ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                            (Υπόθεση Αρ.611/2005)

 

19 Φεβρουαρίου, 2008

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΤΟΥΒΛΟΠΟΙΕΙΑ ΠΑΛΑΙΚΥΘΡΟΥ «Ο ΓΙΓΑΣ» ΛΤΔ.

Αιτητές,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Χρ. Ιωσηφίδης, για τους Αιτητές.

Δ. Λυσάνδρου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Οι Αιτητές αρχικά ζητούσαν δύο θεραπείες.  Μετά την απόσυρση της δεύτερης στο στάδιο των διευκρινήσεων, η μόνη θεραπεία που ζητείται, είναι δήλωση ότι η απόφαση των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 16.3.05 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα τους για έκδοση άδειας οικοδομής, είναι άκυρη.

 

Τα γεγονότα εκτός του ουσιώδους χρόνου

 

Στις 2.10.1976 το Συμβούλιο Βελτιώσεως Ιδαλίου παραχώρησε στους Αιτητές άδεια οικοδομής για ανέγερση τουβλοποιείου στα τεμάχια 446 και 447 Φ/Σχ. 30147 ΕΙ στο Δάλι.  Η άδεια εξουσιοδοτούσε την ανέγερση των πιο κάτω τεσσάρων υποστατικών:

 

(α)   ένα υπόστεγο όγκου 9129μ3 περίπου,

(β)   ένα φούρνο όγκου 3569μ3 περίπου,

(γ)   μία βοηθητική οικοδομή όγκου 157μ3 περίπου, και

(δ) μία βοηθητική οικοδομή όγκου 250μ3 περίπου.

 

Κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και κατά την ημερομηνία έκδοσης της άδειας οικοδομής, στη περιοχή που θα ανεγείρονταν τα υποστατικά, δεν ίσχυε κανένας περιορισμός αναφορικά με τη χρήση των τεμαχίων.  Όμως, η ανέγερση βιομηχανικών μονάδων απαγορεύτηκε μεταγενέστερα με τις ΚΔΠ 103/78 και 149/80. Με την ΚΔΠ 149/80 η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 13.6.80, τα πιο πάνω τεμάχια εντάχθηκαν στη ζώνη Γ1 (γεωργική ζώνη) στην οποία συνέχισε η απαγόρευση ανέγερσης βιομηχανικής χρήσης οικοδομών.

 

Στη συνέχεια, το 1981 με την ΚΔΠ 50/81, η περιοχή εντάχθηκε στην οικιστική ζώνη (Η3) στην οποία επίσης απαγορεύτηκε η ανέγερση τέτοιας χρήσης οικοδομών.

 

Στις 11.1.1980 οι Αιτητές υπέβαλαν αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής για την ανέγερση ενός ηλεκτρικού υποσταθμού στα πιο πάνω τεμάχια.  Η αρμόδια αρχή που ήταν το Συμβούλιο Βελτιώσεως Ιδαλίου, στις 20.6.80 προέβη στην έκδοση της σχετικής άδειας οικοδομής. 

 

Στο μεταξύ, κατά την περίοδο 1978-1980, οι Αιτητές προέβηκαν σε επεκτάσεις στο τουβλοποιείο χωρίς να εξασφαλίσουν σχετική άδεια οικοδομής και έτσι στις 26.2.1983 αποτάθηκαν στον Υπουργό Εσωτερικών για έκδοση καλυπτικής άδειας οικοδομής.  Η αίτηση εξετάστηκε από το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ο οποίος στο σχετικό σημείωμα που έκαμε, διαπίστωσε ότι η αίτηση αφορούσε αυθαίρετες προσθήκες στο τουβλοποιείο και αυθαίρετες μετατροπές στην εγκριμένη βοηθητική οικοδομή, οι οποίες είχαν ήδη συντελεστεί. Διαπίστωσε επίσης ότι ο φούρνος κτίστηκε σε διαφορετική θέση και διαφορετικά από τα εγκριμένα σχέδια, ενώ η άλλη βοηθητική οικοδομή δεν κτίστηκε.  Ο Υπουργός Εσωτερικών, αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση των Αιτητών για έκδοση άδειας οικοδομής, η οποία συνεπαγόταν την έγκριση παρέκκλισης (χαλάρωσης) από τις διατάξεις της ΚΔΠ 50/81.

 

Οι Αιτητές, μέσω του δικηγόρου τους στις 23.4.1985, υπέβαλαν αίτηση στον Υπουργό Εσωτερικών για επανεξέταση του αιτήματός τους για έκδοση καλυπτικής άδειας οικοδομής.  Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών ζήτησε τις απόψεις του Έπαρχου Λευκωσίας και του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας.  Ο τελευταίος με επιστολή του ημερ. 30.8.1985 σύστηνε απόρριψη της αίτησης για καλυπτική άδεια, η οποία αν εγκρινόταν, στην ουσία θα σήμαινε παρέκκλιση από τις διατάξεις της ΚΔΠ 50/81. 

 

Φαίνεται ότι στη συνέχεια οι Αιτητές διώχθηκαν ποινικά για αυθαίρετες προσθήκες και μετατροπές.  Ο δικηγόρος των Αιτητών, στις 3.9.1985 ζήτησε από τον Υπουργό Εσωτερικών, όπως ανασταλεί η δίωξη εναντίον των πελατών του και επισπευσθεί η εξέταση της αίτησης τους για καλυπτική άδεια.  Με νέα επιστολή του ημερομηνίας 24.10.85 προς τον Έπαρχο Λευκωσίας, ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως επεσήμανε ότι οι Αιτητές προέβαιναν χωρίς τη δέουσα άδεια οικοδομής, στην ανέγερση νέου φούρνου μεγάλων διαστάσεων.  Ο Επαρχιακός Μηχανικός Λευκωσίας σε επιστολή του ημερ. 7.1.1986 προς τον Έπαρχο Λευκωσίας, ανάφερε ότι το υπόστεγο των Αιτητών ανακατασκευάστηκε εξολοκλήρου ενώ είχε ανεγερθεί και νέο υπόστεγο και φούρνος χωρίς την δέουσα άδεια οικοδομής.

 

Παρά ταύτα, ο Έπαρχος Λευκωσίας, με νέα επιστολή του ημερ. 5.4.1986, σύστηνε στον Υπουργό Εσωτερικών να χορηγηθεί στους Αιτητές η αιτούμενη άδεια οικοδομής η οποία συνεπάγονταν και έγκριση παρέκκλισης (χαλάρωσης) από τις διατάξεις της Κ.Δ.Π. 50/81, δυνάμει του άρθρου 14(2) των περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμων.  Όμως στις 26.6.1986 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών πληροφόρησε τον Έπαρχο Λευκωσίας ότι ο Υπουργός Εσωτερικών αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης για έκδοση άδειας οικοδομής κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της ΚΔΠ 50/81.

 

Στις 19.7.1986, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών ζήτησε εκ νέου τις απόψεις των διαφόρων εμπλεκομένων Τμημάτων, συμπεριλαμβανομένου και του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, το οποίο με επιστολή του Διευθυντή του ημερ. 21.7.1986, επεσήμανε στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ότι οι αυθαίρετες προσθήκες και επεκτάσεις στην ουσία αποτελούσαν ανακατασκευή του υφιστάμενου τουβλοποιείου. Παρά ταύτα, ο Μόνιμος Υφυπουργός του Υπουργείου Εσωτερικών, με επιστολή του ημερ. 6.9.1986, πληροφόρησε τον Έπαρχο Λευκωσίας ότι ο Υπουργός Εσωτερικών αποφάσισε τελικά να εγκρίνει την αιτούμενη άδεια οικοδομής κατά παρέκκλιση (χαλάρωση) από τις διατάξεις της ΚΔΠ 50/81, σε σχέση με επεκτάσεις του τουβλοποιείου, σε ποσοστό 79% του όγκου των αρχικά αδειοδοτημένων οικοδομών.

 

Ενόψει της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, το Συμβούλιο Βελτιώσεως Ιδαλίου, με επιστολή του με ημερ. 20.9.1986 κάλεσε τους Αιτητές να υποβάλουν αίτηση για καλυπτική άδεια οικοδομής, σε σχέση με επεκτάσεις που να μην υπερβαίνουν σε ποσοστό το 79% του όγκου των αρχικά αδειοδοτημένων οικοδομών. Μετά από περαιτέρω διαβουλεύσεις, οι αιτητές στις 11.12.1986 υπέβαλαν νέα σχέδια και αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής. 

 

Το Συμβούλιο Βελτιώσεως Ιδαλίου πληροφόρησε τους Αιτητές, ότι όλες οι αυθαίρετες προσθήκες για τις οποίες ζητείτο καλυπτική άδεια οικοδομής, αντιπροσώπευαν 123% του όγκου των αρχικών αδειοδοτημένων οικοδομών, αντί 79% που εγκρίθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, και κάλεσε τους Αιτητές να υποβάλουν νέα σχέδια περιορίζοντας τον όγκο στο 79% και να κατεδαφίσουν τις υπόλοιπες αυθαίρετες οικοδομές.

 

Ο δικηγόρος των Αιτητών αποτάθηκε εκ νέου στον Υπουργό Εσωτερικών για νέα παρέκκλιση, ώστε οι αυθαίρετες οικοδομές να υπερβαίνουν το 79%.  Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, ζήτησε τις απόψεις του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ο οποίος στην απαντητική του επιστολή αναφέρθηκε τόσο στις εκτεταμένες αλλαγές από τα αρχικά σχέδια, όσο και σε άλλες επεκτάσεις που έγιναν μετά το 1986 με ποσοστό 123% των αρχικών αδειοδοτημένων οικοδομών.  Επεσήμανε ότι η διαφορά στον όγκο, οφειλόταν στην αντικατάσταση των πάγιων οικοδομών κυρίως σε ύψος, με αποτέλεσμα οι προσθηκομετατροπές να ισοδυναμούν με ανακατασκευές του υφιστάμενου τουβλοποιείου και ανέγερση φούρνου.

 

Τελικά το Συμβούλιο Βελτιώσεως Ιδαλίου κατά τη συνεδρία του στις 18.12.87, τοποθετήθηκε θετικά επί της νέας αιτούμενης παρέκκλισης (χαλάρωσης). Ο Έπαρχος Λευκωσίας διαβίβασε στις 28.1.1988, στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, το ιστορικό της υπόθεσης μαζί με τις απόψεις του Συμβουλίου Βελτιώσεως και του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως για απόφαση.

 

Στη συνέχεια, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών με επιστολή του ημερ. 31.3.1988, ζήτησε από τον Έπαρχο Λευκωσίας όπως, προτού εξεταστεί η αίτηση για περαιτέρω παρέκκλιση (χαλάρωση), οι Αιτητές κατεδαφίσουν τα δύο αυθαίρετα υποστατικά, για τα οποία δεν υποβλήθηκαν σχέδια μαζί με την υποβληθείσα αίτηση για να εκδοθεί άδεια οικοδομής.

 

Ενόψει τούτου, οι Αιτητές προχώρησαν στην κατεδάφιση των δύο υποστατικών και περί τούτου ενημέρωσαν τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών με επιστολή του Αν. Έπαρχου Λευκωσίας, ημερ. 10.9.1988.

 

Έκτοτε όμως ο Υπουργός Εσωτερικών δεν έλαβε οποιαδήποτε απόφαση για την αιτούμενη περαιτέρω παρέκκλιση (χαλάρωση).

 

Στο μεταξύ την 1.12.90, με τον τροποποιητικό Νόμο 7/90, τέθηκε σε εφαρμογή ο περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος του 1972 (Ν. 90/72).  Από την ημερομηνία που ορίστηκε - 9.2.90 - απαγορευόταν η έναρξη οποιασδήποτε οικοδομής χωρίς να έχει εκδοθεί πολεοδομική άδεια.

 

Το 1993 διαπιστώθηκε ότι οι Αιτητές άρχισαν και πάλιν χωρίς τη δέουσα πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής, την ανέγερση επί των επίδικων τεμαχίων, νέων υποστατικών σε αντικατάσταση προηγούμενων αυθαίρετων υποστατικών. 

 

Οι Αιτητές στις 21.4.94 υπέβαλαν νέα αίτηση για καλυπτική άδεια, η οποία απορρίφθηκε.  Επανήλθαν όμως με νέα αίτηση ημερ. 3.4.1997 προς τον Δήμο Ιδαλίου για καλυπτική άδεια οικοδομής.  Ο Δήμος απάντησε με επιστολή του ημερ. 22.4.1998, ότι προτού η αίτηση εξεταστεί περαιτέρω, οι Αιτητές θα έπρεπε να προσκομίσουν στο Δήμο Ιδαλίου πολεοδομική άδεια, τουλάχιστον για τα τμήματα του εργοστασίου που ανεγέρθηκαν ή κατεδαφίστηκαν μετά την 1.12.1990 ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε εφαρμογή ο περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος, ενώ σε αντίθετη περίπτωση η αίτηση θα απορριπτόταν.

 

Τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εντός του ουσιώδους χρόνου 

 

Στις 17.5.2002 οι Αιτητές επανήλθαν υποβάλλοντας στο Δήμο Ιδαλίου, ο οποίος συνέχιζε να είναι η αρμόδια αρχή, νέα αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής, για την εκ των υστέρων εξουσιοδότηση προσθηκομετατροπών που έγιναν στο τουβλοποιείο τους αυθαίρετα, χωρίς την απαιτούμενη πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής.

 

Ο Δήμος με επιστολή του ημερ. 1.7.2002, ενημέρωσε τους Αιτητές ότι το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε, όπως ήταν και η προηγούμενη απόφασή του, να μη προχωρήσει στην εξέταση της αίτησής τους, αν δεν προσκομιστεί προηγουμένως πολεοδομική άδεια για τις προτεινόμενες προσθήκες.

 

Οι Αιτητές υπέβαλαν ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών δυνάμει του άρθρου 18(1) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, κατά της απόφασης του Δήμου Ιδαλίου η οποία τους κοινοποιήθηκε με την επιστολή 1.7.2002.

 

Το Υπουργείο Εσωτερικών διαπίστωσε ότι η ιεραρχική προσφυγή των Αιτητών δε θα μπορούσε να εξεταστεί ως τέτοια, για το λόγο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Δήμου Ιδαλίου δεν απέρριπτε την αίτηση ούτε την ενέκρινε, σύμφωνα με τα άρθρα 3, 6 ή 9 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, στα οποία παραπέμπει το άρθρο 18(1) του ίδιου Νόμου.

 

Με βάση τη διαπίστωση αυτή καθώς και για το ότι, εναλλακτικά, η προσφυγή θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο ως παράπονο στο Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 21(1) του Κεφ. 96, το Υπουργείο Εσωτερικών με τη συγκατάνευση του δικηγόρου των Αιτητών, η οποία συνάγεται από την αλληλογραφία, εξέτασε και προώθησε την προσφυγή ως τέτοιο παράπονο. Ως εκ τούτου, η επακόλουθη αλληλογραφία του Υπουργείου Εσωτερικών με το Δήμο Ιδαλίου και το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, αναφέρεται στην εξέταση παραπόνου κατά του Δήμου Ιδαλίου δυνάμει του άρθρου 21(1) του Κεφ. 96, για παράλειψη να εξετάσει την αίτηση των Αιτητών για άδεια οικοδομής.  Περαιτέρω, η παράγραφος 3 της ίδιας της ιεραρχικής προσφυγής αναγνωρίζει, εμμέσως πλην σαφώς, την απουσία έκδοσης της δέουσας πολεοδομικής άδειας για την αιτούμενη ανάπτυξη.

 

Το Υπουργείο Εσωτερικών, αφού έλαβε τις απόψεις του Δήμου Ιδαλίου και του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, υπέβαλε στο Υπουργικό Συμβούλιο την Πρόταση αρ. 152/2003.  Το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά που εξέτασε την Πρόταση, με Διάταγμά του ημερ. 30.1.2003 δυνάμει του άρθρου 21 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, αποδέχτηκε το παράπονο των Αιτητών για παράλειψη από το Δήμο Ιδαλίου λήψης απόφασης επί της αίτησής τους ημερομηνίας 17.5.2002 για έκδοση καλυπτικής άδειας οικοδομής, και καθόρισε στο Δήμο Ιδαλίου χρονική προθεσμία 60 ημερών για να θεραπεύσει τη παράλειψη, δηλαδή να εκδώσει απόφαση, και σε περίπτωση παράλειψης του να ενεργήσει, διόριζε τον Έπαρχο Λευκωσίας ως αρμόδιο για να θεραπεύσει την παράλειψη.

 

Το πιο πάνω διάταγμα, κοινοποιήθηκε στο Δήμαρχο Ιδαλίου με επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 21.3.2003 και ενημερώθηκαν σχετικά και οι Αιτητές. Ο Δήμαρχος Ιδαλίου με επιστολή του προς τον Υπουργό Εσωτερικών ημερομηνίας 24.4.2003 διαμαρτυρήθηκε έντονα για την απόφαση, τονίζοντας ότι η λειτουργία του τουβλοποιείου προκαλεί έντονες αντιδράσεις των κατοίκων γιατί επηρεάζει το περιβάλλον, τις ανέσεις και ποιότητα της ζωής τους.  Περαιτέρω, ζήτησε από τον Υπουργό Εσωτερικών να προεδρεύσει σύσκεψης όλων των εμπλεκομένων κυβερνητικών τμημάτων.

 

Ενόψει του γεγονότος ότι ο Δήμος Ιδαλίου παρέλειψε εντός της προκαθορισμένης από το Διάταγμα προθεσμίας να λάβει απόφαση, ο Έπαρχος Λευκωσίας ανέλαβε να εξετάσει ο ίδιος την αίτηση, όπως πρόσταζε το ίδιο το Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, ζητώντας ταυτόχρονα τους σχετικούς φακέλους από το Δήμο Ιδαλίου.  Κατά την εξέταση της αίτησης, ο Έπαρχος Λευκωσίας ζήτησε με επιστολή του, γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος με επιστολή του ημερομηνίας 19.1.2004, συμβούλευσε τον Δήμο να θεραπεύσει την παράλειψη, σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. 

 

Στο θέμα αναμείχθηκε και η Επίτροπος Διοίκησης, μετά από παράπονο των Αιτητών για καθυστέρηση του Επάρχου Λευκωσίας να συμμορφωθεί με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.  Η Επίτροπος, στην απάντησή της, ημερομηνίας 11.11.04, υπέδειξε μεταξύ άλλων ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με το άρθρο 21 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72), η ύπαρξη πολεοδομικής άδειας αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση άδειας οικοδομής.

 

Τελικά ο Έπαρχος, αφού έλαβε υπόψη τη γνωμάτευση που του απέστειλε ο Γενικός Εισαγγελέας και τα γεγονότα που προηγήθηκαν της αίτησης, αποφάσισε την απόρριψη της και ενημέρωσε σχετικά τους Αιτητές με την επιστολή του ημερομηνίας 16.3.2005.

 

Οι Αιτητές, με την παρούσα προσφυγή, προσβάλλουν την πιο πάνω απορριπτική απόφαση.  Ως ακυρωτικούς λόγους προέβαλαν την έλλειψη δέουσας έρευνας, το αναιτιολόγητο της απόφασης, την ύπαρξη πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα, την αντιφατική συμπεριφορά των καθ'ων η αίτηση και τέλος, την παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

 

Από την άλλη, οι καθ'ων η αίτηση αρνούνται όλους τους ισχυρισμούς των Αιτητών και θεωρούν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις και τις αρχές του διοικητικού δικαίου.  Πλην των πιο πάνω, οι καθ'ων η αίτηση ήγειραν δύο προδικαστικές ενστάσεις τις οποίες προτίθεμαι να εξετάσω πρώτα, εφόσον τυχόν επιτυχία τους θα είναι καθοριστική για την έκβαση της προσφυγής.  Σημειώνω ότι η δεύτερη, κατέστη άνευ αντικειμένου, μετά την απόσυρση της θεραπείας Β που ζητούσαν οι Αιτητές. 

 

Με την πρώτη, προβάλλουν προδικαστικά ότι οι Αιτητές στερούνται έννομου συμφέροντος να προσβάλλουν την απόφαση του Έπαρχου Λευκωσίας να απορρίψει την αίτησή τους για άδεια οικοδομής, για το λόγο ότι η εν λόγω αίτηση δεν πληροί όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις, αφού οι Αιτητές δεν εξασφάλισαν για τη σχετική οικοδομική ανάπτυξη πολεοδομική άδεια, η οποία αποτελεί, σύμφωνα με τη συνδυασμένη ανάγνωση των άρθρων 21 και 85(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72), το υπόβαθρο και προϋπόθεση για την έκδοση άδειας οικοδομής.  Όπως εξήγησε ο δικηγόρος τους, το άρθρο 85(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, προβλέπει ότι οι διατάξεις του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου και των σχετικών Κανονισμών, με βάση τις οποίες εκδίδονται οι άδειες οικοδομής, αναγιγνώσκονται και εφαρμόζονται ως υποκείμενες στις διατάξεις του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, με αποτέλεσμα να υπερισχύουν οι πρόνοιες του άρθρου 21 του Νόμου 90/72 το οποίο απαγορεύει την έναρξη οποιασδήποτε οικοδομής προτού εξασφαλιστεί πολεοδομική άδεια.

 

Από την άλλη, ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τους Αιτητές, θεώρησε ότι υπάρχει ενεστώς έννομο συμφέρον, εφόσον υπάρχει συγκεκριμένη απόφαση για απόρριψη του αιτήματος των πελατών του και με την απορριπτική απόφαση αναμφίβολα επηρεάζονται τα συμφέροντά τους.  Θεωρεί την προδικαστική ένσταση παράλογη και ανεδαφική.  Με την έγερση της, η όλη στάση της διοίκησης καθίσταται αντιφατική, εφόσον στο παρελθόν ούτε η διοίκηση ούτε και ο Γενικός Εισαγγελέας, στις εκάστοτε γνωματεύσεις του έθεσαν ποτέ θέμα εξασφάλισης πολεοδομικής άδειας.  Ούτε, βέβαια, στην ίδια την απόφαση της αρμόδιας αρχής αναφέρθηκε ότι η απόρριψη της αίτησης επήλθε εξαιτίας της μη εξασφάλισης πολεοδομικής άδειας. 

 

Δεν ευσταθούν τα επιχειρήματα του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Αιτητές.  Σύμφωνα με το Νόμο 90/72, η έκδοση άδειας οικοδομής, προϋποθέτει την ύπαρξη πολεοδομικής άδειας.  Το άρθρο 21 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, προβλέπει ότι:-

 

«21.  Τηρουμένων των επομένων διατάξεων του παρόντος άρθρου, από της ορισθείσης ημέρας απαγορεύεται η έναρξις οιασδήποτε αναπτύξεως ακινήτου ιδιοκτησίας εκτός εάν έχη χορηγηθή πολεοδομική άδεια υπό της Πολεοδομικής Αρχής εξουσιοδοτούσα την ανάπτυξιν ταύτην:

 

Νοείται ότι δεν εμποδίζεται ή επηρεάζεται η ανάπτυξη οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας, εφόσον για την ανάπτυξη αυτή υφίσταται κατά την ορισθείσα ημέρα άδειας που εκδόθηκε κατά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου. ....»

 

Στην προκειμένη περίπτωση οι Αιτητές δεν αμφισβητούν ότι η αίτηση που υπέβαλαν για την έκδοση καλυπτικής άδειας οικοδομής, αφορούσε στις προσθηκομετατροπές που είχαν ήδη γίνει αυθαίρετα στο τουβλοποιείο.   Επομένως, οι Αιτητές, από τη στιγμή που δέχονται ότι δεν ήταν κάτοχοι άδειας με βάση το προηγούμενο νομικό καθεστώς για την αιτούμενη ανάπτυξη, δεν καλύπτονται από την επιφύλαξη του άρθρου 21 του Νόμου 90/72.

 

Η συνάφεια των δύο αδειών, πολεοδομικής και άδειας οικοδομής, έχει επεξηγηθεί από την Ολομέλεια στην υπόθεση Αντρούλα Βασιλείου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 485, στην οποία τονίστηκε ότι:-

 

«Η έκδοση της άδειας οικοδομής προϋποθέτει την ύπαρξη πολεοδομικής άδειας.  Η διακριτική ευχέρεια που έχει η Δημοτική Αρχή να εκδώσει άδεια οικοδομής παρά την αρνητική στάση της Πολεοδομικής Αρχής, δεν εξουδετερώνει τη συνάφεια που έχουν οι δύο πράξεις μεταξύ τους, αφού προτού η Δημοτική Αρχή εξετάσει αν θα εκδώσει άδεια οικοδομής, θα πρέπει να έχει τις θέσεις της Πολεοδομικής Αρχής.

 

Στην υπόθεση Ζαντή ν. Επάρχου Λευκωσίας (Προσφυγή 1131/91 της 21/12/92) ο αιτητής προσέβαλε την ορθότητα της άδειας οικοδομής ισχυριζόμενος ότι περιείχε απαράδεκτους πολεοδομικούς όρους και ότι η πολεοδομική άδεια ενείχε χαρακτήρα προπαρασκευαστικής πράξης, η επικύρωση της οποίας υπαγόταν στον έλεγχο της αρχής για την έκδοση άδειας οικοδομής.

 

Το Δικαστήριο αφού αποφάνθηκε ότι η πιο πάνω εισήγηση εστερείτο παντελώς ερείσματος, προχώρησε να σημειώσει ότι,

 

«Η πολεοδομική άδεια συνιστά αυτοτελή πράξη, εκτελεστή σ' όλη την έκταση της, καθοριστική για τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη να προβεί σε ανάπτυξη της γης στην οποία αναφέρεται. (Για τα χαρακτηριστικά και συνέπειες προπαρασκευαστικών πράξεων βλ. Τσάτσου - Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 124 κ.ε., Στασινόπουλου - Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, σελ. 123 κ.ε., και Frangos & Others v. Republic (1982) 3 C.L.R., 53).  Η πολεοδομική άδεια αποτελεί το θεμέλιο, την προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης για την παροχή άδειας οικοδομής.  Ο κάτοχος πολεοδομικής άδειας ο οποίος απευθύνεται για άδεια οικοδομής, δεσμεύεται εκ προοιμίου από αυτή εφόσο αυτό τούτο το δικαίωμα του για ανάπτυξη στοιχειοθετείται από τους όρους της.  Η άδεια οικοδομής ορθά χαρακτηρίζεται ως άδεια για την εκτέλεση των εγκριθέντων με την πολεοδομική άδεια έργων.  Η εξουσία της αρμόδιας αρχής περιορίζεται ουσιαστικά στον καθορισμό των όρων της εκτέλεσης.»

 

Καθίσταται φανερό ότι η αρμόδια Δημοτική Αρχή έχει υποχρέωση δυνάμει του Νόμου να εμμείνει στην παρουσίαση πολεοδομικής άδειας, προτού εξετάσει αίτηση για άδεια οικοδομής.  Είναι ορθή η θέση του δικηγόρου των καθ'ων η αίτηση ότι η όποια διακριτική ευχέρεια της Δημοτικής Αρχής δυνάμει του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, δεν είναι δυνατό να υπερφαλαγγίζει τις ρητές πρόνοιες του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, αφού το άρθρο 85 του Νόμου προβλέπει ότι σε περίπτωση σύγκρουσης των προνοιών των δύο Νόμων, επικρατούν οι διατάξεις του τελευταίου.  Παραθέτω το σχετικό άρθρο:-

 

«85.-(1)  Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), ο περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμος και οιοιδήποτε δυνάμει αυτού εκδοθέντες Κανονισμοί αναγιγνώσκονται, ερμηνεύονται και εφαρμόζονται ως υποκείμενοι εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου εν σχέσει προς άπαντα τα θέματα επί των οποίων εφαρμόζονται αι διατάξεις του παρόντος Νόμου, εν περιπτώσει δε οιασδήποτε συγκρούσεως μεταξύ των διατάξεων του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου ή οιωνδήποτε δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών ή Διοικητικών Πράξεων και των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών ή Διοικητικών Πράξεων εν σχέσει προς οιονδήποτε τοιούτο θέμα ως τα προαναφερθέντα, επικρατούσιν αι τελευταίαι αύται διατάξεις.»

 

Ενόψει, λοιπόν, των ρητών προνοιών του άρθρου 85, οι απαγορευτικές πρόνοιες του άρθρου 21 του Νόμου 90/72 υπερισχύουν πάσης άλλης πρόνοιας του Κεφ. 96, σε περίπτωση σύγκρουσης.

 

Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 9 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), η αρμόδια αρχή όταν εξετάζει μια αίτηση, οφείλει να βασιστεί στο νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω οι Αιτητές, από τη στιγμή που δεν ήταν κάτοχοι πολεοδομικής άδειας, στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν την απόφαση της Δημοτικής Αρχής, εφόσον η ύπαρξη της συγκεκριμένης άδειας ήταν προαπαιτούμενο για την εξέταση της αίτησης και την έκδοση της άδειας οικοδομής.

 

Η προδικαστική ένσταση ότι οι Αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον, γίνεται δεχτή.  Ενόψει του μη παραδεχτού της προσφυγής, δε χρειάζεται να ασχοληθώ με τα υπόλοιπα θέματα που ήγειραν οι Αιτητές σε σχέση με την ουσία της προσφυγής.

 

Η προσφυγή, ως μη παραδεχτή, αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1300 έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

 

(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο