ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 4 ΑΑΔ 373

5 Μαΐου, 2006

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 880/2004)

FRAKAPOR LOGISTICS LIMITED,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ,

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 881/2004)

FRAKAPOR LOGISTICS LIMITED,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ,

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 882/2004)

FRAKAPOR LOGISTICS LIMITED,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ,

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 880/2004, 881/2004, 882/2004)

 

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Άδεια διαχείρισης αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης ― Νομοθετικό πλαίσιο χορήγησης και ανάκλησης της άδειας ― Κατά πόσο απαιτείται καταδίκη του αδειούχου για αδίκημα προκειμένου να ανακληθεί η άδεια ― Περιστάσεις της νομότυπης ανάκλησης της άδειας στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητική πράξη ― Αιτιολογία ― Λανθασμένη νομική αιτιολογία δεν συνεπάγεται ακυρότητα, αν η πράξη μπορεί να έχει άλλο νομικό έρεισμα.

Διοικητική Πράξη ― Ανάκληση ― Οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου για την ανάκληση διοικητικών πράξεων δεν ισχύουν όταν η ανάκληση ρυθμίζεται από ειδικό νόμο ― Άρθρο 54(6) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99).

Διοικητικό Δίκαιο ― Το δικαίωμα ακρόασης του διοικουμένου ― Στην περίπτωση που η διοικητική κρίση δυνάμει της οποίας εκδίδεται η θίγουσα τον διοικούμενο διοικητική πράξη προκύπτει μέσα από καθαρά αντικειμενικά δεδομένα και όχι με βάση την εκτίμηση της υποκειμενικής συμπεριφοράς του, δεν υφίσταται δικαίωμα ακρόασης.

Οι αιτητές επεδίωξαν την ακύρωση της ανάκλησης των αδειών διαχείρισης αποθηκών τελωνειακής αποταμίευσης, που τους είχαν παραχωρηθεί μετά από αίτησή τους.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1.  Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι οι αποφάσεις ανάκλησης των αδειών τους είναι παράνομες γιατί σύμφωνα με το Αρθρο 96(2) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου 94(Ι)/2004, η εξουσία των καθ' ων η αίτηση για ανάκληση άδειας ενεργοποιείται μόνο σε περίπτωση διάπραξης αδικήματος.

     Το πιο πάνω επιχείρημα δεν ευσταθεί. Το Αρθρο 32(2) του Νόμου προβλέπει ότι ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων δύναται να εγκρίνει αποθήκες προσωρινής εναπόθεσης, η διαχείριση των οποίων δύναται να ανατεθεί σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα για χρονικές περιόδους και με τους όρους και περιορισμούς που καθορίζονται με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο δύναται μεταξύ άλλων να καθορίσει τις προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν οι ιδιωτικές αποθήκες.

         Η Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων εν προκειμένω ανακάλεσε τις παραχωρηθείσες άδειες γιατί εμπορεύματα είχαν μετακινηθεί χωρίς να έχουν καταβληθεί προσηκόντως οι νενομισμένοι δασμοί και φόροι και αυτό μάλιστα κατ' επανάληψη. Στην απόφαση επισημαίνεται επίσης η έκδοση ακάλυπτων επιταγών για τα πληρωτέα ποσά. Αυτή η συμπεριφορά κρίθηκε από τη Διευθύντρια, και ορθώς, ως παράλειψη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις των αιτητών ως διαχειριστών των αποθηκών τους.

     Δεν είναι απαραίτητη η διαπίστωση διάπραξης αδικήματος.

2.  Η όποια περαιτέρω αναφορά της Διευθύντριας στο Αρθρο 96(2) που προβλέπει τη διάπραξη αδικήματος, δεν επηρεάζει την ουσία της υπόθεσης. Μπορεί η πράξη των αιτητών να είναι αδίκημα, αλλά για ανάκληση της απόφασης δεν απαιτείται και η καταδίκη τους. Η διαπίστωση της μη τήρησης των όρων είναι αρκετή. Στη χειρότερη περίπτωση τίθεται θέμα λανθασμένης νομικής αιτιολογίας, η οποία, όμως, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν συνεπάγεται ακυρότητα αν η πράξη μπορεί να έχει άλλο νομικό έρεισμα.

3.  Σύμφωνα με το Αρθρο 54(6) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου για την ανάκληση διοικητικών πράξεων δεν ισχύουν όταν η ανάκληση ρυθμίζεται από ειδικό νόμο. Ο νόμος ο οποίος ρυθμίζει εδώ ειδικά το θέμα είναι το Αρθρο 9 του Κανονισμού (ΕΟΚ) αρ. 2913/92 και η παράγραφος 16(3)(β) της Κ.Δ.Π. 434/2004 όπου προβλέπεται πότε η άδεια ακυρώνεται ή ανακαλείται.

4.  Αναφορικά με τον ισχυρισμό των αιτητών ότι οι επίδικες αποφάσεις εκδόθηκαν κατά παράβαση του δικαιώματος ακρόασής τους, αρκεί παραπομπή στη νομολογιακή αρχή ότι στην περίπτωση που η διοικητική κρίση, δυνάμει της οποίας εκδίδεται η θίγουσα το διοικούμενο διοικητική πράξη, προκύπτει μέσα από καθαρά αντικειμενικά δεδομένα και όχι με βάση την εκτίμηση της υποκειμενικής συμπεριφοράς του διοικουμένου, δεν υφίσταται δικαίωμα ακρόασης.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Θεοδουλίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2605,

Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 361.

Προσφυγή.

Δ. Βάκης, για τους Αιτητές, σε όλες τις Υποθέσεις.

Ν. Μιχαηλίδης, Νομικός Λειτουργός, για Γενικό Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

NIKOΛAΪΔHΣ, Δ.: Το Τμήμα Τελωνείων είχε παραχωρήσει στους αιτητές, ύστερα από σχετική αίτησή τους, τρεις άδειες διαχείρισης αποθηκών τελωνειακής αποταμίευσης. Οι άδειες είχαν παραχωρηθεί υπό τον όρο της συνεχούς συμμόρφωσής τους με τις σχετικές διατάξεις της ισχύουσας τελωνειακής και άλλης νομοθεσίας, όπως καθορίζεται στον περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμο του 2004, τις σχετικές εγκυκλίους, καθώς και με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους όρους και τις προϋποθέσεις που είχαν τεθεί. Ένας από τους όρους ήταν και ο όρος 8, σύμφωνα με τον οποίο δεν θα παραδίδονταν εμπορεύματα από την αποθήκη προτού υποβληθούν στο Τελωνείο οι σχετικές τελωνειακές διασαφήσεις ή άλλα έγγραφα και καταβληθούν οι τυχόν πληρωτέοι δασμοί και φόροι.

Στις 30.6.2004 οι καθ' ων η αίτηση ανακάλεσαν τις πιο πάνω άδειες. Την απόφαση αυτή οι αιτητές προσέβαλαν με προσφυγές.

Οι αιτητές εναπόθεταν στην πιο πάνω αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης εμπορεύματα τα οποία ήταν ιδιοκτησία πελατών τους, για τα οποία δεν είχαν καταβληθεί οι αναλογούντες σ' αυτά δασμοί και φόροι. Η ίδια εταιρεία, υπό την ιδιότητά της ως αδειούχου τελωνειακού πράκτορα, διενεργούσε τον τελωνισμό εμπορευμάτων πελατών της τα οποία, είτε βρίσκονταν στις αποθήκες τελωνειακής αποταμίευσης τη διαχείριση των οποίων είχαν οι αιτητές, είτε σε άλλες αποθήκες. Παράλληλα, οι αιτητές προέβαιναν και σε τελωνισμούς εμπορευμάτων που ανήκαν σε πελάτες τους.

Μέσα στα πλαίσια τελωνισμού των εμπορευμάτων για την καταβολή των αναλογούντων δασμών και φόρων, οι αιτητές κατέθεταν στο Τμήμα Τελωνείων επιταγές τους και το Τμήμα παραχωρούσε τη σχετική άδεια παραλαβής τους. Μετά από διαδοχικές πληροφορίες που περιήλθαν εις γνώσιν του Τμήματος Τελωνείων από το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας, περί τα τέλη Ιουνίου του 2004, διαπιστώθηκε ότι 148 συνολικά επιταγές που είχαν κατατεθεί από τους αιτητές, συνολικού ύψους £566.111,20 επεστράφηκαν ως ανεξαργύρωτες.

Η θέση σε ανάλωση των πιο πάνω εμπορευμάτων χωρίς την καταβολή των δασμών συνεπάγεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 201 του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα (Κανονισμός ΕΟΚ 2913/92) καθώς και των Αρθρων 38, 41 και 42 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004, Ν.94(Ι)/2004, τη γένεση τελωνειακής οφειλής με συνυπόχρεους οφειλέτες τόσο τους αιτητές ως διασαφιστές, όσο και τους ιδιοκτήτες των εμπορευμάτων.

Ο μεγάλος αριθμός επιταγών που είχαν επιστραφεί ανεξαργύρωτες κρίθηκε ότι συνιστούσε παράλειψη των αιτητών να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις τους ως διαχειριστών των πιο πάνω αποθηκών και το Τμήμα Τελωνείων προχώρησε στη λήψη διάφορων μέτρων, μεταξύ των οποίων και την ανάκληση των τριών αδειών διαχείρισης των αποθηκών τελωνειακής αποταμίευσης.

Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι οι αποφάσεις ανάκλησης των αδειών τους είναι παράνομη γιατί σύμφωνα με το Αρθρο 96(2) του Νόμου 94(Ι)/2004, η εξουσία των καθ' ων η αίτηση για ανάκληση άδειας ενεργοποιείται μόνο σε περίπτωση διάπραξης αδικήματος. Ισχυρίζονται ότι αποκλειστική υπαιτιότητα για τη μη πληρωμή των επιταγών που εκδόθηκαν φέρει το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Τελωνειακών Πρακτόρων Επαρχίας Λευκωσίας Λτδ. Υποστηρίζουν περαιτέρω ότι κατά την ημερομηνία λήψης των επίδικων αποφάσεων, αλλά ούτε και μέχρι σήμερα, έχουν καταδικαστεί για αδίκημα, είτε δυνάμει του Αρθρου 96(1), είτε για οποιοδήποτε αδίκημα δυνάμει του Τελωνειακού Κώδικα ή άλλου νόμου.

Παραπέμποντας στο τεκμήριο της αθωότητας και στο Αρθρο 6(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι αιτητές υποστηρίζουν ότι οι καθ' ων η αίτηση, ελλείψει καταδίκης, δεν είχαν εξουσία για ανάκληση των αδειών τους δυνάμει του Αρθρου 96(2). Ισχυρίζονται ακόμα ότι εξουσία για ανάκληση των αδειών οι καθ' ων η αίτηση δεν είχαν ούτε με βάση το Αρθρο 9(2) του Κανονισμού της ΕΟΚ 2913/92.

Το πιο πάνω επιχείρημα δεν ευσταθεί. Το Αρθρο 32(2) του Νόμου προβλέπει ότι ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων δύναται να εγκρίνει αποθήκες προσωρινής εναπόθεσης, η διαχείριση των οποίων δύναται να ανατεθεί σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα για χρονικές περιόδους και με τους όρους και περιορισμούς που καθορίζονται με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο δύναται μεταξύ άλλων να καθορίσει τις προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν οι ιδιωτικές αποθήκες. Οι όροι έγκρισης της άδειας μπορούν για εύλογη αιτία να ανακληθούν ή διαφοροποιηθούν από το Διευθυντή βάσει του Αρθρου 32(5).

Σημειώνεται ότι οι διαχειριστές των αποθηκών ευθύνονται για τους δασμούς, τους φόρους και τις άλλες επιβαρύνσεις που αναλογούν στα εμπορεύματα (Αρθρο 34(7)).

Στις 30.4.2004 το Υπουργικό Συμβούλιο εξέδωσε δυνάμει του Αρθρου 32(2) του Ν.94(Ι)/04 του περί Όρων και Προϋποθέσεων για Έγκριση Αποθηκών Προσωρινής Εναπόθεσης η διαχείριση των οποίων ανατίθεται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, Διάταγμα του 2004, Κ.Δ.Π. 434/2004, σύμφωνα με την παράγραφο 6(1) του οποίου τα εναποτιθέμενα εντός της αποθήκης εμπορεύματα, τελούν υπό την αποκλειστική ευθύνη των διαχειριστών, οι οποίοι ευθύνονται για την ορθή εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη φυσική και λογιστική είσοδο, παραμονή και έξοδο των εμπορευμάτων στην αποθήκη και εν γένει για τη μη διαφυγή των εμπορευμάτων από την τελωνειακή επιτήρηση. Στην παράγραφο 6(2) επισημαίνεται ότι ο διαχειριστής ευθύνεται έναντι του δημοσίου για τους αναλογούντες δασμούς, φόρους και επιβαρύνσεις που μπορεί να δημιουργηθούν από τη μη ορθή τήρηση των υποχρεώσεών του.

Τέλος, η παράγραφος 16(3)(β) του ίδιου Διατάγματος καθορίζει ότι η άδεια μπορεί να ανακληθεί από το Διευθυντή, σε περίπτωση σοβαρής ή επαναλαμβανόμενης μη τήρησης των όρων και προϋποθέσεων που απορρέουν από την τελωνειακή νομοθεσία και το Διάταγμα.

Και αυτή είναι η παρούσα περίπτωση. Η Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων ανακάλεσε τις παραχωρηθείσες άδειες γιατί εμπορεύματα είχαν μετακινηθεί χωρίς να έχουν καταβληθεί προσηκόντως οι νενομισμένοι δασμοί και φόροι και αυτό μάλιστα κατ' επανάληψη. Στην απόφαση επισημαίνεται επίσης η έκδοση ακάλυπτων επιταγών για τα πληρωτέα ποσά. Αυτή η συμπεριφορά κρίθηκε από τη Διευθύντρια, και ορθώς κατά την άποψή μου, ως παράλειψη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις των αιτητών ως διαχειριστών των αποθηκών τους.

Δεν είναι απαραίτητη η διαπίστωση διάπραξης αδικήματος. Στην προσβαλλόμενη πράξη η Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων επισημαίνει ότι η άδεια διαχείρισης της αποθήκης ανακαλείται με βάση το Αρθρο 9 του Κανονισμού (ΕΟΚ) αρ. 2913/92 καθώς και το Αρθρο 96(2) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου.

Η ουσία της ανάκλησης βρίσκεται στο γεγονός, όπως και η Διευθύντρια επισημαίνει, ότι κατ' επανάληψη, με την έκδοση ακάλυπτων επιταγών για τα πληρωτέα ποσά, έχουν μετακινηθεί εμπορεύματα από τις αποθήκες, χωρίς να καταβληθεί προσηκόντως ο νενομισμένος δασμός. Η ενέργεια αυτή χαρακτηρίζεται ως παράλειψη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις των αιτητών ως διαχειριστών της αποθήκης. Η όποια περαιτέρω αναφορά της Διευθύντριας στο Αρθρο 96(2) που προβλέπει τη διάπραξη αδικήματος, δεν επηρεάζει την ουσία της υπόθεσης. Μπορεί η πράξη των αιτητών να είναι αδίκημα, αλλά για ανάκληση της απόφασης δεν απαιτείται και η καταδίκη τους. Η διαπίστωση της μη τήρησης των όρων είναι αρκετή.

Στη χειρότερη περίπτωση τίθεται θέμα λανθασμένης νομικής αιτιολογίας, η οποία, όμως, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν συνεπάγεται ακυρότητα αν η πράξη μπορεί να έχει άλλο νομικό έρεισμα (βλέπε Θεοδουλίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2605, 2618, 2619).

Οι αιτητές ισχυρίζονται παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης. Και αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Σύμφωνα με το Αρθρο 54(6) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου για την ανάκληση διοικητικών πράξεων δεν ισχύουν όταν η ανάκληση ρυθμίζεται από ειδικό νόμο. Ο νόμος ο οποίος ρυθμίζει ειδικά το θέμα είναι ακριβώς το Αρθρο 9 του Κανονισμού (ΕΟΚ) αρ. 2913/92 και η παράγραφος 16(3)(β) της Κ.Δ.Π. 434/2004 όπου προβλέπεται πότε η άδεια ακυρώνεται ή ανακαλείται.

Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης, παρέλκει η εξέταση των άλλων ισχυρισμών των αιτητών, οι οποίοι αναφέρονται στην παράλειψη άσκησης της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση ή στην κατ' ισχυρισμό παράβαση του Άρθρου 12 του Συντάγματος.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό των αιτητών ότι οι επίδικες αποφάσεις εκδόθηκαν κατά παράβαση του δικαιώματος ακρόασής τους, αρκεί παραπομπή στη νομολογιακή αρχή ότι στην περίπτωση που η διοικητική κρίση, δυνάμει της οποίας εκδίδεται η θίγουσα το διοικούμενο διοικητική πράξη, προκύπτει μέσα από καθαρά αντικειμενικά δεδομένα και όχι με βάση την εκτίμηση της υποκειμενικής συμπεριφοράς του διοικουμένου, δεν υφίσταται δικαίωμα ακρόασης (Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 361, 366).

Στις παρούσες υποθέσεις το θέμα ήταν η εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου και των Κανονισμών που προβλέπουν ρητά την καταβολή τελών και φόρων από τους διαχειριστές των αποθηκών. Σημειώνω, εξάλλου, τόσο το χρονικό διάστημα που παρήλθε υπό μορφή περιόδου συμμόρφωσης των αιτητών και καταβολής των οφειλομένων ποσών μέχρι την έκδοση της επίδικης απόφασης, όσο και το ύψος του οφειλόμενου ποσού.

Εν όψει όλων των πιο πάνω, οι προσφυγές απορρίπτονται, με έξοδα εναντίον των αιτητών.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο