ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.631/2008)
19 Φεβρουαρίου, 2010
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΕΤΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτητής,
-ν-
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - -
Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Ρ. Πασιουρτίδου για Ιωαννίδη και Δημητρίου, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή του επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση, ημερομηνίας 15.4.2008, με την οποία είχαν προαγάγει το ενδιαφερόμενο μέρος κ. Γ. Λ. Δημητρίου στη μόνιμη θέση Ανώτερου Τεχνίτη/Βοηθού Ανώτερου Τεχνικού Δικτύου (Εναέρια) Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών - Γραφείο Περιφέρειας Λάρνακας-Αμμοχώστου, από την 1.5.2008, αντί του ίδιου.
Τα γεγονότα τα οποία είχαν προηγηθεί της λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αυτά συνοπτικά είχαν παρατεθεί στην Ένσταση, είναι τα ακόλουθα:
Στις 10.10.2007 η καθ΄ης η αίτηση κυκλοφόρησε τη Γνωστοποίηση Κενών Θέσεων υπ΄ αριθμό 18/2007, που αφορούσε μεταξύ άλλων, μία θέση Ανώτερου Τεχνίτη/Βοηθού Ανώτερου Τεχνικού Δικτύου (Εναέρια Δίκτυα), Κλίμακα Α8, Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών, Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου-Λάρνακας (θέση αρ. 1).
Η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για προαγωγές Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού (εφεξής «Επιτροπή Επιλογής») επιλήφθηκε του θέματος πλήρωσης της εν λόγω θέσης στη συνεδρία της ημερομηνίας 30.1.2008. Μεταξύ των τριών υποψηφίων που επέλεξε η Επιτροπή Επιλογής συμπεριλαμβανόταν το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η Εισήγηση της Επιτροπής Επιλογής υποβλήθηκε στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της καθ΄ης η αίτηση για Θέματα Προσωπικού (εφεξής «η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή») στις 2.4.2008. Κατά τη συνεδρία αυτή η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή επιλήφθηκε του θέματος πλήρωσης της προσβαλλόμενης θέσης και αποφάσισε κατά πλειοψηφία όπως συστήσει στην καθ΄ης η αίτηση για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η καθ΄ης η αίτηση επιλήφθηκε του θέματος στη συνεδρία της ημερομηνίας 15.4.2008 και αποφάσισε κατά πλειοψηφία όπως προαγάγει το ενδιαφερόμενο μέρος στην επίδικη θέση από την 1.5.2008.
Με την προσφυγή του, ο αιτητής εγείρει πέντε λόγους ακύρωσης, την αιτιολογία των οποίων και αναπτύσσει αναλυτικά στο κείμενο της αγόρευσής του. Θα τους εξετάσω ένα προς ένα με τη σειρά που έχουν παρατεθεί.
1. Η κατ΄ ισχυρισμό παραγνώριση του γεγονότος της υπεροχής του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 23(2) της Κ.Δ.Π. 291/86 των περί της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, τα κριτήρια προαγωγής υπαλλήλων της Αρχής είναι η πείρα, η αξία, η ικανότητα, η αρχαιότητα, τα προσόντα και η επίδοση. Στην αγόρευσή του ο συνήγορος του αιτητή προβαίνει στην παράθεση λεπτομερών στοιχείων, τα οποία εξάγονται από το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και ετήσιων εκθέσεων, τόσο για τον αιτητή, όσο και για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι:
· Ο αιτητής υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους στα θέματα αξιολόγησης επί των Ετήσιων Εκθέσεων.
· Ο αιτητής υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους σε Προσόντα, Ικανότητα, Επίδοση και Απόδοση.
· Ο αιτητής ισοβαθμεί με το ενδιαφερόμενο μέρος στον τομέα της Πείρας, Οργανωτικών και Εποπτικών Ικανοτήτων.
· Το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί του αιτητή μόνο στον τομέα της Αρχαιότητας με τετράμηνη μόνο υπεροχή.
Έναντι αυτών των θέσεων, οι καθ΄ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η όποια υπεροχή του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους σε κάποιους τομείς είναι οριακή, σε βαθμό που να μη θεωρείται έκδηλη υπεροχή η οποία θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη και η οποία μπορούσε να υπερκερασθεί από την υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε αρχαιότητα, η οποία μεταφράζεται σε μεγαλύτερη πείρα. Πιο συγκεκριμένα, η υπεροχή του αιτητή στην αξιολόγηση των Ετήσιων Εκθέσεων έγκειται σε μια διαφορά 2 Α σε χρονικό διάστημα πέντε ετών. (25 Α έναντι 23 Α του ενδιαφερόμενου μέρους κατά τις αξιολογήσεις των τελευταίων 5 ετών ή 30 Α έναντι 27 Α κατά τις αξιολογήσεις των τελευταίων 7 ετών). Ως προς τα προσόντα, η καθ΄ης η αίτηση διαφωνεί ότι παρατηρείται υπεροχή του αιτητή επειδή αυτός, πέραν του Απολυτηρίου της Τεχνικής Σχολής, διαθέτει και Απολυτήριο Λυκείου. Το Απολυτήριο Λυκείου, όπως προσθέτει, δεν μπορεί να θεωρηθεί προσόν συναφές με τα καθήκοντα της θέσης και, επομένως, δεν καταδεικνύει υπεροχή προσόντων.
Το βασικό ζήτημα το οποίο εγείρεται σε σχέση με το θέμα της σύγκρισης μεταξύ των δύο υποψηφίων δεν ανάγεται στο ερώτημα κατά πόσο ο αιτητής είχε έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους και, επομένως, δεν εδικαιολογείτο η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους αντί του αιτητή στην επίδικη θέση. Το βασικό θέμα που πρέπει εδώ να εξετασθεί, είναι το κατά πόσο, ενώ αποδεδειγμένα ο αιτητής υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους στους πιο πάνω τομείς κατά τον τρόπο και βαθμό που υπερείχε, ορθά και αιτιολογημένα με επάρκεια ήταν που δεν συστήθηκε αυτός ή και αυτός για προαγωγή, ενώ συστήθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο υπερείχε οριακά μόνο στο θέμα της αρχαιότητας. Αυτό δε το ζήτημα οδηγεί στην εξέταση του δεύτερου λόγου ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής και σχετίζεται με την κατ΄ ισχυρισμό μεμπτότητα της σύστασης της Επιτροπής Επιλογής.
2. Η κατ΄ ισχυρισμό μεμπτότητα της Έκθεσης-Σύστασης της Επιτροπής Επιλογής.
Σύμφωνα με τους προμνησθέντες Κανονισμούς της ΑΗΚ και συγκεκριμένα με βάση τον Κανονισμό 14 του Μέρους Ι του Δεύτερου Πίνακα της ΚΔΠ 291/86:
"14. Αφού συμπληρωθεί η κρίσις πάντων των υποψηφίων ως ανωτέρω, η Επιτροπή Επιλογής συντάσσει ητιολογημένην την συμβουλευτικήν αυτής έκθεσιν προς την Αρχήν."
Ρητά, επομένως, προνοείται από τον ως άνω Κανονισμό, όπως η συμβουλευτική έκθεση της Επιτροπής Επιλογής είναι "ητιολογημένη". Η αναγκαιότητα για επαρκή και πλήρη αιτιολογία εκθέσεων που ετοιμάζονται από συμβουλευτικής φύσεως επιτροπή, είχε βέβαια επανειλημμένα τονιστεί σε πολυάριθμες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, (βλ. π.χ. Χρίστου Τρίαρου ν. Α.Η.Κ., Αρ. Υπόθεσης 88/2001, ημερομηνίας 19.8.2002), η οποία μάλιστα αφορούσε έκθεση της Επιτροπής Επιλογής των ίδιων καθ΄ων η αίτηση, δηλαδή της ΑΗΚ. Όπως ορθά επισημάνθηκε εκεί, η εισήγηση της Επιτροπής Επιλογής δεν μπορεί να είναι γενική και αόριστη και/ή να αποτελεί απλά επανάληψη του περιεχομένου του Κανονισμού, αναφορικά με τα κριτήρια προαγωγής.
Σύμφωνα με τον αιτητή, στην παρούσα περίπτωση, η Επιτροπή Επιλογής στην έκθεσή της προέβηκε στη σύσταση τριών υποψηφίων ως καταλληλότερων για προαγωγή, χωρίς να αιτιολογήσει γιατί επέλεξε εκείνους και κυρίως χωρίς να αιτιολογήσει γιατί δεν περιέλαβε στους συστηθέντες υποψηφίους και τον αιτητή. Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, η Επιτροπή δεν έδωσε καμιά ειδική αιτιολογία γιατί δεν συμφώνησε με τις κρίσεις των άμεσα προϊσταμένων των τεσσάρων υποψηφίων, οι οποίοι έκριναν ως ίσους σε πείρα, σε οργανωτικές ικανότητες, σε εποπτικές ικανότητες και απόδοση τόσο τον αιτητή, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος και τρίτο υποψήφιο, ενώ ο άλλος συστηθείς (Ι. Ιωάννου) κρίθηκε από τους προϊσταμένους ότι υστερούσε του αιτητή σε οργανωτικές και εποπτικές ικανότητες και απόδοση.
Έναντι των πιο πάνω θέσεων, η καθ΄ης η αίτηση αντιτάσσει ότι η όποια αιτιολογία απαιτείτο, συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων και δεν παρίστατο ανάγκη να εξειδικεύεται στην έκθεση. Περαιτέρω, ότι δεν απαιτείτο όπως δοθεί οποιαδήποτε ειδική αιτιολογία γιατί δεν λήφθηκαν υπόψη οι κρίσεις των παρισταμένων, εφόσον η αρμόδια Επιτροπή είναι όργανο συμβουλευτικής φύσεως και όχι λήψεως αποφάσεων.
Το σχετικό απόσπασμα από την έκθεση της Επιτροπής Επιλογής έχει ως εξής:
"Ακολούθησε συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των μελών της Επιτροπής Επιλογής και αφού η Επιτροπή Επιλογής έλαβε δεόντως υπόψη της τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής, δηλ. την πείρα, την αξία, την ικανότητα, την αρχαιότητα, τα προσόντα των υποψηφίων, την επίδοση τους, τις αξιολογήσεις των υποψηφίων καθώς επίσης τις συστάσεις και απόψεις των κ.κ. Ιωάννη Σιεκέρσαββα και Παναγιώτη Σάρδου, όπως αυτές καταγράφονται πιο πάνω, προέβη στην επιλογή των επικρατεστέρων υποψηφίων σε σύγκριση με τους υπολοίπους υποψηφίους και επέλεξε ομόφωνα τους........"
Χωρίς αμφιβολία, ο αιτητής δικαιολογημένα παραπονείται για έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας. Το πιο πάνω απόσπασμα, που είναι και το μόνο με το οποίο επιχειρείται η παροχή εξήγησης ως προς το γιατί επιλέγηκαν για σύσταση τα τρία πρόσωπα και όχι ο αιτητής, καταδεικνύει έλλειψη αιτιολογίας. Η Επιτροπή, ενεργώντας με τον πιο πάνω τρόπο, διαπράττει ακριβώς εκείνο που η νομολογία υποδεικνύει ότι πρέπει να αποφεύγεται, ως γενικό, αόριστο και νομικά απαράδεκτο, σε βαθμό που να καθιστά τον έλεγχο της ορθότητάς του αδύνατο. Ούτε και μπορεί να ευσταθήσει σ΄ αυτή την περίπτωση το επιχείρημα ότι, αν και δεν δίδεται ειδική αιτιολογία στο κείμενο της ίδιας της έκθεσης, εν τούτοις, αυτή καλύπτεται ή συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων της διοίκησης. Κάτι τέτοιο είναι γενικά επιτρεπτό με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999 και τη σχετική νομολογία. (Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 270, Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 ΑΑΔ 146).
Στην υπό εξέταση περίπτωση, ενώ το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο (Κανονισμός 14) απαιτεί ειδικά όπως η έκθεση της Επιτροπής είναι αιτιολογημένη, δεν δόθηκε καμιά αιτιολογία, πλην ότι λήφθηκαν υπόψη εκείνοι οι παράγοντες που απαιτεί άλλος κανονισμός. Αυτό όμως δεν είναι το ζητούμενο, αλλά το δεδομένο. Διότι είναι δεδομένο ότι ασφαλώς θα πρέπει να εφαρμοστούν στην περίπτωση αυτή και σε κάθε άλλη περίπτωση τα όσα θέτει ο κανονισμός. Εκείνο όμως που ενέχει σημασία είναι το πώς εφαρμόστηκαν στην υπό εξέταση περίπτωση των συγκεκριμένων υποψηφίων, έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά η ορθότητα του τρόπου εφαρμογής τους και συνακόλουθα του αποτελέσματος.
Ούτε και ασφαλώς μπορεί να ανευρεθεί ή συμπληρωθεί η ελλείπουσα ή ελλιπής αιτιολογία από το περιεχόμενο των προσωπικών ή άλλων διοικητικών φακέλων που αναφέρονται στους υποψηφίους. Και τούτο γιατί τα περιεχόμενα στους φακέλους στοιχεία στα οποία έγινε αναφορά προηγουμένως, κάθε άλλο μπορεί να λεχθεί ότι ήσαν τέτοια που να εξηγούν ή αιτιολογούν το γεγονός της σύστασης υποψηφίων άλλων παρά του αιτητή.
Αυτός ο λόγος ακύρωσης επομένως επιτυγχάνει.
3. Η κατ΄ ισχυρισμό μεμπτότητα/ακυρότητα της σύστασης του Γενικού Διευθυντή.
Σύμφωνα περαιτέρω με τον αιτητή, η σύσταση στην οποία είχε προβεί ο Γενικός Διευθυντής με την οποία δεν συνέστησε για προαγωγή τον αιτητή, πάσχει νομικά, επειδή δεν συνάδει και/ή συγκρούεται με το περιεχόμενο των διοικητικών-προσωπικών φακέλων των υποψηφίων και είναι αναιτιολόγητη.
Με τη σύστασή του κατά τη συνεδρίαση κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο Γενικός Διευθυντής είχε αναφέρει ότι όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα για προαγωγή προσόντα, καθώς επίσης και τις προϋποθέσεις καταλληλότητας. Προχώρησε δε να συστήσει για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος, αφού ασχολήθηκε ουσιαστικά μόνο με θέματα αρχαιότητας. Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώνεται από το τηρηθέν πρακτικό, ο Γενικός Διευθυντής σημείωσε το γεγονός ότι έλαβε υπόψη το ότι τέσσερις άλλοι υποψήφιοι υπερείχαν του συστηνόμενου σε αρχαιότητα, πλην όμως αυτή αντισταθμιζόταν από τη γενική υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους έναντί τους σε βαθμολογία από το σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων. Έλαβε επίσης υπόψη, όπως πρόσθεσε, και το γεγονός ότι άλλοι τρεις υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής, υπερέχουν ελαφρώς έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους σε βαθμολογημένη αξία, πλην όμως υστερούν έναντί του σε αρχαιότητα.
Μόνο η απλή ανάγνωση του πιο πάνω σκεπτικού δεικνύει μια αντινομία και ανισότητα μεταχείρισης των υποψηφίων. Το εξαγόμενο συμπέρασμα είναι ότι εκεί όπου το ενδιαφερόμενο μέρος υστερεί σε αρχαιότητα έναντι κάποιων, αυτό το στοιχείο παραβλέπεται επειδή αυτός υπερέχει σε συνολική βαθμολογία, εκεί όμως όπου είναι ο αιτητής που υστερεί οριακά σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, το γεγονός ότι ο αιτητής υπερέχει σε συνολική βαθμολογία, δεν αντισταθμίζει το θέμα της αρχαιότητας.
Πέραν της πιο πάνω αντινομικής αντίκρυσης του θέματος, προκύπτει και θέμα επαρκούς αιτιολογίας. Είναι γεγονός βέβαια ότι ο Κανονισμός 23 της προαναφερθείσας ΚΔΠ 291/86 δεν απαιτεί όπως η σύσταση του Γενικού Διευθυντή τυγχάνει αιτιολογημένη. Όπως όμως επεσήμανε το Ανώτατο Δικαστήριο σε διάφορες αποφάσεις του, αφ΄ ης στιγμής η σύσταση δεν συνάδει με το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων ή με τις απόψεις προϊσταμένων των υποψηφίων, τότε θα πρέπει να αιτιολογείται. (Λ. Παπασάββα ν. Α.Η.Κ., Αρ. Υπόθεσης 635/1998, ημερομηνίας 16.6.2000, Τσιερκέζου ν. Α.Η.Κ., Αρ. Υπόθεσης 792/2002, ημερομηνίας 12.8.2003).
Επομένως, η σύσταση του Γενικού Διευθυντή πάσχει και δεν έπρεπε υπό τις περιστάσεις να της είχε προσδοθεί βαρύτητα και να είχε συνυπολογισθεί κατά τη λήψη τελικής απόφασης από τους καθ΄ων η αίτηση. (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695).
Ενόψει της επιτυχίας του αιτητή στους πιο πάνω λόγους ακύρωσης, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξετασθούν και άλλα θέματα που έχουν εγερθεί.
Επιδικάζονται υπέρ του αιτητή €1.200, πλέον ΦΠΑ, έξοδα.
Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ