ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1412/2005)
10 Σεπτεμβρίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΥΡΟΥΛΛΑ ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΈΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Δ. Ζαβαλλής, για την Αιτήτρια.
Αντ. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση.
Α. Μ. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή αξιώνεται ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), με την οποία προήχθη στη θέση Διευθυντή Τμήματος Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών το ενδιαφερόμενο μέρος, αντί της αιτήτριας.
Προς διαπίστωση της κατοχής των απαιτουμένων προσόντων οι έξι υποψήφιοι που αποτάθηκαν για τη θέση, η οποία είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής, κλήθηκαν σε προφορική εξέταση. Η εξέταση έγινε στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος.
Η αιτήτρια αξιολογήθηκε ως 'πάρα πολύ καλή' ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ως 'σχεδόν εξαίρετο'. Ο Γενικός Διευθυντής, αφού συνέστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος, αποχώρησε της συνεδρίας.
Η αιτήτρια επικαλείται διάφορους λόγους για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ισχυρίζεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατέχει την απαιτούμενη μεταπτυχιακή ή ειδική εκπαίδευση, όπως προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης και ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα στο θέμα αυτό από την Επιτροπή. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα ως προς την κανονικότητά του μεταπτυχιακού του, αφού εξασφαλίστηκε χωρίς φοίτηση και ερευνητική εργασία. Η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει προσεκτικά το θέμα και τουλάχιστον να το είχε παραπέμψει στο ΚΥΣΑΤΣ για αξιολόγηση.
Ο πιο πάνω ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης αξιώνει μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους ή ειδική εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα σε θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες της υπηρεσίας για την ανάπτυξη της αλιείας.
Στη διαδικασία πλήρωσης της προηγούμενης θέσης, αυτής του Ανώτερου Λειτουργού Αλιείας, στις 9.1.1998 κρίθηκε ότι τόσο το ενδιαφερόμενο μέρος, όσο και η αιτήτρια, διέθεταν μεταπτυχιακή εκπαίδευση που για τη θέση εκείνη θεωρήθηκε ως πρόσθετο προσόν και για τους δύο υποψήφιους. Το 1998, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν είχε ακόμα αποκτήσει τον τίτλο MSc, που αργότερα εξασφάλισε από το Πανεπιστήμιο Μάλτας, αλλά κατείχε μεταπτυχιακή εκπαίδευση στη Διεθνή Οργάνωση Γεωργίας (FAO) στη Ρώμη.
Στην προσφυγή υπ΄ αρ. 912/03, που άσκησε το ενδιαφερόμενο μέρος, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι ήταν κάτοχος του πρόσθετου προσόντος, δηλαδή της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης στη FAΟ, στη Ρώμη και ακύρωσε την πράξη λόγω πιθανής πλάνης της Επιτροπής, η οποία, ενώ προέβη σε αναφορά στο πρόσθετο προσόν της αιτήτριας, παρέλειψε να πράξει το ίδιο για το ενδιαφερόμενο μέρος.
Εν όψει των ανωτέρω, θεωρώ ότι υπάρχει δεδικασμένο ότι η μεταπτυχιακή εκπαίδευση του ενδιαφερόμενου μέρους ικανοποιεί την πρόνοια της απαιτουμένης από την παράγραφο 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας 'μεταπτυχιακής εκπαίδευσης'. Αναφορικά δε με το MSc στη Βιολογία που κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος, αυτό είναι πρόσθετο προσόν και συνεπώς τα επιχειρήματα της αιτήτριας για τον τρόπο απόκτησής του δεν έχουν σημασία.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή πλανήθηκε ως προς τις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων και δεν έλαβε υπ΄ όψιν τη βαθμολογία των εκθέσεων των δέκα τελευταίων χρόνων ως όφειλε, εφ΄ όσον το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προέβλεπε δεκαετή τουλάχιστον μεταπτυχιακή πείρα. Παραπέμπει δε στις εκθέσεις της περιόδου 1992-1996 όπου είναι φανερό, όπως ισχυρίζεται, ότι η ίδια υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους.
Παρά το ότι αναφέρεται ότι η Επιτροπή έδωσε έμφαση στο σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, εν τούτοις, φαίνεται πως έμφαση στην πραγματικότητα δόθηκε στα τελευταία χρόνια.
Και αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Όπως καταγράφτηκε και στο πρακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στις 4.8.2005, η Επιτροπή πράγματι έδωσε έμφαση στις εκθέσεις των τελευταίων χρόνων, πρακτική που δεν αποδοκιμάζεται όμως από τη νομολογία. Εξάλλου επειδή το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί δεκαετή πείρα δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε η αξιολόγηση των υποψηφίων να είχε γίνει για το ίδιο χρονικό διάστημα.
Εν πάση όμως περιπτώσει, εξετάζοντας τη βαθμολογία των τελευταίων δέκα χρόνων, θα δούμε ότι η αιτήτρια υπερέχει κατά ένα βαθμό του ενδιαφερόμενου μέρους στα χρόνια 1994 και 1995, ενώ το 2003 υπερέχει το ενδιαφερόμενο μέρος της αιτήτριας κατά δύο βαθμούς. Συνεπώς, η διαπίστωση της Επιτροπής για οριακή υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους στην αξία κατά τα τελευταία χρόνια δεν μπορεί να θεωρηθεί ως λανθασμένη, αφού η υπεροχή του επισημαίνεται στα τελευταία χρόνια που έχουν και τη μεγαλύτερη σημασία. Εξάλλου η υπεροχή σε αξία του ενδιαφερόμενου μέρους ενισχύεται και από τη σύσταση που είχε από το Γενικό Διευθυντή, καθώς και από την καλύτερη απόδοσή του στην προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής.
Ως προς την ένσταση της αιτήτριας για την έκθεσή της του 2003, δεν επισημαίνω οτιδήποτε το μεμπτό. Αντίθετα, τη διαδικασία που ακολουθήθηκε υπαγορεύει ο κανονισμός 10 της Κ.Δ.Π.110/93. Η ένσταση υποβλήθηκε προς το Διευθυντή που ήταν ο μόνος αξιολογών λειτουργός, ο οποίος και δεν την έκανε αποδεκτή. Ακολούθως στην Επιτροπή στάληκε, τόσο η έκθεση και η ένσταση της αιτήτριας, όσο και η απάντηση του τότε Διευθυντή. Η Επιτροπή δεν έχει καμιά ευθύνη να ελέγξει την εγκυρότητα της έκθεσης. Οφείλει να την δεχθεί, όπως διαμορφώθηκε μετά την υποβληθείσα ένσταση (βλέπε Δημοκρατία ν. Νεοφύτου κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 303, 307-308).
Ούτε το επιχείρημα της αιτήτριας ότι η αξιολόγηση του Γενικού Διευθυντή της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ήταν αναιτιολόγητη, ευσταθεί. Το άρθρο 34(9) του Ν.1/90, δεν απαιτεί η σύσταση να είναι αιτιολογημένη. Πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής (βλέπε σχετικά Κυριάκου κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (2004) 3 Α.Α.Δ. σελ. 83, 88).
Η αιτήτρια υποστηρίζει ακόμα ότι η σημασία της σύστασης του Διευθυντή δεν μπορούσε να υπερβαίνει κατά πολύ τη μηδενική, αφού είναι αναιτιολόγητη. Δεν έχουν όμως έτσι τα πράγματα. Ο Διευθυντής, όπως είδαμε, δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την σύστασή του. Το γεγονός ότι αυτή είναι αδικαιολόγητη δεν την καθιστά και μηδενικής αξίας. Όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Λαούρη, Α.Ε. 3655, ημερ. 20.2.2006, η σύσταση του Διευθυντή προβλέπεται ειδικά στο άρθρο 34(9) του Ν.1/90 ως ένα από τα μετρήσιμα κριτήρια και το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να τη διαγράψει ως νομοθετημένο αξιολογικό κριτήριο χαρακτηρίζοντάς την σε δεδομένη υπόθεση ως μηδενικής αξίας.
Εν ολίγοις, το ενδιαφερόμενο μέρος έχει οριακή υπεροχή ή δεν υστερεί από την αιτήτρια σε αξία, απέδωσε καλύτερα στην προφορική εξέταση, είχε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή και υπερέχει επίσης στα πρόσθετα προσόντα, αφού κατέχει MSc στη Βιολογία το οποίο κρίθηκε ότι είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Υστερεί της αιτήτριας μόνο σε αρχαιότητα.
Τέλος, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι αναιτιολόγητη είναι και η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση.
Και αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Κατ΄ αρχάς, όπως προκύπτει από το πρακτικό που τηρήθηκε, η αξιολόγηση που της έγινε περιλαμβάνει αριθμό αρνητικών σχολίων, όπως η επισήμανση κενών σε κάποιες απαντήσεις της και έλλειψη τεκμηρίωσης για άλλες. Η αιτήτρια χαρακτηρίζεται ακόμα ως άτομο με υπέρμετρη αυτοπεποίθηση που ενίοτε αγγίζει τα όρια της αλαζονείας. Και όλα αυτά σε αντίθεση με την αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους, η οποία μόνο θετικά σχόλια περιέχει.
Δεν συμφωνώ με το επιχείρημα της αιτήτριας ότι επειδή το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε ότι έχει άρτια επιστημονική γνώση, χωρίς να λεχθεί το ίδιο και για την ίδια, υποτιμάται το επιστημονικό της επίπεδο. Αρκεί να λεχθεί ότι και για την ίδια αναφέρεται στην αξιολόγηση ότι έχει πολύ καλές γνώσεις του αντικειμένου. Εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να τονιστεί ότι τα σχόλια αυτά αναφέρονται στην εντύπωση που οι υποψήφιοι άφησαν κατά τη συνέντευξη και όχι στο περιεχόμενο των προσωπικών τους φακέλων.
Στην υπόθεση Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, όπου το δικαστήριο προέβη σε εκτενή αναφορά στη σχετική νομολογία, τονίστηκε ότι εκείνο που η νομολογία απαιτεί ως προς την αιτιολόγηση της εντύπωσης από τις συνεντεύξεις είναι η μεταφορά, με καταγραφή στο πρακτικό, των όσων το σώμα που διενήργησε την προφορική εξέταση αποκόμισε για κάθε υποψήφιο.
Ούτε η θέση της αιτήτριας ότι η Επιτροπή έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση ευσταθεί. Είναι φανερό από το τηρηθέν πρακτικό ότι η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπ΄ όψιν, τόσο τα προσόντα των υποψηφίων, όσο και τα υπόλοιπα στοιχεία, δηλαδή το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων, αλλά και την απόδοσή τους κατά την προφορική εξέταση, καθώς και τη σύσταση του Διευθυντή.
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Παπασάββα ν. Κούλουμου κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 235, 249, η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση αποτελεί ανεξάρτητο και αυτοτελές στοιχείο κρίσης και δεν πρέπει να συμπλέκεται με τα προσόντα τους, την πείρα ή τη διαχρονικά αξιολογημένη στις υπηρεσιακές εκθέσεις επαγγελματική τους κατάρτιση. Η προφορική εξέταση προσφέρει μια εικόνα για την προσωπικότητα και τις ικανότητες των υποψηφίων, παρέχοντας την ευχέρεια μιας καλύτερης εκτίμησης της αξίας και των προσόντων τους.
Είναι φανερό ότι λήφθηκαν υπ΄ όψιν κατά την τελική αξιολόγηση όλα τα κριτήρια, η αξία, τα προσόντα και η αρχαιότητα. Για την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους η Επιτροπή στηρίχτηκε στην υπεροχή του, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και την προφορική εξέταση. Ως προς δε την υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα κατά πεντέμιση χρόνια, η Επιτροπή παρατήρησε ότι σε θέσεις ανώτατων διευθυντικών θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως είναι η παρούσα, η αρχαιότητα έχει περιορισμένη σημασία.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται, με £600 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ