ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1240/2010)
25 Απριλίου 2012
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΕΦΟΡΕΙΑΣ ΕΜΠΑΣ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
------------------------------------
Α. Γεωργίου, για τον Αιτητή.
Α. Κακογιάννης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
Γ. Τσέλεπος, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
-------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η Σχολική Εφορεία Έμπας (εφεξής «η Εφορεία»), προκήρυξε διαγωνισμό για την ενοικίαση του κυλικείου του Γυμνασίου και του Λυκείου Έμπας, για τα σχολικά έτη 2010-2011, 2011-2012 και 2012-2013. Τα έγγραφα της προσφοράς παραλήφθησαν από τους ενδιαφερόμενους προσφοροδότες και στη λήξη των προσφορών στις 18.6.2010, αριθμός υποψηφίων προσφοροδοτών, μεταξύ αυτών και ο αιτητής, υπέβαλαν σχετικές προτάσεις. Ο αποκλεισμός όσων δεν είχαν συμμορφωθεί με τα έγγραφα του διαγωνισμού και στη συνέχεια η επιλογή μεταξύ των προσφοροδοτών που απέμειναν, κατέληξε στην κατακύρωση της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος, μετά από σχετική συνεδρία της Εφορείας, ημερ. 23.6.2010.
Την πιο πάνω απόφαση επιδιώκει να ακυρώσει ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή. Εγείρει αριθμό λόγων που σχετίζονται με τη λανθασμένη, κατ΄ ισχυρισμόν, αξιολόγηση των προσφορών, τον μη αποκλεισμό του ενδιαφερομένου μέρους από τον διαγωνισμό ενόψει εκ μέρους του παραβάσεων των όρων του διαγωνισμού και την κακή σύνθεση της Εφορείας κατά το χρόνο της απόφασης, η οποία ταυτόχρονα έλαβε υπόψη της δεδομένα τα οποία ήσαν έξω από τους όρους του διαγωνισμού.
Συγκεκριμένα, ο αιτητής θεωρεί την παρουσία του Χριστάκη Χριστοδούλου κατά την επίμαχη συνεδρία της Εφορείας ως παραβιάζουσα το σχετικό νόμο και τη νομολογία εφόσον αυτός, ενώ δεν ήταν μέλος της Εφορείας, παρέστη στη συνεδρία ως «επιμελητής», για να καταγράφει πρακτικά, αλλά με ταυτόχρονη ενεργό συμμετοχή εφόσον προέβη σε επισημάνσεις και εισηγήσεις προς την Εφορεία. Μετέπειτα, το ενδιαφερόμενο μέρος, κατ΄ αντίθεση προς τους όρους του διαγωνισμού, παρέλειψε να καταχωρήσει εγγύηση αναλογούσα στο 10% του συνολικού ποσού της προσφοράς, εφόσον η εγγύηση που δόθηκε αφορούσε μόνο το πρώτο σχολικό έτος για το 2010-2011. Περαιτέρω, έξω από τους όρους του διαγωνισμού, το ενδιαφερόμενο μέρος προσέφερε τρεις διαφορετικές τιμές ανά μαθητή κατά έτος, ενώ οι άλλοι προσφοροδότες, σε συμμόρφωση με τους όρους του διαγωνισμού, προσέφεραν μια ενιαία τιμή για ολόκληρη την περίοδο των τριών ετών.
Η απόφαση της Εφορείας επίσης πάσχει διότι έδωσε λανθασμένη αιτιολογία για την κατακύρωση της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος, δεδομένου ότι έλαβε υπόψη το γεγονός ότι αυτό είχε προηγουμένως διαχειριστεί κυλικεία σε σχολεία της Πάφου για σειρά ετών, ενώ αναφέρθηκε ότι τα ποσά που προσέφερε θεωρούνταν λογικά κατά τρόπο που «δεν θα αναγκαζόταν να πωλεί ακριβότερα και απαγορευμένα είδη». Με αυτή τη λανθασμένη αιτιολογία αποκλείστηκε ο αιτητής, ο οποίος είχε την πλέον συμφέρουσα οικονομική προσφορά, χωρίς ταυτόχρονα να του δοθεί δικαίωμα να δώσει πληροφορίες για τη δική του προηγούμενη πείρα. Εν πάση περιπτώσει, η πολυετής πείρα δεν ήταν ανάμεσα στα ουσιώδη κριτήρια του διαγωνισμού. Τέλος, η Εφορεία ανεπίτρεπτα έλαβε υπόψη γνωμάτευση δικηγόρων χωρίς να καταγράφεται αν και από ποιο εξουσιοδοτήθηκε να δοθεί, ενώ τρία μέλη της Εφορείας δηλώθηκαν απόντες επί των πρακτικών, χωρίς εξήγηση, ένα δε μέλος αποχώρησε πριν την κατακύρωση, χωρίς να καταγραφεί αιτιολογία.
Η Εφορεία, αλλά και το ενδιαφερόμενο μέρος, ταυτίζονται ως προς τις αντίθετες θέσεις τους. Εγείρεται κατ΄ αρχάς προδικαστική ένσταση ως προς το έννομο συμφέρον του αιτητή επί τω ότι δεν αποκαλύπτεται η ενδεχόμενη ζημία από την ισχυριζόμενη παράνομη διοικητική πράξη. Ως προς την δοθείσα εγγύηση, αυτή δόθηκε στη βάση του ότι τα έγγραφα του διαγωνισμού έδιναν στοιχεία για τον αριθμό των μαθητών μόνο για το σχολικό έτος 2010-2011 και σε κανένα σημείο των εγγράφων δεν αναφέρεται ότι θα έπρεπε η εγγύηση να δοθεί σε σχέση με όλα τα σχολικά έτη. Όσον αφορά το θέμα της ενιαίας τιμής και πάλι τα έγγραφα δεν προδιαγράφουν ότι θα έπρεπε να δοθεί ενιαία τιμή για όλα τα σχολικά έτη, το δε σύνολο της προσφοράς του ενδιαφερομένου μέρους, εύκολα εξάγεται από την πρόσθεση των επιμέρους ποσών κατ΄ έτος.
Η αιτιολογία που δόθηκε όσον αφορά την κατακύρωση της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος ήταν επαρκής και εντός των παραμέτρων της νομολογίας, εφόσον η Εφορεία νόμιμα μπορούσε να λάβει υπόψη την προηγούμενη πείρα των προσφοροδοτών, χωρίς αυτή η προηγούμενη πείρα να θεωρείται εξωγενές στοιχείο των εγγράφων των διαγωνισμού. Η Εφορεία, τέλος, νόμιμα έλαβε την απόφαση με ορθή και νόμιμη σύνθεση, έχοντας υπόψη ότι με βάση το νόμο πρέπει να τηρούνται πλήρη και άρτια πρακτικά από κάθε συλλογικό όργανο, ορίστηκε δε από την Εφορεία ως πρακτικογράφος, ο επιμελητής, η παρουσία του οποίου ουδόλως επηρέασε είτε το νόμιμο της σύνθεσης της Εφορείας, είτε το νόμιμο της ληφθείσας απόφασης.
Ζήτημα εννόμου συμφέροντος του αιτητή απαραδέκτως εγείρεται και συζητείται από την Εφορεία σε συνάρτηση με την κατ΄ ισχυρισμόν μη αποκάλυψη εκ μέρους του ύπαρξης ή ενδεχόμενης θεμελίωσης ζημίας από την προσβαλλόμενη πράξη. Παρόμοιο θέμα ηγέρθηκε στην Εταιρεία El.ni.a Kokkinos Ltd v. Κοινοτικού Συμβουλίου Τάλας, υπόθ. αρ. 1780/2009, ημερ. 25.2.2011, αναφορικά με υπόθεση κατακύρωσης προσφορών για τοποθέτηση οργάνων, δαπέδου ασφαλείας και εξοπλισμού σε παιγνιδότοπο κοινοτικού συμβουλίου. Αποφασίστηκε από τον παρόν Δικαστήριο ότι δεν υφίσταται γενικώς και αορίστως τέτοια νομολογημένη αρχή. Ζήτημα πιθανής έλευσης ζημίας εγείρεται μόνο όταν η προσφυγή συνεχίζεται στην εμμονή του αιτητή, παρά την ανάκληση ή ακύρωση της διοικητικής πράξης. Τότε είναι που ο αιτητής οφείλει να δείξει ότι υπάρχει ζημιά ως κατάλοιπο της απόφασης της διοίκησης. Προσφοροδότης ο οποίος διατείνεται ότι επηρεάζεται ευθέως, ίδιον συμφέρον αυτού από τη διοικητική πράξη, κατά το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος, έχει βέβαια δικαίωμα στην καταχώρηση αιτήσεως αποφάσεως. Προσφοροδότης ο οποίος μετέχει νομίμως σε διαγωνισμό έχει δικαίωμα να προσβάλει τον αποκλεισμό του (Γεώργιος Τσουρής ν. Σχολικής Εφορείας Α΄ Περιφερειακού Γυμνασίου Λευκωσίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 671 και Δημοκρατία ν. Μάριος Θεοχαρίδης Λτδ (2008) 3 Α.Α.Δ. 488). Αποκλείεται προσφυγή ως στερούμενη εννόμου συμφέροντος από προσφοροδότη όταν ο ίδιος έχει υποβάλει προσφορά εκτός προδιαγραφών, (Δημοκρατία ν. Χρ. Αγαθαγγέλου Λτδ (2006) 3 Α.Α.Δ. 17 και S.C. Nicolaides Ltd v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 148), κάτι που δεν συμβαίνει στην υπό κρίση προσφυγή.
Εγείρεται περαιτέρω προς συζήτηση, πρωτίστως το ζήτημα της νομιμότητας της σύνθεσης της Εφορείας, που ενώ, ως δυστυχώς συνηθίζεται, δεν ταξινομείται ως τέτοιο, εν τούτοις εξετάζεται κατά προτεραιότητα εφόσον η σύνθεση διοικητικού συλλογικού οργάνου ανατρέχει στη ρίζα της νομιμότητας, ως ζήτημα δημόσιας τάξης. Ως έχει πλειστάκις λεχθεί, διαπίστωση προβλήματος σε σχέση με τη σύνθεση πλήττει καίρια τη ληφθείσα απόφαση την οποία και καθιστά άκυρη, του θέματος δυναμένου βεβαίως να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, (Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314, Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 130 και Γεώργιος Αλετράρης ν. Δήμου Λάρνακος, υπόθ. αρ. 719/10, ημερ. 31.1.2012).
Στο πρακτικό της προσβαλλόμενης πράξης ημερ. 23.6.2010, που τηρήθηκε από την Εφορεία, καταγράφεται ότι την ευθύνη τήρησης των πρακτικών είχε ο επιμελητής του Γραφείου της Σχολικής Εφορείας Χριστάκης Χριστοδούλου. Ο αιτητής εισηγείται ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν ήταν μέλος της Εφορείας, και ως εκ τούτου η παρουσία του στη συνεδρία κατέστησε μη νόμιμη τη σύνθεση του διοικητικού οργάνου, όχι μόνο διότι αναρμοδίως ήταν εκεί, αλλά και διότι είχε ενεργό συμμετοχή στην όλη εξέταση των διαφόρων προσφορών. Περαιτέρω, ότι ενώ δεν ήταν μέλος της Εφορείας δεν απεχώρησε από τη συνεδρία πριν τη λήψη της σχετικής απόφασης. Η Εφορεία αντιτείνει ότι η παρουσία του Χρ. Χριστοδούλου ως επιμελητή-πρακτικογράφου, ουδόλως επηρέασε τη νομιμότητα και εγκυρότητα είτε του οργάνου, είτε της ίδιας της απόφασης. Όσον αφορά τη συμμετοχή του προσώπου αυτού στη συνεδρία, η Εφορεία τηρεί σιγή.
Ο αιτητής έχει δίκαιο στις επισημάνσεις του. Παρόμοια περίπτωση εξετάστηκε πρόσφατα από το παρόν Δικαστήριο στην Αντώνης Αντωνίου ν. Εφορείας Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Πάφου, υπόθ. αρ. 147/2011, ημερ. 21.2.2012. Στην υπόθεση εκείνη, όπως και εδώ, η παρουσία ατόμου που κατά κοινή ομολογία δεν ήταν μέλος του συλλογικού οργάνου, για να τηρεί πρακτικά, έγινε χωρίς εξουσιοδότηση και ήταν συνεπώς παράνομη οδηγώντας, μεταξύ άλλων, στην ακύρωση της ληφθείσας απόφασης. Ο περί Σχολικών Εφορειών Νόμος αρ. 108(Ι)/97, προνοεί ότι η Εφορεία σε περίπτωση Δήμου συντίθεται από 11 μέλη (άρθρο 4), καταρτίζεται δε σε σώμα με την εκλογή προέδρου, αντιπροέδρου, γραμματέα και ταμία, των υπολοίπων ασκούντων τα καθήκοντα τους ως μέλη. Πουθενά στο Νόμο αυτό, δεν υπάρχει πρόνοια ότι κάποιο συγκεκριμένο άτομο δικαιούται να τηρεί τα πρακτικά των συνεδριών, οι οποίες είναι σε απαρτία με το άρθρο 9, όταν παρίσταται πέραν του ημίσεως των μελών της. Σ΄ αντίθεση, ο περί Σχολικών Κυλικείων Νόμος αρ. 60(1)/2000, προνοεί με το άρθρο 8(1) ότι σ΄ όλες τις συνεδριάσεις του Κ.Ε.Ε.Σ.Κ., τηρούνται πρακτικά από το γραμματέα.
Ο γραμματέας ενός συλλογικού οργάνου είναι το άτομο το οποίο στη φυσιολογική ροή των πραγμάτων επιφορτίζεται με την τήρηση των πρακτικών. Το εκλελεγμένο λοιπόν ως γραμματέας πρόσωπο κατά την πρώτη συνεδρία της Εφορείας, οφείλει να τηρεί τα πρακτικά, εκτός εάν άλλως το συλλογικό όργανο αποφασίσει. Αναφέρθηκε από την Εφορεία κατά την αγόρευση της, ότι «έχει ορισθεί .. από το Συμβούλιο ως πρακτικογράφος ο Επιμελητής». Πλην, όμως, το Δικαστήριο δεν έχει παραπεμφθεί σε οποιαδήποτε σχετική απόφαση ή πρακτικό της Εφορείας, και ουδέν τέτοιο έγγραφο εντοπίζεται είτε στην ένσταση της Εφορείας, είτε στον κατατεθέντα φάκελο. Ο Νόμος αρ. 108(Ι)/97, ως αναφέρθη, δεν προνοεί οτιδήποτε, κανονισμοί δεν φαίνεται να εκδόθηκαν, (τουλάχιστον δεν ανεφέρθη στο Δικαστήριο οτιδήποτε το σχετικό) και ούτε η έννοια του «υπεύθυνου Επιμελητή του Γραφείου της Σχολικής Εφορείας», όπως περιγράφεται ο Χρ. Χριστοδούλου στη σχετική απόφαση, σελ. 5, ή η σχέση του Γραφείου Σχολικής Εφορείας σε συνάρτηση με την Εφορεία ως συλλογικού οργάνου προνοούμενου από Νόμο, έχει εξηγηθεί με οποιοδήποτε τρόπο.
Το άρθρο 21(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, που επικαλείται η Εφορεία ως προς το ότι η παρουσία υπηρεσιακών ή άλλων αρμοδίων ατόμων με σκοπό την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών και προσαγωγή στοιχείων, δεν συνιστά κακή σύνθεση, δεν επιλύει το προαναφερθέν πρόβλημα. Αυτό, διότι δεν έχει εξηγήσει η Εφορεία με ποιο τρόπο ο Χρ. Χριστοδούλου είναι αρμόδιος υπηρεσιακός παράγων της Εφορείας ή υπάλληλος αυτής. Ο Νόμος δεν περιέχει οτιδήποτε περί της δυνατότητας της Εφορείας να διορίζει προσωπικό για τη λειτουργία της. Ελλείπει λοιπόν η διαπίστωση της αρμοδιότητας του λεγόμενου Επιμελητή να παρίσταται στις συνεδρίες και να λαμβάνει πρακτικά.
Υπάρχει όμως και έτερο πρόβλημα. Ο Χρ. Χριστοδούλου, και αν ακόμη δικαιούτο να λάμβανε πρακτικά, σίγουρα ξεπέρασε κατά πολύ αυτή την, κατ΄ ισχυρισμόν της Εφορείας, αρμοδιότητα. Όπως φαίνεται από τα τηρηθέντα πρακτικά, (σελ. 5), ο επιμελητής παρέλαβε τις προσφορές, τις κατέγραψε σε έντυπο κατατάσσοντας τις προσφορές κατά προσφερθείσα τιμή και στη συνέχεια εξήγησε ως εξής τις υποχρεώσεις της Εφορείας: ότι το πρώτιστο μέλημα της είναι «η διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος στα πλαίσια της νομιμότητας και της χρηστής διοίκησης». Επίσης σημείωσε ότι «η Σχολική Εφορεία θα πρέπει την κάθε απόφαση της να την αιτιολογεί με επάρκεια, με βάση τη νομοθεσία». Επεσήμανε επίσης ότι «... η Σχολική Εφορεία θα πρέπει κατά τη λήψη των αποφάσεων της να λάβει υπόψη πολύ σοβαρά τα έγγραφα του διαγωνισμού και συγκεκριμένα το άρθρο 11, το οποίο ισχύει στην περίπτωση του προσφοροδότη κ. Χρίστου Αντωνίου ο οποίος υπέβαλε προσφορά τόσο για το γυμνάσιο όσο και για το λύκειο ως επίσης το άρθρο 6.1 που αφορά την εγγύηση συμμετοχής καθώς και το άρθρο 4, που αφορά τα έγγραφα που αποτελούν την προσφορά.»
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι ο Χρ. Χριστοδούλου ενεργούσε στην ουσία ως μέλος ή νομικός σύμβουλος ή ακόμη και πρόεδρος της Εφορείας με το να επισύρει την προσοχή των μελών αυτής σε όλα τα ανωτέρω. Ακόμη και αν δικαιωματικά με κάποιο νόμιμο τρόπο, που δεν στοιχειοθετήθηκε, λάμβανε τα πρακτικά της διαδικασίας, αναμφίβολα η καταγραφή των ανωτέρω, δείχνουν εμπλοκή που πολύ απέχει από την απλή τήρηση πρακτικών. Στην ουσία ο Χριστοδούλου κατηύθυνε τη διαδικασία αναρμοδίως και, όπως πρόσθετα ορθά επισημαίνει ο δικηγόρος του αιτητή, δεν φαίνεται να είχε αποχωρήσει από τη συνεδρία πριν τη λήψη της απόφασης, όπως προνοεί συναφώς το άρθρο 21(2), του Νόμου αρ. 158(Ι)/99. Το άρθρο αυτό δίνει δικαίωμα σε υπηρεσιακούς παράγοντες να παρίστανται σε συνεδρία για την εξήγηση διαφόρων θεμάτων, οι οποίοι όμως θα πρέπει να αποχωρούν πριν τη λήψη της απόφασης. Η Εφορεία εισηγείται ότι δεν υπάρχει τίποτε στο πρακτικό που να καθιστά την παρουσία του Χριστοδούλου προβληματική διότι δεν φαίνονται στοιχεία επηρεασμού της απόφασης λόγω της παρουσίας του εν λόγω ατόμου. Το αντίθετο όμως είναι που συμβαίνει. Πέραν των όσων έχουν ήδη αναφερθεί, η νομολογία είναι σαφής ως προς το ότι αναρμόδιο άτομο δεν δικαιούται να παρίσταται στη συνεδρία έστω και αν δεν έχει λάβει μέρος στη λήψη της απόφασης διότι, όπως εξηγείται και στο σύγγραμμα του Δημήτριου Κόρσου: «Διοικητικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος», 3η έκδ., σελ. 401, «Η παρουσία των ξένων προς τη συγκρότηση του συλλογικού οργάνου προσώπων ... μόνη θα μπορούσε να επηρεάσει τη γνώμη των μελών.».
Τα πιο πάνω είναι αρκετά για να οδηγήσουν σε ακύρωση την προσβαλλόμενη πράξη. Παρά ταύτα, κρίνεται ορθό να εξεταστούν και τα υπόλοιπα θέματα. Το ενδιαφερόμενο μέρος έδωσε προσφορά με συνοδευτική εγγύηση που κάλυπτε το 10% μόνο του πρώτου έτους της σχολικής περιόδου 2010-2013, ενώ η πρόσκληση για προσφορές σύμφωνα με τον όρο. 1 των εγγράφων απαιτούσε προσφορές «... για ολόκληρη την περίοδο των σχολικών ετών 2010-2011, 2011-2012 και 2012-2013 δηλαδή από 1/9/2010-15/7/2013». Ο όρος 6, του Μέρους ΙΙ, των εγγράφων όμως σε αντιδιαστολή με τον όρο 1, αλλά και τον όρο 6 είναι τουλάχιστον ασαφής εφόσον ζητούσε την κατάθεση τραπεζικής εγγύησης με ποσό ίσο προς το 10% της προσφοράς που προκύπτει με τον πολλαπλασιασμό των αριθμών των μαθητών που αναφέρονται στην παρ. 2 που έχουν καθορισθεί σε 487 για το έτος 2010-2011 επί του ποσού που προσφέρεται κατά μαθητή επί 10%. Δίνεται μάλιστα και παράδειγμα το οποίο χρησιμοποιεί την αριθμητική φόρμουλα του ποσού της προσφοράς ανά μαθητή επί 487 μαθητές, ίσον με το συνολικό ποσό ενοικίου, το οποίο πρέπει να πολλαπλασιαστεί επί 10% για να εξαχθεί το ποσό της προσωπικής τραπεζικής επιταγής ή τραπεζικής εγγύησης.
Η Εφορεία δεν διέγνωσε τη διαφορά που υπήρχε μεταξύ των διαφόρων όρων όσον αφορά το ποσό της εγγύησης και προχώρησε να αποδεχθεί ως εμπίπτουσα στους όρους της προσφοράς την εγγύηση του ενδιαφερομένου μέρους που ήταν μόνο για το 10% του συνόλου της προσφοράς που κάλυπτε και τα τρία έτη. Αυτό σε αντίθεση με την προσφορά του αιτητή που φαίνεται να έδωσε εγγύηση για το σύνολο της περιόδου των τριών ετών. Αυτό, όπως προκύπτει εμμέσως, πλην σαφώς, από τη σειρά κατάταξης των προσφοροδοτών (ερ. 98 του διοικητικού φακέλου, Τεκμ. «Α»), όπου ακριβώς σημειώθηκε ιδιαιτέρως ότι το ενδιαφερόμενο μέρος έδωσε εγγύηση που αντιστοιχούσε μόνο στο 10% του πρώτου έτους, για τη σχολική χρονιά 2010-2011. Έπρεπε, όμως, να τηρηθεί ενιαία προσέγγιση στο ζήτημα ως θέμα χρηστής διοίκησης και ισότιμης μεταχείρισης όλων των προσφοροδοτών. Η Εφορεία, ως αναθέτουσα αρχή, έπρεπε να καθόριζε επακριβώς το ύψος της προσφερόμενης εγγύησης. Ο όρος 6 του Μέρους Ι των εγγράφων ομιλεί για εγγύηση ύψους 10% της προσφοράς, προσφορά όμως που όπως ο όρος 1 οριοθετεί, αφορά το σύνολο των τριών ετών. Ο όρος 2 σε σχέση με τον αριθμό 487 των μαθητών κατά τη σχολική χρονιά 2010-2011, θα μπορούσε να εκληφθεί απλώς ως βάση για τον αριθμό των μαθητών και για τα επόμενα δύο χρόνια, υπό το φως και του σημαντικού όρου 5, «Τιμές διαφοράς» του Μέρους ΙΙ, «Οδηγίες προς τους Προσφοροδότες», που όχι μόνο αναφέρεται στην περίοδο της προσφοράς (που εξυπακούει όλη την περίοδο των τριών ετών), αλλά και ρητώς προδιαγράφει ότι για κάθε επόμενο σχολικό έτος, οι προσφοροδότες θα πρέπει να εκλαμβάνουν ως αμάχητο τεκμήριο ότι ο αριθμός των μαθητών θα είναι ο πραγματικός αριθμός μαθητών του προηγούμενου έτους.
Πρόβλημα όμως διαπιστώνεται και για την προσφορά του ενδιαφερόμενου μέρους τριών ξέχωρων τιμών και όχι μιας ενιαίας τιμής. Πουθενά στους όρους των προσφορών δεν προκύπτει τέτοια δυνατότητα, ενώ τόσο η «Επιτροπή Ανοίγματος» των προσφορών, ως προκύπτει από το ερ. 95 του Τεκμ. «Α», όσο και η ίδια η Εφορεία, με τη σειρά κατάταξης, ερ. 98, με την υπογραφή των μελών της, επισήμαναν το ζήτημα, ως ερχόμενο σε αντίθεση με το έντυπο προσφοράς, το οποίο ζητούσε μια τιμή και για τα τρία σχολικά έτη. Πράγματι ο όρος 5 του Μέρους ΙΙ των εγγράφων επιζητεί την συμπλήρωση του «Δηλωτικού Προσφοράς», μέρος των εγγράφων, «το ποσό που προσφέρουν ανά μαθητή, για την πιο πάνω περίοδο». Στο ίδιο το Δηλωτικό Προσφοράς, σελ. 16 των εγγράφων, υπάρχει χώρος για συμπλήρωση «... του ποσού των €.. ευρώ (ολογρ.) .. κατά μαθητή/τρια.». Παρά την πιο πάνω διαπίστωση ότι η προσφορά του ενδιαφερομένου μέρους ήταν σε αντίθεση με το Δηλωτικό Προσφοράς, εν τούτοις στο τέλος η Εφορεία κατακύρωσε σ΄ αυτό την προσφορά. Διαπιστώνεται λάθος εξ αυτού και εγείρεται και εδώ ζήτημα άνισης μεταχείρισης μεταξύ των προσφοροδοτών.
Η Εφορεία στην απόφαση της χρησιμοποίησε προς υποστήριξη της θέσης της, γνωμάτευση που λήφθηκε από το δικηγορικό γραφείο Τσέλεπου & Κωμοδρόμου ημερ. 21.6.2010, η οποία απαντάται στα ερ. 96-97 του διοικητικού φακέλου. Σύμφωνα μ΄ αυτήν, η τμηματική και όχι η ενιαία δήλωση του ποσού της προσφοράς, είναι καθόλα έγκυρη στη βάση της γενικής αρχής ότι «στο μείζον συμπεριλαμβάνεται και το έλασσον, δηλαδή αφού από την αναλυτική παράθεση του προτεινόμενου ποσού προκύπτει σαφέστατα χωρίς περιθώρια λάθους και/ή ασάφειας το συνολικό προτεινόμενο ποσό.». Η γνωμάτευση συνεχίζει να εισηγείται ότι «η αναλυτική παράθεση του προτεινόμενου ποσού δεν θα μπορούσε να εκληφθεί σαν ουσιώδης όρος του Δηλωτικού Προσφοράς». Με τη γνωμάτευση αυτή διαφώνησαν τρία μέλη της Εφορείας, τα οποία και ήγειραν ζήτημα ότι θα έπρεπε να ληφθεί άλλη γνωμοδότηση από νομικό σύμβουλο που θα αποφάσιζε η Εφορεία.
Εκ των ως άνω, ο αιτητής εγείρει, και δικαίως, θέμα ως προς την εκ μέρους της Εφορείας έλλειψη εξουσιοδότησης να ζητηθεί η σχετική γνωμάτευση. Φαίνεται πράγματι ότι αυτή ζητήθηκε μόνο από τον πρόεδρο της Εφορείας, προς τον οποίο και απευθύνεται η σχετική απάντηση των δικηγόρων. Πρακτικό ευρύτερης απόφασης ληφθείσας από την Εφορεία ως συλλογικό όργανο δεν υπάρχει, ούτε δόθηκε κάποια εξήγηση, ούτε και αναφέρθηκε κατά πόσον οι συγκεκριμένοι δικηγόροι ενεργούσαν γενικότερα ως νομικοί σύμβουλοι της Εφορείας. Επομένως, παρουσιάζεται αυθαίρετη η ανάθεση στο συγκεκριμένο δικηγορικό γραφείο λήψης γνωμάτευσης σχετικά με το ζήτημα της εγκυρότητας του ενιαίου ή μη καθορισμού του ποσού της προσφοράς.
Εντοπίζεται, όμως, ακόμη ένα πρόβλημα που καθιστά την όλη διαδικασία και τη λήψη της γνωμάτευσης ιδιαίτερα μεμπτή. Οι δικηγόροι που έδωσαν την εν λόγω γνωμάτευση και την οποία υιοθέτησε κατά πλειοψηφία η Εφορεία, με αποτέλεσμα να κατακυρωθεί η προσφορά στο ενδιαφερόμενο μέρος, ενεργούν τώρα και ως δικηγόροι του ενδιαφερόμενου μέρους στην υπό κρίση προσφυγή. Η ίδια δικηγόρος που συνέταξε και υπέγραψε τη γνωμάτευση, ανέλαβε και την υπεράσπιση του ενδιαφερομένου μέρους. Τίθεται αμέσως ζήτημα ως προς την αμεροληψία της ίδιας της Εφορείας. Η πράξη της ή έστω του Προέδρου, με την οποία συμφώνησαν εκ των υστέρων τα μέλη της (πλην τριών), να ζητηθεί γνωμάτευση από το συγκεκριμένο γραφείο είναι αξιόμεμπτη διότι εμφανώς προϊδέαζε την κατακύρωση της προσφορά στο ενδιαφερόμενο μέρος. Παρατηρείται δε, ότι άλλο δικηγορικό γραφείο εμφανίζεται στην παρούσα προσφυγή για την Εφορεία, από το οποίο δεν ζητήθηκε γνωμάτευση, χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση.
Η προσβαλλόμενη πράξη είναι όμως ακυρωτέα και για έλλειψη αιτιολογίας. Στον αιτητή απευθύνθηκε μια λιτή επιστολή στις 2.7.2010 (ερ. 120), με την οποία πληροφορείτο απλώς ότι δεν κατέστη δυνατό να του κατακυρωθεί η προσφορά και ότι αυτή κατακυρώθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος, χωρίς καμιά απολύτως εξήγηση ως προς το λόγο της μη ανάθεσης της προσφοράς σ΄ αυτόν. Ελλείπει συνεπώς παντελώς η αιτιολογία, αναδρομή δε στα τηρηθέντα πρακτικά προς ενδεχόμενη συμπλήρωση της, αποκαλύπτει, κατά την ορθή εισήγηση του αιτητή, ότι λήφθηκαν υπόψη εξωγενή κριτήρια όπως το ότι τα ποσά που προσφέρθηκαν θεωρούνταν λογικά (στη βάση ποιας αντικειμενικής θεώρησης, ουδόλως εξηγείται) και δεν θα αναγκαζόταν να πωλεί ακριβότερα και απαγορευμένα είδη. Αυτό, όμως, αποτελούσε, εξ αντιδιαστολής, μομφή για τον αιτητή, ο οποίος έδωσε υψηλότερη κατά μαθητή προσφορά, αφήνοντας ανεπίτρεπτα να νοηθεί ότι για να ήταν οικονομικά βιώσιμη η προσφορά του αυτός θα πωλούσε απαγορευμένα είδη ή και είδη σε ακριβότερες τιμές από τις καθορισθείσες. Τη στιγμή που υπήρχε σαφώς εγκεκριμένος τιμοκατάλογος, όπως παρουσιάζεται στα παραρτήματα της καταχωρηθείσας ένστασης.
Περαιτέρω, η προσφορά του ενδιαφερομένου μέρους κατακυρώθηκε σ΄ αυτό λόγω και του ότι είχε προηγουμένως διαχειριστεί κυλικεία σε σχολεία της Πάφου και συγκεκριμένα για 12 χρόνια στο κυλικείου του Γυμνασίου Γεροσκήπου. Τόσο η Εφορεία, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος παραπέμπουν στη Μαρία Μαυρουδή ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Επισκοπής, υπόθ. αρ. 1978/06, ημε. 28.2.2008, του παρόντος Δικαστηρίου, ως προς τη δυνατότητα να ληφθεί υπόψη η προηγούμενη πείρα προσφοροδότη ως στοιχείο ενδεικτικό της καταλληλότητας του να τύχει κατακύρωσης και σε νέα προσφορά.
Είναι αυτχής όμως ο παραλληλισμός. Στη Μαρία Μαυρουδή, όπως προκύπτει από το σκεπτικό του Δικαστηρίου, τα ίδια τα έγγραφα της προσφοράς περιείχαν στοιχείο που αναφερόταν στην προηγούμενη πείρα του προσφοροδότη σε συναφείς εργασίες. Δεν ισχύει κατ΄ ανάγκην το ίδιο και εδώ. Αναφορά γίνεται στη σελ. 15 των εγγράφων σε «Βιογραφικό Σημείωμα», στο οποίο πρέπει να καταγραφεί απλώς η «Προηγούμενη απασχόληση». Όχι σε συναφή επιχείρηση ή ως δηλωτικό στοιχείο προηγούμενης πείρας στη διαχείριση σχολικών κυλικείων. Η άλλη αναφορά βρίσκεται στη σελ. 5, παρ. 11 του Μέρους ΙΙ, αλλά αυτό σε συνάρτηση με την περίπτωση εκείνη που ο προσφοροδότης υπήρξε και στο παρελθόν αδειούχος κυλικείου εντός της δικαιοδοσίας της Εφορείας, οπότε θα ήταν δυνατόν να ληφθεί υπόψη τυχόν παράβαση των όρων της σύμβασης ή των όρων λειτουργίας του κυλικείου και αυτό αφού προηγουμένως δοθεί η ευκαιρία στον προσφοροδότη να εκφράσει τις απόψεις του, (δέστε σχετικά και την Peppis Co. Ltd v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 314). Δεν υπήρχε λοιπόν σαφής και ρητή πρόνοια ή όρος στα έγγραφα, για αναφορά σε προηγούμενη πείρα.
Πλέον σημαντικό όμως είναι ότι και αν ακόμη η προηγούμενη πείρα του ενδιαφερομένου μέρους μπορούσε εύλογα να ληφθεί υπόψη, αυτό έγινε κατά άνισο προς τον αιτητή τρόπο, ο οποίος δήλωσε την προηγούμενη απασχόληση του σε διάφορες εταιρείες, χωρίς να του ζητηθούν περαιτέρω εξηγήσεις ή λεπτομέρειες και χωρίς να αξιολογηθεί καν από την Εφορεία, η προηγούμενη αυτή απασχόληση ως σχετική ή άσχετη.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ