ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 327/2010)
27 Σεπτεμβρίου 2011
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΣΟΛΩΝ ΧΡ. ΜΑΤΣΙΑΣ,
2. ΜΑΡΙΑ ΣΟΛΩΝΑ ΜΑΤΣΙΑ,
3. ΑΘΗΝΟΥΛΑ ΚΩΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Αιτητές,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------
Ρ. Χαραλάμπους (κα) για Ν. Παπαγεωργίου, για τους Αιτητές.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, A´
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Προσβάλλεται η νομιμότητα του διατάγματος ανάκλησης του απαλλοτριωθέντος τεμαχίου των αιτητών, όπως αυτή η ανάκληση αποφασίστηκε και ακολούθως δημοσιεύθηκε στις 22.12.2009.
Οι αιτητές ως εξ αδιαιρέτου εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες διαφόρων μεριδίων τεμαχίου γης στην ενορία Αγίας Παρασκευής του δήμου Λακατάμειας, στην επαρχία Λευκωσίας, συνολικής έκτασης 3.391 τ.μ., επηρεάστηκαν από γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης ημερ. 11.6.2004 και στη συνέχεια από διάταγμα απαλλοτρίωσης ημερ. 10.6.2005, με τα οποία οι καθ΄ ων απαλλοτρίωσαν αναγκαστικώς μέρος του πιο πάνω τεμαχίου έκτασης 733 τ.μ. για την κατασκευή, διεύρυνση/βελτίωση του παρακαμπτηρίου δρόμου Λακατάμειας και της οδού Αγίου Γεωργίου στη Λακατάμεια.
Η απαλλοτριούσα αρχή προσέφερε το ποσό των £150 στις 3.8.2005 ως αποζημίωση, την οποία όμως οι αιτητές δεν αποδέχθησαν με αποτέλεσμα να αποταθούν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επιδιώκοντας με την υπ΄ αρ. 75/06 Παραπομπή την απόδοση δίκαιης αποζημίωσης. Η απαλλοτριούσα αρχή στο μεταξύ με τη δημοσίευση του διατάγματος απαλλοτρίωσης είχε εισέλθει στο τεμάχιο αναλαμβάνοντας κατοχή του απαλλοτριωθέντος μεριδίου, προβαίνοντας και στην κατασκευή, βελτίωση και ευθυγράμμιση του παρακαμπτηρίου δρόμου.
Το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας διαπίστωσε κατά τη διαδικασία εκτίμησης της αποζημίωσης ότι οι αιτητές είχαν ήδη εξασφαλίσει πολεοδομική άδεια, αλλά και άδεια οικοδομής για την ανάπτυξη του τεμαχίου τους πριν από τη δημοσίευση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης, κατά τρόπο ώστε το τμήμα του τεμαχίου που επηρεαζόταν από τη διεύρυνση του υφιστάμενου δρόμου να έπρεπε εν πάση περιπτώσει να παραχωρηθεί στο δημόσιο. Η προαναφερόμενη άδεια, συμφώνως των γεγονότων της ένστασης, ήδη υλοποιήθηκε. Επομένως το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ζήτησε από το διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας την ανάκληση της απαλλοτρίωσης, η οποία και δημοσιεύθηκε ως προαναφέρθηκε στις 22.12.2009.
Θέση των αιτητών είναι ότι η ανάκληση δεν νομιμοποιείται διότι έγινε για να αποφευχθεί η από τους καθ΄ ων πληρωμή αποζημίωσης την οποία οι αιτητές δικαιούνταν δυνάμει των σχετικών Νόμων και του Συντάγματος, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί και παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Συμφώνως της γραπτής αγόρευσης των αιτητών, η ανάκληση στερείται αιτιολογίας και είναι αντίθετη με το πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων διότι ενώ ανεγράφη ως αιτιολογία ότι το σχετικό τμήμα του τεμαχίου δεν ήταν αναγκαίο για σκοπούς δημοσίας ωφελείας, εν τούτοις οι καθ΄ ων χρησιμοποιούν και μάλιστα παρανόμως το εν λόγω τμήμα ως μέρος του δημοσίου υπεραστικού δρόμου. Περαιτέρω, η ανάκληση συνιστά υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας εφόσον, με βάση τη νομολογία, η εξουσία ανάκλησης δεν είναι απόλυτη, αλλά εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης η οποία όμως θα πρέπει να ασκείται κατά εύλογο τρόπο, ενώ απαγορεύεται όταν έχει συμπληρωθεί και διευθετηθεί η σχετική διαδικασία απαλλοτρίωσης, η οποία έχει δημιουργήσει μια συγκεκριμένη κατάσταση δικαιωμάτων στο διοικούμενο. Τέλος, η ανάκληση αντιστρατεύεται τα νομολογηθέντα στην Κάθλην Γεωργαλλίδου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 365 και τη σχετική γνωμάτευση που έδωσε η Νομική Υπηρεσία στο Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρίας με σχετική επιστολή του ημερ. 29.10.2003, η οποία δόθηκε μετά την καταδίκη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην υπόθεση Λουκία Σεργίδου ν. Κύπρου, Αίτηση υπ΄ αρ. 44730/98, ημερ. 5.11.2002 από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Οι καθ΄ ων εγείρουν προδικαστικές ενστάσεις περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος των αιτητών προσβολής της ανάκλησης, εφόσον αυτοί δεν είναι ιδιοκτήτες του επηρεαζομένου τεμαχίου δεδομένου ότι σύμφωνα με τους όρους της πολεοδομικής άδειας το τμήμα αυτό του τεμαχίου δόθηκε στο δημόσιο, ιεραρχική δε προσφυγή εναντίον των όρων της άδειας απερρίφθη. Περαιτέρω, οι καθ΄ ων θεωρούν ότι με την ανάκληση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης, η δίκη αποστερείται του αντικειμένου της διότι σε περίπτωση ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, οι καθ΄ ων δεν έχουν οτιδήποτε να πράξουν προς συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Συναφές τούτου είναι και το επιχείρημα ότι ουδεμία ζημία υπέστησαν οι αιτητές προκύπτουσα ευθέως από την ανάκληση διότι το τεμάχιο επαναφέρθηκε στην προηγούμενη του κατάσταση. Ανεξαρτήτως των ενστάσεων αυτών, οι καθ΄ ων θεωρούν ότι η απόφαση περί ανάκλησης λήφθηκε με γνώμονα τα ορθά δεδομένα στη βάση του άρθρου 7(1) του σχετικού Νόμου, με πλήρη αιτιολογία η οποία εν πάση περιπτώσει μπορεί να συμπληρωθεί από το φάκελο της διαδικασίας. Η ανάκληση στα γεγονότα ήταν επιτρεπτή, αφενός διότι έγινε πριν την πληρωμή και/ή κατάθεση της αποζημίωσης και αφετέρου διότι η απαλλοτρίωση δεν ήταν εν τέλει αναγκαία για σκοπούς εγγραφής του τεμαχίου στο δημόσιο, αφού αυτό το μέρος του τεμαχίου είχε ήδη δοθεί προς το δημόσιο δυνάμει των όρων της άδειας οικοδομής.
Το άρθρο 7 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου αρ. 15/62, ως τροποποιήθηκε, βάσει του οποίου δημοσιεύτηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα ανάκλησης, επιτρέπει σε οποιοδήποτε χρόνο μετά τη δημοσίευση της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης και πριν την πληρωμή ή κατάθεση της αποζημίωσης, τη δημοσίευση από την απαλλοτριούσα αρχή διατάγματος ανάκλησης της γνωστοποίησης. Ως αποτέλεσμα τέτοιας ανάκλησης, ατονεί η διαδικασία γνωστοποίησης ή του διατάγματος απαλλοτρίωσης και η απαλλοτρίωση λογίζεται ως εγκαταληφθείσα είτε γενικώς, είτε μερικώς. Παρατηρείται ότι δεν αναφέρεται στο εδάφιο (1) του εν λόγω άρθρου, η ανάγκη για την παροχή συγκεκριμένης αιτιολογίας. Αυτό συνάδει με τα προνοούμενα και στο άρθρο 6 του ιδίου Νόμου για τη δημοσίευση διατάγματος απαλλοτρίωσης. Σε αυτή την περίπτωση και πάλι δεν προνοείται οποιαδήποτε ιδιαίτερη αιτιολογία, όπως έχει άλλωστε αναγνωρισθεί και από τη νομολογία, όπως στις αποφάσεις Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 91, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 589 και Μαγδαληνή Παπαλουκά ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 116/09, ημερ. 27.1.2010.
Σύμφωνα με τη θεωρία στο διοικητικό δίκαιο περί ανακλήσεων, οι νόμιμες ατομικές διοικητικές πράξεις από τις οποίες ο διοικούμενος απέκτησε δικαιώματα δεν ανακαλούνται κατά κανόνα, απαγορευμένης της ανάκλησης λόγω μεταγενέστερης διαφορετικής εκτίμησης των δεδομένων που υπήρχαν κατά την έκδοση της πράξης, επειδή απλώς η διοίκηση μετέβαλε αντιλήψεις. Η ανάκληση όμως αυτών των νομίμων ατομικών ή γενικού περιεχομένου επωφελών πράξεων για λόγους δημοσίου συμφέροντος, επιτρέπεται ακόμη και αν έχει παρέλθει μακρύ χρονικό διάστημα από την έκδοση τους. (δέστε Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Τόμος 1, 12η έκδ. σελ. 192-193, παρ. 175-176 και Μίχαλος Δημητρίου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 675).
Σύμφωνα με την πιο πάνω παραπομπή από τον Σπηλιωτόπουλο, επιτρέπεται ελευθέρως και η ανάκληση στην περίπτωση που ο διοικούμενος δεν συμμορφώνεται προς τους όρους ισχύος της πράξεως ή όπου δεν έχουν επέλθει σ΄ αυτόν δικαιώματα. Τα ίδια αναφέρονται και στο σύγγραμμα του Π. Δ. Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 5η έκδ., 2004, στις σελ. 927-928, παρ. 1359, όπου γίνεται λόγος, με βάση βέβαια ειδική νομοθετική ρύθμιση στην Ελλάδα, για αυτοδίκαιη άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης μεταξύ άλλων και στην περίπτωση του μη προσδιορισμού της αποζημίωσης εντός τετραετίας ή της μη καταβολής της εντός ενός και ημίσεως έτους από τον προσδιορισμό της. Επίσης γίνεται λόγος στην επόμενη παράγραφο για υποχρεωτική ανάκληση λόγω μη έγκαιρης χρησιμοποίησης του απαλλοτριωθέντος. Τα ίδια αναφέρονται και στη σελ. 385, παρ. 715 και 176, όπου δύνανται να ανακληθούν πράξεις όταν ο διοικούμενος δεν κάνει προσωπική χρήση του δικαιώματος που του δίνεται ή το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει την ανάκληση οπότε και είναι αναγκαία η εύλογη στάθμιση μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου συμφέροντος.
Τα άρθρα 8 και 9 του Μέρους ΙΙΙ του Νόμου αρ. 15/62, προνοούν για την απόδοση αποζημίωσης σε περίπτωση απαλλοτρίωσης και τον καθορισμό αυτής σε περίπτωση μη συμφωνίας από το Δικαστήριο, το οποίο ορίζεται στο ερμηνευτικό άρθρο 2 να είναι το αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο.
Αποτελεί δεδομένο ότι στην υπό κρίση περίπτωση η επιδιωχθείσα απόδοση αποζημίωσης με την καταχωρηθείσα Παραπομπή στο Επαρχιακό Δικαστήριο δεν τελεσφόρησε, εφόσον προηγήθηκε η ανάκληση, με αποτέλεσμα η Παραπομπή να αποσυρθεί στις 18.3.2010, άνευ βλάβης, όπως αναφέρεται στην απαντητική αγόρευση των αιτητών. Επομένως, παρά τις συνεχείς αναβολές που δόθηκαν εντός της διαδικασίας της Παραπομπής το αποτέλεσμα ήταν η μη καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης. Εξ αιτίας δε της ανάκλησης καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή όπως είχε προειδοποιήσει τους καθ΄ ων ο συνήγορος των αιτητών με την επιστολή του ημερ. 13.4.2009.
Αποτελεί επίσης γεγονός ότι το τεμάχιο των αιτητών επηρεάστηκε από τους όρους (306) και (61) της πολεοδομικής άδειας (Παράρτημα Α στην αγόρευση των καθ΄ ων) και η ιεραρχική προσφυγή εναντίον αυτών των όρων απορρίφθηκε με σχετική απόφαση ημερ. 3.4.2000 (Παράρτημα Β στην αγόρευση των καθ΄ ων). Τα όσα οι αιτητές σημειώνουν στην απαντητική τους αγόρευση ότι ουδέποτε αποδέχθησαν τους όρους της πολεοδομικής άδειας, υποβάλλοντας προς τούτο ιεραρχική προσφυγή, είναι άνευ σημασίας εφόσον από την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής δεν προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος και επομένως παραμένουν πλήρως δεσμευμένοι με τους όρους της άδειας. Οι όροι αυτοί προνοούσαν τον επηρεασμό του τεμαχίου από το σχέδιο διεύρυνσης δρόμου και την παραχώρηση αυτού στο δημόσιο, την κατασκευή πλακόστρωτου πεζοδρομίου και την εγγραφή του επηρεαζομένου τμήματος ως δημοσίου δρόμου. Το γεγονός ότι οι αιτητές παραμένουν εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του τεμαχίου σύμφωνα και με το πιστοποιητικό εγγραφής που επισύναψαν στην απαντητική τους αγόρευση, δεν αλλοιώνει το γεγονός της δέσμευσης που έτυχε το τεμάχιο τους κατά μέρος λόγω της χορηγηθείσας πολεοδομικής άδειας, η οποία και υλοποιήθηκε. Επί του τελευταίου αυτού σημείου που τονίζουν οι καθ΄ ων στην αγόρευσή τους, δεν υπάρχει αντίλογος από τους αιτητές.
Η απόφαση στη Σύλβια Παναγιώτη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 149, έθεσε χωρίς να αποφασιστεί επειδή δεν τέθηκε στους διαδίκους για την άποψη τους, ζήτημα εννόμου συμφέροντος εφόσον οι εκεί εφεσείουσες δεν ήταν πλέον ιδιοκτήτριες του συγκεκριμένου τεμαχίου χάνοντας έτσι την ιδιότητα με την οποία προσέβαλαν τη συγκεκριμένη διοικητική πράξη. Στην υπόθεση αυτή εδράζεται κατ΄ ουσίαν η πρώτη προδικαστική ένσταση, η οποία και κρίνεται ορθή. Τα γεγονότα της ήταν διάφορα από την παρούσα, απαντούν οι αιτητές, εφόσον εκεί οι αιτητές είχαν συναινέσει στην παραχώρηση του επηρεαζομένου κτήματος τους στο Δήμο Πάφου και δεν ήταν πλέον ιδιοκτήτες. Σε αντίθεση με εδώ που παραμένουν ιδιοκτήτες, συμφώνως του πιστοποιητικού εγγραφής. Παρατηρείται, όμως, ότι το τμήμα του τεμαχίου που είχε επηρεαστεί ήδη δόθηκε στο δημόσιο και αυτό μάλιστα έγινε πριν την ανάκληση της απαλλοτρίωσης. Οι αιτητές δεν αποκαλύπτουν στην αίτηση ακυρώσεως την ύπαρξη των δεσμευτικών όρων κατά τη χορήγηση της πολεοδομικής άδειας που προϋπήρχε και το τελεσίδικο αυτών μετά την απόρριψη της ιεραρχικής τους προσφυγής. Σ΄ απάντηση δε του ισχυρισμού που καταγράφεται στην ένσταση περί της ύπαρξης πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής πολύ πριν τη δημοσίευση της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης που υλοποιήθηκε, οι αιτητές ουδέν ουσιαστικό αναφέρουν, παρά μόνο ότι υπήρχε πράγματι δεσμευτική ρυμοτομία που δεν αποδέχθηκαν. Όμως ήδη αναφέρθηκε ότι οι όροι παρέμειναν δεσμευτικοί για τους αιτητές ώστε να μην μπορούν εκ των υστέρων να τους αμφισβητούν.
Η απαλλοτριωθείσα έκταση ναι μεν δεν ενεγράφη επ΄ ονόματι της Δημοκρατίας ως απαλλοτριούσα αρχή δυνάμει του άρθρου 13 του Νόμου αρ. 15/62, εφόσον ουδέποτε κατεβλήθη αποζημίωση, αλλά και πάλι ενσωματώθηκε στον υπεραστικό δρόμο με την υλοποιηθείσα δεσμευτική πολεοδομική άδεια και τους όρους επ΄ αυτής. Επομένως, έπαυσαν οι αιτητές να έχουν οποιαδήποτε ουσιαστική αξίωση εφόσον δεν προσέφυγαν εναντίον της απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής τους. Δεν διατηρούν έννομο συμφέρον για να προσφύγουν κατά της ανάκλησης της απαλλοτρίωσης, έρεισμα για την οποία, όπως θα αναλυθεί κατωτέρω, ήταν ακριβώς αυτή η προϋπάρχουσα δέσμευση. Ορθά αναφέρθηκε στη Σύλβια Παναγιώτη Χαραλάμπους - ανωτέρω - ότι η ιδιότητα με την οποία ηγέρθηκε η προσφυγή δεν υφίστατο στην ουσία εφόσον ήδη υπήρχε δέσμευση του μέρους του τεμαχίου. Δεν υπήρξε ποτέ θέμα αποζημίωσης για τη δεσμευτική ρυμοτομία και επομένως οι αιτητές δεν είναι δυνατό στα πλαίσια προσφυγής για ανάκληση της απαλλοτρίωσης να συζητούν ζήτημα αποζημίωσης για τους τεθέντες το 1996 όρους στην πολεοδομική άδεια και άδεια οικδομής. Επίσης, σε συμφωνία και με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, δεν φαίνεται, ούτε έχει εξηγηθεί με οποιοδήποτε τρόπο, η έλευση ζημιάς ώστε εκ της ανακλήσεως να υφίσταται ζημιά ή κατάλοιπο αυτής κατά το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος. Η ανάκληση, όπως ορθά συζήτησε στο στάδιο των διευκρινίσεων ο κ. Καλλίγερος, επαναφέρει την ιδιοκτησία στην προτέρα της κατάσταση, επί της οποίας όμως, λόγω της δέσμευσης της προς το δημόσιο εκ της πολεοδομικής άδειας, δε θα είχαν οι αιτητές οποιαδήποτε νόμιμη αξίωση. Το κατάλοιπο της συνέπειας της έκδοσης της διοικητικής πράξης είναι αναγκαίο να διαφανεί ως παράγωγο δυσμενών αποτελεσμάτων στο διοικούμενο, έστω και εκ πρώτης όψεως (Γεωργία Ιωάννου v Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 884/09, ημερ. 30.11.10, με αναφορά και στην Αφρόκηπος Λτδ v Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 281). Βοηθητικές είναι επίσης και οι υποθέσεις Karoullas και Markoullis Ltd v Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2384/06, ημερ. 1.2.10 και Γεώργιος Μιχαηλίδης v Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 826/06, ημερ. 29.1.08.
Ανεξάρτητα από την επιτυχία των προδικαστικών ενστάσεων, μπορούν να λεχθούν και τα εξής: η ανάκληση που συντελείται κατά το άρθρο 7 του Νόμου αρ. 15/62, βεβαίως και δεν είναι ανέλεγκτος. Αναμένεται, παρά το ότι δεν χρειάζεται αιτιολόγηση κατά συγκερκιμένο τρόπο, ως ήδη αναφέρθηκε, η ανάκληση να είναι κατά τα άλλα, συμβατή με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου. Όπως αναφέρθηκε στη Σοφία Χρ. Γεωργιάδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 518, στην οποία παρέπεμψαν οι αιτητές, η νομολογία επί του άρθρου 7 ανατρέχει στα λαμβανόμενα στο Ελληνικό διοικητικό δίκαιο που απαγορεύει την ανάκληση μετά τη συμπλήρωση της όλης διαδικασίας ενόψει βεβαίως της δημιουργίας δικαιωμάτων υπέρ του διοικούμενου. (Κυριακόπουλος: «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο» 4η έκδ., Τόμος 3ος, σελ. 388). Η θέση αυτή συνάδει με την ευρύτερη θεώρηση περί ανάκλησης νομίμων διοικητικών πράξεων που κατεγράφη προηγουμένως. Τα ίδια αναφέρονται και στο σύγγραμμα του Δημήτρη Κόρσου: «Διοικητικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος)» 3η έκδ., σελ. 436.
Στην υπό κρίση περίπτωση, όμως, δικαίωμα υπέρ των αιτητών δεν είχε δημιουργηθεί για τους λόγους που ήδη εξηγήθηκαν. Δεν καταβλήθηκε αποζημίωση και επομένως ήταν δυνατή η ανάκληση. Μετέπειτα, υπήρχε δέσμευση παροχής του μέρους του επηρεαζομένου τεμαχίου το οποίο και χρησιμοποιήθηκε από το δημόσιο Αυτό το δεδομένο ανεκαλύφθη από τη διοίκηση όταν προχωρούσε η διαδικασία για υπολογισμό της αποζημίωσής. Αναφέρθηκε στη Σύλβια Παναγιώτη Χαραλάμπους - ανωτέρω - ότι όχι μόνο ενυπάρχει σύμφυτη εξουσία στη διοίκηση ανάκλησης διοικητικών πράξεων, αλλά εφόσον προκύπτουν νέα γεγονότα που διασαλεύουν το θεμέλιο της απόφασης, το δικαίωμα αυτό καθίσταται υποχρέωση για επανεκτίμηση της όλης κατάστασης. (Αυγουστή ν. Υπουργού Εσωτερικών (1993) 3 Α.Α.Δ. 496).
Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι υπήρξε αυτή η δέσμευση χωρίς εν τέλει να αμφισβητηθεί με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η απαλλοτρίωση ήταν επομένως άνευ αντικειμένου, και η επιδίωξη για αποζημίωση αλυσιτελής, εφόσον προϋπήρχε ήδη η παροχή του τμήματος ως μέρους του όρου της πολεοδομικής άδειας. Επιβαλλόταν επομένως η ανάκληση για λόγους ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος, που όπως αναφέρεται στο Δημήτρη Κόρσο: «Διοικητικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος)» σελ. 437, δύναται να στηρίζεται σε εκτίμηση στοιχείων μεταγενεστέρων του χρόνου έκδοσης της ανακαλούμενης διοικητικής πράξης «.. ή και σε εκτίμηση προγενεστέρων αυτού, αν η νεώτερη εκτίμηση των εν λόγω (υφισταμένων κατά τον χρόνο της εκδόσεως της ανακαλούμενης διοικητικής πράξης) στοιχείων οδηγεί την Διοίκηση στην ανάκληση της διοικητικής πράξης για λόγους δημοσίου συμφέροντος.».
Το δικαιολογητικό της προσβαλλόμενης πράξης παραπέμπει στη θεώρηση από τους καθ΄ ων του απαλλοτριωθέντος μέρους του τεμαχίου ως «μη αναγκαία για τους σκοπούς δημοσίας ωφελείας που αναφέρονται στη γνωστοποίηση.». Αυτό είναι ορθό, συνάδει με τα στοιχεία του φακέλου (όπως εκτίθενται στα όσα επισυνάφθηκαν στην ένσταση και αγόρευση των καθ΄ ων) και αναγνωρίζει την προΰπαρξη της παραχώρησης του ιδίου τμήματος του τεμαχίου στο δημόσιο δυνάμει της πολεοδομικής άδειας.
Οι αιτητές υποστηρίζουν περαιτέρω τις θέσεις τους με αναφορά στην Κάθλην Γεωργαλλίδη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα - ανωτέρω - και τη σχετική γνωμάτευση που είχε δώσει το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα που μνημονεύθηκε ανωτέρω (Παράρτημα Ζ στην αγόρευση των αιτητών). Η πιο πάνω απόφαση διαφοροποιείται εμφανώς από τα δεδομένα της παρούσας. Εκεί το αντικείμενο της πολιτικής έφεσης ήταν ο καθορισμός και ο τρόπος υπολογισμού των αποζημιώσεων ως ζήτημα γενικών αρχών μετά τον μηδενικό καθορισμό από το Επαρχιακό Δικαστήριο της αποζημίωσης στους εφεσείοντες λόγω επηρεασμού του απαλλοτριωθέντος κτήματος λόγω σχεδίου ρυμοτομίας. Στο επίκεντρο της εφετειακής απόφασης ήταν κατά πόσο δεσμευτική ρυμοτομία επηρεάζει ή όχι την καταβολή αποζημίωσης στους ιδιοκτήτες των οποίων η περιουσία τους επηρεάζεται και από διάταγμα απαλλοτρίωσης. Η επιστολή ημερ. 29.10.2003, που απεστάλη μετέπειτα από τον Γενικό Εισαγγελέα στο Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας είχε σκοπό να διασφαλίσει ότι εφεξής η αποζημίωση που θα δίδεται προς ιδιοκτήτη, η ιδιοκτησία του οποίου επηρεάζεται από οποιαδήποτε αναγκαστική δέσμευση από απόφαση του δημοσίου, θα είναι συμβατή με την πιο πάνω απόφαση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το απαλλοτριωθέν κτήμα επηρεάζεται από ρυμοτομία. Με αυτό τον τρόπο, οι αποζημιώσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το γεγονός αυτό και να μην μειώνεται το ποσό λόγω της ύπαρξης δεσμευτικής ρυμοτομίας με την οποία το ρυμοτομούμενο μέρος περιέρχεται στην κυριότητα της αρμοδίας αρχής.
Ορθά οι καθ΄ ων αντιτείνουν στη σκέψη των αιτητών ότι η εν λόγω απόφαση δεν έχει σχέση με το δικαίωμα ανάκλησης διοικητικής πράξης που είναι εδώ το ζητούμενο. Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν εξετάζει εδώ ζήτημα αποζημίωσης ή τον τρόπο υπολογισμού της. Αυτό το θέμα θα αφορούσε την Παραπομπή και ενδεχομένως το Ανώτατο Δικαστήριο, κατ΄ έφεση.
Παραμένει επομένως να συζητηθεί η θέση των αιτητών ότι η ανάκληση είναι προϊόν κατάχρησης εξουσίας διότι με τον τρόπο αυτό παρακάμπτεται στην ουσία η καταβολή της αποζημίωσης. Η θέση αυτή πιθανόν να είχε έρεισμα εξέτασης αν τα γεγονότα ήταν διάφορα. Στηρίζουν στην ουσία το όλο επιχείρημα τους στο ότι δεν αποδέχθηκαν την δωρεάν παραχώρηση του μέρους του τεμαχίου τους λόγω του επιβληθέντος όρου στην πολεοδομική άδεια και την άδεια οικοδομής. Όμως, παρά την μη αποδοχή το ζήτημα έληξε με την μη προσβολή της απορριπτικής απόφασης επί της ιεραρχικής προσφυγής. Μετέπειτα, ουδέποτε ζητήθηκε αποζημίωση και ορθώς οι καθ΄ ων αντιτείνουν ότι δεν είναι δυνατόν μετά την παρέλευση 11 χρόνων να εγείρονται θέματα αποζημίωσης στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής που αφορά τη νομιμότητα της ανάκλησης.
Υπάρχει αναφορά στη Σοφία Γεωργιάδη ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - με παραπομπή στον Κυριακόπουλο: «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο» 4η έκδ., Τόμος 3ος, σελ. 586, ότι η ανάκληση απαλλοτρίωσης η οποία αποσκοπεί στην καταστρατήγηση δικαστικής διαδικασίας για επιδίκαση αποζημίωσης αποτελεί κατάχρηση εξουσίας. Αυτή η θέση είναι αναμφιβόλως ορθή. Όπου η διοίκηση επιφέρει την ανάκληση για αλλότριο λόγο, σαφώς δεν θα τύχει αποδοχής από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Εδώ, όμως, δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη αλλότριου σκοπού, όπως η αποφυγή καταβολής αποζημίωσης. Δεν αποκρυσταλλώθηκε ακόμη υπέρ των αιτητών δικαίωμα σε αποζημίωση πριν την ανάκληση. Η δέσμευση και η παραχώρηση του μέρους του ακινήτου στο δημόσιο επήλθε από πολεοδομικό όρο και η εκ των υστέρων γενόμενη απαλλοτρίωση υπερκάλυψε το ίδιο τμήμα κατά αχρείαστο τρόπο. Η ανάκληση καθίστατο αναγκαία εφόσον όντως ο σκοπός δημοσίας ωφελείας είχε στην ουσία ήδη επιτευχθεί. Στη Σοφία Γεωργιάδη, η κατάχρηση λόγω της ανακλητικής πράξης διαπιστώθηκε διότι είχε ήδη επέλθει συμβιβασμός με γραπτή αποδοχή της προσφοράς αποζημίωσης. Παρά ταύτα, η διοίκηση αρνήθηκε να καταβάλει την αποζημίωση, προβαίνοντας σε κάποιο στάδιο σε ανάκληση. Το ίδιο συνέβη και στην Vayianos v. Municipality of Larnaca (1988) 3 C.L.R. 1386). Ουδεμία λοιπόν σχέση έχουν τα εν λόγω γεγονότα με την παρούσα.
Παρόμοια στην ουσία θέματα με την παρούσα υπόθεση ηγέρθησαν και στην Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 76/09, ημερ. 31.5.2011, όπου και πάλι κρίθηκε ανεδαφική η θέση περί κατάχρησης και επέμβασης στη δικαστική διαδικασία αποζημίωσης, όταν ανακλήθηκε η διοικητική πράξη απαλλοτρίωσης πριν βεβαίως την καταβολή αποζημίωσης, η καταχωρηθείσα δε παραπομπή απεσύρθη, εφόσον το επηρεαζόμενο τεμάχιο γης αποτελούσε, συμφώνως όρου στην άδεια οικοδομής, μέρος του δημόσιου δρόμου.
Η προσφυγή, για όλους τους πιο πάνω λόγους, απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ