ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 2286/2006)
4 Ιουνίου, 2008
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΙΕΡΗΣ ΜΑΟΥΡΗΣ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - - -
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Αφού ακολουθήθηκε η διαδικασία των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004 (ΚΔΠ214/2004), όπως τροποποιήθηκε, ο Αρχηγός Αστυνομίας, με επιστολή του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, ημερομηνίας 26.10.2006, ζήτησε, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 17 του περί Αστυνομίας Νόμου (Ν.73(1)/2004), την έγκρισή του για να προάξει, στο βαθμό του Λοχία στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, τους Αν. Λοχία 2574, Κώστα Ολυμπίου, Α/Αν. Λοχία 1515 Βάσο Χ"Βασιλείου, Αν. Λοχία 4695 Ιωάννη Κωνσταντίνου, Α/Α/Αστυφύλακα 4155 Γιαννάκη Χ"Θεορή και Αν. Λοχία 2326 Αλέξη Σάββα. Οι προαγωγές, σύμφωνα με την επιστολή, θα μπορούσαν να έχουν ισχύ για τους τρεις πρώτους από 26.10.2006, για τον τέταρτο από 17.11.2006 και για τον πέμπτο από 23.11.2006. Εις απάντηση, ο Αρχηγός Αστυνομίας έλαβε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως την ακόλουθη επιστολή:
"Αρχηγό Αστυνομίας,
Προαγωγή στο βαθμό του Λοχία στην Πυροσβεστική Υπηρεσία
Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με Αρ.Φακ.Ε/16/6 ημερομηνίας 26 Οκτωβρίου, 2006, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από το άρθρο 17(1) του περί Αστυνομίας Νόμου 73(Ι)/2004 όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, έχει παράσχει την κατά νόμο έγκριση του για τις προαγωγές στις οποίες έχετε προβεί στο βαθμό του Λοχία Π.Υ.
2. Παρακαλώ για ενημέρωση και τις δικές σας ενέργειες.
(Γαβριήλ Γαβριήλ)
για Γενικό Διευθυντή
Υπουργείου Δικαιοσύνης
και Δημοσίας Τάξεως"
Οι προαγωγές δημοσιεύθηκαν στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας της 6.11.2006.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής, που ήταν και αυτός υποψήφιος για προαγωγή στη θέση του Λοχία, επιδιώκει την ακύρωση της προαγωγής των πέντε συναδέλφων του, αντ΄ αυτού.
Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι δεν υπάρχει, σε οποιοδήποτε κείμενο ή πρακτικό ή άλλως πως, καταγραμμένη οποιαδήποτε απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως με την οποία να εγκρίνει την πρόθεση του Αρχηγού της Αστυνομίας να προάξει στις πέντε κενές θέσεις τους πέντε συστηνόμενους. Σύμφωνα με το δικηγόρο του αιτητή, δεν υπάρχει οπουδήποτε, έστω η απλή ιδιόχειρη αναγραφή από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως της λέξης "εγκρίνεται" με την υπογραφή του. Συνακόλουθα, σύμφωνα πάντοτε με το δικηγόρο του αιτητή, υπάρχει "κενό ελέγχου", αντίθετα με το Νόμο, και, επομένως, παράβαση ουσιώδους τύπου με καταλυτικά αποτελέσματα για την επίδικη πράξη. Η απάντηση της δικηγόρου της Δημοκρατίας επί του θέματος, όπως καταγράφεται στη γραπτή της αγόρευση, έχει ως εξής:
"Ευσεβάστως υποβάλλω ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός του αιτητή δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια.
Σύμφωνα με το αρ. 17(1) του περί Αστυνομίας Νόμου 73(1)/06 «Τα μέλη της Αστυνομίας .......διορίζονται εγγράφονται, προάγονται και απολύονται από τον Αρχηγό με την έγκριση του Υπουργού».
Άρα το αποφασίζον όργανο είναι ο Αρχηγός της Αστυνομίας με την έγκριση του Υπουργού να αποτελεί απλώς τυπικό στοιχείο της πράξης.
Όπως έχει κριθεί νομολογιακά ο Υπουργός εγκρίνοντας απλά τις προαγωγές σύμφωνα με το αρ. 17(1) του Ν.73(1)/2004 ασκεί απλώς έλεγχο νομιμότητας ούτως ώστε να καταστεί η απόφαση του Αρχηγού εκτελεστή. Ενδεικτικά αναφέρω τις συνεκδικαζόμενες υποθ. Αρ. 956/03 κ.α. ημερ. 26.9.06 όπου στην σελ. 9 έχει ειπωθεί ότι ο Υπουργός με την έγκριση του ασκεί απλώς έλεγχο νομιμότητας της πράξης και μόνο.
Εν πάση όμως περιπτώσει στην υπό κρίση υπόθεση, στο Παράρτημα Ι της ένστασης, με την επιστολή προς τον Αρχηγό, μεταφέρεται η έγκριση του Υπουργού.
Επομένως ενόψει των προαναφερθέντων αντικρούεται ο ισχυρισμός περί μη παρουσίασης της απόφασης του Υπουργού στην ένσταση.
Η έγκριση έχει δοθεί (Παράρτημα Ι), ο Υπουργός δεν αποφασίζει αλλά εγκρίνει κι επομένως δεν χρειάζεται οποιοδήποτε περαιτέρω πρακτικό απόφασης."
Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Δεν μπορώ να δεχθώ τη θέση ότι η επιστολή της 3.11.2006 "μετέφερε" δήθεν την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως. Για να μεταφερθεί η οποιαδήποτε έγκριση πρέπει πρώτα να υπάρχει. Και για να υπάρχει πρέπει να είναι κάπου καταγραμμένη. Στην προκείμενη περίπτωση, τέτοια καταγραφή δεν υπάρχει πουθενά. Ελλείψει καταγραφής, δεν μπορώ να δεχθώ ότι υπήρξε οποιαδήποτε "έγκριση". Η ανυπαρξία της "έγκρισης" συνεπάγεται, άνευ ετέρου, και την ακυρότητα της επίδικης απόφασης για προαγωγή των πέντε ενδιαφερομένων μερών. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την Κωνσταντίνου ν. Συμβ. Αμπελ. Προϊόντων (1992) 3 ΑΑΔ 228, στις σελίδες 236-237:
"Στην υπόθεση Ρωσσίδη, ανωτέρω, ακυρώθηκε η απόλυση τμηματάρχη που έγινε χωρίς την έγκριση του Υπουργού Εσωτερικών. Σύμφωνα με το άρθρο 17(1) του περί Σφαγείων Νόμου αρ. 69/81 τέτοια έγκριση είναι απαραίτητη για την πρόσληψη και (κατά συνέπεια την απόλυση) τμηματαρχών και ανώτερων υπαλλήλων του εν λόγω Συμβουλίου που καθιδρύθηκε από το νόμο εκείνο.
Ο δικαστής Στυλιανίδης θεώρησε την παράλειψη παραβίαση ουσιώδους τύπου. Συγκεκριμένα αναφέρει στη σελ. 16:
"...Η απόφαση του Συμβουλίου χωρίς την έγκριση του Υπουργού δεν είναι έγκυρη, γιατί δεν συμπληρώθηκε η διαδικασία της παραγωγής της και πάσχει από παράβαση ουσιώδους τύπου. Η πράξη αυτή δεν μπορεί να εκτελεστεί και δεν παράγει σύννομα αποτελέσματα."
Παραπέμπουμε επίσης στον Μ. Δένδια "Διοικητικόν Δίκαιον" τόμος Β, σελ. 341:
"Η κατά νόμον απαιτουμένη έγκρισις διοικητικής πράξεως αποτελεί ουσιώδη τύπον ίνα καταστή αύτη εκτελεστή. Εάν πράξις, υποκειμένη, εις έγκρισιν, εκδοθεί τυχόν άνευ αυτής, είναι παράνομος"
Στην προκείμενη περίπτωση η πράξη είναι παράνομη γιατί έπρεπε να είχε εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, όπως ορίζει το άρθρο 5(θ)."
Εν πάση περιπτώσει, και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι οι επίδικες προαγωγές έγιναν με την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, αυτές είναι και πάλι ακυρωτέες καθότι στερούνται επαρκούς αιτιολογίας. Τα όσα γράφει ο Αρχηγός της Αστυνομίας στην επιστολή του της 26.10.2006 προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως αποτελούν απλώς περιγραφή της διαδικασίας που ακολουθήθηκε σε συνδυασμό με την καταγραφή των προνοιών του Νόμου και των σχετικών Κανονισμών. Ο Αρχηγός Αστυνομίας δεν εμφανίζεται πουθενά να ασκεί, με επαρκή αιτιολογία, τη διακριτική εξουσία που του ανήκει σύμφωνα με το Νόμο και τους Κανονισμούς.
Τα ίδια ισχύουν και για το Συμβούλιο Κρίσεως. Η γενική του εντύπωση όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιόν του προσωπική συνέντευξη, είναι αναιτιολόγητη. Και τούτο κατά παράβαση του Κανονισμού 9(4)(β) της ΚΔΠ214/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό 7 της ΚΔΠ350/2005, ο οποίος έχει ως εξής:
"Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά του Συμβουλίου Κρίσης και αιτιολογείται."
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έντυπα που επισυνάπτονται ως Παράρτημα Η στην Ένσταση, η ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως προσωπική συνέντευξη στηρίχθηκε σε έξι κριτήρια, ήτοι (1) ικανότητα έκφρασης, (2) αυτοπεποίθηση - αυτοέλεγχος, (3) εμφάνιση, (4) εντύπωση ως προς την κρίση, (5) γνώσεις σε θέματα προκαταρκτικής αστυνομικής εφαρμογής, και (6) γενικές γνώσεις που αφορούν το ρόλο της Αστυνομίας. Στα τέσσερα πρώτα κριτήρια προβλέπεται ανώτατο όριο μονάδων 0.50 και στα δύο άλλα 2.50. Δηλαδή, σύνολο 7 μονάδες. Το κάθε μέρος του Συμβουλίου Κρίσεως απέδωσε κάποιες μονάδες στον κάθε υποψήφιο χωρίς να αιτιολογεί γιατί του έδωσε τη συγκεκριμένη βαθμολογία. Ο αιτητής εξασφάλισε 5.09 μονάδες ως μέσο όρο. Τα ενδιαφερόμενα μέρη εξασφάλισαν ως ακολούθως: Ενδιαφερόμενο μέρος 1, Ι. Κωνσταντίνου 5.26, ενδιαφερόμενο μέρος 2, Β. Χ"Βασιλείου 6.32, ενδιαφερόμενο μέρος 3, Κ. Ολυμπίου 6.50, ενδιαφερόμενο μέρος 4, Γ. Χ"Θεορής 6.66 και ενδιαφερόμενο μέρος 5, Α. Σάββα 6.40. Η τελική αυτή αριθμητική αποτύπωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά επαρκή αιτιολογία σύμφωνα με τον Κανονισμό 9(4)(β) (πιο πάνω).
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με €1.000 έξοδα, περιλαμβανομένου ΦΠΑ, υπέρ του αιτητή.
Οι προαγωγές των πέντε ενδιαφερομένων μερών ακυρώνονται.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ