ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 532
19 Ιουνίου, 2006
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ACCENTURE A.E.,
Αιτητές,
v.
1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ (ΑΡ. 1),
Καθ' ων η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 684/2006)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Προσωρινό διάταγμα αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης με την προσφυγή πράξης ― Προϋποθέσεις έκδοσης ― Ειδικά η προϋπόθεση της έκδηλης παρανομίας ― Η διαπίστωση της ύπαρξής της στην κριθείσα περίπτωση, οδήγησε στην ακύρωση της επίδικης απόφασης από το στάδιο της ακρόασης επί της αίτησης για προσωρινό διάταγμα αναστολής.
Διοικητική Πράξη ― Αιτιολογία ― Όροι νομιμότητας ― Ειδικά η απαίτηση για τήρηση πρακτικών και καταγραφή της αιτιολογίας κατά το στάδιο λήψης της διοικητικής απόφασης ― Οι συναφείς ρυθμίσεις του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99 και οι περιστάσεις παράβασής τους στην κριθείσα περίπτωση.
Η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε με την προσφυγή της, την απόρριψη της ιεραρχικής της προσφυγής κατά της κατακύρωσης της επίδικης προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος και ταυτόχρονα ζήτησε με μονομερή αίτηση την αναστολή εκτέλεσης της επίδικης απόφασης μέχρις εκδικάσεως της προσφυγής. Το αιτηθέν προσωρινό διάταγμα εκδόθηκε στο πλαίσιο της μονομερούς αιτήσεως της αιτήτριας για να ακολουθήσει η ακρόαση ως προς το κατά πόσο το διάταγμα θα οριστικοποιηθεί.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Οι αρχές οι οποίες διέπουν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων στα πλαίσια της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας είναι γνωστές. Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου πρέπει να ασκείται με φειδώ και πάντοτε στη βάση των περιστατικών της συγκεκριμένης ενώπιον του υπόθεσης. Το βάρος της απόδειξης φέρει πάντοτε ο αιτητής. Πρέπει, για να επιτύχει, να αποδείξει είτε έκδηλη παρανομία της επίδικης απόφασης είτε σοβαρή πιθανότητα να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν το προσωρινό διάταγμα δεν εκδοθεί.
Στην παρούσα περίπτωση, δεν διαφαίνεται αν, κατά τη συνεδρία της 7.4.2006, έγινε όντως συζήτηση της ιεραρχικής προσφυγής των αιτητών αρ. 18/2006. Ούτε, βέβαια, διαφαίνεται, αν όντως έγινε συζήτηση, τι διημείφθη μεταξύ των παρισταμένων. Δεν διαφαίνεται ούτε αν η πλειοψηφία κατέληξε στην επίδικη απόφαση με την άλφα αιτιολογία ούτε, βέβαια, αν η μειοψηφία κατέληξε στη δική της άποψη με τη βήτα αιτιολογία. Ελλείψει πρακτικού ότι, κατά τη συνεδρία της 7.4.2006 έγινε όντως συζήτηση της ιεραρχικής προσφυγής των αιτητών αρ. 18/2006 και, στη συνέχεια, λήφθηκε η κατά πλειοψηφία επίδικη απόφαση στη βάση της άλφα αιτιολογίας, δεν μπορεί παρά να συναχθεί ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση αρ. 1, λήφθηκε χωρίς συζήτηση και χωρίς αιτιολογία, κατά έκδηλη παράβαση των άρθρων 24(1) και 26(1)(β) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου. Η επιστολή των καθ' ων η αίτηση αρ. 1 προς του αιτητές, ημερομηνίας 7.4.2006 δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Εφόσον αυτή υπονοεί ότι, στις 7.4.2006, όντως υπήρχε αιτιολογία της επίδικης απόφασης, όπως είναι η θέση των δικηγόρων των καθ' ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους, αλλά η αιτιολογία αυτή δεν μπορούσε να δοθεί στους αιτητές λόγω φόρτου εργασίας, ελλείψει πρακτικού στο οποίο να καταγράφεται η εν λόγω αιτιολογία, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ύπαρξή της ως πραγματικό γεγονός.
Εφόσον, η επίδικη απόφαση των καθ' ων η αίτηση αρ. 1, λήφθηκε χωρίς συζήτηση και χωρίς αιτιολογία, ακολουθεί ότι η αιτιολογία η οποία εκδόθηκε από τους καθ' ων η αίτηση αρ. 1 στις 18.4.2006, δεν αποτελεί παρά μεταγενέστερη αιτιολογία. Η οποία εκδόθηκε κατά έκδηλη παράβαση του άρθρου 30 του Νόμου 158(Ι)/99, εφόσον, δεν διαφαίνεται ότι η περίπτωση ήταν επείγουσα.
Και εφόσον η επίδικη απόφαση της 7.4.2006 είναι έκδηλα παράνομη, δικαιολογείται η ακύρωσή της από το προκαταρκτικό αυτό στάδιο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Προσφυγή.
Ν. Παπαευσταθίου με Α. Κουντουρή, για τους Αιτητές.
Α. Πανταζή, Νομική Λειτουργός, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 12.4.2006 οι αιτητές καταχώρησαν την υπό τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή με αίτημα τη διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση αρ. 1, η οποία τους κοινοποιήθηκε με επιστολή τους ημερομηνίας 7.4.2006, και με την οποία απέρριψαν την ιεραρχική προσφυγή τους αρ. 18/2006, επικυρώνοντας την απόφαση των καθ' ων η αίτηση αρ. 2 να αναθεωρήσουν και/ή κατακυρώσουν την προσφορά αρ. ΤΥΠ 2006/028/Κ/ΣΠ στην εταιρεία IBM S.p.A. (ενδιαφερόμενο μέρος), αντί σ' αυτούς, είναι άκυρη.
Στις 12.4.2006, ταυτόχρονα με την προσφυγή, οι αιτητές καταχώρησαν και μονομερή αίτηση με αίτημα την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς, εκτέλεση και εφαρμογή της επίδικης απόφασης μέχρι την πλήρη εκδίκαση και αποπεράτωση της προσφυγής ή μέχρι την έκδοση νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου. Αφού ανέγνωσα την αίτηση, όπως και την επισυνημμένη σε αυτή ένορκη δήλωση του Ανδρέα Δερμοσονιάδη, και αφού άκουσα το δικηγόρο της αιτήτριας, την ίδια μέρα, 12.4.2006, ενόψει των όσων αναφέρονταν στις παραγράφους 14-18 της ενόρκου δηλώσεως, σε συνδυασμό με τα όσα αναφέρονταν στην παράγραφο 13, σύμφωνα με την οποία η αιτιολογημένη απόφαση των καθ' ων η αίτηση αρ. 1 δεν είχε μέχρι τότε δοθεί στους αιτητές, εξέδωσα το προσωρινό διάταγμα με ισχύ μέχρι τις 18.4.2006, ημερομηνία κατά την οποία και το όρισα επιστρεπτέο.
Στις 18.4.2006, ύστερα από αίτημα της δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση, η περαιτέρω διαδικασία αναβλήθηκε για τις 20.4.2006, το δε προσωρινό διάταγμα της 12.4.2006 παρέμεινε σε ισχύ μέχρι τότε.
Στις 20.4.2006, οι δικηγόροι των καθ' ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους δήλωσαν ότι είχαν πρόθεση να καταχωρήσουν ενστάσεις στην αίτηση. Συνακόλουθα, αφού έδωσα οδηγίες να καταχωρηθούν οι ενστάσεις μέχρι τις 2.5.2006 και, στη συνέχεια, να καταχωρηθούν γραπτές αγορεύσεις μέχρι τις 30.5.2006, όρισα την αίτηση για προφορικές διευκρινίσεις στις 7.6.2006. Ταυτόχρονα, διέταξα όπως το προσωρινό διάταγμα της 12.4.2006 παραμείνει σε ισχύ μέχρι τη συμπλήρωση της διαδικασίας και την έκδοση απόφασης.
Αφού καταχωρήθηκαν εμπρόθεσμα τόσο οι ενστάσεις όσο και οι γραπτές αγορεύσεις, στις 7 και 8.6.2006 άκουσα τους δικηγόρους των διαδίκων και, ακολούθως, επιφύλαξα την απόφασή μου.
Οι αρχές οι οποίες διέπουν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων στα πλαίσια της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας είναι γνωστές. Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου πρέπει να ασκείται με φειδώ και πάντοτε στη βάση των περιστατικών της συγκεκριμένης ενώπιόν του υπόθεσης. Το βάρος της απόδειξης φέρει πάντοτε ο αιτητής. Πρέπει, για να επιτύχει, να αποδείξει είτε έκδηλη παρανομία της επίδικης απόφασης είτε σοβαρή πιθανότητα να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν το προσωρινό διάταγμα δεν εκδοθεί.
Ο δικηγόρος των αιτητών εισηγήθηκε ότι η επίδικη απόφαση είναι έκδηλα παράνομη για τέσσερις διαφορετικούς λόγους ήτοι, (α) λόγω απουσίας αιτιολογημένης απόφασης και λόγω απουσίας πρακτικών, (β) λόγω της άκυρης και παράνομης προσφοράς του ενδιαφερομένου μέρους, (γ) λόγω παράνομης αναπροσαρμογής τιμών και (δ) λόγω της λήψης στοιχείων τα οποία υποβλήθηκαν από το ενδιαφερόμενο μέρος εκ των υστέρων. Υποστήριξε, επίσης, ότι τυχόν υλοποίηση της επίδικης απόφασης και υπογραφή της σύμβασης με το ενδιαφερόμενο μέρος, θα προκαλέσει στους αιτητές ανεπανόρθωτη ζημιά, ήτοι ζημιά η οποία δεν θα μπορεί να αποκατασταθεί αν, τελικά, επιτύχουν στην προσφυγή τους.
Αντίθετη ήταν η θέση των δικηγόρων των καθ' ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους. Αφού υποστήριξαν ότι οι αιτητές κωλύονται από το να εγείρουν το υπό (α) λόγο έκδηλης παρανομίας, εισηγήθηκαν, στη συνέχεια, ότι οι λόγοι έκδηλης παρανομίας, όπως προβάλλονται από τους αιτητές, δεν συνιστούν τέτοιους λόγους αλλά, στην καλύτερη για τους αιτητές περίπτωση, λόγους οι οποίοι προϋποθέτουν στάθμιση και κρίση, κάτι το οποίο μπορεί να γίνει μόνο στα πλαίσια της εκδίκασης της ουσίας της προσφυγής. Απέρριψαν, επίσης, τη θέση ότι, τυχόν υλοποίηση της επίδικης απόφασης και υπογραφή της σύμβασης με το ενδιαφερόμενο μέρος, θα προκαλέσει στους αιτητές ανεπανόρθωτη ζημιά αν, τελικά, επιτύχουν στην προσφυγή τους.
Θα εξετάσω πρώτα το κατά πόσο οι αιτητές κωλύονται από το να εγείρουν τον υπό (α) λόγο έκδηλης παρανομίας, ήτοι, όπως είναι η θέση τους, την απουσία αιτιολογημένης απόφασης και την απουσία πρακτικών από πλευράς των καθ' ων η αίτηση αρ. 1.
Οι δικηγόροι των καθ' ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους υποστήριξαν ότι, εφόσον στην ένορκο δήλωση του Ανδρέα Δερμοσονιάδη, η οποία επισυνάφθηκε στη μονομερή αίτηση της 12.6.2006, το αίτημα για την έκδοση προσωρινού διατάγματος λόγω έκδηλης παρανομίας βασιζόταν στις παραγράφους 14-18, και εφόσον στις παραγράφους αυτές δεν εγειρόταν ζήτημα απουσίας αιτιολογημένης απόφασης και απουσίας πρακτικών από πλευράς των καθ' ων η αίτηση αρ. 1, τέτοιο ζήτημα δεν μπορούσε να εγερθεί με την αγόρευση του δικηγόρου των αιτητών. Αν ο δικηγόρος των αιτητών, κατέληξαν, επιθυμούσε να εγείρει τέτοιο ζήτημα θα έπρεπε να είχε προηγουμένως καταχωρήσει συμπληρωματική ένορκο δήλωση με την οποία και να το εγείρει.
Αντίθετη ήταν η θέση του δικηγόρου των αιτητών. Υποστήριξε ότι, από τις παραγράφους 13, 20 και 23 της ενόρκου δηλώσεως του Ανδρέα Δερμοσονιάδη, προέκυπτε με σαφήνεια ότι εγειρόταν ζήτημα απουσίας αιτιολογημένης απόφασης και απουσίας πρακτικών από πλευράς των καθ' ων η αίτηση αρ. 1.
Οι αιτητές δεν κωλύονται από το να εγείρουν τον υπό συζήτηση λόγο έκδηλης παρανομίας. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το ζήτημα εγείρεται, έστω και έμμεσα, από το συνδυασμό των παραγράφων 13, 20 και 23 της ενόρκου δηλώσεως του Ανδρέα Δερμοσονιάδη, στοιχείο το οποίο οδήγησε και στην έκδοση του προσωρινού διατάγματος της 7.4.2006, "ενόψει των όσων αναφέρονται στις παραγράφους 14-18 της ενόρκου δηλώσεως, σε συνδυασμό με τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο 13, σύμφωνα με την οποία η αιτιολογημένη απόφαση δεν έχει μέχρι στιγμής δοθεί στην αιτήτρια" θεωρώ ότι, εν πάση περιπτώσει, η εξέταση του ζητήματος, όχι, πλέον, αν μετά τις 12.4.2006 δόθηκε στους αιτητές αιτιολογημένη απόφαση, αλλά αν δόθηκε, τελικά, στους αιτητές νόμιμα αιτιολογημένη απόφαση, μπορεί να γίνει αν μάλιστα ληφθεί υπόψη και η βασική διάκριση μεταξύ πολιτικής και αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, ήτοι ο εξεταστικός ή ανακριτικός χαρακτήρας της τελευταίας.
Ο υπό (α) προβαλλόμενος λόγος έκδηλης παρανομίας, ήτοι, όπως ήδη ανέφερα, η απουσία αιτιολογημένης απόφασης και η απουσία πρακτικών των καθ' ων η αίτηση αρ. 1, έχει ως πραγματικό υπόβαθρο την ένορκο δήλωση του Γραμματέα των καθ' ων η αίτηση αρ. 1 Σοφοκλή Ιουλιανού, σε συνάρτηση με τα Τεκμ. 13, 14 και 15 τα οποία επισυνάπτονται στην εν λόγω ένορκο δήλωση.
Το σχετικό απόσπασμα από την ένορκο δήλωση του Σοφοκλή Ιουλιανού έχει ως εξής:
"......................................................................................................
13. Κατά τη συνεδρία της, ημερομηνίας 7.4.2006, η καθ' ης η αίτηση 1 αποφάσισε, αφού έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιόν της από τις δύο πλευρές, καθώς και τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις και τη σχετική νομολογία, την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής αρ. 18/2006 και την επικύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης της Αναθέτουσας Αρχής. Η απόφαση αυτή λήφθηκε κατά πλειοψηφία. Αντίγραφο των πρακτικών της συνεδρίας, ημερομηνίας 7.4.2006, επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 13.
14. Η καθ' ης η αίτηση κοινοποίησε την απόφασή της στις δύο πλευρές, με επιστολή ημερομηνίας 7.4.2006, και δεσμεύθηκε να τους αποστείλει την αιτιολογία της απόφασης το ταχύτερο δυνατό, λόγω φόρτου εργασίας. Αντίγραφο της επιστολής επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 14.
15. Στις 18.4.2006,η καθ' ης η αίτηση 1 κοινοποίησε την αιτιολογία της απόφασής της, σύμφωνα με τα έντυπα ΑΑΠ-4(β) και ΑΑΠ-4(δ), στην Αιτήτρια, την Αναθέτουσα αρχή, καθώς επίσης στην Αρμόδια Αρχή και στη Γενικό Ελεγκτή. Αντίγραφο της αιτιολογημένης απόφασης επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 15."
......................................................................................................"
Το Τεκμ. 13, ημερομηνίας 7.4.2006, έχει ως εξής:
"Ο Πρόεδρος ανέφερε ότι σκοπός της Συνεδρίας ήταν η συζήτηση της Προσφυγής 18/2006, ACCENTURE A.E. (Οργάνωσης, Πληροφορικής και Ανάπτυξης Επιχειρήσεων), Αιτητών, εναντίον Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής, Αναθέτουσας Αρχής.
Τα μέλη, στην πιο πάνω προσφυγή, αποφάσισαν κατά πλειοψηφία ότι η πιο πάνω προσφυγή δεν γίνεται δεκτή και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση της Αναθέτουσας Αρχής επικυρώνεται. Με την απόφαση αυτή διαφώνησαν ο Πρόεδρος Ιωάννης Π. Πογιατζής και το Μέλος κ. Χριστόφορος Χριστοφίδης.
Ο Γραμματέας εντέλλεται όπως κοινοποιήσει συνοπτική απόφαση στους ενδιαφερομένους."
Το Τεκμ. 13 υπογράφεται από τον Πρόεδρο και τα τέσσερα μέλη των καθ' ων η αίτηση αρ. 1.
Το Τεκμ. 14, ημερομηνίας 7.4.2006, έχει ως εξής:
"Σας πληροφορούμε ότι η Αναθεωτητική Αρχή Προσφορών αποφάσισε ότι η πιο πάνω Ιεραρχική Προσφυγή δεν γίνεται δεκτή και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση της Αναθέτουσας Αρχής επικυρώνεται.
Λόγω φόρτου εργασίας η αιτιολογημένη απόφαση θα σας δοθεί το συντομότερο δυνατό."
Το Τεκμ. 14 υπογράφεται από τον Πρόεδρο και τα τέσσερα μέλη των καθ' ων η αίτηση αρ. 1 και αποστέλλεται με εξουσιοδότηση του Προέδρου ημερομηνίας 7.4.2006 (βλ. σφραγίδα στο Τεκμ. 14).
Το Τεκμ. 15, ημερομηνίας 18.4.2006, ημερομηνία την οποία χαρακτηρίζει ως "ημερομηνία έκδοσης απόφασης", περιέχει, μέσα σε δεκατέσσερις σελίδες, την αιτιολογημένη απόφαση της πλειοψηφίας και την αιτιολογημένη άποψη της μειοψηφίας. Υπογράφεται από τον Πρόεδρο και τα τέσσερα μέλη των καθ' ων η αίτηση αρ. 1.
Αγορεύοντας προς υποστήριξη αυτού του λόγου έκδηλης, κατά την εισήγησή του, παρανομίας, ο δικηγόρος των αιτητών προέβαλε τη θέση ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε, αναντίλεκτα, κατά τη συνεδρία των καθ' ων η αίτηση αρ. 1 της 7.4.2006, είναι δε αυτή η οποία καταγράφεται στο Τεκμ. 13. Παρατηρείται, τόνισε, πλήρης και παντελής έλλειψη αιτιολογίας και, επομένως, σαφής παράβαση του άρθρου 26(1)(α) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999 - ο Νόμος), το οποίο, ρητά και επιτακτικά, απαιτεί αιτιολογία των διοικητικών αποφάσεων, ειδικά στην περίπτωση, όπως η παρούσα, όπου η επίδικη απόφαση είναι δυσμενής για τους αιτητές. Επίσης, συνέχισε, παρατηρείται πλήρης έλλειψη πρακτικών της διαδικασίας η οποία ακολουθήθηκε στις 7.4.2006 και οδήγησε στη λήψη της επίδικης απόφασης την ίδια μέρα. Η φερόμενη ως αιτιολογημένη απόφαση της 18.4.2006 - Τεκμ. 15, κατέληξε ο δικηγόρος των αιτητών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί νόμιμη αιτιολογία της επίδικης απόφασης εφόσον, βάσει του άρθρου 30 του Νόμου, "μεταγενέστερη αιτιολογία" επιτρέπεται μόνο κατ' εξαίρεση, και δη σε επείγουσες περιπτώσεις, στοιχείο το οποίο δεν εγείρεται στην παρούσα περίπτωση.
Εις απάντηση, οι δικηγόροι των καθ' ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους υποστήριξαν ότι, στη βάση των Τεκμ. 13, 14 και 15, διαπιστώνεται ότι, στην παρούσα περίπτωση, υπάρχει μια διοικητική απόφαση η οποία εκδόθηκε στις 7.4.2006 - Τεκμ. 13, και της οποίας η αιτιολογία κοινοποιήθηκε στα ενδιαφερόμενα μέρη στις 18.4.2006 - Τεκμ. 15. Δεν τίθεται θέμα μεταγενέστερης αιτιολογίας. Αιτιολογημένη απόφαση υπήρχε εξ υπαρχής, από τις 7.4.2006, αλλά, λόγω φόρτου εργασίας, η αιτιολογημένη αυτή απόφαση θα εδίδετο στους αιτητές το συντομότερο δυνατό, όπως τους πληροφόρησαν οι καθ' ων η αίτηση αρ. 1 με την επιστολή τους ημ. 7.4.2006 - Τεκμ. 14. Δεν υπάρχει οτιδήποτε στο Νόμο ή στη νομολογία το οποίο να επιβάλλει την ταυτόχρονη κοινοποίηση της αιτιολογίας με την έκδοση και κοινοποίηση της διοικητικής απόφασης. Ο Νόμος απαιτεί απλώς όπως η διοικητική απόφαση είναι αιτιολογημένη. Στην παρούσα περίπτωση, η επίδικη απόφαση της 7.4.2006 - Τεκμ. 13, με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή των αιτητών, είναι αιτιολογημένη. Η αιτιολογία καταγράφεται εκτενώς στο Τεκμ. 15. Εν πάση περιπτώσει, κατέληξαν οι δικηγόροι των καθ' ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους, το κατά πόσο η επίδικη απόφαση πάσχει ή όχι από πλευράς αιτιολογίας είναι θέμα προς συζήτηση κατά την εξέταση της ουσίας της προσφυγής και όχι θέμα αναντίλεκτο ή αυταπόδεικτο ώστε να τίθεται θέμα έκδηλης παρανομίας.
Το άρθρο 24(1) του Νόμου έχει ως εξής:
"24.-(1) Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία."
Το άρθρο 26(1)(α) του Νόμου έχει ως εξής:
"26.-(1) Οι διοικητικές πράξεις οι οποίες εκδίδονται έπειτα από άσκηση διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες, ιδίως όταν πρόκειται για πράξεις οι οποίες-
(α) είναι δυσμενείς για το διοικούμενο·"
Το άρθρο 30 του Νόμου έχει ως εξής:
"30. Σε επείγουσες περιπτώσεις επιτρέπεται, εξαιρετικά, στη διοίκηση να αιτιολογήσει μεταγενέστερα την πράξη της, στηριζόμενη όμως σε στοιχεία και γεγονότα που υπήρχαν πριν από την πράξη και τα οποία μπορούν να συναχθούν από το διοικητικό φάκελο."
Στην παρούσα περίπτωση, ούτε από την ένορκο δήλωση του Σοφοκλή Ιουλιανού ούτε από το Τεκμ. 13 διαφαίνεται αν, κατά τη συνεδρία της 7.4.2006, έγινε όντως συζήτηση της ιεραρχικής προσφυγής των αιτητών αρ. 18/2006. Ούτε, βέβαια, διαφαίνεται, αν όντως έγινε συζήτηση, τι διημείφθη μεταξύ των παρισταμένων. Μετά δε την αποχώρηση του Σοφοκλή Ιουλιανού από τη συνεδρία, δεν διαφαίνεται ούτε αν η πλειοψηφία κατέληξε στην επίδικη απόφαση με την άλφα αιτιολογία ούτε, βέβαια, αν η μειοψηφία κατέληξε στη δική της άποψη με τη βήτα αιτιολογία. Ελλείψει πρακτικού ότι, κατά τη συνεδρία της 7.4.2006 έγινε όντως συζήτηση της ιεραρχικής προσφυγής των αιτητών αρ. 18/2006 και, στη συνέχεια, λήφθηκε η κατά πλειοψηφία επίδικη απόφαση στη βάση της άλφα αιτιολογίας, δεν μπορώ παρά να αποδεχθώ ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση αρ. 1, όπως καταγράφεται στο Τεκμ. 13, λήφθηκε χωρίς συζήτηση και χωρίς αιτιολογία, κατά έκδηλη παράβαση των άρθρων 24(1) και 26(1)(β) του Νόμου. Η επιστολή των καθ' ων η αίτηση αρ. 1 προς του αιτητές, ημερομηνίας 7.4.2006 - Τεκμ. 14, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Εφόσον αυτή υπονοεί ότι, στις 7.4.2006, όντως υπήρχε αιτιολογία της επίδικης απόφασης, όπως είναι η θέση των δικηγόρων των καθ' ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους, αλλά η αιτιολογία αυτή δεν μπορούσε να δοθεί στους αιτητές λόγω φόρτου εργασίας, ελλείψει πρακτικού στο οποίο να καταγράφεται η εν λόγω αιτιολογία, δεν μπορώ να αποδεχθώ την ύπαρξή της ως πραγματικό γεγονός.
Εφόσον, σύμφωνα με τα όσα έχω προαναφέρει, η επίδικη απόφαση των καθ' ων η αίτηση αρ. 1, όπως καταγράφεται στο Τεκμ. 13, λήφθηκε χωρίς συζήτηση και χωρίς αιτιολογία, ακολουθεί ότι η αιτιολογία η οποία εκδόθηκε από τους καθ' ων η αίτηση αρ. 1 με το Τεκμ. 15, στις 18.4.2006, δεν αποτελεί παρά μεταγενέστερη αιτιολογία. Η οποία εκδόθηκε κατά έκδηλη παράβαση του άρθρου 30 του Νόμου, εφόσον, στη βάση των ενώπιόν μου στοιχείων, ήτοι της ενόρκου δηλώσεως του Σοφοκλή Ιουλιανού σε συνδυασμό με τα Τεκμ. 13, 14 και 15, δεν διαφαίνεται ότι η περίπτωση ήταν επείγουσα.
Δοθέντος ότι, για τους λόγους που μόλις εξήγησα, η επίδικη απόφαση της 7.4.2006 είναι έκδηλα παράνομη λόγω απουσίας πρακτικών και λόγω έλλειψης αιτιολογίας, η δε αιτιολογία η οποία εκδόθηκε στις 18.4.2006 είναι έκδηλα παράνομη ως μη επιτρεπτή μεταγενέστερη αιτιολογία, δεν θεωρώ χρήσιμο να επεκταθώ στους υπόλοιπους λόγους έκδηλης παρανομίας τους οποίους προβάλλουν οι αιτητές ούτε, επίσης, στην εισήγησή τους ότι, τυχόν υλοποίηση της επίδικης απόφασης και υπογραφή της σύμβασης με το ενδιαφερόμενο μέρος, θα προκαλέσει σ' αυτούς ανεπανόρθωτη ζημιά.
Περαιτέρω, και εφόσον η επίδικη απόφαση της 7.4.2006 είναι έκδηλα παράνομη, θεωρώ ότι δικαιολογείται η ακύρωσή της από το προκαταρκτικό αυτό στάδιο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση της 7.4.2006 ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και εις βάρος των καθ' ων η αίτηση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.