ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 875/2005)
10 Ιουλίου 2008
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΑΒΒΑΣ ΠΗΛΑΚΟΥΤΑ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Ε. Νικολαΐδου (κα), για τον Αιτητή.
Ε. Ζαχαριάδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με βάση τα αναντίλεκτα γεγονότα η οικία του αιτητή στο τεμάχιο αρ. 174, Φ/Σχ.ΧΧΙ/46.4.Ι στον Άγιο Ανδρέα στη Λευκωσία κηρύχθηκε διατηρητέα με βάση διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 38(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 90/72 το οποίο δημοσιεύθηκε στις 2.4.04 στην Επίσημη Εφημερίδα ως Κ.Δ.Π. 192/04.
Ένσταση που υπέβαλε ο αιτητής μέσω της δικηγόρου του στις 28.5.04 απερρίφθη με την επικύρωση του διατάγματος του Υπουργού από το Υπουργικό Συμβούλιο με σχετική απόφαση του στις 6.4.05, η οποία και γνωστοποιήθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα με την Κ.Δ.Π. 210/05. Με βάση τους σχετικούς κανονισμούς το Υπουργείο Εσωτερικών ενημέρωσε επίσης με επιστολή ημερ. 27.5.05 και τον αιτητή ο οποίος είχε υποβάλει τη σχετική ένσταση.
Η επίκληση του αιτητή για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης αφορά την πρώτη δημοσίευση στις 2.4.04 επί τη βάσει ότι η κήρυξη της οικοδομής ως διατηρητέας αποστερεί αυτόν από το δικαίωμα να αναπτύξει και εκμεταλλευθεί την περιουσία του ως επιθυμεί, εφόσον το διατηρητέο της οικοδομής συμπαρασύρει ολόκληρο το τεμάχιο 174 στο οποίο και ευρίσκεται. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η οικοδομή θα έπρεπε να είχε εξαιρεθεί από την κατηγορία των διατηρητέων στη βάση του ότι δεν πληροί τα κριτήρια που αναφέρονται στο διάταγμα διατήρησης.
Οι καθ΄ ων προβάλλουν δύο προδικαστικές ενστάσεις, η πρώτη των οποίων αφορά το απαράδεκτο της προσφυγής ως εκπρόθεσμης, ενώ η δεύτερη εδράζεται στην εισήγηση ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχασε την εκτελεστότητα της έχοντας συγχωνευθεί στη μεταγενέστερη. Ανεξάρτητα από τις ενστάσεις αυτές, η απόφαση είναι πλήρως δικαιολογημένη ως ληφθείσα μετά από δέουσα έρευνα και επί τη βάσει όλων των σχετικών στοιχείων και περιστατικών.
Ο τρόπος χειρισμού της υπόθεσης από τους διαδίκους μετά την καταχώρηση και των γραπτών αγορεύσεων τους με την κατάθεση και της απαντητικής αγόρευσης του αιτητή στις 24.11.06, έδωσε έναυσμα στην δημιουργηθείσα καθυστέρηση με αφορμή αίτηση που έγινε για προσαγωγή πρόσθετης μαρτυρίας η οποία και επετράπη σε κάποιο στάδιο, αλλά και μεταγενέστερης επιδίωξης από τον αιτητή να αντεξεταστεί η ενόρκως δηλούσα των καθ΄ ων, οι οποίοι εν τέλει δήλωσαν ότι δεν θα έφερναν ένσταση εάν θα παραχωρείτο και σ΄ αυτούς το δικαίωμα να αντεξετάσουν τον αιτητή και τη μαρτυρία που αυτός είχε προβάλει μέσα από το δικό του αρχιτέκτονα. Το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 9.5.08, απέρριψε το αίτημα για αντεξέταση για τους λόγους που εκεί αναφέρονται.
Προέχει η εξέταση του ισχυρισμού περί του εκπροθέσμου της προσφυγής. Κατά την εισήγηση των καθ΄ ων το ανατρεπτικό της προθεσμίας των 75 ημερών βάσει του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος τυγχάνει αυστηρότατης εφαρμογής, εφόσον δε η δημοσίευση της πράξεως έλαβε χώραν στις 2.4.04, η δε προσφυγή καταχωρήθη μόλις στις 2.8.05, αυτή έκδηλα είναι εκπρόθεσμη. Το γεγονός κατά την κα Ζαχαριάδου ότι υπεβλήθη εκ μέρους του αιτητή ένσταση στις 28.5.04 δείχνει ότι αυτός είχε λάβει γνώση και θα έπρεπε επομένως να καταχωρείτο η προσφυγή στον προνοούμενο χρόνο. Αντίθετα, η κα Νικολαΐδου θεωρεί ότι η καθοριστική ημερομηνία για την έναρξη της προθεσμίας είναι η 27.5.05 εφόσον εκείνη την ημέρα κοινοποιήθηκε στον αιτητή η σχετική απορριπτική επιστολή στην ένσταση που είχε υποβληθεί προηγουμένως.
Η προδικαστική ένσταση περί της προθεσμίας δεν είναι ορθή. Οσάκις νομοθετική διάταξη παρέχει την δυνατότητα καταχώρησης ένστασης επί των συνεπειών που επιφέρει δημοσιευθείσα πράξη της διοίκησης, η προθεσμία των 75 ημερών διακόπτεται. Στην ουσία δεν αρχίζει να τρέχει η προθεσμία παρά μόνο εφόσον εκδοθεί η απόφαση της διοίκησης επί της ενστάσεως. (Mikrommatis v. Republic 2 R.S.C.C. 125, σελ. 128-129). Εδώ, το άρθρο 38 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 90/72, ως τροποποιήθηκε, δυνάμει του οποίου ο Υπουργός δύναται να εκδώσει «διάταγμα διατηρήσεως», καθορίζει στο εδάφιο 3 αυτού, ότι όποτε εκδίδεται τέτοιο διάταγμα εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις περί παροχής ενστάσεων και παραστάσεων «..κατά τοιούτον τρόπον και εντός τοιαύτης προθεσμίας ως ήθελεν καθορισθή». Πράγματι, το εκδοθέν και δημοσιευθέν διάταγμα ημερ. 2.4.04 (Παράρτημα Β στην ένσταση), καθόρισε στην παρ. 4 αυτού ότι μπορούσαν να υποβληθούν σχετικές ενστάσεις εντός 60 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης αναφέροντας τους λόγους στους οποίους αυτές στηρίζονται. Ούτω και έπραξε ο αιτητής αποστέλλοντας εμπρόθεσμα την ένσταση του στις 28.5.04 (Παράρτημα Γ), ζητώντας επανεξέταση για τους εκεί αναφερόμενους λόγους. Η ένσταση μετά από εσωτερική επανεξέταση και σχετική προς τούτο αλληλογραφία απερρίφθη με γνωστοποίηση της απόφασης στη δικηγόρο του αιτητή ημερ. 27.5.05 (μέρος του Παραρτήματος ΣΤ), ενώ έγινε και η σχετική δημοσίευση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 6.4.05 στην Επίσημη Εφημερίδα στις 22.4.05. Επομένως, η τελική απόφαση της διοίκησης γνωστοποιήθηκε στον αιτητή μόλις στις 27.5.05 και εμπρόθεσμα είναι που ηγέρθηκε η παρούσα αίτηση ακυρώσεως. Επιβεβαίωση της θέσης αυτής υπάρχει και στην υπόθεση Larkos v. Republic (1987) 3 C.L.R. 2189, σελ. 2199 και 2203-2204, όπου εξηγείται ότι οποτεδήποτε ο διοικούμενος χρησιμοποιεί το εκ του νόμου παρεχόμενο δικαίωμα επανεξέτασης («review and revision procedure»), τότε η διαδικασία εξέτασης δεν θεωρείται ως συμπληρωθείσα μέχρι την τελική απόφαση επί του θέματος. Βεβαίως, εδώ, δεν επίτασσε η νομοθεσία την υποβολή ένστασης ως προϋπόθεση για την καταχώρηση προσφυγής. Δεν παύει όμως να είναι νομοθετική ρύθμιση παρέχουσα τη δυνατότητα αυτή στον διοικούμενο και δεν μπορεί η διοίκηση να αντλεί επιχειρήματα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Διάφορη είναι η κατάσταση πραγμάτων όταν η ζητούμενη επανεξέταση δεν αποτελεί παρά απλό «αίτημα θεραπείας» ή «χαριστική προσφυγή». Τότε η προθεσμία των 75 ημερών δεν αναστέλλεται ούτε διακόπτεται (Cyprus Bureau of Shipping ν. Υπουργού Οικονομικών (2000) 3 Α.Α.Δ. 491).
Όσον αφορά τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, όντως με βάση πάγια νομολογία η μεταγενέστερη απόφαση που ήταν και η τελική επί του θέματος, δηλαδή η επικύρωση από το Υπουργικό Συμβούλιο του πρωταρχικού διατάγματος κήρυξης της οικοδομής ως διατηρητέας, έχει συμπαρασύρει και το αρχικό διάταγμα. Με άλλα λόγια η προσβαλλόμενη πράξη της 2.4.04 έχει συγχωνευθεί στη μεταγενέστερη πράξη της 6.4.05. Ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη πράξη έχει χάσει την αυτοτέλεια της και την εκτελεστότητα της. (Economides v. Republic (1973) 3 C.L.R. 230, Kotsoni v. Educational Service Commission (1986) 3 C.L.R. 2394 και Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394). Όπως λέχθηκε και στη Λυσιώτης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Α. 88, σελ. 98-99:
«Πράξη ή απόφαση εναντίον της οποίας έγινε ένσταση ή ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή με βάση νομοθετική πρόνοια, χάνει την εκτελεστότητα της και συγχωνεύεται με την πράξη ή την απόφαση που λήφθηκε επί της ένστασης ή της ιεραρχικής προσφυγής και η τελευταία είναι η μόνη που μπορεί να προσβληθεί.»
Η πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου δεν αποτελεί βεβαιωτική πράξη εφόσον η αρχική είχε εκδοθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών. Εγείρεται σε αυτό το σημείο και ζήτημα ότι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί εφόσον δεν προσβλήθηκε η μεταγενέστερη πράξη ημερ. 6.4.05. Ως προς αυτό το ζήτημα έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι ο επακριβής καθορισμός της προσβαλλόμενης πράξης, έστω και αν αυτή διατυπώνεται λανθασμένα, μπορεί να εξαχθεί από το σύνολο της προσφυγής, τα νομικά σημεία και τα γεγονότα. Δεν παρίσταται ανάγκη για τροποποίηση. Στη Νικολάκη ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Επισκοπής Λεμεσού (2002) 3 Α.Α.Δ. 762, αναγνωρίστηκε ότι το βασικό ερώτημα που χρήζει πάντοτε απάντησης ως προς τον τρόπο που ερμηνεύεται μια αίτηση ακυρώσεως, είναι να επιβεβαιώνεται εναντίον ποιας πράξης η προσφυγή πραγματικά στρέφεται. Στα πλαίσια της εξέτασης του επιδίκου αντικειμένου της προσφυγής επιτρέπεται η εξέταση αυτής στο σύνολο της, είναι δε δυνατό να θεωρηθεί «... ότι η αίτηση στρέφεται εναντίον απόφασης άλλης από εκείνη που φαίνεται ότι προσβάλλει.». Η υπόθεση αυτή ακολουθήθηκε και μεταγενέστερα στην I. Soteriou Constructions Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (Δημόσιες Επιχειρήσεις) Λτδ, υπόθ. αρ. 153/2004, ημερ. 3.9.04, όπου ο Κωνσταντινίδης Δ. έκρινε ότι πρέπει να εξετάζεται το σύνολο των περιστατικών, ώστε αντίθετα προς την εμφάνιση των πραγμάτων να διαπιστώνεται το πραγματικό αντικείμενο της προσφυγής. Εδώ, ορθά υποδεικνύει η κα Νικολαίδου στην αγόρευση της, ότι εκείνο που προσβάλλεται στην ουσία είναι η μεταγενέστερη απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στις 27.5.05 και από την οποία άρχισε να τρέχει η προθεσμία των 75 ημερών. Αυτό παρά το γεγονός ότι όντως στην αίτηση παρουσιάζεται να προσβάλλεται η αρχική απόφαση ημερ. 2.4.04. Είναι σαφές όμως και από το ιστορικό που παρατίθεται στην αίτηση, ότι η προσβαλλόμενη εν τέλει απόφαση είναι η μεταγενέστερη και έτσι θα πρέπει να θεωρηθεί και να ερμηνευθεί η ίδια η αίτηση του αιτητή.
Επί της ουσίας τώρα τα μέρη έχουν αντιδικήσει επαρκώς ως προς το νόμιμο της κήρυξης της οικοδομής του αιτητή ως διατηρητέας. Είναι γνωστό ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και τη διακρίβωση κατά πόσο η άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας έχει ξεφύγει από το ορθό μέτρο. Εάν διαπιστώνεται πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο τότε το Δικαστήριο πρέπει να ακυρώσει τη ληφθείσα απόφαση. Το βάρος για την απόδειξη των πιο πάνω φέρει ο αιτητής.
Έχουν τεθεί από τη διοίκηση σειρά λόγων που δικαιολογούσαν την κήρυξη της οικοδομής ως διατηρητέας και αυτοί καταγράφονται με επάρκεια στην επιστολή ημερ. 14.9.04 που συνοδεύει το Παράρτημα Δ στην ένσταση. Η σχετική επιστολή υπογράφεται από λειτουργό του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και αναφέρει ότι η οικοδομή είναι «ισόγεια, κεραμοσκεπής, κτισμένη με πέτρα και πλινθάρι και είναι αξιόλογο δείγμα αστικής παραδοσιακής οικοδομής με αποικιοκρατικές επιρροές». Προστίθενται ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η μορφολογία της πρόσοψης, «ο ορθογωνισμένος εξωτερικός ηλιακός εισόδου με τα ξύλινα στηρίγματα του και τις ιδιόμορφες διακοσμητικές απολήξεις», ο οποίος σημειώνεται πρόσθετα ότι αποτελεί ένα από τα «ελάχιστα παραδείγματα της εν λόγω τυπολογίας αστικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στην περιοχή», ενώ παρατηρείται ότι η οικοδομή διατηρεί τα αρχικά ξύλινα φύλλα αυτής και «τζαμλίκια» στα κορυφώματα της. Η αξία της οικοδομής, αναφέρεται, είναι ιδιαίτερη επίσης λόγω της γειτνίασης της με άλλες αξιόλογες διατηρητέες οικοδομές, ενώ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ευρύτερης συμπαγούς ομάδας τέτοιων αξιόλογων οικοδομών στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα.
Η επιστολή προσθέτει, αναιρώντας τα προς το αντίθετο επιχειρήματα, ότι τέτοια δείγματα αρχιτεκτονικής πρέπει να διατηρηθούν γιατί αποτελούν «το βασικό ζωντανό κρίκο με το παρελθόν μας». Το καταστραμμένο της οικοδομής με την κατάρρευση της οροφής και άλλων προβλημάτων λόγω φθοράς, δεν αποτελεί πρόβλημα διότι μπορεί να συντηρηθεί και να αποκατασταθεί με ορθό τρόπο μέσα στα πλαίσια ακριβώς των οικονομικών κινήτρων και χορηγήσεων που παρέχει η κυβέρνηση για την ανάπτυξη των διατηρητέων τεμαχίων. Τονίζεται ότι σε επιτόπια επίσκεψη λειτουργού διαπιστώθηκε ότι διατηρούνται όλες σχεδόν οι εξωτερικές τοιχοποιοίες και είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση από άλλες παρόμοιες οικοδομές. Ταυτόχρονα σημειώνεται ότι το διατηρητέο της οικοδομής δεν αποκλείει την μετατροπή της σε επιτρεπόμενη χρήση, ούτε την αξιοποίηση των υφιστάμενων συντελεστών δόμησης οι οποίοι και μπορούν να μεταφερθούν ή να πωληθούν από τον ιδιοκτήτη. Περαιτέρω, το διατηρητέο δεν στερεί τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη από το δικαίωμα του να αναπτύξει και να εκμεταλλευθεί την περιουσία του διότι ο ιδιοκτήτης μπορεί να προβεί σε οικοδομικές εργασίες και άλλη ανάπτυξη του τεμαχίου του, με μόνο περιορισμό να μην αλλοιωθεί ο χαρακτήρας της οικοδομής. Εν τέλει σημειώνεται ότι η κήρυξη οικοδομών ως διατηρητέων είναι απόλυτα νόμιμη με βάση το άρθρο 38 του Νόμου, αλλά και σύμφωνη με το γράμμα και πνεύμα της Σύμβασης για την Προστασία της Ευρωπαϊκής Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς του 1988.
Η εντελώς αντίθετη θέση του αιτητή διατυπώθηκε μέσα από τη σχετική έκθεση ημερ. 20.9.05 του εμπειρογνώμονα του Σωκράτη Παναγίδη αρχιτέκτονα, (η οποία επισυνάφθηκε στην ένορκη δήλωση του αιτητή ημερ. 28.9.07 που κατατέθηκε ως μαρτυρία με την προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου), ο οποίος σε γενικές γραμμές διαφωνεί με τα προλεχθέντα, δεν εντοπίζει οτιδήποτε το ιδιαίτερα αξιόλογο, στην ουσία δε πρόκειται για μια απλή πλινθόκτιστη οικοδομή χωρίς ιδιαιτερότητα και χωρίς «αποικιοκρατικές επιρροές». Μάλιστα, οι πλάγιες και πίσω όψεις της οικοδομής είναι απλοϊκές, χωρίς ουσιαστική αρμονία στη σχέση τοιχοποιοίας με ανοίγματα παραθύρων και χωρίς ουσιαστικό αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Η έκθεση αυτή συνοδεύεται από σειρά φωτογραφιών που δείχνουν την οικοδομή από διάφορες όψεις καθώς και τη θέση της στην ευρύτερη περιοχή. Μαρτυρία κατατέθηκε και από τους καθ΄ ων μέσω ένορκης δήλωσης της Ειρήνης Χατζησάββα, Λειτουργού Πολεοδομίας, η οποία εν πολλοίς επανέλαβε τους ισχυρισμούς για το αξιόλογο της οικοδομής εισηγούμενη ότι ακόμη και ο ίδιος ο αρχιτέκτονας του αιτητή δέχεται την αποικιοκρατική επιρροή στη βεράντα της πρόσοψης, σε αντίθεση με τον ίδιο τον αιτητή ο οποίος άλλα υποστηρίζει. Υποδεικνύει επίσης ότι η απλή διάταξη της κάτοψης είναι ένα σύνηθες χαρακτηριστικό στις παραδοσιακές οικοδομές και σε αντίθεση με τη θέση του αρχιτέκτονα τα στοιχεία που εκείνος εντόπισε ως απλά και άνευ σημασίας, είναι ακριβώς εκείνα τα οποία προσδίδουν το χαρακτηριστικό της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Προσθέτει ότι η αντικαταστάση των ξύλινων στοιχείων μιας διατηρητέας οικοδομής συνηθίζεται και ακολουθείται κατά την αποκατάσταση τους και το μόνο τμήμα ουσιαστικά της οικοδομής που έχει διαταραχθεί, είναι τμήμα της στέγης που έχει καταρρεύσει λόγω αμέλειας του ιδιοκτήτη προς συντήρηση της. Δεχόμενη εν τέλει ότι η οικοδομή γειτνιάζει και με νεότερα κτίρια προσθέτει ότι στη γύρω περιοχή υπάρχουν άλλες 50 περίπου οικοδομές παρόμοιας παραδοσιακής αρχιτεκτονικής που είχαν επίσης περιληφθεί στο διάταγμα διατήρησης. Η ανάμειξη σε παραδοσιακές περιοχές και νεοτέρων οικοδομών, δεν αποτελεί από μόνη της στοιχείο αποτρεπτικό στην κήρυξη οικοδομής ως διατηρητέας.
Από όλα τα πιο πάνω δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε πλάνη ή λανθασμένη διακριτική ευχέρεια των καθ΄ ων, διότι είναι εμφανές ότι αυτοί έλαβαν ό,τι ήταν δυνατό υπόψη με βάση αρχιτεκτονικά και παραδοσιακά κριτήρια για να κατατάξουν την οικοδομή στις διατηρητέες. Υπάρχει επαρκέστατη δικαιολόγηση για το εκδοθέν διάταγμα και φανερώνεται από το διοικητικό φάκελο ότι η επίδικη οικοδομή ήταν μεταξύ 66 οικοδομών που επιλέχθηκαν σε συνεργασία και με την Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου Λευκωσίας. Αυτό απορρέει από το Παράρτημα Α της ένστασης. Περαιτέρω, εξηγούνται οι λόγοι της κήρυξης των διατηρητέων οικοδομών στην πρόταση που υποβλήθηκε προς το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από την καταχώρηση των ενστάσεων, όπως παρουσιάζεται στο Παράρτημα Ε στην ένσταση. Μεταξύ των λόγων που έχει κριθεί αναγκαία η εφαρμογή του άρθρου 38 του Νόμου, είναι και ο κίνδυνος αφανισμού των δειγμάτων αυτών της αστικής αρχιτεκτονικής στη Λευκωσία εξ αιτίας της έλλειψης συντήρησης και επιδιόρθωσης τους, ενώ καθορίζεται ότι η διατήρηση αυτή αποτελεί ζωντανό κρίκο με το παρελθόν, αλλά και σημαντική προϋπόθεση για την επιτυχή εξέλιξη και αναβάθμιση του πολεοδομικού ιστού της Λευκωσίας.
Από τα πιο πάνω φανερώνεται ότι υπήρξε πλήρης αιτιολόγηση της απόφασης η οποία μπορούσε να εκδοθεί δυνάμει του Άρθρου 38 του Νόμου αρχικά από τον Υπουργό και μετέπειτα με επικύρωση από το Υπουργικό Συμβούλιο. Αναμφίβολα το διάταγμα σε καμιά περίπτωση δεν εκφεύγει των νομοθετικών πλαισίων ούτε και είναι αντίθετο προς τις συνταγματικές επιταγές, διότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας και ανάπτυξης της περιουσίας υπόκειται σε εύλογους περιορισμούς. Περαιτέρω το Υπουργικό Συμβούλιο νομίμως παραχωρεί την αρμοδιότητα σε συγκεκριμένους τομείς στους αρμόδιους Υπουργούς και εν πάση περιπτώσει εδώ με βάση το άρθρο 38(4), είναι το Υπουργικό Συμβούλιο εν τέλει που επικύρωσε το διάταγμα και είναι αυτή την πράξη που προσβάλλει και ο αιτητής.
Όσον αφορά την πλάνη περί τα πράγματα έχει πλειστάκις διακηρυχθεί ότι πλάνη υπάρχει όταν εμφιλοχωρούν στη σκέψη της διοίκησης λανθασμένα και παράνομα κριτήρια τα οποία και επηρέασαν ουσιωδώς την απόφαση. (δέστε Παπαϊωάννου ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713 και Νίκος Αττάς κ.α. ν. Δημοκρατίας, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 474/05 κ.α., ημερ. 3.6.08). Όπως έχει λεχθεί και στην ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου αυτού ημερ. 9.5.08, το έργο του Δικαστηρίου εξαντλείται στη διαπίστωση αν οι καθ΄ ων διενήργησαν ή όχι την πρέπουσα έρευνα ως προς κάθε τι που ήταν σχετικό και το αντικείμενο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας δεν είναι η διαπίστωση της ορθότητας των εκατέρωθεν εκτιμήσεων, ούτε η διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων, αλλά η διαπίστωση της επάρκειας της έρευνας. (δέστε Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835). Περαιτέρω, όπως έχει πλειστάκις διακηρυχθεί, τεχνικά ζητήματα εκφεύγουν του αναθεωρητικού ελέγχου (Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας, απόφαση Ολομέλειας στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 3878, ημερ. 14.2.08).
Η εικόνα που έχει παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου, ασχέτως της διαφορετικής εκτίμησης από αρχιτεκτονικής και αισθητικής πλευράς, είναι ότι οι καθ΄ ων προέβηκαν σε δέουσα έρευνα και έλαβαν την απόφαση τους εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας στα πλαίσια της επίτευξης ενός νόμιμου σκοπού.
Ως εκ των ανωτέρω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ