ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 4 ΑΑΔ 285
13 Μαΐου, 2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΗΛΙΑ,
2. ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΠΑΠΟΥΤΣΟΥ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 81/2006)
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Αξιωματικοί ― Προαγωγές ― Καν.8(2) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89) ― Ερμηνεία ― Η διεξαγωγή της συνέντευξης που προβλέπεται είναι υποχρεωτική ― Έλεγχος της εφαρμογής των όλων κριτηρίων προαγωγής στην κριθείσα περίπτωση ― Διαπίστωση πλημμέλειας κατά την κατανομή των μονάδων της αρχαιότητας και κατά τον τελικό ρόλο της στην επιλογή.
Οι αιτητές αξίωσαν την ακύρωση της προαγωγής, μετά από επανεξέταση, των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Υπαστυνόμου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Είναι ορθή η ερμηνεία που δίνει στον Κανονισμό 8 ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση. Αυτή η ερμηνεία κρίθηκε και στην Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325, 341. Η διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης από το Συμβούλιο Κρίσεως ήταν υποχρεωτική. Συνεπώς, ορθά διεξάχθηκε νέα συνέντευξη από το Συμβούλιο Κρίσεως, τηρώντας το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης.
2. Ορθά διαγράφηκαν οι δύο μονάδες του κριτηρίου της αρχαιότητας, σύμφωνα με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης στις προσφυγές αρ. 911/01 και 987/01, ημερομηνίας 17.3.03. Η διαμόρφωση όμως του εντύπου με την κατανομή των δύο μονάδων του κριτηρίου της αρχαιότητας στα υπόλοιπα κριτήρια, αποτελεί αυθαίρετη εισαγωγή μεταγενέστερων στοιχείων, άλλων από εκείνα που ίσχυαν στον ουσιώδη χρόνο.
3. Ο Αρχηγός Αστυνομίας, εν προκειμένω, ακολούθησε τη θέση των υποψηφίων στον κατάλογο κατά σειρά βαθμολογίας, επιλέγοντας τα Ε.Μ., αναφέροντας αόριστα ότι οι αιτητές υπερτερούν σε αρχαιότητα σε σχέση με κάποιους από τους προαχθέντες.
Στην ουσία, ενώ στην ακυρωτική απόφαση στις προσφυγές αρ. 911/01 και 987/01 υποδείχθηκε η σημασία της αρχαιότητας με βάση τον Κανονισμό 3(2), ως ένα από τα ουσιώδη στοιχεία για την κρίση των υποψηφίων για προαγωγή, κατέληξε η εξεταζόμενη διαδικασία στην εξουδετέρωση της αρχαιότητας, αφού λαμβάνεται πρώτιστα η βαθμολογία που συγκέντρωσαν από όλα τα άλλα στοιχεία, πλην της αρχαιότητας, χωρίς να γίνεται αναφορά σε αυτή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2005) 4 Α.Α.Δ. 416,
Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325,
Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037,
Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 77.
Προσφυγή.
Ξ. Ευγενίου για Α. Σ. Αγγελίδη, για τους Aιτητές.
Δ. Καλλίγερος, για τους Kαθ' ων η αίτηση.
Καμία εμφάνιση, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση των καθ' ων η αίτηση, με την οποία οι Αργύρης Μπάκκας, Σπύρος Παπαμιχαήλ, Στέλιος Νέστωρος, Πολύβιος Χατζηβασιλείου και Δημήτρης Κατσίφλης προάχθηκαν μετά από επανεξέταση στη θέση Υπαστυνόμου, στην Πυροσβεστική Υπηρεσία από 1.10.2001.
Η επίδικη απόφαση είναι το αποτέλεσμα δεύτερης επανεξέτασης μετά την ακυρωτική απόφαση που εκδόθηκε στην Ηλία κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 4 Α.Α.Δ. 416, με την οποία ακυρώθηκαν οι προαγωγές των Ε.Μ. στο βαθμό του Υπαστυνόμου.
Κρίθηκε σ' αυτή πως «η διαμόρφωση νέου επεξηγηματικού εντύπου έξω από το ακυρωτικό αποτέλεσμα δεν έχει νόμιμο έρεισμα.»
Επίσης, κρίθηκε ότι:
«Η ακυρωτική απόφαση στις Προσφυγές Αρ. 911/01 και 987/01 αφορούσε μόνο το κριτήριο της αρχαιότητας και όχι οποιοδήποτε άλλο από τα 10 κριτήρια. Η διαφορoποίηση του ειδικού εντύπου για λόγους που δε σχετίζονται με το ακυρωτικό αποτέλεσμα των πιο πάνω προσφυγών ισοδυναμεί με επέκταση του δεδικασμένου άλλων ακυρωτικών αποφάσεων και στην παρούσα.»
Κρίθηκε περαιτέρω πως έπασχε η επανεξέταση και για το λόγο ότι το Συμβούλιο Κρίσεως με νέα σύνθεση, έλαβε υπόψη τη βαθμολογία του προηγούμενου Συμβουλίου Κρίσεως.
Ακολούθησε η διαδικασία που αποτελεί αντικείμενο εξέτασης της παρούσας προσφυγής.
Το έντυπο αξιολόγησης με τίτλο «Επεξηγηματικό έντυπο για την αξιολόγηση του Υποψηφίου με βάση τα στοιχεία του Προσωπικού Φακέλου και Ατομικού Δελτίου» που χρησιμοποίησε το Συμβούλιο Κρίσεως αναθεωρήθηκε και εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.
Το Συμβούλιο Κρίσεως που ορίστηκε, προέβηκε σε προφορική συνέντευξη των δέκα υποψηφίων και αξιολόγησε την απόδοσή τους σε αυτή.
Την τελική βαθμολογία κάθε υποψηφίου αποτελούσαν η βαθμολογία που δόθηκε για την απόδοση στην προσωπική συνέντευξη, η βαθμολογία που προκύπτει από την έκθεση της επιτροπής αξιολόγησης και η βαθμολογία που προκύπτει από την αξιολόγηση του Συμβουλίου με βάση τα στοιχεία του Προσωπικού Φακέλου και του Ατομικού Δελτίου.
Περιέλαβε «στον κατάλογο συνιστώμενων υποψηφίων για προαγωγή» και τους δέκα υποψηφίους. Μεταξύ αυτών ήταν οι αιτητές και τα Ε.Μ..
Ακολούθως ο Αρχηγός της Αστυνομίας κατέταξε τους δέκα υποψηφίους σε κατάλογο κατά σειρά βαθμολογίας. Αφού προέβηκε σε αξιολόγηση των ενώπιόν του στοιχείων, αποφάσισε την αναδρομική προαγωγή από 1.10.2001 των Αργύρη Μπάκκα, Σπύρου Παπαμιχαήλ, Στέλιου Νέστωρος, Πολύβιου Χατζηβασιλείου και Δημήτρη Κατσίφλη στο βαθμό του Υπαστυνόμου στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, κρίνοντάς τους ως τους καταλληλότερους υποψηφίους.
Για τους αιτητές λέχθηκαν τα πιο κάτω, τα οποία παραθέτω:
«Συγκρινόμενος με τους προαχθέντες, ο Αναπλ. Υπαστυνόμος Π. Ηλία, κρίνω ότι αυτοί υπερέχουν σε αξία και προσόντα, πλην της αρχαιότητας στην οποία υπερτερεί σε σχέση με κάποιους από τους προαχθέντες. Λαμβάνοντας υπόψη τον Κανονισμό 3(2) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89) και ενόψει του ότι βρίσκεται στην 9η θέση του καταλόγου κατά σειρά βαθμολογίας και έχει χαμηλότερη βαθμολογία από τους προαχθέντες, δεν προχώρησα στην προαγωγή του.»
«Συγκρινόμενος με τους προαχθέντες, ο Αναπλ. Υπαστυνόμος Κ. Πάπουτσος, κρίνω ότι αυτοί υπερέχουν σε αξία και προσόντα, πλην της αρχαιότητας στην οποία υπερτερεί σε σχέση με κάποιους από τους προαχθέντες. Λαμβάνοντας υπόψη τον Κανονισμό 3(2) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89) και ενόψει του ότι βρίσκεται στην 6η θέση του καταλόγου κατά σειρά βαθμολογίας και έχει χαμηλότερη βαθμολογία από τους προαχθέντες, δεν προχώρησα στην προαγωγή του.»
Για τις εν λόγω προαγωγές δόθηκε η έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.
Ο δικηγόρος των αιτητών ισχυρίστηκε ότι κατά την επανεξέταση δεν μπορούσε να διεξαχθεί νέα προφορική συνέντευξη. Παρέπεμψε στον Κανονισμό 8(2) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89):
«Το Συμβούλιο Κρίσεως καλεί ενώπιόν του, τους υποψηφίους για προαγωγή και κατά την κρίση του προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη πάνω σε θέματα αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής και γενικών γνώσεων για επίκαιρα διεθνή γεγονότα και γεγονότα που αφορούν την Κύπρο. Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προσωπική συνέντευξη καταγράφεται στα πρακτικά.»
Υποστήριξε ότι, σύμφωνα με τον Κανονισμό αυτό, η προσωπική συνέντευξη είναι στοιχείο δυνητικό. Αναφέρθηκε σε νομολογία στην οποία κρίθηκε ότι η διεξαγωγή νέων συνεντεύξεων, χωρίς αυτή να είναι νομοθετικά επιβεβλημένη, εισάγει νέα στοιχεία που κρίνονται ως απαράδεκτα.
Ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση έχει αντίθετη άποψη ως προς την ερμηνεία του εν λόγω Κανονισμού αναφορικά με τη διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης. Είναι η θέση του πως ο Κανονισμός καθιερώνει την υποχρέωση του Συμβουλίου Κρίσεως να καλεί τους υποψηφίους ενώπιόν του. Πρόβαλε πως η φράση «. . . και κατά την κρίση του προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη πάνω σε θέματα αστυνομικής πρακτικής . . . » αναφέρεται στον «κατά την κρίση» του Συμβουλίου Κρίσεως τρόπο διεξαγωγής της προσωπικής συνέντευξης των υποψηφίων για προαγωγή. Ανέφερε πως η θέση του αυτή ενισχύεται και από την παράγραφο (4) του ίδιου Κανονισμού, στην οποία καθορίζεται:
«(4) Το Συμβούλιο Κρίσεως, αφού μελετήσει το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, των ατομικών δελτίων και τις εκθέσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης καθώς επίσης και τα αποτελέσματα των προσωπικών συνεντεύξεων των υποψηφίων, αξιολογεί και βαθμολογεί κάθε υποψήφιο σε ειδικό έντυπο που καθορίζεται από τον Αρχηγό και εγκρίνεται από τον Υπουργό και καταρτίζει πίνακα που περιέχει τα ονόματα όσων συνιστώνται για προαγωγή με αλφαβητική σειρά.»
Συμφωνώ με την ερμηνεία που δίνει στον Κανονισμό 8 ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση. Αυτή η ερμηνεία κρίθηκε και στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325, 341. Παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα:
«Αναφορικά με τις συνεντεύξεις ηγέρθηκαν ενώπιόν μας τα ακόλουθα:
Η συνέντευξη είναι στη διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου ή είναι επιτακτική, το περιεχόμενο και η έκταση των συνεντεύξεων, η αξιολόγηση των συνεντεύξεων και η καταγραφή των αποδόσεων των υποψηφίων. Ο σχετικός Κανονισμός 8(2) έχει:
(2) Το Συμβούλιο Κρίσεως καλεί ενώπιόν του, τους υποψηφίους για προαγωγή και κατά την κρίση του προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη πάνω σε θέματα αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής και ενικών γνώσεων για επίκαιρα διεθνή γεγονότα και γεγονότα που αφορούν την Κύπρο. Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προσωπική συνέντευξη καταγράφεται στα πρακτικά.»
Είναι βασική αρχή Δικαίου ότι σκοπός της ερμηνείας των νόμων είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη μέσα από το κείμενο του Νόμου. Τα νομοθετικά κείμενα εξετάζονται και ερμηνεύονται ως σύνολο. Η ερμηνεία πρέπει να είναι τέτοια που να μην οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα αλλά στη λειτουργικότητα των νόμων.
Με βάση τις πιο πάνω αρχές έχουμε καταλήξει ότι η συνέντευξη είναι επιτακτική για όλους τους υποψήφιους. Η λέξη «καλεί» δεν επιδέχεται άλλης ερμηνείας. Κατά τη συνέντευξη το Συμβούλιο, εκτός άλλων, εξετάζει κάθε υποψήφιο πάνω σε θέματα (α) αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής και (β) γενικών γνώσεων για επίκαιρα διεθνή γεγονότα και γεγονότα που αφορούν την Κύπρο. Τα δύο αυτά θέματα είναι ουσιώδη για την άσκηση των καθηκόντων των μελών της Αστυνομικής Δύναμης.
Η λέξη «συνέντευξη», στον Κανονισμό 8(2) σημαίνει συνέντευξη και προφορική εξέταση πάνω στα πιο πάνω θέματα. Η φράση «κατά την κρίση του» αναφέρεται στο περιεχόμενο και την έκταση της εξέτασης στα δύο καθορισμένα θέματα.
Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα. Τόσον η τελολογική όσον και η γραμματική ερμηνεία και η ερμηνεία που οδηγεί στη λειτουργική εφαρμογή του νόμου υποστηρίζουν ότι η πιο πάνω είναι η μόνη ερμηνεία του ουσιαστικού μέρους της παραγράφου (2) του Κανονισμού 8.»
Καταλήγω ότι η διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης από το Συμβούλιο Κρίσεως ήταν υποχρεωτική. Συνεπώς, ορθά διεξάχθηκε νέα συνέντευξη από το Συμβούλιο Κρίσεως τηρώντας το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης. (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037).
Ακολούθως ο δικηγόρος των αιτητών αναφέρθηκε στο επεξηγηματικό έντυπο. Είναι η θέση του ότι ορθά αφαιρέθηκε το κριτήριο της αρχαιότητας, πάσχει όμως η κατανομή στα υπόλοιπα κριτήρια των δύο μονάδων που αντιστοιχούσαν στο κριτήριο αυτό. Υποστήριξε ότι αυτό αποτελεί νέο στοιχείο που διαφοροποιεί το έντυπο που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Θα συμφωνήσω με τη θέση του αυτή. Ορθά διαγράφηκαν οι δύο μονάδες του κριτηρίου της αρχαιότητας σύμφωνα με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης στις προσφυγές αρ. 911/01 και 987/01, ημερομηνίας 17.3.03. Η διαμόρφωση όμως του εντύπου με την κατανομή των δύο μονάδων του κριτηρίου της αρχαιότητας στα υπόλοιπα κριτήρια αποτελεί αυθαίρετη εισαγωγή μεταγενέστερων στοιχείων, άλλων από εκείνα που ίσχυαν στον ουσιώδη χρόνο.
Ακολούθως ο δικηγόρος των αιτητών ισχυρίστηκε ότι αγνοήθηκε εντελώς το κριτήριο της αρχαιότητας. Ανέφερε πως ο κατάλογος καταρτίστηκε από το Συμβούλιο Κρίσεως με βάση τη συνολική βαθμολογία που συγκέντρωσαν οι υποψήφιοι με βάση τη βαθμολογία της Επιτροπής Αξιολόγησης, του προσωπικού φακέλου και της προσωπικής συνέντευξης. Είναι η θέση του πως η μοναδική αναφορά στο κριτήριο της αρχαιότητας γίνεται από τον Αρχηγό Αστυνομίας στην απόφασή του ημερομηνίας 24.11.2005, από την οποία προκύπτει ότι ακολούθησε τη σειρά βαθμολογίας του Συμβουλίου Κρίσεως, καθώς και την υπεροχή των Ε.Μ. σε αξία και προσόντα.
Μελετώντας τα ενώπιόν μου στοιχεία, διαπίστωσα ότι στον κατάλογο του Συμβουλίου Κρίσεως, εκτός από τις αναφερθείσες βαθμολογίες, είναι σημειωμένη η ημερομηνία εγγραφής των υποψηφίων στην Πυροσβεστική Υπηρεσία και η ημερομηνία προαγωγής τους, στοιχεία από τα οποία προκύπτει η αρχαιότητά τους.
Ο Αρχηγός Αστυνομίας ακολούθησε τη θέση των υποψηφίων στον κατάλογο κατά σειρά βαθμολογίας επιλέγοντας τα Ε.Μ., αναφέροντας αόριστα ότι οι αιτητές υπερτερούν σε αρχαιότητα σε σχέση με κάποιους από τους προαχθέντες.
Στην ουσία, ενώ στην ακυρωτική απόφαση που εξέδωσα στις προσφυγές αρ. 911/01 και 987/01 υπέδειξα, ακολουθώντας τη νομολογία που προηγήθηκε, τη σημασία της αρχαιότητας με βάση τον Κανονισμό 3(2) ως ένα από τα ουσιώδη στοιχεία για την κρίση των υποψηφίων για προαγωγή (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 77), κατέληξε η εξεταζόμενη διαδικασία στην εξουδετέρωση της αρχαιότητας, αφού λαμβάνεται πρώτιστα η βαθμολογία που συγκέντρωσαν από όλα τα άλλα στοιχεία, πλην της αρχαιότητας χωρίς να γίνεται αναφορά σε αυτή.
Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζω €1.300 έξοδα, συν Φ.Π.Α..
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.