όλη τη διαδικασία και επηρεάζει άμεσα το τελικό αποτέλεσμα της Ε.Δ.Υ.
Το πρόβλημα που εντοπίζεται είναι το εξής. Όπως απορρέει από τα πρακτικά και ιδιαιτέρως από την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής που απεστάλη στην Ε.Δ.Υ. στις 2.10.2007 (Παράρτημα 9 στην ένσταση), με την οποία η Συμβουλευτική Επιτροπή υπέβαλε τις θέσεις της σε σχέση με την εξέταση των αιτήσεων των υποψηφίων και την αξιολόγηση αυτών για τις 16 κενές θέσεις Λειτουργού Εργασίας στο Τμήμα Εργασίας, η Συμβουλευτική Επιτροπή συστάθηκε με βάση το άρθρο 32 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, ως τροποποιήθηκε. Ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής δυνάμει του εν λόγω άρθρου διαπίστωσε πρόβλημα διότι πλείστα όσα μέλη του προσωπικού δεν μπορούσαν να ορισθούν λόγω συγγένειας μέχρι τέταρτου βαθμού με αριθμό υποψηφίων. Αυτό διαφάνηκε σε προσύσκεψη που έγινε στο γραφείο του διευθυντή στις 16.11.2006. Από τη Συμβουλευτική Επιτροπή εξαιρέθηκε επίσης για τον ίδιο λόγο και ο ίδιος ο διευθυντής.
Εφόσον μόνο δύο λειτουργοί του Τμήματος Εργασίας μπορούσαν να συμμετέχουν στη Συμβουλευτική Επιτροπή, ζητήθηκε από τη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων να υποδείξει άλλα τμήματα για επιλογή λειτουργών προς στελέχωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για τα υπόλοιπα τρία μέλη. Ο διευθυντής του Τμήματος Εργασίας στη βάση των προτάσεων του Υπουργείου όρισε ως μέλη της Επιτροπής τους εξής: τον Χρίστο Αγγελίδη, Ανώτερο Λειτουργό Εργασίας, ως πρόεδρο και τους Δημήτρη Μιχαηλίδη, Λειτουργό Εργασίας Α΄, Μαρία Πιερίδου, Ανώτερο Λειτουργό Παραγωγικότητας, Αννίτα Τσιαππάρη Κυριάκου, Διοικητικό Λειτουργό Α΄ και Αθηνά Ψαρά, Λειτουργό Κοινωνικών Ασφαλίσεων Α΄, ως μέλη. Σημειώθηκε στην έκθεση ότι για την Αννίτα Τσιαππάρη Κυριάκου υπήρξε συνεννόηση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η Συμβουλευτική Επιτροπή στη βάση αυτής της σύνθεσης προχώρησε τη διαδικασία αξιολόγησης των αιτήσεων μέχρι τέλους.
Εγείρεται, με βάση τα πιο πάνω, ζήτημα νόμιμης συγκρότησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κατά παράβαση του άρθρου 32(1)(β) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, παράνομης σύνθεσης αυτής, κατά παράβαση του άρθρου 22 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99 και παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας. Αυτά στη βάση του ότι εφόσον ο διευθυντής του Τμήματος Εργασίας, ως κατά νόμο πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής αυτοεξαιρέθηκε λόγω συγγένειας με υποψηφίους, δεν μπορούσε να προβεί ο ίδιος σε διορισμό των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής, μεταξύ των οποίων και του προέδρου αυτής, Χρίστου Αγγελίδη. Με το να διορίσει αυτά τα μέλη, ο διευθυντής μετείχε ουσιαστικά στην παραγωγή της προσβαλλόμενης πράξης παραβιάζοντας το εχέγγυο της αμεροληψίας. Περαιτέρω, ο Νόμος αρ. 1/90, δεν δίνει δικαίωμα στον πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όταν ο ίδιος εξαιρείται ή παραιτείται από τη θέση του να διορίζει τον πρόεδρο και τα μέλη αυτής. Ταυτόχρονα, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ενώ ο διευθυντής του Τμήματος Εργασίας εξαιρέθηκε, εν τούτοις παρίστατο κατά τις προφορικές συνεντεύξεις των υποψηφίων ενώπιον της Ε.Δ.Υ. υποβάλλοντας ερωτήσεις και αξιολογώντας τους υποψηφίους. Οι αιτήτριες παραπέμπουν ως προς το πρώτο ζήτημα στην απόφαση αυτού του Δικαστηρίου στη Λήδα Σκουφάρη Θεμιστού ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 909/06, ημερ. 22.7.2008. Προστίθεται εδώ, ότι η απόφαση αυτή εφεσιβλήθηκε με την Αναθεωρητική Έφεση αρ. 140/08, η οποία όμως απεσύρθη στις 28.4.2010.
Οι πιο πάνω αιτιάσεις προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης είναι ορθές. Μεταφέρεται εδώ απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση Λήδα Σκουφάρη Θεμιστού, που ισχύει απόλυτα και στην παρούσα περίπτωση. Σημειώνεται ότι για την παρούσα υπόθεση ισχύει τώρα το τροποποιημένο εδάφιο (β), το οποίο όμως δεν διαφοροποιεί τα όσα ακολουθούν:
«Το σχετικό άρθρο 32 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, προνοεί για τη σύσταση Συμβουλευτικών Επιτροπών. Το σχετικό εδάφιο (1)(β) του άρθρου έχει ως εξής, πριν την τροποποίηση του από το Νόμο αρ. 96(Ι)/06, εφόσον η διαδικασία που αφορά την παρούσα υπόθεση έλαβε χώραν πριν την τροποποίηση αυτή:
"(β) για την πλήρωση κενών θέσεων σε Τμήμα που υπάγεται σε Υπουργείο συνίσταται Επιτροπή από τον Προϊστάμενο του οικείου Τμήματος ή της Υπηρεσίας, που θα ενεργεί ως Πρόεδρος, και τέσσερις άλλους λειτουργούς που ακολουθούν ιεραρχικά."
Είναι πρόδηλο από το λεκτικό ότι εκ του Νόμου είναι ορισμένη εκ των προτέρων η Συμβουλευτική Επιτροπή για την πλήρωση κενής θέσης σε Τμήμα που υπάγεται σε Υπουργείο από τον προϊστάμενο του Τμήματος και τέσσερεις άλλους λειτουργούς οι οποίοι ακολουθούν κατά σειρά ιεραρχίας τον προϊστάμενο. Από τη στιγμή που αποχώρησε, δικαιολογημένα έστω, ο προϊστάμενος που εκ του Νόμου ενεργεί και ως πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η συγκρότηση του οργάνου πρέπει να διερευνηθεί με βάση τις αρχές περί σαφούς διάκρισης στις έννοιες της συγκρότησης και της σύνθεσης του. Η νομολογία σαφώς διαχωρίζει μεταξύ νόμιμης συγκρότησης και νόμιμης σύνθεσης και αν για οποιοδήποτε λόγο το συλλογικό όργανο πάσχει απαρχής στη συγκρότηση του, τότε το ζήτημα ανάγεται στην ουσία του πράγματος και δεν νομιμοποιείται να λειτουργεί έστω και αν κατά τα άλλα η σύνθεση του είναι νόμιμη. Το θέμα το πραγματεύεται ο Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α», σελ. 214-217, όπου γίνεται σαφής διαχωρισμός των εννοιών της συγκρότησης, προερχόμενη από έγκυρο κανόνα δικαίου και νόμιμο καθορισμό όλων των υπό του νόμου προβλεπομένων μελών, και της σύνθεσης του οργάνου αναφορικά με τη συγκεκριμένη περίπτωση. Συμμετοχή κωλυόμενου μέλους αφορά τη σύνθεση, ενώ η αρχή της απαρτίας συνδέεται με τη νόμιμη σύνθεση. Συναφής είναι και η αναφορά στον Σπηλιωτόπουλο: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Ενημέρωσις (Νοέμβριος 1978), σελ. 124-128, όπου και διακρίνεται η περίπτωση όπου μέλος «ελλείπει», με αυτή όπου μέλος «κωλύεται» ή «απουσιάζει».
Διαπιστώνεται, επομένως, πρόβλημα συγκρότησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής ενόψει του γεγονότος ότι ο διευθυντής του Τμήματος Εργασίας, εξαιρούμενος ο ίδιος από την προεδρία της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δεν είχε δικαίωμα να διορίσει ούτε τον πρόεδρο, ούτε και τα μέλη. Δυνάμει του άρθρου 32(6) του Νόμου αρ. 1/90, καθήκοντα προέδρου σε περίπτωση «απουσίας ή κωλύματος του προέδρου», εκτελεί ο ιεραρχικά ανώτερος ή αν δεν υπάρχει τέτοιος ο αρχαιότερος από τα μέλη. Το εδάφιο αυτό δεν καλύπτει την υπό κρίση περίπτωση και δεν παρέχει εξουσία ορισμού από τον εκτελούντα καθήκοντα προέδρου, νέου μέλους. Το εδάφιο (6), είναι πρόνοια που καλύπτει ευκαιριακά και ad hoc κενά στη σύνθεση του σώματος λόγω προσωρινής απουσίας ή κωλύματος του προέδρου. Είναι φανερό από την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι ο διευθυντής, κωλυόμενος ο ίδιος, προχώρησε να διορίσει τον πρόεδρο και τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ενώ κατά το νόμο μετά το κώλυμα του, θα έπρεπε να αναλάβει καθήκοντα ο ιεραρχικά ανώτερος στο Τμήμα Εργασίας, όπου ήταν και οι θέσεις προς πλήρωση, και όχι να διοριστεί ο Χρίστος Αγγελίδης, χωρίς να αναφέρεται καν κατά πόσο αυτός ήταν ο ιεραρχικά ανώτερος στο Τμήμα Εργασίας. Ούτε και έχει σχέση το γεγονός ότι για τους διορισμούς αυτούς από το Διευθυντή Τμήματος Εργασίας, προηγήθηκε διαβούλευση με το Υπουργείο.
Όπως έχει αναφερθεί και στη Λήδα Σκουφάρη Θεμιστού - πιο πάνω - διαπιστώνεται κατ΄ ελάχιστον κενό στο Νόμο, ο οποίος δεν προνοεί οτιδήποτε για νέα συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όταν ο πρόεδρος εξαιρείται και δεν κωλύεται απλώς. Η διαφορά, βεβαίως, είναι εμφανής. «Εξαίρεση», σημαίνει τον αποκλεισμό του Προέδρου από οποιαδήποτε περαιτέρω συνεδρία, ενώ «κώλυμα» ή «απουσία» παραπέμπει σε ευκαιριακό πρόβλημα στη σύνθεση της Επιτροπής, ώστε από πέντε, τα μέλη να είναι τέσσερα. Η «εξαίρεση» εδώ παραπέμπει στα όσα αναφέρονται στο Σπηλιωτόπουλο - πιο πάνω - σελ. 126 και προσομοιάζει με «έλλειψη». Κώλυμα ή απουσία, δικαιολογεί τη συνέχιση των εργασιών της Επιτροπής, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει η απαρτία που προνοείται από το άρθρο 32(5), των τριών μελών.
Ούτε η Ε.Δ.Υ., ούτε τα ενδιαφερόμενα μέρη απαντούν οτιδήποτε το ουσιώδες. Στην πραγματικότητα τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν πραγματεύονται καν το θέμα, ενώ η Ε.Δ.Υ. παραπέμπει στο άρθρο 32(4) και επικαλείται ότι η λέξη «κώλυμα», καλύπτει τα πάντα, θεωρώντας ότι εφόσον δεν υπάρχει άλλη ρύθμιση στο Νόμο, εύλογα πρέπει να ερμηνευθεί ότι στο κώλυμα, περιλαμβάνονται όλοι οι λόγοι εξαίρεσης για τους οποίους κάποιος δεν μπορεί να μετέχει στην Επιτροπή.
Κατ΄ αρχάς, δεν έγινε καμία επίκληση από πλευράς της Συμβουλευτικής Επιτροπής ή των αρμοδίων στο άρθρο 32(4) στο οποίο τώρα παραπέμπει η Ε.Δ.Υ. Το εδάφιο αυτό προνοεί ότι:
«όταν, λόγω της μη ύπαρξης καταλλήλων λειτουργών ή λόγω κωλύματος, κρίνεται αναγκαίο όπως μέλη μιας Συμβουλευτικής Επιτροπής επιλέγονται υπάλληλοι από άλλο Υπουργείο ... η επιλογή θα γίνεται ύστερα από συνεννόηση με την αρμόδια αρχή που προΐσταται των υπαλλήλων αυτών.».
Στα τηρηθέντα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής που είναι και τα μόνα που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου εφόσον δεν έχει κατατεθεί άλλος διοικητικός φάκελος, αναφορικά με την όλη διαδικασία, ουδέν αναφέρεται ως προς τη χρήση του άρθρου 32(4). Ορθά περαιτέρω σημειώνουν οι αιτήτριες στις αγορεύσεις τους ότι η διατύπωση του εδαφίου (4) δεν καλύπτει τον ίδιο τον πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, εφόσον το εδάφιο αναφέρεται στη μη ύπαρξη κατάλληλων λειτουργών, οπότε αυτοί επιλέγονται από άλλο Υπουργείο ή ανεξάρτητο γραφείο ή υπηρεσία. Εν πάση περιπτώσει το πρόβλημα παραμένει ότι εξαιρουμένου του διευθυντή του Τμήματος Εργασίας, αυτός δεν είχε καμία αρμοδιότητα πλέον έστω και μετά από συνεννόηση με το Υπουργείο να προχωρήσει σε διορισμό του προέδρου και των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Επομένως, ούτε η επίκληση του άρθρου 32(4), διασώζει το διαπιστωθέν πρόβλημα.
Περαιτέρω, από τη στιγμή που ο διευθυντής του Τμήματος Εργασίας εξαιρέθηκε από πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής λόγω συγγένειας δεν ήταν δυνατό να μετέχει στην παραγωγή της πράξης με το να παρίστατο στις προφορικές συνεντεύξεις των υποψηφίων ενώπιον της Ε.Δ.Υ. όπως φαίνεται από τα Παραρτήματα 16, 17 και 18 της ένστασης. Σε αυτά τα παραρτήματα που είναι πρακτικά της Ε.Δ.Υ. με ημερ. 16.7.2008, 17.7.2008 και 18.7.2008 και αποτελούν τις τρεις διαδοχικές συνεδρίες της Ε.Δ.Υ. όπου δέχθηκε σε προφορική εξέταση κατά ομάδες τους διάφορους υποψηφίους, παρίστατο ο Νέλσων Νεοκλέους διευθυντής του Τμήματος Εργασίας και υπέβαλε διάφορες ερωτήσεις αναφορικά με θέματα που άπτοντο των καθηκόντων των υπό πλήρωση θέσεων τόσο σχετικά με τη διαπίστωση των γνώσεων, όσο και σχετικά με τη διαπίστωση της προσωπικότητας, πρωτοβουλίας, ικανότητας, επικοινωνίας κλπ των υποψηφίων. Πουθενά δεν καταγράφεται με ποιους υποψηφίους είχε συγγένεια ο διευθυντής του Τμήματος Εργασίας και κατά πόσο μετείχαν στη διαδικασία της προφορικής εξέτασης και υποψήφιοι που ήταν συγγενείς του. Σειρά νομολογίας που αναφέρουν οι αιτήτριες στην αγόρευση τους, καθιστά άκυρη τη διαδικασία όταν το διοικητικό όργανο ή οι παράγοντες αυτού εμφανίζονται να μην είναι αμερόληπτοι ή λόγω διαπίστωσης ειδικού δεσμού ή σχέσης ή συγγένειας με υποψήφια άτομα, (Τάκης Ρωμανού ν. Δήμου Λευκωσίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3983, Δημοκρατία ν. Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769 και Ιάκωβος Αντωνίου ν. Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 935/98, ημερ. 25.4.2000).
Η κα Σπηλιωτοπούλου στη δική της γραπτή αγόρευση διατείνεται ως προς το θέμα αυτό, ότι ο διευθυντής του Τμήματος Εργασίας κλήθηκε να παραστεί στις συνεδρίες της Ε.Δ.Υ. για να δώσει τη γνώμη του στη βάση του άρθρου 33(10) του Νόμου αρ. 1/90. Το εδάφιο αυτό προνοεί τα εξής:
«(10) Η Επιτροπή, πριν κάμει την τελική επιλογή καλεί σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που περιλαμβάνονται στον τελικό κατάλογο. Κατά την προφορική εξέταση των υποψηφίων η Επιτροπή μπορεί να βοηθείται από λειτουργό ή λειτουργούς που λόγω των ειδικών τους γνώσεων είναι σε θέση να βοηθήσουν.»
Η Επιτροπή βέβαια εδώ είναι η Ε.Δ.Υ., σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου. Το εδάφιο αυτό όμως ουδόλως παρακάμπτει το αμερόληπτο και το εχέγγυο της αμεροληψίας και θεωρείται ευλόγως ότι εμπεριέχεται στη διαδικασία που αναφέρεται στο εδάφιο, η μη συμμετοχή λειτουργού που κατά τα άλλα εξαιρέθηκε ή δήλωσε κώλυμα. Εφόσον ο διευθυντής του Τμήματος Εργασίας εξαιρέθηκε λόγω συγγένειας, δεν νοείτο να μετέχει στην παραγωγή της πράξης με το να λάβει μέρος στη διαδικασία των προφορικών ερωτήσεων ενώπιον της Ε.Δ.Υ., διαμορφώνοντας σχετική γνώμη την οποία και στη συνέχεια κατέθεσε ενώπιον της Ε.Δ.Υ. Είναι φανερό ότι ο διευθυντής αξιολόγησε τους υποψηφίους όπως φανερώνεται από το Παράρτημα 18 της ένστασης, που είναι τα πρακτικά της πρότελευταιας συνεδρίας της Ε.Δ.Υ., ημερ. 18.7.2008, αλλά στην οποία έγινε η τελική επιλογή από την Ε.Δ.Υ.
Η Ε.Δ.Υ., στην αγόρευση της συνηγόρου της καταλήγει στη σελ. 49, σε σύντομο σχόλιο σχετικά με τη συμμετοχή του διευθυντή στις προφορικές συνεντεύξεις και εισηγείται ότι,
«. επί πλέον το κώλυμα του τώρα μπορεί να είχε αρθεί εφόσον ο συγγενής του μπορεί να μη συστήθηκε.».
Όλα αυτά τα υποθετικά αποδεικνύουν βεβαίως ευθέως ότι ο διευθυντής του Τμήματος Εργασίας δεν έπρεπε να είχε λάβει μέρος στην ενώπιον της Ε.Δ.Υ. διαδικασία. Πουθενά στα πρακτικά που τηρήθηκαν από την αρχή της σύστασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, μέχρι και την τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., δεν αναφέρεται ο συγγενής ή οι συγγενείς που ήσαν υποψήφιοι λόγω των οποίων αυτοεξαιρέθηκε ο διευθυντής. Επομένως, παρέμεινε άγνωστο μέχρι τέλους κατά πόσο οι συγγενείς υποψήφιοι είχαν παρελάσει ενώπιον της Ε.Δ.Υ. και έτυχαν κρίσης από το διευθυντή. Πολύ ορθά αναφέρεται στην απαντητική αγόρευση των αιτητριών ότι από τη στιγμή που τίποτε δεν αναγράφηκε στα πρακτικά, ουδείς γνωρίζει ποιοι συστήθηκαν και ποιοι όχι ως συγγενείς του διευθυντή. Στην υπόθεση Βίκτωρα Θωμά κ.ά. ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, υπόθ. αρ. 523/99, ημερ. 19.9.2000, ακυρώθηκε η διοικητική πράξη διότι μέλος του Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας συμμετείχε σε κάποιο στάδιο στη διαδικασία παρόλο που είχε απόσχει. Θεωρήθηκε ότι η συμμετοχή στη διαδικασία μέλους που από μόνο του έκρινε ότι είχε λόγους να απόσχει, κλόνιζε την πεποίθηση του διοικούμενου στο αδιάβλητο της τελικής απόφασης.
Ενόψει του διαπιστωθέντος θεμελιακού προβλήματος στη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αφενός και στη συμμετοχή του αυτοεξαιρεθέντος διευθυντή στη μετέπειτα διαδικασία ενώπιον της Ε.Δ.Υ., αφετέρου διαπιστώνεται λόγος ακυρότητας που κλονίζει το θεμέλιο της ίδιας της απόφασης. Παρέλκει επομένως εξέταση οποιουδήποτε άλλου λόγου που αναφέρεται στις προσφυγές.
Κατά συνέπεια οι προσφυγές αποσυνενώνονται για σκοπούς έκδοσης απόφασης. Εκάστη προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ εκάστης αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ