ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1343/2008)
4 Μαρτίου, 2010
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΥΑ ΤΣΙΑΤΤΑΛΑ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Παπαχαραλάμπους, για την Αιτήτρια.
Μ. Θεοκλήτου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια ζητά την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση η οποία περιέχεται στην επιστολή τους ημερομηνίας 4.6.08, με την οποία διακόπηκε το δημόσιο βοήθημα που λάμβανε από την 1.6.2008 γιατί διαπιστώθηκε ότι ήταν κάτοχος ακίνητης περιουσίας.
Γεγονότα της υπόθεσης
Στις 7.7.2006 η Αιτήτρια που κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν 57 χρονών και διαζευγμένη, υπέβαλε αίτηση για παροχή δημοσίου βοηθήματος. Στην αίτηση που υπέβαλε δήλωσε ότι διέμενε σε ενοικιαζόμενη κατοικία και δεν κατείχε οποιαδήποτε κινητή ή ακίνητη περιουσία. Επίσης επισύναψε διάφορα ιατρικά πιστοποιητικά, για να δείξει ότι δεν μπορούσε να εργαστεί και να εκτελέσει τις οικιακές εργασίες.
Η εξέταση της αίτησης από τις αρμόδιες υπηρεσίες των Καθ' ων η ολοκληρώθηκε στις 20.11.2006. Η Αιτήτρια βάσει ιατρικού πιστοποιητικού που επισύναψε στην αίτηση της, από ιδιώτη Ορθοπεδικό Χειρούργο, κρίθηκε ανίκανη προς εργασία και αποφασίσθηκε να της παραχωρηθεί μηνιαίο βοήθημα ύψους £199,83 από 1.12.2006, ενώ της παρασχέθηκαν αναδρομικά δικαιώματα ύψους £960,48.
Στις 8.5.2008, μετά από έρευνα των Καθ' ων η αίτηση στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας, διαπιστώθηκε ότι η Αιτήτρια ήταν ιδιοκτήτρια ακίνητης περιουσίας, συμπεριλαμβανομένης και μιας κατοικίας στο Στρόβολο, την οποία πώλησε στις 17 Οκτωβρίου 1996, για το ποσό των £120.000. Επίσης διαπιστώθηκε ότι εξακολουθεί να είναι ιδιοκτήτρια άλλης κατοικίας, η οποία βρίσκεται στον πρώτο όροφο της κατοικίας που πώλησε.
Μετά από αυτή την εξέλιξη, οι Καθ' ων η αίτηση ζήτησαν από την Αιτήτρια να αποδείξει πώς διέθεσε το ποσό των £120.000, που πήρε από την πώληση του σπιτιού της. Όπως αναφέρει ο αρμόδιος λειτουργός των Καθ' ων η αίτηση στην έκθεση του, ημερομηνίας 23.5.2008, το αιτιολογικό που προέβαλε η Αιτήτρια ήταν ότι από το ποσό της πώλησης, έδωσε £55.000 στον αδερφό της για εξόφληση δανείου για την λήψη του οποίου υποθήκευσε μίαν εκ των δύο επίδικων κατοικιών. Το υπόλοιπο ποσό των £65.000 ισχυρίστηκε ότι το διέθεσε για κάλυψη των σπουδών της κόρης της, πλην όμως διαπιστώθηκε ότι κατά τον χρόνο πώλησης του ακινήτου στις 17/10/1996,[1] η κόρη της ήταν σε ηλικία που είχε περατώσει τις σπουδές της.
Επίσης οι Καθ' ων η αίτηση διαπίστωσαν ότι την άλλη οικία την οποία η Αιτήτρια δεν είχε πωλήσει το 1996, βάσει σχετικής βεβαίωσης που περιέχεται στον φάκελο της υπόθεσης, την είχε ενοικιάσει στον πρεσβευτή της Παλαιστινιακής Αρχής με αρχικό μηνιαίο ενοίκιο ύψους £500, ενώ η ίδια διέμενε σε ενοικιαζόμενο υποστατικό με πιο χαμηλό ενοίκιο.
Περαιτέρω, διαπιστώθηκε ότι στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την υποβολή της επίδικης αίτησης μέχρι την ολοκλήρωση της εξέτασης της, η Αιτήτρια εγκαταστάθηκε στην ιδιόκτητη κατοικία της, την οποία προηγουμένως εκμίσθωνε, όπου συνεχίζει να διαμένει μαζί με τη μητέρα της, η οποία είναι επίσης λήπτρια δημόσιου βοηθήματος.
Έτσι με βάση τα πιο πάνω στοιχεία, οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν να της διακόψουν το επίδικο βοήθημα, αφού έκριναν ότι η Αιτήτρια δεν ήταν πραγματικός δικαιούχος και την ενημέρωσαν με σχετική επιστολή ημερομηνίας 4.6.2008.
Η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση αυτή με τους πιο κάτω τρεις λόγους: (1) πλάνη περί τα πράγματα, (2) μη δέουσα έρευνα και (3) έλλειψη αιτιολογίας.
Μη δέουσα έρευνα και πλάνη περί τα πράγματα - Λόγοι ακύρωσης 1 και 2.
Η Αιτήτρια προβάλλει ότι δεν υπήρξε δέουσα έρευνα, αφού όπως ισχυρίζεται ο Λειτουργός των Καθ' ων η αίτηση, στην έκθεση του 23.5.2008, εσφαλμένα αναφέρει ότι η πώληση του σπιτιού της έγινε το 1998 ενώ αυτή έγινε στην πραγματικότητα στις 7.10.1996. Ενώ όσον αφορά την εκμίσθωση της ιδιόκτητης κατοικίας της σε ξένο πρέσβη, ανέφερε ότι από το ενοίκιο, ύψους £650 μηνιαίως, κάλυπτε ουσιαστικά το ενοίκιο και κοινόχρηστα έξοδα που πλήρωνε για να διαμένει σε διαμέρισμα (£370), ενώ το υπόλοιπο ποσό των £350 το χρησιμοποιούσε για τα έξοδα συντήρησης της ιδίας και της τυφλής μητέρας της με την οποία συγκατοικούσαν. Περαιτέρω, προβάλλει ότι οι Καθ' ων οι αίτηση πεπλανημένα έκριναν ότι τους απέκρυψε στοιχεία, αναφορικά με την περιουσιακή της κατάσταση και ότι την αίτηση της τη συμπλήρωσε πλήρως με όλα τα στοιχεία. Επίσης ότι έχει δηλώσει ποία ήταν η οικονομική της κατάσταση και ό,τι είχε στην κατοχή της, η δήλωση της μάλιστα καταγράφηκε στην έκθεση του αρμόδιου λειτουργού στις 23.5.2008. Επίσης ότι λόγω πλάνης και μη δέουσας έρευνας οι Καθ'ων η αίτηση θεώρησαν ότι το υπόλοιπο ποσό από την πώληση της οικίας, δόθηκε για αποπεράτωση των σπουδών της κόρης της, ενώ αυτό ξοδεύθηκε για την επαγγελματική αποκατάσταση της.
Από την άλλη, οι Καθ' ων η αίτηση διατείνονται ότι η Αιτήτρια στην αρχική αίτηση της και Υπεύθυνη Δήλωση, βάσει της οποίας της παραχωρήθηκε το επίδικο βοήθημα, απέκρυψε να δηλώσει την πραγματική οικονομική και περιουσιακή κατάσταση της, κατά παράβαση του άρθρου 13(1), (2) και (3) του περί Δημοσίου Βοηθήματος Νόμου του 2006 (Ν.95(Ι)/2006), το οποίο προνοεί ότι:-
«13(1) Κάθε πρόσωπο οφείλει να επιστρέψει στο Διευθυντή οποιοδήποτε ποσό δημοσίου βοηθήματος το οποίο έλαβε ως αποτέλεσμα παράλειψης του να αποκαλύψει ουσιώδες γεγονός ή λόγω ανακριβούς δήλωσης του σχετικά με ουσιώδες γεγονός, ανεξάρτητα αν τέτοια παράληψη ή δήλωση ήταν δόλια ή όχι.
(2) Χωρίς να αποκλείεται οποιαδήποτε άλλη θεραπεία, οποιοδήποτε ποσό το οποίο πρέπει να επιστραφεί δυνάμει του εδαφίου (1), δύναται να ανακτηθεί από το Διευθυντή με κρατήσεις από τη βοήθεια που τυχόν καταβάλλεται δυνάμει του παρόντος Νόμου.».
Οι λόγοι ακύρωσης δεν ευσταθούν.
Η υποχρέωση της διοίκησης είναι να προβαίνει σε επαρκή έρευνα όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων, προτού ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια. Η έκταση της έρευνας εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και εναπόκειται στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να επιλέξει τον ενδεδειγμένο τρόπο διεξαγωγής της [βλ. άρθρο 45 των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμων του 1999 (Ν. 158(Ι)/99)]. Στην προκειμένη περίπτωση οι Καθ' ων η αίτηση διεξήγαν δική τους έρευνα στο κτηματολόγιο και κατόπιν επανεξέτασης της Αιτήτριας, κατάφεραν να διαπιστώσουν πλήρως τα σχετικά γεγονότα και την πραγματική της οικονομική κατάσταση.
Πλάνη περί τα πράγματα υφίσταται όταν το αποφασίζον όργανο κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας είτε στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα και προϋποθέσεις που είναι εξ' αντικειμένου ανύπαρκτα, είτε παραλείπει να λάβει υπόψη του ουσιώδη πραγματικά γεγονότα. Αν η πλάνη η οποία έχει επηρεάσει την απόφαση του οργάνου, είναι ουσιώδης, καθιστά την πράξη παράνομη (βλ. άρθρο 46 του Νόμου 158(Ι)/99, ανωτέρω).
Στην προκειμένη περίπτωση οι Καθ' ων η αίτηση μετά από δέουσα έρευνα εξακρίβωσαν τα ορθά γεγονότα τα οποία, κατά την άποψή μου, ήταν και τα μόνα που έλαβαν υπόψη κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης. Καμιά πλάνη δεν φαίνεται να εμφιλοχώρησε στη σκέψη τους.
Δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι δεν είχε αποκρύψει οτιδήποτε, αφού, όπως είπε, είχε δηλώσει όλα τα αναγκαία γεγονότα στο Λειτουργό των Καθ' ων η αίτηση και ο οποίος τα συμπεριέλαβε στην έκθεση του, ημερομηνίας 23.5.2008. Όμως αυτό έγινε εκ των υστέρων, μετά την υποβολή της αίτησης της και μετά τη λήψη του βοηθήματος. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η Αιτήτρια ουσιαστικά παραδέχθηκε την πραγματική της οικονομική της κατάσταση, αφού αναγκάσθηκε να το πράξει κατόπιν πλήρους και δέουσας έρευνας από μέρους του λειτουργού των Καθ' ων η αίτηση. Όμως η έρευνα διεξήχθη μετά την έγκριση του επίδικου βοηθήματος. Με βάση τη συγκεκριμένη έρευνα των Καθ' ων η αίτηση, είναι φανερό ότι η Αιτήτρια αρχικά απέκρυψε σημαντικά στοιχεία για την πραγματική περιουσιακή και οικονομική της κατάσταση.
Αβάσιμος είναι επίσης και ο ισχυρισμός ότι προκύπτει πλάνη και μη δέουσα έρευνα, ως εκ του γεγονότος ότι έγινε από τη Λειτουργό των Καθ'ων η αίτηση λανθασμένη αναφορά στην ημερομηνία πώλησης της οικίας, που δόθηκε για αποπεράτωση των σπουδών της κόρης της. Αυτό, κατά την άποψή μου, είναι επουσιώδες και δεν επηρεάζει καθόλου την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Εκείνο που έχει προεξάρχουσα σημασία είναι ότι η Αιτήτρια κατά τη συμπλήρωση της αίτησης της, απέκρυψε ουσιώδη στοιχεία. Ακόμα και σε κατοπινό στάδιο όταν πλέον αποκαλύφθηκε η απόκρυψη των στοιχείων, η Αιτήτρια συνέχισε την ίδια τακτική. Έτσι, ενώ η ίδια αρχικά (23.5.2008) ανέφερε ότι το επίδικο ποσό από την πώληση της οικίας χρησιμοποιήθηκε για αποπεράτωση των σπουδών της κόρης της, στην γραπτή της αγόρευση, αναφέρει ότι δόθηκε για επαγγελματική της αποκατάσταση. Η Αιτήτρια βάσει της πιο πάνω νομοθεσίας, αλλά και ανεξάρτητα αυτής, είχε υποχρέωση να δηλώσει την αλήθεια ως προς τα οικονομικά και περιουσιακά της, πράγμα το οποίο δεν έπραξε, ενώ τα όσα, περί λάθους και αβλεψίας, προβάλλει ο συνήγορος της, ως αιτιολογία της παράλειψης της αυτής, δεν πείθουν.
Έλλειψη αιτιολογίας - Λόγος ακύρωσης 3.
Η Αιτήτρια ενώ προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, ουσιαστικά δεν δίδει οποιαδήποτε λεπτομέρεια, ώστε να διαφωτίσει τον ισχυρισμό της. Απλά παραθέτει αποσπάσματα από πρωτόδικη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θεωρώντας ότι αυτό και μόνο ενισχύει τους ισχυρισμούς της.
Οι Καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν και αναφέρουν ότι η αιτιολογία δεν περιέχεται μόνο στο σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά μπορεί να συμπληρωθεί και από τα στοιχεία του φακέλου.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Η αιτιολογία μιας πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολία ως προς τον πραγματικό λόγο που λήφθηκε. Όμως στην παρούσα περίπτωση η Αρχή αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα την απόφαση της, ενώ αυτή συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου, πλείστα των οποίων προέρχονται από την ίδια την Αιτήτρια.
Κατά την άποψή μου, η επίδικη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, αποκαλύπτει επαρκώς τους λόγους που λήφθηκε και με κανένα τρόπο δεν δυσχεραίνει το δικαστικό έλεγχο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε νόμιμα και θα πρέπει να επικυρωθεί.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1300 έξοδα. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ
[1] Στο φάκελο, προφανώς εκ παραδρομής, αναφέρεται ως ημερομηνία πώλησης, το 1998.