ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.461/2005)
13 Ιουλίου, 2007
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - - -
Ε. Πική, για την Αιτήτρια.
Λ. Χριστοδουλίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
Χρ. Πατσαλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την υπ΄ αρ. 39/2004 ιεραρχική προσφυγή, που κατέθεσε στις 18.11.2004 ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, η εταιρεία Chanat Ltd πρόσβαλε την απόφαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (ΑΗΚ - Αναθέτουσα Αρχή) να κατακυρώσει την υπ΄ αρ. 83/2004 προσφορά για την προμήθεια, εγκατάσταση, έλεγχο, ενεργοποίηση και συντήρηση των μηχανολογικών εργασιών για τις νέες αποθήκες της ΑΗΚ στην Πάφο, στην εταιρεία A.S. Aircontrol Ltd, αντί σ΄ αυτή.
Αφού προηγήθηκε διαδικασία Λήψης Προσωρινού Μέτρου, με αποτέλεσμα την αναστολή της υπογραφής της Σύμβασης με την εταιρεία A.S. Aircontrol Ltd, μέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης, η ακρόαση της ιεραρχικής προσφυγής έγινε στις 13.12.2004, η δε απόφαση επιφυλάχθηκε.
Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών συνήλθε για συζήτηση της προσφυγής την 21.12.2004. Τα πρακτικά που τηρήθηκαν έχουν ως εξής:
"Ο Πρόεδρος ανέφερε ότι σκοπός της Συνεδρίας ήταν η συζήτηση της Προσφυγής 39/2004, CHANAT LTD, Αιτητών, εναντίον Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Αναθέτουσας Αρχής.
Τα πρακτικά της ακρόασης της Προσφυγής επικυρώθηκαν.
Τα μέλη, στην πιο πάνω προσφυγή, αποφάσισαν κατά πλειοψηφία ως η επισυνημμένη απόφαση.
Ο Γραμματέας εντέλλεται όπως κοινοποιήσει την απόφαση στους ενδιαφερόμενους."
Η "επισυνημμένη απόφαση" έχει ως εξής:
"Η προσφυγή επιτυγχάνει κατά πλειοψηφία και η προσβαλλόμενη πράξη της Αναθέτουσας Αρχής ακυρώνεται."
Την ίδια μέρα, 21.12.2004, κοινοποιήθηκε στην εταιρεία Chanat Ltd και στην ΑΗΚ η ακόλουθη επιστολή:
"Αναφερόμενοι στη διευθέτηση η οποία έγινε μετά το τέλος της ακρόασης της προσφυγής της 13ης Δεκεμβρίου, 2004 σας πληροφορούμε ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών είναι η ακόλουθη:
Η προσφυγή επιτυγχάνει κατά πλειοψηφία και η προσβαλλόμενη πράξη της Αναθέτουσας Αρχής ακυρώνεται.
Όπως έχει λεχθεί κατά την ως άνω ημερομηνία το σκεπτικό της απόφασης και η αιτιολογία θα σας αποσταλεί εντός ευλόγου χρόνου."
Τόσο τα πρακτικά της 21.12.2004, όσο και η επιστολή της 21.12.2004, προς τα δύο μέρη, υπογράφονται από τον Πρόεδρο και τα τρία Μέλη της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών.
Στις 7.2.2005 η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών κοινοποίησε την αιτιολογημένη απόφασή της στα δύο μέρη.
Με την παρούσα προσφυγή η ΑΗΚ (αιτήτρια) ζητά από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:
"Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία η απόφαση της Καθ΄ης η Αίτηση Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών ημερομηνίας 7.2.2005 η οποία κοινοποιήθηκε στους δικηγόρους των Αιτητών στις 8.2.2005 και με την οποία η Καθ΄ης η Αίτηση κατά πλειοψηφία αποφάσισε την ακύρωση της απόφασης των Αιτητών ημερομηνίας 4.11.2004 στο Διαγωνισμό αρ. 83/2004 από την εταιρεία Chanat Ltd, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος."
Στη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών προβάλλεται η θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της 7.2.2005 δεν είναι εκτελεστή διοικητική απόφαση και, ως εκ τούτου, εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Σύμφωνα με τη δικηγόρο της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών η απόφαση της 7.2.2005 είναι απλώς "το αιτιολογημένο και εκτεταμένο κείμενο της ήδη παρθείσας απόφασης που θα έπρεπε να είχε προσβληθεί με προσφυγή, δηλαδή της απόφασης ημερομηνίας 21.12.2004", η οποία, απόφαση της 21.12.2004, είναι και η μόνη εκτελεστή· επομένως, εφόσον η μόνη εκτελεστή απόφαση που μπορούσε να προσβληθεί είναι η απόφαση της 21.12.2004, η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.
Η θέση της δικηγόρου της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών υιοθετήθηκε και από το δικηγόρο του ενδιαφερόμενου μέρους στη δική του γραπτή αγόρευση.
Στην απαντητική γραπτή της αγόρευση, η δικηγόρος της ΑΗΚ εισηγήθηκε ότι η ένσταση της εκτελεστότητας θα έπρεπε να είχε εγερθεί από τους δικηγόρους στο στάδιο της ένστασης και όχι στο στάδιο της γραπτής αγόρευσης. Εφόσον ηγέρθη στο στάδιο της γραπτής αγόρευσης ήταν, κατά την έκφρασή της, "απαράδεκτη". Διαζευκτικά, η δικηγόρος της ΑΗΚ εισηγήθηκε ότι "αφ΄ ης στιγμής δεν υπήρχε αιτιολογία στην επίμαχη επιστολή ημερομηνίας 21.12.2004 και ο ενδιαφερόμενος δεν μπορούσε να λάβει πλήρη γνώση τότε η πράξη η οποία είναι εκτελεστή και παράγει έννομα αποτελέσματα είναι αυτή η οποία εμπεριέχει αιτιολογία, άρα η πράξη ημερομηνίας 7.2.2005· συνεπώς η άσκηση της προσφυγής του άρθρου 146 στρέφεται κατά εκτελεστής διοικητικής πράξης και είναι εμπρόθεσμη."
Προς υποστήριξη της διαζευκτικής της εισήγησης, η δικηγόρος της ΑΗΚ με παρέπεμψε σε βιβλιογραφία και νομολογία, Ελληνική και Κυπριακή, σύμφωνα με την οποία για να αρχίσει να τρέχει η προθεσμία προσβολής ατομικής διοικητικής απόφασης απαιτείται η κοινοποίηση να είναι πλήρης, με την έννοια ότι πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία της απόφασης και, ειδικότερα, την αιτιολογία της.
Εν κατακλείδι, η δικηγόρος της ΑΗΚ σημείωσε ότι, όπως προέκυπτε από τη δικογραφία, η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών της 21.12.2004 ήταν αναιτιολόγητη, η δε επιστολή της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών προς την ΑΗΚ, ημερομηνίας και πάλι 21.12.2004, με την οποία εκοινοποιείτο η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, δεν περιείχε και την αιτιολογία της. Η αιτιολογία στο κείμενο της απόφασης, ημερομηνίας 7.2.2005, ήταν, επομένως, "μεταγενέστερη αιτιολογία" και, συνακόλουθα, εφόσον η περίπτωση δε φαίνεται να ήταν επείγουσα, παράνομη, ως παραβιάζουσα το άρθρο 30 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Νόμος 158(Ι)/1999).
Η εισήγηση της δικηγόρου της ΑΗΚ ότι, εφόσον η ένσταση της εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης είχε εγερθεί, αντί στο στάδιο της ένστασης, στη γραπτή αγόρευση των δικηγόρων, αυτή θα πρέπει να απορριφθεί ως "απαράδεκτη", δεν με βρίσκει σύμφωνο. Το θέμα της εκτελεστότητας της επίδικης απόφασης, σε κάθε προσφυγή, άπτεται της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, σύμφωνα με την καθιερωμένη γενική αρχή, μπορεί να εγερθεί από τους διαδίκους, όπως και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Περαιτέρω, δεν με βρίσκει σύμφωνο ούτε η διαζευκτική εισήγηση της δικηγόρου της ΑΗΚ ότι, αφ΄ ης στιγμής δεν υπάρχει αιτιολογία στην επιστολή της 21.12.2004, ώστε η ΑΗΚ να λάβει πλήρη γνώση της απόφασης, τότε εκτελεστή απόφαση είναι εκείνη η οποία εμπεριέχει την αιτιολογία, άρα η απόφαση της 7.2.2005. Η έλλειψη αιτιολογίας στην απόφαση της 21.12.2004 δεν την καθιστά μη εκτελεστή. Ούτε η ύπαρξη αιτιολογίας στην απόφαση της 7.2.2005 καθιστά αυτή εκτελεστή. Εκτελεστή παραμένει πάντοτε η απόφαση της 21.12.2004. Με τη διαφορά ότι η προθεσμία της προσφυγής κατά της απόφασης της 21.12.2004 δεν αρχίζει να τρέχει παρά μόνο από τις 7.2.2005, ημερομηνία κοινοποίησης της αιτιολογίας της απόφασης. Είναι, επομένως, εμπρόθεσμη η προσφυγή, όχι διότι είναι εκτελεστή η απόφαση της 7.2.2005, αλλά διότι η εκτελεστή απόφαση της 21.12.2004 δεν περιέχει αιτιολογία. Θεωρώ, λοιπόν ότι, με την προσφυγή, προσβάλλεται η απόφαση της 21.12.2004 ως αιτιολογείται με το κείμενο απόφασης της 7.2.2005.
Έρχομαι τώρα στο θέμα ουσίας το οποίο, στην πραγματικότητα, συνιστά σοβαρό λόγο ακυρώσεως, και το οποίο υπέδειξε, όπως ανέφερα, η δικηγόρος της ΑΗΚ. Είναι το θέμα της παράνομης "μεταγενέστερης αιτιολογίας". Σε αυτό το θέμα η περί "παρανομίας" εισήγηση της δικηγόρου της ΑΗΚ με βρίσκει σύμφωνο. Όχι όμως για το λόγο που εισηγείται στην απαντητική γραπτή της αγόρευση.
Το σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω αγόρευση έχει ως εξής:
"Εν κατακλείδι σημειώνουμε ότι, η κοινοποίηση της αιτιολογίας πράξης ταυτόχρονα με την κοινοποίηση της απόφασης βρίσκει εκτός από νομολογιακό και νομοθετικό έρεισμα. Ο Ν.158(Ι)/1999 (Ο Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος) στο Άρθρο 30 προβλέπει ότι:
"Σε επείγουσες περιπτώσεις επιστρέπεται, εξαιρετικά, στη διοίκηση να αιτιολογήσει μεταγενέστερα την πράξη της, στηριζόμενη όμως σε στοιχεία και γεγονότα που υπήρχαν πριν από την πράξη και τα οποία μπορούν αν συναχθούν από το διοικητικό φάκελο."
Από το πιο πάνω άρθρο προκύπτει ότι η κανονικά, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων η διοίκηση πρέπει να αιτιολογεί την απόφαση της ταυτόχρονα με τη λήψη της απόφασης και να κοινοποιεί την αιτιολογία της απόφασης ταυτόχρονα με την απόφαση.
Η Εξαίρεση για μεταγενέστερη αιτιολογία αφορά σε επείγουσες περιπτώσεις. Εν προκειμένω δεν φαίνεται να συντρέχει επείγουσα περίπτωση.
Πουθενά η επιστολή ημερομηνίας 21/12/2004 (Παράρτημα 10 της Ένστασης) δεν υποδεικνύει την ύπαρξη επείγουσας περίπτωσης."
Όμως, στην τελευταία σελίδα των πρακτικών της ακρόασης της ιεραρχικής προσφυγής, που έγινε στις 13.12.2004, ακρόαση κατά την οποία η ΑΗΚ εκπροσωπήθηκε από τη δικηγόρο της, αναφέρονται τα εξής:
"Πρόεδρος: Επειδή αντιλαμβάνομαι ότι είναι επείγον το θέμα για να κατακυρώσετε την προσφορά σας, εμείς δεσμευόμαστε σαν επιτροπή να δώσουμε την απάντηση μας γραπτή - όχι το σκεπτικό της απάντησής μας - αλλά την απάντησή μας μέχρι 21/12/2004 και το σκεπτικό της απάντησής μας να το δώσουμε μετά, έτσι ώστε αν νικήσει η Αρχή να μπορεί να προχωρήσει μαζί με την υπογραφή και αν χάσει έχασε. Αποδέχεστε και οι δυο αυτήν την περίπτωση;
ΑΠΑΝΤΟΥΝ ΟΤΙ ΔΕΧΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΠΛΕΥΡΕΣ
Να θεωρήσουμε την εξέταση της υπόθεσης ως εξαντληθείσα και να ευχαριστήσουμε τους αιτητές και την Αναθέτουσα Αρχή."
(Παράρτημα 9 στην Ένσταση, σελίδα 54).
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι τα όσα αναφέρονται στην απαντητική γραπτή αγόρευση της δικηγόρου της ΑΗΚ, δηλαδή ότι "εν προκειμένω δεν φαίνεται να συντρέχει επείγουσα περίπτωση" δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ήταν η θέση της ΑΗΚ ότι ήταν "επείγον το θέμα". Γι΄ αυτό και η δικηγόρος της συμφώνησε, ορθά, όπως και η άλλη πλευρά, σε "μεταγενέστερη αιτιολογία". Όντως, τέτοια αιτιολογία, εφόσον το θέμα ήταν επείγον, μπορούσε νόμιμα να δοθεί μετά.
Η παρανομία από πλευράς Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών έγκειται αλλού. Έγκειται στο γεγονός ότι αυτή, κατά παράβαση των άρθρων 24(1) και 26(1) του Νόμου 158(Ι)/1999, δεν τήρησε οποιαδήποτε πρακτικά, ως προς το τι διημείφθη κατά τη συζήτηση της ιεραρχικής προσφυγής την 21.12.2004 και, επίσης, δεν κατέγραψε, την ίδια μέρα, σε πρακτικό, την αιτιολογία, έστω σε συντομία, της απόφασης της πλειοψηφίας. (Βλ. σχετικά και Accenture A.E. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση 684/2006, 19.6.2006).
Ενόψει των πιο πάνω, η επίδικη απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών ακυρώνεται για παράβαση των άρθρων 24(1) και 26(1) του Νόμου 158(Ι)/1999.* Όμως, υπό τις περιστάσεις, δεν θα εκδώσω διαταγή για τα έξοδα.
Ρ. Γαβριηλίδης
Δ.
/ΧΤΘ
* Τα άρθρα 24(1) και 26(1) έχουν ως εξής:
"24.-(1) Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία."
"26.-(1) Οι διοικητικές πράξεις οι οποίες εκδίδονται έπειτα από άσκηση διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες, ...."