ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 4 ΑΑΔ 221
4 Απριλίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 6, 9, 11, 12, 13, 15, 28, 29, 30, 32, ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. AHMAD HOUSSEIN YAKHINI,
2. ΜΑΛΑΜΩ ΙΣΑΑΚ-ΠΥΡΙΛΛΗ YAKHINI,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 136/2006)
Αλλοδαποί ― Απέλαση ― Αιτιολογία του διατάγματος απέλασης ― Κρίθηκε πάσχουσα, λόγω του ότι δεν λήφθηκε υπόψη η τέλεση γάμου του υπό απέλαση αλλοδαπού, με ημεδαπή.
Οι αιτητές αξίωσαν την ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του πρώτου αιτητή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας τις επίδικες απόφασεις, αποφάσισε ότι:
Τόσο από το περιεχόμενο της επιστολής της Αστυνομίας, το οποίο λήφθηκε υπόψη από τη Διευθύντρια για να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα, όσο και από το ίδιο το περιεχόμενο των επίδικων διαταγμάτων, προκύπτει σαφώς πως η απόφαση λήφθηκε με βάση το γεγονός ότι ο αιτητής είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση για ποινικά αδικήματα και ως εκ τούτου θεωρήθηκε ως ανεπιθύμητος μετανάστης και απαγορευμένος, δυνάμει της παραγράφου (δ) του Εδαφίου (1) του άρθρου 6 του Κεφ. 105.
Δεν εξετάστηκαν καθόλου οι επιπτώσεις του γάμου του με την Ελληνοκυπρία και δεν συνεκτιμήθηκε το γεγονός αυτό και οι σχετικές πρόνοιες των Διεθνών Συνθηκών και Νόμων που πρόβαλε ο αιτητής, στην κατάληξη της Διευθύντριας στην επίδικη απόφαση. Δεν είχε γίνει οποιαδήποτε διαδικασία για αμφισβήτηση της γνησιότητας του γάμου, που ήταν ένας ουσιαστικός παράγοντας, που θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη. Έτσι, η απόφαση πάσχει, αφού δεν λήφθηκαν υπόψη τα δεδομένα του γάμου και δεν αιτιολογήθηκε, κατά συνέπεια, επαρκώς η διοικητική απόφαση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Adil v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1452/2005, ημερ. 13.1.2006.
Προσφυγή.
Χ. Γαβριηλίδης, για τους Aιτητές.
Λ. Ουστά, για Kαθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αφίχθηκε στην Κύπρο ως επισκέπτης στις 29.5.2002 και του δόθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι 5.6.2002. Σύμφωνα με τους καθ' ων η αίτηση, στη συνέχεια παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα. Μετά από ανακοπή οχήματος, στο οποίο επέβαινε, συνελήφθη για να εξακριβωθούν τα στοιχεία του και κατά τη διάρκεια αιτήσεως διατάγματος για ανανέωση προσωποκράτησης εξέφρασε την επιθυμία του να υποβάλει αίτηση για άσυλο και ως εκ τούτου αφέθηκε ελεύθερος και υπέβαλε τέτοια αίτηση. Ακολούθως, του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής ως αιτητή ασύλου. Η αίτηση του απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, αλλά δεν κατέστη δυνατή η ανεύρεση του για να του επιδοθεί η απόφαση.
Στις 19.8.05, ο αιτητής συνοδευόμενος από την Ελληνοκυπρία αιτήτρια, συνελήφθη στον αερολιμένα Λάρνακος, αφού αποπειράθηκε να αναχωρήσει από την Κύπρο με το διαβατήριο του αδελφού του. Καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση και ο αιτητής καταδικάστηκε σε φυλάκιση 5 μηνών για πλαστοπροσωπία και συνομωσία προς διάπραξη πλημμελήματος. Η αιτήτρια αθωώθηκε. Μέχρι τη στιγμή εκείνη δεν ήταν γνωστή η πραγματική του ταυτότητα.
Τα πιο πάνω γεγονότα, με επιστολή της Αστυνομίας ημερομηνίας 11.10.2005, γνωστοποιήθηκαν στη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, όταν επίκειτο η απόλυσή του από τις Κεντρικές Φυλακές και με την επιστολή γινόταν εισήγηση για την έκδοση διατάγματος απέλασης και κράτησης εναντίον του αιτητή. Η Διευθύντρια εξέδωσε διατάγματα απέλασης και κράτησης στις 16.12.2005, θεωρώντας τον ως απαγορευμένο μετανάστη δυνάμει του Άρθρου 6(1)(δ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105. Επισημαίνεται ότι εν τω μεταξύ, στις 14.11.2005 ο αιτητής και η Ελληνοκυπρία αιτήτρια, συνήψαν πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο Παραλιμνίου. Μετά το γάμο ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για να του δοθεί άδεια παραμονής με την Ελληνοκυπρία σύζυγό του στην Κύπρο.
Πέρα από τους λόγους ακυρότητας που αφορούν κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας, καθώς και ανεπαρκή αιτιολογία και μη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας, ο αιτητής πρόβαλε το επιχείρημα ότι, μετά την τέλεση του γάμου του με την αιτήτρια, είχαν γεννηθεί όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από το γάμο και που αφορούν την κατοχύρωση της οικογενειακής ζωής, σύμφωνα με το Άρθρο 15 του Συντάγματος και τα άρθρα 8 και 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και πρόβαλε ότι, κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων απέλασης και κράτησης, που προσβάλλονται με την παρούσα προσφυγή, δεν λήφθηκε υπόψη ο περί Ελεύθερης Διακίνησης και Διαμονής των Υπηκόων των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Μελών του Οικογενειών τους Νόμος του 2003 (Ν.92(1)/2003, όπως τροποποιήθηκε).
Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι παρόμοια με εκείνα που αφορούν την υπόθεση Mahmood Adil v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1452/2005, ημερ. 13.1.2006. Στην υπόθεση εκείνη, όταν ο αλλοδαπός προσπάθησε να υποβάλει αίτημα για παραμονή στην Κύπρο λόγω του γάμου του, του ανεφέρθη ότι θα έπρεπε να ακολουθήσει συγκεκριμένη διαδικασία και το Δικαστήριο θεώρησε ότι ήταν καθήκον της διοίκησης, σύμφωνα με τους κανόνες χρηστής διοίκησης, να τον βοηθήσει και να του επεξηγήσει πώς θα έπρεπε να προωθήσει το αίτημά του. Ήταν προφανές, όπως επεσήμανε το Δικαστήριο, «πως η περίπτωση του αιτητή αντιμετωπίστηκε, ένεκα του ιστορικού του, ως μη γνήσια».
Ο Νικολάου, Δ., καταλήγοντας στην ακύρωση της επίδικης απόφασης της έκδοσης διαταγμάτων απέλασης και κράτησης, ανέφερε τα ακόλουθα, τα οποία με βρίσκουν σύμφωνο:
«Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η μικρή μας χώρα είναι τεράστιο και η αντιμετώπιση του άκρως δυσχερής. Τούτου όμως λεχθέντος, παραμένει το γεγονός ότι, όπως προανέφερα, μέχρι την έκδοση των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης δεν είχε κινηθεί διαδικασία για την αμφισβήτηση της γνησιότητας του γάμου, όπως ορίζεται στα άρθρα 7Α-7Δ του κεφ. 105. θεωρώ επομένως ότι υπήρξε εν προκειμένω εσφαλμένη εκτίμηση των δεδομένων, όπως αυτά εμφανίζονταν ως αποτέλεσμα του γάμου του αιτητή με υπήκοο χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της δυνατότητας την οποία αυτή η εξέλιξη επακόλουθα του παρείχε για να ζητήσει από τη χώρα μας άδεια παραμονής και να τύχει απάντησης.»
Στην παρούσα περίπτωση, τόσο από το περιεχόμενο της επιστολής της Αστυνομίας, το οποίο λήφθηκε υπόψη από τη Διευθύντρια για να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα, όσο και από το ίδιο το περιεχόμενο των επίδικων διαταγμάτων, προκύπτει σαφώς πως η απόφαση λήφθηκε με βάση το γεγονός ότι ο αιτητής είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση για ποινικά αδικήματα και ως εκ τούτου θεωρήθηκε ως ανεπιθύμητος μετανάστης και απαγορευμένος, δυνάμει της παραγράφου (δ) του Εδαφίου (1) του Άρθρου 6 του Κεφ. 105.
Από τα πιο πάνω, είναι προφανές πως δεν εξετάστηκαν καθόλου οι επιπτώσεις του γάμου του με την Ελληνοκυπρία και δεν συνεκτιμήθηκε το γεγονός αυτό και οι σχετικές πρόνοιες των Διεθνών Συνθηκών και Νόμων που πρόβαλε ο αιτητής, στην κατάληξη της Διευθύντριας στην επίδικη απόφαση. Ούτε και εδώ, όπως και στην υπόθεση που ανέφερα πιο πάνω, είχε γίνει οποιαδήποτε διαδικασία για αμφισβήτηση της γνησιότητας του γάμου, που ήταν ένας ουσιαστικός παράγοντας, που θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη. Έτσι, κρίνω ότι η απόφαση πάσχει, αφού δεν λήφθηκαν υπόψη τα δεδομένα του γάμου και δεν αιτιολογήθηκε, κατά συνέπεια, επαρκώς η διοικητική απόφαση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και τα επίδικα διατάγματα ακυρώνονται. Επιδικάζονται £600 έξοδα υπέρ των αιτητών.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.