ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 1227/2007)
2 Δεκεμβρίου, 2008
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΑΡΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥ ΛΤΔ,
Αιτητές,
ν.
1. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΦΠΑ,
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α. Παπαχαραλάμπους, για τους Αιτητές.
Μ. Θεοκλείτου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Το Τμήμα Τελωνείων, με την «εκ των υστέρων βεβαίωση οφειλής και άλλης τελωνειακής οφειλής αρ. 493/07» υπολόγισε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τσιγάρων (καπνού) στο ποσό των ΛΚ39.685,00 καθώς και το φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) ύψους ΛΚ5.953,00. Επί του συνολικού ποσού των ΛΚ45.638,00 υπολογίστηκε χρηματική επιβάρυνση ΛΚ4.564,00 (ίση προς 10% επί του οφειλόμενου ποσού). Η πιο πάνω βεβαίωση, κοινοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή του Τμήματος Τελωνείων ημερ. 12.6.2007. Το εν λόγω Τμήμα απαίτησε την καταβολή του πιο πάνω ποσού (σύνολο ΛΚ50.202,00) εντός 21 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της ειστολής με τόκο προς 9% ετησίως από 20.7.2004 μέχρι 31.12.2006 και προς 8% ετησίως από 1.1.2007 μέχρι εξοφλήσεως. Η προαναφερόμενη επιστολή καταλήγει ως εξής:
«Καταληκτικά, επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι η παρούσα βεβαίωση δυνατόν να συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, την οποία αν αμφισβητείτε, μπορείτε ενδεχομένως να προσβάλετε στο Ανώτατο Δικαστήριο μέσα σε εβδομήντα πέντε (75) ημέρες από την ημερομηνία της λήψης της επιστολής αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 146 του Συντάγματος.»
Με την παρούσα προσφυγή, οι αιτητές ζητούν την ακύρωση της προαναφερόμενης απόφασης. Ισχυρίζονται ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και ότι λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί η διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Λέγουν επίσης ότι κατά τη λήψη της, εμφιλοχώρησε πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα και ότι παραβιάστηκε ο κανόνας της χρηστής διοίκησης.
Οι αιτητές οι οποίοι ασχολούνται, μεταξύ άλλων, με την εισαγωγή καπνικών προϊόντων, απέστειλαν στο Τμήμα Τελωνείων κατάλογο με την ανώτερη τιμή της ΛΚ1,65 ανά πακέτο των 20 εισαγόμενων από την Ελλάδα τσιγάρων μάρκας «BF» και «GR».
Οι αιτητές με επιστολές ημερομηνίας 10.5.2005 και 23.5.2005 επιβεβαίωσαν την προαναφερθείσα τιμή και καθόρισαν επίσης την τιμή του πακέτου των 25 τσιγάρων μάρκας «GR» στο ποσό των ΛΚ2,05.
Το Τμήμα Τελωνείων, ύστερα από ενδεικτικές εξετάσεις διασαφήσεων εισαγωγής, διαπίστωσε ότι οι αιτητές διενεργούσαν από το 2004 τελωνισμούς ποσοτήτων τσιγάρων για εσωτερική κατανάλωση στην τιμή της ΛΚ1,65 ανά πακέτο των 20.
Στις 27.6.06 κατόπιν έρευνας που διενεργήθηκε σε σημεία λιανικής πώλησης, διαπιστώθηκε ότι παρά τις πιο πάνω δεδηλωμένες ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης των τσιγάρων «BF» ανά πακέτο των 20 (ΛΚ1,65) και των τσιγάρων «GR» ανά πακέτο των 25 (ΛΚ2,05) αυτά, πωλούνταν στους καταναλωτές σε ψηλότερες τιμές. Διαπιστώθηκε επίσης ότι η χονδρική τιμή πώλησης των τσιγάρων «BF» των 20 ανά πακέτο υπερέβαινε την τιμή της ΛΚ1,65. Ακολούθησε έρευνα σε περίπτερα από την οποία προέκυψε ότι τα πιο πάνω τσιγάρα πωλούνταν μεταξύ ΛΚ2,10 και ΛΚ2,15 και ότι η χονδρική τιμή πώλησης τους ήταν στη ΛΚ1,93 ανά πακέτο συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ.
Στις 22.2.2007 λειτουργοί του Τμήματος Τελωνείων επισκέφθηκαν τους αιτητές στα γραφεία τους και τους ενημέρωσαν για το αποτέλεσμα των ερευνών και για τις πρόνοιες της ισχύουσας νομοθεσίας. Οι αιτητές αυθημερόν απέστειλαν επιστολή στην οποία αναγραφόταν ως νέα τιμή λιανικής πώλησης ανά πακέτο των τσιγάρων «BF» και «GR» το ποσό της ΛΚ2,05.
Στις 26.2.2007, λειτουργοί των καθ΄ ων η αίτηση επισκέφθηκαν τη φορολογική αποθήκη αποταμίευσης της Philpa Bonded Co Ltd στην οποία οι αιτητές αποθήκευαν αφορολόγητα τσιγάρα «BF» και «GR». Κατόπιν σχετικής έρευνας, διαπιστώθηκε ότι οι αιτητές κατά τον τελωνισμό των τσιγάρων για εσωτερική κατανάλωση, δήλωναν για κάθε πακέτο των 20 «BF» και «GR» την τιμή ΛΚ1,65. Ο Διευθυντής της αποθήκης αποταμίευσης σε κατάθεσή του ημερ. 26.2.2007, δήλωσε ότι στις 4.5.2004 παρέλαβε από τους αιτητές κατάλογο με τις ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης των τσιγάρων βάσει των οποίων, προέβαινε στους τελωνισμούς των εμπορευμάτων. Κατά την προαναφερόμενη επίσκεψη κρατήθηκαν για σκοπούς περαιτέρω διερεύνησης φάκελοι αποταμίευσης της αποθήκης οι οποίοι, αφού μελετήθηκαν, επιστράφηκαν στην εταιρεία.
Ο λογιστής των αιτητών στα πλαίσια ανακριτικής κατάθεσης που έδωσε σε λειτουργό του Τμήματος Τελωνείων στις 7.3.2007, δήλωσε ότι από το έτος 2004 οι αιτητές τελώνιζαν τσιγάρα «BF» και «GR» των 25 τεμαχίων για εσωτερική κατανάλωση στην τιμή της ΛΚ1,65 και ΛΚ1,30 αντίστοιχα. Δήλωσε επίσης ότι οι χονδρικές πωλήσεις στα περίπτερα για το πακέτο «BF» των 20, γινόταν στην τιμή της ΛΚ1,93, περιλαμβανομένου του ΦΠΑ, ενώ για το πακέτο των 25 «GR» γινόταν στην τιμή των ΛΚ1,49, περιλαμβανομένου του ΦΠΑ. Παραδόθηκαν επίσης στον τελωνειακό λειτουργό αντίγραφα τιμολογίων για πωλήσεις τσιγάρων που έκαναν οι αιτητές τον Ιανουάριο 2007 καθώς και τιμολόγια που αφορούσαν άλλες ημερομηνίες από τα οποία προέκυπτε ότι η χονδρική τιμή πώλησης ήταν ΛΚ1,93 συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ.
Το Τμήμα Τελωνείων, για σκοπούς πληρέστερης διερεύνησης της υπόθεσης αλλά και λόγω της αδυναμίας των αιτητών να προσκομίσουν στοιχεία για την περίοδο από 2004 μέχρι 2006, αποτάθηκαν στην εταιρεία CA Papaellinas Emporiki Public Co Ltd η οποία προμηθευόταν τσιγάρα από τους αιτητές κατά την προαναφερόμενη περίοδο για να πάρουν στοιχεία σχετικά με τις τιμές των υπό αναφορά τσιγάρων. Ο Διευθυντής της εν λόγω εταιρείας στις 19.3.2007 παρέδωσε στους καθ΄ ων η αίτηση αντίγραφα ποσοστώσεων στις οποίες φαινόταν η τιμή λιανικής πώλησης των τσιγάρων «BF» που διατέθηκαν από την υπεραγορά Αλφαμέγα από 3.10.2003 μέχρι 19.3.2007. Από τη μελέτη των στοιχείων διαπιστώθηκε ότι η τιμή λιανικής πώλησης των πιο πάνω τσιγάρων ανερχόταν στις ΛΚ2,20.
Στις 22.3.2007 ο κ. Χάρης Αργυρού, ιδιοκτήτης των αιτητών, ανέφερε σε ανακριτική κατάθεση ότι η εταιρεία του δήλωσε την τιμή ΛΚ1,65 ανά πακέτο μετά που είχε ζητηθεί από τον εκτελωνιστή του να καθορίσει για σκοπούς καταβολής των φόρων και τελωνισμού για εσωτερική κατανάλωση την κατώτατη τιμή των τσιγάρων. Ανέφερε επίσης ότι η χονδρική τιμή πώλησης των τσιγάρων στα διάφορα περίπτερα ήταν ΛΚ1,65 πλέον ΦΠΑ, σύνολο ΛΚ1,89.
Όπως εύστοχα υποδεικνύουν οι καθ΄ ων η αίτηση η δήλωση αυτή του κ. Αργυρού δεν συνάδει με τις τιμές των διαφόρων τιμολογίων χονδρικής πώλησης που συγκεντρώθηκαν στα πλαίσια διερεύνησης της υπόθεσης όπου φαίνεται ως χονδρική τιμή πώλησης η ΛΚ1,93 (ΛΚ1,67 πλέον ΛΚ0,25 ΦΠΑ). Η δήλωση του κ. Αργυρού δεν ταυτίζεται ούτε με την κατάθεση του λογιστή των αιτητών, σύμφωνα με την οποία, η χονδρική τιμή πώλησης των «BF» ήταν ΛΚ1,97 ανά πακέτο.
Οι αιτητές με επιστολή τους ημερ. 24.4.2007 προς το Τμήμα Τελωνείων επισύναψαν αντίγραφα αποδείξεων πώλησης τσιγάρων «BF» από διάφορα περίπτερα και υπεραγορές από τις οποίες προέκυπτε ότι η τιμή λιανικής πώλησης των συγκεκριμένων τσιγάρων διέφερε από σημείο σε σημείο αφού κυμαινόταν μεταξύ ΛΚ1,95 και ΛΚ2,15. Από το περιεχόμενο επιστολής των αιτητών προς όλους τους συνεργάτες τους ημερ. 9.3.2007 συνάγεται ότι οι αιτητές καθόρισαν τις τιμές χονδρικής και λιανικής πώλησης των τσιγάρων συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Συγκεκριμένα, η χονδρική τιμή πώλησης ανά κούτα των τσιγάρων «BF» ήταν ΛΚ19,30 και η κούτα των «GR» (των 25 τσιγάρων ανά πακέτο) ΛΚ14,95. Η λιανική τιμή πώλησης ανά πακέτο καθορίστηκε στις ΛΚ2,05 όλα με ισχύ από 9.3.2007.
Οι καθ΄ ων η αίτηση με βάση τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους, προχώρησαν στον υπολογισμό των αποφευχθέντων ειδικών φόρων κατανάλωσης και φόρου προστιθέμενης αξίας επί των τελωνισμένων για εσωτερική κατανάλωση τσιγάρων, έχοντας ως βάση τις τιμές της ΛΚ1,93 για τα τσιγάρα «BF», των ΛΚ2,05 για τα «GR».
Οι καθ΄ ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι το μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης που αφορά στην επιβολή της χρηματικής επιβάρυνσης και των τόκων δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη εφόσον η επιβολή τους προέκυψε από την εφαρμογή συγκεκριμένων νομοθετικών διατάξεων που αντιστοίχως προβλέπουν την επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκων. Παραπέμπουν συναφώς στο άρθρο 23 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 2004 (Ν. 91(1)/2004), στο άρθρο 52 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 1994 (Ν. 94(1)/2004), στα άρθρα 3 και 4(1) του περί Ενιαίου δημοσίου Επιτοκίου Νόμου (Ν. 167(1)/2006) και τις σχετικές πρόνοιες του περί Φόρου Προστιθέμενης αξίας Νόμου (Ν.95(1)/2000).
Είναι γεγονός ότι στην προκείμενη περίπτωση όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση κατά την οποία γίνεται εκ των υστέρων βεβαίωση οφειλής φόρου κατανάλωσης κλπ, επιβάλλονται επιτακτικά δυνάμει των αντίστοιχων προαναφερόμενων νομοθετικών διατάξεων χρηματική επιβάρυνση και τόκοι. Το θέμα, ως ρυθμιζόμενο απ΄ ευθείας από το νόμο, δεν εξαρτάται από τη βούληση ή τη διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή Τελωνείων. Αυτό σημαίνει ότι η πράξη της επιβολής της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου δεν υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου αν η επιδίωξη είναι ο έλεγχος της συγκεκριμένης πράξης ανεξάρτητα από τον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης της εκ των υστέρων βεβαίωσης της οφειλής. Εδώ οι αιτητές αμφισβητούν τη νομιμότητα της εκ των υστέρων βεβαίωσης της οφειλής, αμφισβήτηση η οποία αναπόφευκτα συμπεριλαμβάνει και την παρεπόμενη πράξη που αφορά στον υπολογισμό της πρόσθετης επιβάρυνσης και τόκων ως άρρηκτα συνυφασμένες με την κύρια πράξη του υπολογισμού και της βεβαίωσης της οφειλής. Αν διαπιστωθεί παρανομία στη βεβαίωση της οφειλής η ακύρωση αναπόφευκτα θα συμπαρασύρει και την επιβολή της χρηματικής επιβάρυνσης και τους τόκους. Στην υπό εξέταση υπόθεση οι αιτητές προσβάλλουν την εκ των υστέρων βεβαίωση με τις συνεπαγόμενες εκ του νόμου «κυρώσεις» και όχι τις «κυρώσεις» ανεξάρτητα από τη βεβαίωση. Η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από τις Χρ.Σ. Χριστοφίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 772 και Καλαπαλίκκης κα ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) ΑΑΔ 818 όπου και στις δυο περιπτώσεις ο έλεγχος αφορούσε μόνο στην επιβολή τόκου και επιβαρύνσεων. Για τους πιο πάνω λόγους η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Οι αιτητές προβάλλουν ως λόγο ακύρωσης την παράλειψη των καθ΄ ων η αίτηση να προσδιορίσουν την πρώτη ανώτερη τιμή λιανικής πώλησης των τσιγάρων, απαραίτητη προϋπόθεση για να ζητηθεί μετέπειτα η ανώτερη λιανική πώληση από τον εισαγωγέα ή τον αντιπρόσωπο. Στα πλαίσια του πιο πάνω λόγου ακύρωσης οι αιτητές ισχυρίζονται ότι τα άρθρα 82(1), (4) και 85(1), (2) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου, Ν. 91(1)/2004 είναι αντισυνταγματικά επειδή είναι αντίθετα προς τις αρχές της ελεύθερης οικονομίας και περιορίζουν τις αρχές του ελεύθερου εμπορίου. Οι καθ΄ ων η αίτηση ορθά παρατηρούν ότι οι ισχυρισμοί των αιτητών περί αντισυνταγματικότητας των πιο πάνω διατάξεων εκτίθενται ακροθιγώς χωρίς την απαραίτητη εξειδίκευση που θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιτυχία του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης. Είναι γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί δεν ανατρέπουν το τεκμήριο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης εφόσον κάθε νομοθετική διάταξη θεωρείται συνταγματική εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο πέρα από κάθε λογική αμφιβολία. Ακροθιγώς θα μπορούσε να ειπωθεί ότι τα πιο πάνω άρθρα δεν περιορίζουν το ελεύθερο εμπόριο ούτε παραβιάζουν τις σχετικές αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται η διεξαγωγή του. Το άρθρο 85(2)* του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου, Ν. 91(1)/2004 κατοχυρώνει το δικαίωμα των καπνοβιομηχάνων των αντιπροσώπων ή εντολοδόχων τους κλπ να καθορίζουν ελεύθερα την ανώτερη τιμή λιανικής πώλησης των προϊόντων τους. Η απαίτηση να πληροφορείται ο Διευθυντής Τμήματος Τελωνείων για την ανώτερη τιμή λιανικής πώλησης καθόλου δεν περιορίζει το ελεύθερο εμπόριο αφού η τιμή καθορίζεται ελεύθερα.
Οι αιτητές προβάλλουν ως λόγο ακύρωσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση ή και κατάχρηση εξουσίας αντίθετα με τις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης. Λέγουν συναφώς ότι οι καθ΄ ων η αίτηση με αδικαιολόγητη καθυστέρηση δηλαδή στις 27.6.06, διενήργησαν έρευνα στον Τομέα Φόρων Κατανάλωσης. Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. Οι καθ΄ ων η αίτηση διενήργησαν έρευνα στα πλαίσια των εξουσιών τους προκειμένου να διαπιστώσουν κατά πόσον οι αιτητές κατέβαλαν ως όφειλαν, τους νενομισμένους φόρους ως είχαν υποχρέωση. Η καταβολή των φόρων που προβλέπουν οι νόμοι αποτελεί υποχρέωση του εισαγωγέα ο οποίος τελωνίζει τα εμπορεύματα που εισάγει. Οι καθ΄ ων η αίτηση, στα πλαίσια της έρευνας τους, συγκέντρωσαν όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τον υπολογισμό των φόρων που δεν πληρώθηκαν και άσκησαν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση τους. Τα στοιχεία που συγκέντρωσαν ήταν αρκετά προκειμένου να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.
Η εισήγηση των αιτητών ότι οι καθ΄ ων η αίτηση αμέλησαν να καθορίσουν την ανώτερη τιμή πώλησης δεν ευσταθεί. Με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 85(1) του νόμου οι καθ΄ ων η αίτηση δεν είχαν εξουσία να καθορίσουν τις λιανικές και χονδρικές τιμές πώλησης των τσιγάρων.
Η εισήγηση των αιτητών ότι οι τιμές χονδρικής πώλησης δεν ανταποκρίνονται στις τιμές λιανικής πώλησης δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Οι καθ΄ ων η αίτηση χρησιμοποίησαν ως βάση υπολογισμού των αποφευχθέντων φόρων την πλέον ευνοϊκή για τους αιτητές τιμή ήτοι, την τιμή της ΛΚ1,93 για τα τσιγάρα «ΒF» και την τιμή των ΛΚ2,05 για τα τσιγάρα «GR». Αυτές οι τιμές επιβεβαιώθηκαν από το λογιστή των αιτητών και από τους ίδιους τους αιτητές με την επιστολή τους προς τους καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 23.5.2005. Οι καθ΄ ων η αίτηση, από τη στιγμή που διαπίστωσαν ότι οι αιτητές τελώνισαν τσιγάρα για εσωτερική κατανάλωση από την αποθήκη αποταμίευσης Filpa Bonded Co Ltd στη βάση της τιμής της ΛΚ1,65 το πακέτο τόσο για τα τσιγάρα «ΒF» όσο και για τα τσιγάρα «GR», είχαν εκ του νόμου υποχρέωση να υπολογίσουν τους αποφευχθέντες φόρους.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας επειδή οι καθ΄ ων η αίτηση απαίτησαν στο παρελθόν φόρους ύψους ΛΚ120.000 και στη συνέχεια ανακάλεσαν την απαίτηση τους. Ο εν λόγω ισχυρισμός είναι ανεδαφικός γιατί η ανάκληση προγενέστερης δυσμενούς για το διοικούμενο πράξης δεν μπορεί με οποιοδήποτε τρόπο να κλονίσει τη νομιμότητα της υπό κρίση μεταγενέστερης βεβαίωσης της οφειλής, η οποία, εν πάση περιπτώσει, συνιστά πρώτη βεβαίωση.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1200 έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.
* «85(2) Τα πρόσωπα του εδαφίου (1) υποχρεούνται, 15 ημέρες τουλάχιστον πριν από κάθε σκοπούμενη μεταβολή της τιμής των προϊόντων τους ή την κυκλοφορία νέων τύπων, να δηλώνουν τούτο εγγράφως στο Διευθυντή παρέχοντας τέτοιες λεπτομέρειες που ήθελε εκάστοτε καθορίσει ο Διευθυντής.»