ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1041/2007)
15 Ιανουαρίου 2009
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΣΕΛ-ΣΠΟΛΠ ΛΤΔ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Καθ΄Ου η αίτηση
_________
Μ. Στυλιανού για Χρ. Δημητριάδη και Σία, για τους Αιτητές.
Γ. Χατζηχάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄Ων η Αίτηση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Δυνάμει της Πράξης η οποία προσαρτήθηκε ως αναπόσπαστο μέρος της στη Συνθήκη Προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση της Κυπριακής Δημοκρατίας και των άλλων εννέα νέων κρατών μελών η οποία ετέθη σε ισχύ την 1.5.2004, θεσπίζονται από την Επιτροπή μεταβατικά μέτρα για περίοδο μέχρι τρία έτη για διευκόλυνση της μετάβασης στο καθεστώς της κοινής γεωργικής πολιτικής. Προνοείται περαιτέρω συναφώς ότι τα αποθέματα προϊόντων στα προσχωρούντα κράτη μέλη τα οποία υπερβαίνουν την ποσότητα η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως κανονικό εκ μεταφοράς απόθεμα πρέπει να καταστρέφονται με επιβάρυνση των προσχωρούντων κρατών μελών. Την 10.11.2003 η Επιτροπή, ενεργώντας στη βάση των ανωτέρω, εξέδωσε τον Κανονισμό ΕΚ 1972/2003 ο οποίος και ετέθη σε ισχύ την 1.5.2004. Σχετικό είναι το άρθρο 4 το οποίο προνοεί:
«Επιβαρύνσεις εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία
1. Με την επιφύλαξη του παραρτήματος ΙV κεφάλαιο 4 της πράξης προσχώρησης και εφόσον δεν εφαρμόζεται αυστηρότερη νομοθεσία σε εθνικό επίπεδο, τα νέα κράτη μέλη επιβάλλουν επιβαρύνσεις στους κατόχους πλεονασμάτων, κατά την 1η Μαΐου 2004, προϊόντων σε ελεύθερη κυκλοφορία.
2. Προκειμένου να προσδιορισθεί το πλεόνασμα κάθε κατόχου, τα νέα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη ειδικότερα:
α) το μέσο όρο των διαθέσιμων αποθεμάτων κατά τα προηγούμενα της προσχώρησης έτη·
β) τον τρόπο διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών κατά τα προηγούμενα της προσχώρησης έτη·
γ) τις συνθήκες δημιουργίας των αποθεμάτων.
Η έννοια του πλεονάσματος αφορά προϊόντα που εισάγονται στα νέα κράτη μέλη ή προέρχονται από τα νέα κράτη μέλη. Η έννοια του πλεονάσματος αφορά επίσης προϊόντα που προορίζονται για την αγορά των νέων κρατών μελών.
Η καταγραφή των αποθεμάτων πραγματοποιείται με βάση την ισχύουσα την 1η Μαΐου 2004 συνδυασμένη ονοματολογία.
3. Το ποσό την επιβάρυνσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, καθορίζεται σύμφωνα με τον εν γένει εφαρμοζόμενο εισαγωγικό δασμό κατά την 1η Μαΐου 2004. Τα έσοδα που προκύπτουν μέσω της επιβολής της επιβάρυνσης από τις εθνικές αρχές, πιστώνονται στον εθνικό προϋπολογισμό του νέου κράτους μέλους.
4. Προκειμένου να διασφαλισθεί η ορθή εφαρμογή της επιβάρυνσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα νέα κράτη μέλη διενεργούν χωρίς καθυστέρηση απογραφή των διαθέσιμων αποθεμάτων από την 1η Μαΐου 2004. Εν προκειμένω, το νέο κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή την ποσότητα των προϊόντων που υπάρχουν σε πλεόνασμα, εκτός από τις ποσότητες σε δημόσιο απόθεμα που αναφέρονται στο άρθρο 5, το αργότερο έως τις 31 Ιουλίου 2004.
5. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε προϊόντα που υπάγονται στους ακόλουθους κωδικούς ΣΟ:
- όσον αφορά την Κύπρο
0204 43 10, 0206 29 91, 0408 11 80, 1602 32 11, 0402 10 , 0402 21, 0405 10, 0405 20 10, 0405 20 30, 0405 90, 0406, 0703 20 00, 0711 51 00, 1001, 1002, 1003, 1004, 1005, 1006 10, 1006 20, 1006 30, 1006 40, 1007, 1008, 1101, 1102, 1103, 1104, 1107, 1108, 1509, 1510, 1517, 1702 30 (2), 1702 40 (3), 1702 90 (4), 1901 90 99, 2003 10 20, 2003 10 30, 2106 90 98(5).
Εφόσον σε έναν κωδικό ΣΟ εμπίπτουν προϊόντα για τα οποία ο εισαγωγικός δασμός της παραγράφου 3 δεν είναι ο ίδιος, η απογραφή των αποθεμάτων που προβλέπεται στην παράγραφο 4 πραγματοποιείται χωριστά για κάθε προϊόν ή ομάδα προϊόντων που υπάγονται σε διαφορετικό εισαγωγικό δασμό.
6. Η Επιτροπή μπορεί να προσθέσει ή να απαλείψει προϊόντα από τον κατάλογο που εμφαίνεται στην παράγραφο 5.»
Την 10.2.2004, πριν δηλαδή τεθεί σε ισχύ ο ΕΚ 1972/2003, η Επιτροπή εξέδωσε νέο κανονισμό, τον ΕΚ 230/2004, με τον οποίο η παράγραφος 4 του ΕΚ 1972/2003 αντικαταστάθηκε με την ακόλουθη:
«4. Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 επιβάρυνση εφαρμόζεται ορθώς, τα νέα κράτη μέλη διενεργούν χωρίς καθυστέρηση απογραφή των διαθέσιμων την 1η Μαΐου 2004 αποθεμάτων. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιούν ένα σύστημα προσδιορισμού των κατόχων πλεονασματικών αποθεμάτων το οποίο βασίζεται στην ανάλυση κινδύνων, σύμφωνα ιδίως με τα ακόλουθα κριτήρια:
- χαρακτήρας δραστηριότητας του κατόχου,
-
- ικανότητα μέσων αποθήκευσης,
-
- επίπεδο δραστηριότητας.
Τα νέα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή την ποσότητα προϊόντων πλεονασματικών αποθεμάτων, με εξαίρεση τις ποσότητες που βρίσκονται σε δημόσια αποθεματοποίηση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 5, το αργότερο έως τις 31 Οκτωβρίου 2004.»
Περαιτέρω, την 4.5.2007, η Επιτροπή εξέδωσε την Απόφαση 2007/361/ΕΚ για τον προσδιορισμό των πλεοναζόντων αποθεμάτων στα νέα κράτη μέλη, καταλογίζοντας στην Κυπριακή Δημοκρατία πλεονάζουσα ποσότητα ρυζιού 2.153 τόνους, στη βάση των σχετικών στοιχείων που της απεστάλησαν από την Κύπρο.
Η Κυπριακή Δημοκρατία εθέσπισε την 15.4.2005 τον περί της Εφαρμογής Πράξεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας αναφορικά με τη Θέσπιση Μεταβατικών Μέτρων στον Τομέα των Γεωργικών Προϊόντων λόγω της Προσχώρησης της Δημοκρατίας και Άλλων Χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση Νόμο του 2005, Ν. 40(Ι)/2005. Ο Νόμος ορίζει ως αρμόδια αρχή για την εφαρμογή του ΕΚ 1972/2003 τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, με εξουσίες συνεργασίας με άλλες υπηρεσίες και οποιοδήποτε πρόσωπο. Επικυρώνει επίσης ως νομίμως τελεσθείσα οποιαδήποτε προηγούμενη πράξη της αρμοδίας αρχής.
Εν τω μεταξύ, το Υπουργείο, σύντομα μετά τη δημοσίευση του ΕΚ 1972/2003, εξέδωσε ανακοίνωση δημοσιευθείσα στις καθημερινές εφημερίδες την 3.1.2004 ενημερώνοντας τους εισαγωγείς και εξαγωγείς ρυζιού για τις πρόνοιές του. Ακολούθως, με επιστολή του προς την Αιτήτρια, τη γνωστή συνεργατική εταιρεία η οποία ασχολείται και με την εισαγωγή και εμπορία ρυζιού, ημερομηνίας 26.4.2004, το Υπουργείο ανεφέρθη και πάλι στον ΕΚ 1972/2003 και στα κριτήρια που θα ελαμβάνοντο υπ΄όψη για τον προσδιορισμό του πλεονάσματος του κάθε κατόχου ρυζιού, ζήτησε δε από την Αιτήτρια να συμπληρώσει σχετικά συνημμένα έντυπα και να το πληροφορήσει για ορισμένα άλλα στοιχεία. Την 24.11.2005 η Αιτήτρια ανταποκρίθηκε, αποστέλλοντας, όπως είχε ζητηθεί, ελεγμένες από την Ελεγκτική Υπηρεσία των Συνεργατικών Υπηρεσιών, τις καταστάσεις εισαγωγής, διάθεσης και αποθεμάτων ρυζιού της για την περίοδο 5/2000 μέχρι 5/2004. Το Υπουργείο απευθύνθηκε τότε στο Τμήμα Τελωνείων καθ΄όσον υπήρχαν διαφορές μεταξύ των υποβληθέντων από 16 εμπορευομένους (μεταξύ των οποίων και η Αιτήτρια) στοιχείων και των στοιχείων τα οποία το ίδιο τηρούσε, ζητώντας να του σταλούν τα στοιχεία των ιδίων των διασαφήσεων του Τμήματος Τελωνείων. Αφού αυτά εστάλησαν, το Υπουργείο, υιοθετώντας τα στοιχεία των διασαφήσεων του Τμήματος Τελωνείων, καθόρισε την πλεονάζουσα ποσότητα ρυζιού που αναλογούσε στην Αιτήτρια κατά την 1.5.2004 σε 80.666.67 κιλά, η ανάλογη χρηματική επιβάρυνση για την οποία ήταν £6.055.
Στην προσφυγή της κατά της εν λόγω απόφασης η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξε δέουσα έρευνα. Είναι η θέση της ότι υπήρξε πλημμελής εφαρμογή του ΕΚ 1977/2003 και αγνοήθηκε το ζητούμενο που ήταν κατά πόσο η ίδια είχε πραγματικά πλεονάσματα ρυζιού. Ο Υπουργός, λέγει η Αιτήτρια, αντί τούτου εξέλαβε ως το ζητούμενο την κατανομή μεταξύ των εμπορευομένων της πλεονάζουσας ποσότητας ρυζιού που είχε καθορίσει η Επιτροπή για την Κυπριακή Δημοκρατία ως σύνολο, ώστε να αποφύγει η ίδια την οικονομική επιβάρυνση, που συνιστά κατάχρηση εξουσίας. Ενώ, λέγει η Αιτήτρια, ο ΕΚ 1972/2003, όπως τροποποιήθηκε με τον ΕΚ 230/2004, προνοεί στο άρθρο 4 για «απογραφή των διαθέσιμων την 1η Μαΐου 2004 αποθεμάτων», ο Υπουργός ουδέποτε διενήργησε πραγματική απογραφή στις αποθήκες της Αιτήτριας παρά μόνο εφάρμοσε μια θεωρητική φόρμουλα η οποία αγνόησε τα δεδομένα της Αιτήτριας και της αγοράς και τα κριτήρια του ίδιου του κανονισμού. Η Αιτήτρια προβαίνει σε ανάλυση των δικών της στοιχείων. Υποδεικνύει ότι ήταν λανθασμένη η αφαίρεση του μέσου όρου των περιόδων 2000/2001, 2001/2002 και 2002/2003 από τις εισαγωγές της περιόδου 2003/2004 για να διαπιστωθεί η πλεονάζουσα ποσότητα. Τις τρεις προηγούμενες περιόδους, παρατηρεί, υπήρξε (πλην της δεύτερης), σταδιακή αύξηση των εισαγωγών (2000/2001 - 236400 κιλά, 2001/2002 - 193100 κιλά, 2003/2004 - 257500) που συνεχίσθηκε την περίοδο 2003/2004 (280500 κιλά). Πέραν τούτου, λέγει, ο Υπουργός δεν έλαβε υπ΄όψη του τα στοιχεία τα οποία απέστειλε η Αιτήτρια και βασίσθηκε στα στοιχεία του Τμήματος Τελωνείων, τα οποία ήσαν διάφορα των δικών της, χωρίς τουλάχιστον να ζητήσει εξηγήσεις από την Ελεγκτική Υπηρεσία των Συνεργατικών Υπηρεσιών η οποία τα είχε πιστοποιήσει. Η Αιτήτρια ισχυρίζεται επίσης ότι πολύ καθυστερημένα της γνωστοποιήθησαν οι πρόνοιες του ΕΚ 1972/2003 τον Ιανουάριο του 2004 αφού τότε είχε ήδη θέσει τις παραγγελίες της για τις εισαγωγές του 5/2003 μέχρι 4/2004.
Η τελευταία εισήγηση για καθυστερημένη ενημέρωση δεν έχει έρεισμα. Ο ΕΚ 1972/2003 θεσπίσθηκε το Νοέμβριο του 2003 και η Δημοκρατία τον κοινοποίησε χωρίς ουσιαστική καθυστέρηση. Ανεξαρτήτως δε των εμπορικών συνηθειών της Αιτήτριας και άλλων εμπορευομένων, ο Κανονισμός, ο οποίος ορθώς παρατηρεί η Δημοκρατία δεν αφορούσε την προενταξιακή δραστηριότητα των εμπόρων, θα είχε εφαρμογή από την 1.5.2004, με αντικείμενο μάλιστα ακριβώς την αντιμετώπιση των πλεονασμάτων την 1.5.2004 και των συνεπειών τους ως προς την ομαλότητα της ενιαίας αγοράς και την αποφυγή κερδοσκοπίας.
Ούτε η εισήγηση για κατάχρηση εξουσίας έχει έρεισμα. Η διοίκηση δεν έκανε οτιδήποτε άλλο παρά να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του ΕΚ 1972/2003 και είναι εντελώς ανυπόστατη η εισήγηση ότι σκοπός της ήταν να μετακυλήσει την ευθύνη από τη Δημοκρατία στους εμπόρους.
Η ουσιαστική επιχειρηματολογία της Αιτήτριας αφορά το επαρκές της έρευνας. Ούτε αυτή η εισήγηση όμως ευσταθεί. Για έρευνα και καταμέτρηση των αποθεμάτων στις αποθήκες στης Αιτήτριας, όπως εισηγείται η Αιτήτρια, δεν μπορεί να γίνεται σοβαρός λόγος, και μάλιστα αφού σχετικά θα ήσαν και τα αποθέματα προηγούμενων ετών. Η ίδια η παράγραφος 4 στην οποία γίνεται η αναφορά προχωρεί να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζονται τα πλεονασματικά αποθέματα. Πέραν τούτων, ο Υπουργός δεν ήταν υποχρεωμένος να δεχθεί τα στοιχεία τα οποία του είχε υποβάλει η Αιτήτρια, και μάλιστα εφ΄όσον αυτά διέφεραν από εκείνα τα οποία το ίδιο το Υπουργείο τηρούσε. Σε τέτοια περίπτωση, ήταν βεβαίως υποχρέωση του να διεξάγει δέουσα έρευνα για καθορισμό των ορθών στοιχείων. Η ενέργεια του να απευθυνθεί στο Τμήμα Τελωνείων και να ζητήσει τα στοιχεία που προέκυπταν από τις ίδιες τις διασαφήσεις εισαγωγών συνιστούσε κατ΄εξοχή ορθή προσέγγιση αφού οι διασαφήσεις αποτελούσαν αυθεντική μαρτυρία ως προς τις ποσότητες που είχαν εισαχθεί. Ορθή ήταν λοιπόν και η ενέργεια του να βασισθεί στα στοιχεία του Τμήματος Τελωνείων για υπολογισμό του πλεονάσματος. Ως προς τη μέθοδο υπολογισμού τώρα, δηλαδή την αφαίρεση του μέσου όρου των τριών προηγούμενων ετών από τις εισαγωγές του 2003/2004, δεν φαίνεται να ήταν άλλως η εύλογη, και μάλιστα ήταν σύμφωνη με τη μεθοδολογία που είχε υποδείξει η Επιτροπή. Από δε τα στοιχεία του Τμήματος Τελωνείων δεν προέκυπτε οποιαδήποτε αυξητική τάση κατά τα τρία προηγούμενα έτη, όπως εισηγείται η Αιτήτρια βάσει των δικών της στοιχείων, παρά μάλλον μείωση, αφού οι εισαγωγές της Αιτήτριας εμειώθησαν από 236500 κιλά το 2000/2001 σε 214500 κιλά το 2001/2002 και παρέμειναν σε 214500 κιλά το 2002/2003, και μόνο το κρίσιμο έτος 2003/2004 αυξήθησαν κατά πολύ σε 302500. Το πλεόνασμα μάλιστα, και αυτό ήταν προς όφελος της Αιτήτριας, δεν υπολογίσθηκε στη βάση της διαφοράς του 2003/2004 από το 2002/2003, που τότε θα ήταν περισσότερο, αλλά στη βάση του μέσου όρου των ετών 2000/2003.
Καταλήγω λοιπόν ότι η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η Αιτήτρια θα καταβάλει €800 έξοδα στη Δημοκρατία.
Δ. Χατζηχαμπής,
Δ.
/ΚΧ"Π