ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 757/2009)
19 Ιανουαρίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Αχ. Αιμιλιανίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Στις 23/3/2007 προκηρύχθηκαν έξι θέσεις Κλινικού Ψυχολόγου στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας. Οι θέσεις ήταν πρώτου διορισμού. Ο αιτητής, όπως και το Ενδιαφερόμενο Μέρος ήταν μεταξύ των υποψηφίων για διορισμό στις επίδικες θέσεις. Οι καθ' ων η αίτηση κάλεσαν και σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους και στις 9/4/2009 αποφάσισαν να προσφέρουν διορισμό σε έξι πρόσωπα, ανάμεσα στα οποία συμπεριλαμβανόταν το ενδιαφερόμενο μέρος Χρίστος Σταύρου, αλλά όχι ο αιτητής.
Ο αιτητής προσβάλλει μόνο το διορισμό του ενδιαφερόμενου προσώπου κ. Χρίστου Σταύρου.
Στα πρακτικά της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας , ημερομηνίας 8/10/2008, σημειώθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Χρίστος Σταύρου δεν περιλαμβανόταν στο πιο πρόσφατα δημοσιευθέν Μητρώο Επαγγελματιών Ψυχολόγων ημερομηνίας 16/2/2007 και ότι με επιστολή του προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας ημερ. 23/5/2008 ενημέρωσε τους Καθ' ων η Αίτηση ότι σύμφωνα με τηλεφωνική επικοινωνία που ο ίδιος είχε στο παρελθόν με τον τέως Πρόεδρο του Συμβουλίου Εγγραφής Επαγγελματιών Ψυχολόγων Κύπρου διαθέτει εγγραφή στο Μητρώο με α/α 97 και αρ. εγγραφής 189, όμως δεν διαθέτει απόδειξη αυτής της εγγραφής, διότι δεν έλαβε ποτέ πιστοποιητικό εγγραφής από το Συμβούλιο.
Σημειώνω συναφώς ότι ο ουσιώδης χρόνος για την κατοχή των απαιτούμενων προσόντων της θέσης θεωρήθηκε η 16/4/2007, δηλαδή η τελευταία ημερομηνία παραλαβής των αιτήσεων σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας και ότι ο κ. Σταύρου είχε υποβάλει αίτημα εγγραφής, στο Συμβούλιο Εγγραφής Επαγγελματιών Ψυχολόγων, την 1/3/2007.
Οι καθ' ων η αίτηση ζήτησαν στη συνέχεια από το Υπουργείο Υγείας πρόσβαση στο αρχείο του Συμβουλίου Εγγραφής Επαγγελματιών Ψυχολόγων, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο πράγματι το ενδιαφερόμενο μέρος εγγράφηκε πριν από τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή πριν από τις 16/4/2007.
Στις 3/2/2009 λειτουργός που υπογράφει για το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας απέστειλε αντίγραφο του τελευταίου αναθεωρημένου Μητρώου. Σύμφωνα με επισυνημμένο ηλεκτρονικό μήνυμα του πρώην Προέδρου του Συμβουλίου, το Μητρώο εκείνο είναι το τελευταίο συμπληρωμένο Μητρώο το οποίο καταρτίστηκε πριν από τη λήξη της θητείας του (προηγούμενου) Συμβουλίου, τον Ιανουάριο 2008.
Με την απόφασή τους ημερ. 17/2/2009 (Παράρτημα 19 της Ένστασης), οι καθ΄ ων η αίτηση αποφάσισαν τα ακόλουθα:
«Σύμφωνα με τα στοιχεία που η Επιτροπή έχει ενώπιόν της, δεν υπάρχει τρόπος καθορισμού της συγκεκριμένης ημερομηνίας εγγραφής του Σταύρου στο συγκεκριμένο Μητρώο, ούτως ώστε να γίνει έλεγχος κατά πόσον η εγγραφή έγινε πριν ή μετά τον ουσιώδη χρόνο καθότι, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο ίδιος διατείνεται πως δεν έλαβε ποτέ τη σχετική επιστολή εγγραφής του στο Μητρώο, στην οποία θα καθοριζόταν η ακριβής ημερομηνία εγγραφής του. Συνεπώς εν αμφιβολία για τον ακριβή χρόνο εγγραφής του και στα πλαίσια αποφυγής λήψης απόφασης κατά του διοικούμενου, η Επιτροπή αποφάσισε όπως ο εν λόγω υποψήφιος Σταύρου Χρίστος περιληφθεί στον κατάλογο των υποψηφίων που κατέχουν τα προσόντα».
Είναι η θέση του αιτητή ότι η λήψη ενός Μητρώου, το οποίο αναφέρεται ως το τελευταίο αναθεωρημένο από τον πρώην Πρόεδρο του Συμβουλίου, συνιστούσε μια επισφαλή διαδικασία διαπίστωσης της κατοχής των απαιτούμενων προσόντων από το ενδιαφερομένο μέρος, κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Υποβάλλει συναφώς ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε τα απαιτούμενα προσόντα που καθορίζονταν στο σχέδιο υπηρεσίας και συγκεκριμένα το προβλεπόμενο στην υποπαράγραφο (2) της παραγράφου 3, δηλαδή την κατοχή ιδιότητας Εγγεγραμμένου Ψυχολόγου δυνάμει του περί Εγγραφής Επαγγελματιών Ψυχολόγων Νόμου, πάσχει, καθότι στο τελευταίο δημοσιευθέν Μητρώο δεν περιλαμβανόταν το ενδιαφερόμενο μέρος ως εγγεγραμμένο πρόσωπο. Επομένως παράνομα λήφθηκε υπόψη και προσδόθηκε βαρύτητα σε Μητρώο που δεν είχε ποτέ δημοσιευθεί. Η απόφαση των καθ´ ων η αίτηση να περιλάβουν και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως προσοντούχο υποψήφιο ήταν αποτέλεσμα πλάνης και κατά συνέπεια συνιστούσε προπαρασκευαστική πράξη που έπασχε νομικά και καθιστούσε την επιλογή του ενδιαφερόμενου προσώπου, στην επίδικη θέση, παράνομη.
Συγκεκριμένα, υποβάλλει ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, στην επιστολή του ενδιαφερομένου μέρους ημερ. 23/5/2008 γίνεται αναφορά σε επικοινωνία που το ενδιαφερόμενο μέρος είχε με τον απερχόμενο Πρόεδρο του Συμβουλίου με την οποία του κοινοποιήθηκαν ο αριθμός Μητρώου και ο Αύξων Αριθμός και ότι η εγγραφή του είχε ολοκληρωθεί. Σε κανένα όμως σημείο της επιστολής εκείνης του ενδιαφερόμενου μέρους , δεν αναφέρεται κατά πόσο η επικοινωνία εκείνη έγινε πριν τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή πριν από τις 16/4/2007. Επισημαίνει, ο ευπαίδευτος συνήγορος , ότι στο άρθρο 6(4) του Ν 68(Ι)/95 ρητά αναφέρεται ότι ως απόδειξη θεωρείται η χορήγηση πιστοποιητικού ή εν πάση περιπτώσει η γραπτή επικοινωνία από το Συμβούλιο. Η προφορική επικοινωνία, υποδεικνύει, με τον απερχόμενο Πρόεδρο του Συμβουλίου (απροσδιορίστου ημερομηνίας) δεν καλύπτει τις προϋποθέσεις του Νόμου, ούτε συνιστά απόδειξη για την εγγραφή του ενδιαφερομένου μέρους στο Μητρώο.
Ισχυρίζεται περαιτέρω ο αιτητής ότι δεν ήταν επιτρεπτό να ληφθεί υπόψη για σκοπούς απόδοσης μονάδων σχετικής πείρας, άσκηση επαγγέλματος που έγινε πριν από την εγγραφή του ενδιαφερόμενου μέρους στο Μητρώο καθότι κάτι τέτοιο αντίκειτο στις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν 68(Ι)/95. Επίσης , δεν φαίνεται να εξετάστηκε ή να προβλημάτισε τους καθ' ων η αίτηση, η συνάρτηση της πείρας με την, υπό αμφισβήτηση, εγγραφή του ενδιαφερόμενου προσώπου στο Μητρώο .
Ισχυρίζεται τέλος ο αιτητής ότι ελλείπει η αιτιολογία για τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης και την απονομή των συγκεκριμένων μονάδων ως προς την πείρα του ενδιαφερόμενου προσώπου , παρά το γεγονός ότι με την απόδοση των επιμέρους εκείνων βαθμολογιών είχε μεταβληθεί η κατάταξη που ίσχυε κατά τη γραπτή εξέταση υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους και εις βάρος του αιτητή. Δεν έχει λεχθεί οτιδήποτε, που να αιτιολογεί την απόφαση των καθ' ων η αίτηση για την απονομή υψηλότερης βαθμολογίας τόσο στην προφορική εξέταση όσο και στις μονάδες πείρας υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους και εις βάρος του αιτητή .
Οι καθ' ων η αίτηση έχουν εγείρει ισχυρισμό ότι στα νομικά σημεία της προσφυγής δεν συγκεκριμενοποιείται το άρθρο 6(4) του περί Εγγραφής Επαγγελματιών Ψυχολόγων Νόμου 68(Ι)/95 και ότι κατά συνέπεια αυτό δεν μπορεί να εξεταστεί.
Ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν είναι βάσιμος καθότι οι λόγοι ακύρωσης 2, 3 και 10, όπως αναγράφονται στην αίτηση, αφορούν σε ισχυρισμούς ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα, περί το νόμο, καθώς και ότι ελήφθη στη βάση προπαρασκευαστικών πράξεων που έπασχαν νομικά .
Στην προκείμενη περίπτωση είναι σαφές ότι οι λόγοι ακύρωσης αφορούν σε πλάνη ως προς την ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας και ως προς την πράξη των καθ΄ ων η αίτηση με την οποίαν αποφάσισαν ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πληροί τα απαιτούμενα προσόντα. Επομένως καλύπτονται από το δικόγραφο.
Σημειώνω συναφώς ότι υποθέσεις εσφαλμένης ερμηνείας των σχεδίων υπηρεσίας και απόφασης ως προς την κατοχή των απαιτούμενων προσόντων έχουν εξεταστεί και κριθεί στη βάση λόγων ακύρωσης που αφορούν σε πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα.
Το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης προβλέπει ρητά ως απαιτούμενο προσόν, ότι έκαστος υποψήφιος θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένος ψυχολόγος δυνάμει του περί Εγγραφής Επαγγελματιών Ψυχολόγων Νόμου.
Κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, εφαρμογή είχε ο Νόμος 68(Ι)/95, όπως τροποποιήθηκε με τους Ν 104(Ι)/96, 17(Ι)/99 και 234(Ι)/04. (Η τροποποίηση που επέφερε ο Ν 59(Ι)/2009 και που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της 26ης Ιουνίου 2009, αρ. 4209, είναι μεταγενέστερη του χρόνου λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης που είναι η 9η Απριλίου 2009).
Σε σχέση με την άσκηση του επαγγέλματος του επαγγελματία ψυχολόγου προβλέπεται ότι ο περί Εγγραφής Επαγγελματιών Ψυχολόγων Νόμος 68(Ι)/95 εφαρμόζεται, δυνάμει του άρθρου 3 και ότι, ως εγγεγραμμένος επαγγελματίας ψυχολόγος, θεωρείται ο ψυχολόγος που είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Επαγγελματιών Ψυχολόγων (εφεξής «το Μητρώο») το οποίο τηρείται δυνάμει των διατάξεων του Ν. 68(Ι)/95.
Σύμφωνα επίσης με το άρθρο 6 του Ν 68(Ι)/95, ο Έφορος τηρεί Μητρώο στο οποίο καταχωρείται το όνομα, η διεύθυνση και τα προσόντα των προσώπων που υποβάλλουν αίτηση και δικαιούνται να εγγραφούν στο Μητρώο και διενεργεί σε αυτό όλες τις αναγκαίες μεταβολές και διαγραφές (άρθρο 6(2) του Ν 68(Ι)/95). Κάθε πρόσωπο που επιθυμεί να εγγραφεί στο Μητρώο υποβάλλει αίτηση προς το Συμβούλιο Εγγραφής Επαγγελματιών Ψυχολόγων, μέσω του Εφόρου, δυνάμει του άρθρου 7 του Ν 68(Ι)/95, η οποία συνοδεύεται από τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία και το καθορισμένο τέλος και σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης, το πρόσωπο εγγράφεται στο Μητρώο.
Αντίγραφο του ενημερωμένου Μητρώου δημοσιεύεται, σύμφωνα με το άρθρο 6(3), στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Η πρώτη δημοσίευση του Μητρώου γίνεται εντός ενός έτους από την ημερομηνία έναρξης του Ν 68(Ι)/95 και μετέπειτα κατά τον Ιανουάριο εκάστου έτους.
Το άρθρο 6(4) καθορίζει ότι η δημοσίευση του αντιγράφου του Μητρώου αποτελεί, εκ πρώτης όψεως, απόδειξη ότι τα κατονομαζόμενα σε αυτό πρόσωπα είναι εγγεγραμμένοι επαγγελματίες ψυχολόγοι. Νοείται όμως, σύμφωνα με την επιφύλαξη του ίδιου εδαφίου, ότι το Συμβούλιο χορηγεί σε οποιοδήποτε εγγεγραμμένο επαγγελματία ψυχολόγο του οποίου το όνομα δεν εμφαίνεται στο αντίγραφο του πιο πρόσφατα δημοσιευθέντος Μητρώου πιστοποιητικό, σύμφωνα με τον οριζόμενο από το Συμβούλιο τύπο, ότι το εν λόγω πρόσωπο είναι εγγεγραμμένο ως επαγγελματίας ψυχολόγος, το οποίο πιστοποιητικό, από μόνο του, αποτελεί απόδειξη του περιεχομένου του.
Είναι πρόδηλο επομένως ότι το άρθρο 6(4) του Ν 68(Ι)/95 ρητά καθορίζει ότι απόδειξη, πως τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στο Μητρώο, είναι εγγεγραμμένοι ψυχολόγοι, συνιστά η δημοσίευση του αντιγράφου του Μητρώου στην Επίσημη Εφημερίδα (ή η έκδοση σχετικού πιστοποιητικού).
Λαμβάνω υπόψη ότι το συγκεκριμένο αντίγραφο του Μητρώου που αποστάληκε προς τους Καθ' ων η Αίτηση δεν είχε δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και κατά συνέπεια καταλήγω στο συμπέρασμα ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του αποδεικτικού κύρους , που ρητά καθορίζονται από το άρθρο 6(4) του Ν 68(Ι)/95.
Εφόσον δεν υπήρξε δημοσίευση του αντιγράφου του Μητρώου στην Επίσημη Εφημερίδα, αυτό δεν μπορεί κατά την κρίση μου να θεωρηθεί ως απόδειξη της εγγραφής του ενδιαφερόμενου μέρους στο Μητρώο, κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Όπως εύστοχα επισημαίνει ο αιτητής το, ουδέποτε δημοσιευθέν, αντίγραφο του Μητρώου που αποστάληκε, καλύπτει μια περίοδο μέχρι τον Ιανουάριο του 2008, χωρίς ωστόσο να προσφέρει οποιαδήποτε διευκρίνιση ως προς το χρονικό σημείο κατά το οποίο εγγράφηκε σε αυτό, το ενδιαφερόμενο μέρος. Τέτοια διευκρίνιση δεν παρέχεται και εξαιτίας της μη έκδοσης οποιουδήποτε πιστοποιητικού, που να πιστοποιεί την εγγραφή του ενδιαφερόμενου μέρους στο Μητρώο, από συγκεκριμένη ημερομηνία.
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, κρίνω ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση, να λάβουν υπόψη και να προσδώσουν σημασία σε, ουδέποτε δημοσιευθέν, Μητρώο, είναι αποτέλεσμα πλάνης, σε προπαρασκευαστική πράξη, η οποία επιφέρει ακύρωση της απόφασης του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση.
Επίσης η έλλειψη πρακτικού που να περιέχει αιτιολογία καθιστώντας φανερούς τους λόγους της απόφασης της Επιτροπής για τη συγκεκριμένη κατανομή μονάδων με βάση τα καθορισμένα κριτήρια, καθιστά αδύνατο τον έλεγχο της εγκυρότητας της βαθμολογίας του ενδιαφερόμενου προσώπου σε σχέση με τη βαθμολογία που αποδόθηκε στον αιτητή. Η παντελής απουσία σκεπτικού ως προς την επιμέρους αξιολόγησή τους, η οποία οδήγησε στην τελική βαθμολογία, ανατρέποντας την υψηλότερη βαθμολογία του αιτητή στη γραπτή εξέταση, καθιστά αδύνατο και το δικαστικό έλεγχο.
Η απλή αριθμητική βαθμολογία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αιτιολογία. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευθύμιου ( 1999) 3 ΑΑΔ 485:
«Η βαθμολογία υποψηφίου, κάτω από οποιοδήποτε κεφάλαιο κρίσης, δεν υποδηλώνει τίποτε άλλο από την εντύπωση του εξετάζοντος σώματος για την αξία του σ' εκείνο τον τομέα. Οι ιδιαίτερες βαθμολογίες μπορεί θεωρητικά να δώσουν το στίγμα της τελικής αξιολόγησης, δεν παύουν όμως να αποτελούν, όπως και η γενική αξιολόγηση, βαθμολογίες οι οποίες, όπως και η τελική, δεν παρέχουν τους λόγους για τους οποίους καθορίστηκαν στο επίπεδο που καθορίστηκαν. Το άθροισμα των βαθμολογήσεων για τον καθορισμό της γενικής αξιολόγησης δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα τους. Ό, τι ελλείπει από την τελική βαθμολογία ελλείπει και από τις επί μέρους βαθμολογίες. Απουσιάζουν και στις δύο περιπτώσεις οι λόγοι για τους οποίους το σώμα προήλθε στη συγκεκριμένη αξιολόγηση.
Αντικείμενο της αιτιολόγησης είναι η παροχή των λόγων για τη μόρφωση της ''Α'' ή της"Β" γενικής εντύπωσης. Η αιτιολόγηση έγκειται στον προσδιορισμό των γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που δικαιολογούν τη βαθμολογία η οποία αποδίδεται. Όπως στη γραπτή έτσι και στην προφορική εξέταση το αντικείμενο της αξιολόγησης είναι οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται και η διάρθρωση τους. Η προφορική εξέταση παρέχει ενδείξεις για την προσωπικότητα του υποψηφίου που επίσης λαμβάνεται υπόψη στην αξιολόγηση, τηρούμενης πάντα της αρχής της ισότητας που ορίζει ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και της διοίκησης και αποκλείει κάθε διάκριση αντινομική προς αυτή. (Άρθρο 28.1.2 του Συντάγματος.)»
Η έλλειψη αιτιολογίας καθιστά αδύνατο το δικαστικό έλεγχο και κατά συνέπεια η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί και για το λόγο αυτό.
Για τους προαναφερόμενους λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Έξοδα €1.200.-, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ του αιτητή και εις βάρος των καθ΄ ων η αίτηση.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.