ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 4 ΑΑΔ 169

21 Μαρτίου, 2008

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΟΙΚΗΤΗ 293 ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΠΕΖΙΚΟΥ Ε.Φ.,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 2141/2006)

 

Στρατός της Δημοκρατίας ― Αξιωματικοί ― Πειθαρχική ευθύνη τους, με βάση το κανονιστικό πλαίσιο (Κ.Δ.Π. 554/64) ― Η απαίτηση εξειδίκευσης των πειθαρχικών παραπτωμάτων πριν κληθεί να απολογηθεί επ' αυτών ο πειθαρχικά διωκόμενος και η υποχρέωση δέουσας διερεύνησης των γεγονότων και των ισχυρισμών του διωκομένου, πριν από την καταδίκη ― Πλημέλειες της πειθαρχικής διαδικασίας που ακολουθήθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.

Ο αιτητής προσέφυγε κατά της πειθαρχικής καταδίκης του και της σε βάρος του επιβληθείσας ποινής της τετραήμερης κράτησης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Η εξέταση του διοικητικού φακέλου καθώς και των όσων έχουν αναφερθεί από τους συνηγόρους, καταδεικνύει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω διαφόρων προβλημάτων κατά την όλη διαδικασία.

Η υπό κρίση πειθαρχική καταδίκη δεν αφορά αυτούσια τα  αδικήματα για τα οποία ο Διοικητής του αιτητή πρόσαψε τις κατηγορίες.  Για να υπήρχε η δυνατότητα καταδίκης στα όσα τελικώς καταλογίσθηκαν έπρεπε να θεωρούνταν ότι όντως αποτελούσαν πειθαρχικά παραπτώματα και ήταν τα ίδια με εκείνα για τα οποία κλήθηκε ο αιτητής να απολογηθεί. Και εκείνα που απευθύνθηκαν στον αιτητή και εκείνα για τα οποία τιμωρήθηκε, θεωρήθηκαν ότι εμπίπτουν κάτω από τον Καν. 19(2) που αφορά την παράλειψη συμμόρφωσης προς γενικές διαταγές του Διοικητή. Δεν έχουν όμως αναφερθεί στο Δικαστήριο, ποιες είναι οι συγκεκριμένες αυτές γενικές διαταγές του Διοικητή.

Η γνώση των πιο πάνω θα ήταν αναγκαία, διότι ενδεχομένως κάθε παράλειψη συμμόρφωσης προς τις επί μέρους γενικές διαταγές του Διοικητή στοιχειοθετεί ξέχωρο πειθαρχικό παράπτωμα, ούτως ώστε να μην μπορούσε να επιβληθεί μια και μοναδική ποινή για δύο χωριστά τέτοια παραπτώματα.

Περαιτέρω, προβάλλει από τα γεγονότα, ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα. Ο Διοικητής ανέφερε ότι έλαβε υπόψη τα στοιχεία που προέκυπταν από την «διενεργηθείσα πρόχειρη εξέταση». Η έννοια της «πρόχειρης εξέτασης» δεν απαντάται πουθενά στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς, όπως τροποποιήθηκαν.

Όταν άτομο δυνατό να διωχθεί πειθαρχικά, πρέπει να ακολουθείται η διαδικασία του  Καν. 6(2) των Πειθαρχικών  Κανονισμών, ο  οποίος και προνοεί ότι ο διοικών Αξιωματικός του υπό διερεύνηση ατόμου «. επιλαμβάνεται προσωπικώς της ερεύνης του αναφερομένου παραπτώματος ..». Προσωπική έρευνα δεν σημαίνει βεβαίως κατ' ανάγκην και γραπτή, αλλά σίγουρα δεν πρέπει να είναι πρόχειρη.

Δεν διερευνήθηκαν εν προκειμένω επαρκώς οι απολογίες του αιτητή. Δεν είναι ορθό από τις απαντήσεις στην απολογία που καλείται ο αιτητής να προβάλει, να κρίνεται ένοχος παραπλήσιων πειθαρχικών παραπτωμάτων, χωρίς να υπάρχει το υπόβαθρο, που είναι αναγκαίο για τη συγκεκριμένη οφειλόμενη εκ μέρους του αιτητή ενέργεια σε κάθε περίσταση.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Περδίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 731/98, ημερ. 27.9.1999.

Προσφυγή.

Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.

Λ. Ουστά (κα), για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και χωρίς οποιαδήποτε έννομη συνέπεια, η απόφαση του καθ' ου Διοικητή του 293 Τάγματος Πεζικού με την οποία επιβλήθηκε στον αιτητή τετραήμερη κράτηση ως τιμωρία για πειθαρχικά παραπτώματα. 

Ο αιτητής είναι μόνιμος Αξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας, έχοντας το βαθμό του Ανθυπολοχαγού, είχε δε τη βάση του στο προαναφερθέν Τάγμα στο Λιοπέτρι με καθήκοντα διοίκησης του 1ου Λόχου. Ο Διοικητής έχοντας διενεργήσει πρόχειρη εξέταση για πιθανή διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος με βάση την πρόνοια του Καν. 19(2) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964 (Κ.Δ.Π. 554/64), όπως τροποποιήθηκαν, κάλεσε τον αιτητή με σχετική επιστολή του ημερ. 8.9.06 σε διοικητική απολογία. Ο αιτητής απάντησε με χειρόγραφη επιστολή του στις 12.9.06 προβάλλοντας τη δική του εκδοχή, μη αποδεχόμενος στην ουσία ευθύνη. Ο Διοικητής γνωστοποίησε στη συνέχεια με σχετικό έγγραφο του ημερ. 13.9.06 την προσβαλλόμενη απόφαση έχοντας κρίνει αυτόν ένοχο.

Το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής η οποία σχετιζόταν με την παράλειψη συμμόρφωσης προς τις γενικές διαταγές του Διοικητή έχει ως εξής:

«Ως Διοικητής του 1ου Λόχου την 07 Σεπ 06 δεν μεριμνήσατε να υπάρχουν τα προβλεπόμενα βιβλία ελέγχου οπλισμού εθνοφυλάκων και δεν φροντίσατε να διορθωθεί παλιά τρύπα στην περίφραξη του φυλακίου "Άχνα" του Λόχου σας με αποτέλεσμα στις 08 04:15 Σεπ 06 άγνωστο άτομο να εισέλθει εντός του φυλακίου από την οπή στην περίφραξη και πάρει δύο όπλα εθνοφυλάκων.»

Ο αιτητής προβάλλει τις θέσεις ότι ο Διοικητής ενήργησε κατά κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας, διότι ενώ τον κάλεσε να απολογηθεί για δύο συγκεκριμένα πειθαρχικά αδικήματα, στο τέλος τον έκρινε ένοχο για δύο άλλα αδικήματα στερώντας έτσι σε αυτόν τη δυνατότητα να απολογηθεί γι' αυτά. Περαιτέρω, ο Διοικητής ενήργησε αντίθετα με τις πρόνοιες των σχετικών Πειθαρχικών Κανονισμών και συγκεκριμένα σε ασυμφωνία με τους Καν. 6(1) και (2), που προνοούν για προσωπική έρευνα από τον διοικούντα Αξιωματικό και όχι για πρόχειρη εξέταση. Περαιτέρω, δεν έγινε δέουσα έρευνα με δεδομένο ότι οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από τον αιτητή στην απολογία του δεν διερευνήθηκαν. Τέλος, η απόφαση πάσχει από ανεπαρκή και μη νόμιμη αιτιολογία εφόσον κρίθηκε ένοχος για παραπτώματα για τα οποία δεν του δόθηκε η δυνατότητα να προβάλει τους ισχυρισμούς του.

Η αντίθετη θέση που προβλήθηκε ήταν ότι ο Καν. 19(2) δημιουργεί ένα πειθαρχικό παράπτωμα που στην υπό κρίση περίπτωση αποτελείτο από δύο πράξεις, η δε ποινή που επιβλήθηκε ήταν υπό τις περιστάσεις ορθή, αναφερόμενη στο σύνολο των πειθαρχικών παραλείψεων του αιτητή. Κατά τα υπόλοιπα, υπήρχε επαρκής έρευνα και ο χαρακτηρισμός από τον Διοικητή της εξέτασης ως «πρόχειρης», δεν αφαιρούσε από την επάρκεια του διερευνητικού χαρακτήρα της εξέτασης, έχοντας ιδιαιτέρως υπόψη και τα όσα προβλήθηκαν από τον αιτητή ως απολογία.

Προτού το Δικαστήριο ασχοληθεί με την ουσία της υπόθεσης, να λεχθεί ότι το ζήτημα που ήγειρε η κα Ουστά ως προς την έτερη προσφυγή υπ' αρ. 2142/06 που ήγειρε ο ίδιος αιτητής με αντικείμενο την απόφαση του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς να επαυξήσει την τετραήμερη πειθαρχική ποινή κράτησης σε πενθήμερη και στην οποία προσφυγή ο δικηγόρος του αιτητή, κατά τη συνήγορο, αποδέχθηκε την επιβληθείσα σ' αυτόν τετραήμερη ποινή, δεν προωθήθηκε περαιτέρω εφόσον η κα Ουστά δέχθηκε κατά τις διευκρινίσεις ότι το απόσπασμα από την αγόρευση το είχε λανθασμένα αντιληφθεί κατά τρόπο που πιθανό να στερούσε από τον αιτητή το έννομο συμφέρον του στην παρούσα προσφυγή. Κατέστη όμως σαφές από τη θέση του κ. Οικονομίδη ότι και οι δύο προσφυγές είχαν καταχωρηθεί την ίδια ημέρα και απλώς λεκτικά μπορεί να μην είχε ορθά διατυπωθεί στην αγόρευση του αιτητή στην υπ' αρ. 2142/06 η θέση του, η οποία ήταν και παραμένει, η αμφισβήτηση της ορθότητας της τετραήμερης κράτησης.

Επί της ουσίας, η εξέταση του διοικητικού φακέλου καθώς και των όσων έχουν αναφερθεί από τους συνηγόρους, καταδεικνύει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω διαφόρων προβλημάτων κατά την όλη διαδικασία. Κατά πρώτο λόγο, ο Διοικητής κάλεσε τον αιτητή να απολογηθεί ως προς το ότι δεν μερίμνησε να υπάρχουν τα προβλεπόμενα βιβλία ελέγχου οπλισμού εθνοφυλάκων στις 7.9.06, ενώ δεν φρόντισε να διορθωθεί παλιά τρύπα στην περίφραξη φυλακίου στο Λόχο του, με αποτέλεσμα στις 6.9.06 άγνωστο πρόσωπο να περάσει από την οπή. Μετά την εξέταση της απολογίας του αιτητή ο Διοικητής του επέβαλε την προσβαλλόμενη πειθαρχική ποινή διότι «.. δεν έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες και δεν άσκησε τον απαιτούμενο έλεγχο .. ώστε να τηρηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία για την αναγραφή του οπλισμού των εθνοφυλάκων στις καταστάσεις οπλισμού του φυλακίου όπως η Π.Δ./1-14/ΓΕΕΦ/2006 καθορίζει» καθώς και επί τω ότι δεν άσκησε «.. τον απαιτούμενο έλεγχο για αποκατάσταση της οπής και τον πειθαρχικό έλεγχο των υπευθύνων οργάνων.».

Η υπό κρίση πειθαρχική καταδίκη δεν αφορά αυτούσια τα αδικήματα για τα οποία ο Διοικητής πρόσαψε τις κατηγορίες. Μπορεί σε ένα βαθμό να είναι παρεμφερή ή να αποτελούν επέκταση αυτών, όπως εισηγήθηκε η κα Ουστά στη γραπτή της αγόρευση, αλλά δεν είναι τα ίδια. Είναι σαφές ότι το καταλογισθέν πιθανό πειθαρχικό παράπτωμα όσον αφορούσε το πρώτο μέρος σχετιζόταν με την παράλειψη να υπάρχουν τα προβλεπόμενα βιβλία ελέγχου οπλισμού, ενώ η καταδίκη σχετιζόταν με το ότι δεν έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες και δεν ασκήθηκε ο απαιτούμενος έλεγχος ώστε να τηρηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία για την αναγραφή του οπλισμού. Από τη μια λοιπόν ο καταλογισμός γινόταν για την ανυπαρξία των προβλεπομένων βιβλίων και από την άλλη η τιμωρία έγινε για τη μη αναγραφή του οπλισμού στα βιβλία αυτά.  Όσον αφορά το δεύτερο πειθαρχικό παράπτωμα, ο καταλογισμός αφορούσε τη μη φροντίδα διόρθωσης παλιάς τρύπας στην περίφραξη, ενώ η καταδίκη έγινε τόσο γιατί δεν ασκήθηκε ο απαιτούμενος έλεγχος για αποκατάσταση της οπής, αλλά και για την αδυναμία άσκησης πειθαρχικού ελέγχου στα υπεύθυνα όργανα.

Για να υπήρχε η δυνατότητα καταδίκης στα όσα τελικώς καταλογίσθηκαν έπρεπε να θεωρούνταν ότι όντως αποτελούσαν πειθαρχικά παραπτώματα και ήταν τα ίδια με εκείνα για τα οποία κλήθηκε ο αιτητής να απολογηθεί. Και εκείνα που απευθύνθηκαν στον αιτητή και εκείνα για τα οποία τιμωρήθηκε θεωρήθηκαν ότι εμπίπτουν κάτω από τον Καν. 19(2) που αφορά την παράλειψη συμμόρφωσης προς γενικές διαταγές του Διοικητή. Δεν έχουν όμως αναφερθεί στο Δικαστήριο ποιες είναι οι συγκεκριμένες αυτές γενικές διαταγές του Διοικητή και η γενική αναφορά στην πειθαρχική καταδίκη από τον Διοικητή στην Π.Δ./1-14/ΓΕΕΦ/2006, δεν καλύπτει το κενό. Ευλόγως προκύπτει το ερώτημα ποιες είναι οι γενικές αυτές οδηγίες, αν είναι διατυπωμένες σε ξέχωρες παραγράφους με κάποια ιδιαίτερη κατάταξη και κατηγοριοποίηση και πώς ενδεχομένως η κάθε οδηγία συσχετιζόταν με τις άλλες.

Η γνώση των πιο πάνω θα ήταν αναγκαία διότι ενδεχομένως κάθε παράλειψη συμμόρφωσης προς τις επί μέρους γενικές διαταγές του Διοικητή στοιχειοθετεί ξέχωρο πειθαρχικό παράπτωμα ούτως ώστε να μην μπορούσε να επιβληθεί μια και μοναδική ποινή για δύο χωριστά τέτοια παραπτώματα. Δεν είναι δεκτή εν πάση περιπτώσει η εισήγηση της κας Ουστά ότι ένα ήταν το πειθαρχικό παράπτωμα αποτελούμενο από δύο πράξεις. Το πειθαρχικό παράπτωμα της παράλειψης συμμόρφωσης προς τις γενικές οδηγίες συναρτάται με την εκάστοτε συγκεκριμένη παράλειψη η οποία και πρέπει να αποτελεί το υπόβαθρο για ξεχωριστή πειθαρχική κατηγορία και βεβαίως ποινή. Πρόκειται για ανάλογη ή αντίστοιχη  διαδικασία όπως τη διατύπωση ποινικών κατηγοριών σε ξέχωρες παραγράφους ως προς την έκθεση κάθε αδικήματος με τις υποστηρικτικές λεπτομέρειες του. Προκύπτει άλλωστε από το τι καταλογίσθηκε στον αιτητή ότι εντελώς διαφορετικά ήταν τα πειθαρχικά παραπτώματα από την ίδια τη φύση τους, τα οποία και διαπράχθηκαν σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες. Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Μιχάλη Περδίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 731/98, ημερ. 27.9.99, για παρόμοιο θέμα «.. ως ζήτημα γενικής αρχής στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται σφαιρικά υπόψη η συμπεριφορά από την οποία προέκυψαν τα διάφορα παραπτώματα αλλά η ποινή πρέπει εν τέλει να συσχετίζεται με το κάθε ένα χωριστά.». Αναφέρθηκε επίσης ότι νομικά ο αιτητής έχει το δικαίωμα να γνωρίζει ποια ήταν η τιμωρία του για το κάθε καταλογισθέν πειθαρχικό παράπτωμα.

Περαιτέρω, προβάλλει από τα γεγονότα ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα. Ο Διοικητής ανέφερε στη σχετική επιστολή του ημερ. 8.9.06 ότι διενεργήθηκε «πρόχειρη εξέταση» από την οποία και προέκυπτε η πιθανή διάπραξη των αδικημάτων. Επίσης στην επιστολή με την οποία ο αιτητής τιμωρήθηκε ημερ. 13.9.06 και πάλι ο Διοικητής ανέφερε ότι έλαβε υπόψη τα στοιχεία που προέκυπταν από την «διερνεργηθείσα πρόχειρη εξέταση». Η έννοια της «πρόχειρης εξέτασης» δεν απαντάται πουθενά στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς, όπως τροποποιήθηκαν. Άλλωστε το ότι ήταν πρόχειρη η εξέταση φανερώνεται και από το γεγονός ότι ακολούθησε επισταμένη έρευνα με τη λήψη καταθέσεων από 23 μάρτυρες, το αποτέλεσμα της οποίας είναι καταγραμμένο στη λεγόμενη «Συνοπτική Έκθεση» ημερ. 15.1.07, καταχωρημένη ως Τεκμ. 4 στο διοικητικό φάκελο. Η έρευνα αυτή αφορούσε την απώλεια τη νύκτα της 7-8.9.06, δύο τουφεκίων από το φυλάκιο ως αποτέλεσμα της οπής που υπήρχε στην περίφραξη. Επομένως αφορούσε το δεύτερο πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο τιμωρήθηκε ο αιτητής. Δεν μπορεί όμως εκ των υστέρων να δικαιολογείται ή να εμφανίζεται ως ορθή η πειθαρχική καταδίκη του αιτητή, όπως προσπάθησε να εισηγηθεί η κα Ουστά στη γραπτή αγόρευση της, λόγω του ότι ακολούθησε η συνοπτική αυτή έκθεση, η οποία και δεν ήταν στη γνώση του Διοικητή όταν ο ίδιος κάλεσε τον αιτητή σε απολογία και στη συνέχεια τον τιμώρησε.

Όταν άτομο δυνατό να διωχθεί πειθαρχικά πρέπει να ακολουθείται η διαδικασία του  Καν. 6(2) των Πειθαρχικών Κανονισμών,  ο οποίος και προνοεί ότι ο διοικών Αξιωματικός του υπό διερεύνηση ατόμου «. επιλαμβάνεται προσωπικώς της ερεύνης του αναφερομένου παραπτώματος ..». Ο αιτητής δεν αμφισβήτησε εδώ ότι η έρευνα είχε γίνει από τον διοικούντα Αξιωματικό, αλλά ορθά ανέφερε ότι η έρευνα δεν ήταν η δέουσα εφόσον όχι μόνο χαρακτηρίστηκε ως «πρόχειρη», αλλά και δεν φαίνεται από την απόφαση του Διοικητή να ερευνήθηκαν σε βάθος τα όσα ο αιτητής ανέφερε στην απολογία του. Προσωπική έρευνα δεν σημαίνει βεβαίως κατ' ανάγκην και γραπτή, αλλά σίγουρα δεν πρέπει να είναι πρόχειρη. Η έννοια της πρόχειρης διερεύνησης εμπεριέχει το στοιχείο ότι δεν διερευνήθηκε σε βάθος η όλη υπόθεση, αλλά μόνο επιφανειακά. Για το πρώτο πειθαρχικό παράπτωμα ο αιτητής ανέφερε ότι το βιβλίο που υπήρχε είχε γεμίσει και δεν μερίμνησε για την εξασφάλιση άλλου βιβλίου επειδή, κατά την άποψη του, η Π.Δ./1-14/2006 δεν προέβλεπε για τέτοια βιβλία για τα φυλάκια. Αυτό το σκέλος της απολογίας του αιτητή δεν φαίνεται να διερευνήθηκε διότι δεν υπάρχει σχετική απάντηση από τον Διοικητή. Όσον αφορά το δεύτερο πειθαρχικό παράπτωμα η απολογία του αιτητή συνίστατο στο ότι είχε δώσει οδηγίες και είχε κλείσει η οπή, έχοντας δηλαδή φροντίσει να διορθωθεί η παλιά τρύπα που υπήρχε.

Δεν είναι σαφές και αυτό προκύπτει από την παράλειψη να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου οι εκδοθείσες γενικές οδηγίες του Διοικητή, κατά πόσο υπήρχε άλλη οδηγία για άσκηση πειθαρχικού ελέγχου των υπευθύνων οργάνων, η οποία και ενσωματώθηκε ως παράλειψη του αιτητή στην καταδίκη του για το δεύτερο πειθαρχικό παράπτωμα. Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι δεν διερευνήθηκαν επαρκώς οι απολογίες του αιτητή. Δεν είναι ορθό από τις απαντήσεις στην απολογία που καλείται ο αιτητής να προβάλει, να κρίνεται ένοχος παραπλήσιων πειθαρχικών παραπτωμάτων, χωρίς να υπάρχει το υπόβαθρο που είναι αναγκαίο για τη συγκεκριμένη οφειλόμενη εκ μέρους του αιτητή ενέργεια σε κάθε περίσταση.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.200 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων.

Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο