ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 1700/2005
12 Σεπτεμβρίου, 2006
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO AΡΘΡΟ 28 και 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΦΛΩΡΟΣ ΙΑΚΩΒΟΥ ΦΛΩΡΙΔΗ
Αιτητής,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Καθών η αίτηση.
------------------
Κ. Καλλής, για τον αιτητή
Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους καθών η αίτηση
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά διάταγμα του δικαστηρίου με το οποίο να ακυρώνεται η επίταξη μέρους της ακινήτου περιουσίας του με αρ. τεμ. 440 του Φ/Σχ. 39/47 στο χωριό Σια, Επαρχίας Λευκωσίας, το οποίο διάταγμα δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 4044 ημερ. 27/10/05 και αρ. Διατάγματος 1072.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο αιτητής είναι ο ιδιοκτήτης του προαναφερθέντος κτήματος. Με διάταγμα απαλλοτρίωσης (το πρώτο διάταγμα) που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδας της Δημοκρατίας ημερ. 22/6/01 και αρ. 3509 οι καθών η αίτηση απαλλοτρίωσαν μέρος του ως άνω κτήματος του αιτητή. Ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή αρ. 717/01 στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 27/3/03 ακύρωσε το διάταγμα για το λόγο ότι δεν είχε προηγηθεί του εν λόγω διατάγματος οποιαδήποτε τεχνική ή οικονομική μελέτη. Ακολούθησε τότε νέο διάταγμα απαλλοτρίωσης (το δεύτερο διάταγμα) που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 3936 και ημερ 23/12/04. Ταυτόχρονα οι καθών απαλλοτρίωσαν, επίσης για δεύτερη φορά και μέρος του κτήματος του αδελφού του αιτητή με αρ. 439 που είναι στην ίδια περιοχή. Εναντίον του δεύτερου διατάγματος απαλλοτρίωσης ο αδελφός του αιτητή καταχώρησε την προσφυγή 240/05 στην οποία εκδόθηκε απόφαση στις 7/10/05 με την οποία ακυρώθηκε το διάταγμα απαλλοτρίωσης (βλ. Φλωρίδη ν. Δημοκρατίας προσφ. 240/05 ημερ. 7/10/05). Στην εν λόγω προσφυγή το Ανώτατο Δικαστήριο διατύπωσε αμφιβολίες κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης που ήταν «η κατασκευή δρόμου προς εξυπηρέτηση του λατομείου και μάλιστα με πρωτοβουλία των ιδιωτών διαχειριστών του οι οποίοι και εισηγήθηκαν να αναλάβουν και την δαπάνη γιαυτή» θα συνιστούσε σκοπό δημόσιας ωφέλειας. Ως αποτέλεσμα των παρατηρήσεων του δικαστηρίου οι καθών η αίτηση μετέβαλαν το σκοπό της απαλλοτρίωσης και τον περιόρισαν στη «δημιουργία και ανάπτυξη δημοσίων δρόμων στη Δημοκρατία». Ο αιτητής εναντίον του δευτέρου διατάγματος απαλλοτρίωσης καταχώρησε την προσφυγή 241/05 η οποία εκκρεμεί. Επειδή το Κοινοτικό Συμβούλιο της Σιας ενδιαφέρετο για την ομαλή λειτουργία του δημόσιου δρόμου της περιοχής για εξυπηρέτηση του κοινού, κατόπιν εισήγησης του, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 4004 ημερ. 27/10/05 Διάταγμα Επίταξης μέρους του τεμαχίου γης του αιτητή καθώς και μέρους του τεμαχίου γης του αδελφού του για την προσωρινή διασφάλιση της λειτουργίας του δημόσιου αυτού δρόμου. Το διάταγμα επίταξης ήταν για ένα μόνο έτος για να δοθεί η ευκαιρία στο εν λόγω Συμβούλιο και την Επαρχιακή Διοίκηση να εξασφαλίσουν διάταγμα απαλλοτρίωσης για την τελική κατασκευή του δρόμου. Αποτέλεσμα ήταν η καταχώριση της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Με τη γραπτή του αγόρευση ο αιτητής προωθεί τους ακόλουθους νομικούς ισχυρισμούς:
(α) Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 23.8(δ) του Συντάγματος.
(β) Λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών του διοικητικού δικαίου και/ή των νομολογιακών αρχών.
(γ) Παραβιάζει τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, δηλαδή τις αρχές της χρηστής διοίκησης, καλής πίστης, της συνεπούς και μη αντιφατικής συμπεριφοράς και τα άρθρα 50 και 51 του Ν. 158(1)/99.
(δ) Ο σκοπός της επίταξης είναι παράνομος, ανύπαρκτος και έχει διατυπωθεί με τρόπο που στοχεύει στην παράκαμψη της ακυρωτικής απόφασης στην προσφ. 240/05 ημερ. 7/10/05.
(ε) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.
Με τον πρώτο (πιο πάνω) λόγο ακύρωσης, προωθείται η θέση ότι ενώ η επίδικη επίταξη έλαβε χώρα στις 27/10/05 μέχρι σήμερα δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε αποζημίωση στον αιτητή, γεγονός που σύμφωνα με τον αιτητή, παραβιάζει το άρθρο 23.8 (δ) του Συντάγματος.
Το εν λόγω άρθρο διαλαμβάνει ως εξής:
«Οιαδήποτε κινητή ή ακίνητος ιδιοκτησία δύναται να επιταχθή υπό ..........
(δ) επί καταβολή τοις μετρητοίς το ταχύτερον δικαίας και ευλόγου αποζημιώσεως καθοριζομένης εν περιπτώσει διαφωνίας υπό πολιτικού δικαστηρίου»
Είναι δηλαδή επιτρεπτό στην επιτάσσουσα αρχή να καταβάλει την αποζημίωση όχι ταυτόχρονα με το διάταγμα επίταξης αλλά το «ταχύτερον». Στην υπόθεση Georghios Hadjikyriakou & Others v. Τhe Council of Ministers and Another (1968) 3 C.L.R. 1, που αφορούσε αίτηση για προσωρινό διάταγμα, στη σελ. 9 ο Τριανταφυλλίδης Δ (όπως ήταν τότε) ανάφερε τα εξής:
«.................................My understanding of the obligation for prompt payment of compensation is that when the exceptional measure of requisition is resorted to the authority concerned should be then in a position to make an offer, at once, to the person affected, and if such offer is not accepted then a reference to Court should be made without delay. Procrastination in the matter on the part of the person affected is no excuse for the authority concerned; the duty to pay compensation is cast upon such authority and it has to be discharged by it promptly. In all the present Cases it does not appear that any formal offer of compensation has been made to the Applicant till this day."
Σε δική μου ελεύθερη μετάφραση:
«................Η δική μου αντίληψη περί της υποχρέωσης για ταχεία πληρωμή της αποζημίωσης είναι ότι, όταν η ενδιαφερόμενη αρχή καταφεύγει στο εξαιρετικό μέτρο της επίταξης, τότε πρέπει να είναι σε θέση να προβεί, αμέσως, σε προσφορά στο επηρεαζόμενο πρόσωπο και αν αυτό δεν την δεχθεί, τότε να αποταθεί στο δικαστήριο χωρίς καθυστέρηση. Αναβλητικότητα του θέματος από πλευράς του επηρεαζομένου προσώπου δεν αποτελεί δικαιολογία για την ενδιαφερόμενη αρχή. Το καθήκον για καταβολή αποζημίωσης είναι στην εν λόγω αρχή και θα πρέπει να το επιτελέσει ταχέως. Σε όλες τις παρούσες υποθέσεις δε φαίνεται να έγινε οιαδήποτε προσφορά στον αιτητή για αποζημίωση μέχρι σήμερα.»
Στην υπόθεση Ιωσηφίδης ν. Γενικός Εισαγγελέας (1990) 3(ΣΤ) Α.Α.Δ. 4599 σελ. 4616 ο Πογιατζής Δ ανάφερε τα εξής:
«Η φράση «επί καταβολή τοις μετρητοίς το ταχύτερο ....» στην παράγραφο 8(δ) του άρθρου 23 έχει ερμηνευθεί ότι δεν σημαίνει καταβολή της εύλογης αποζημίωσης ταυτόχρονα με τη δημοσίευση της επίταξης. Όμως δεν μπορεί σίγουρα να ερμηνευθεί ότι επιτρέπει και νομιμοποιεί τη μεγάλη καθυστέρηση και πλήρη αδιαφορία της Δημοκρατίας στο θέμα αυτό, η οποία συνιστά κατά τη γνώμη μου παράβαση της υποχρέωσής της κάτω από το άρθρο 23.8(δ) του Συντάγματος. Εξ άλλου, εφόσον ο περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμος (Νόμος αρ. 21/62) είναι ο Νόμος που θεσπίστηκε σε συμμόρφωση προς την πρόνοια του άρθρου 23.8(α) του Συντάγματος, και εφόσον έχω ήδη αποφανθεί ότι η παράλειψη της Δημοκρατίας να κάμει τα αναγκαία διαβήματα προς το σκοπό καθορισμού και πληρωμής της εύλογης αποζημίωσης συνιστά παράβαση ρητών προνοιών του Νόμου αυτού, η παράβαση αυτή θα πρέπει κατ' επέκταση να συνιστά παράβαση του άρθρου 23.8(δ) του Συντάγματος.»
Στην ίδια υπόθεση ο Πογιατζής Δ προχωρεί και εξετάζει τις συνέπειες της παράβασης του άρθρου 23.8(δ) του Συντάγματος και καταλήγει ότι η παράβαση του οδηγεί σε ακύρωση της επίταξης αφού αυτή καθιστά την προσβαλλόμενη επίταξη αντισυνταγματική και άκυρη. Συγκεκριμένα ανάφερε τα ακόλουθα (σελ. 4618):
«Ερμηνεύω τις πιο πάνω δύο τελευταίες αποφάσεις ως έμμεση τουλάχιστο υιοθέτηση από το Δικαστήριο της άποψης ότι η μη συμμόρφωση της επιτάσσουσας Αρχής με τη συνταγματική πρόνοια του άρθρου 23.8(δ) καθιστά την προσβαλλόμενη επίταξη αντισυνταγματική και άκυρη. Και τούτο παρά το γεγονός ότι η παράβαση του άρθρου 23.8(δ) λαμβάνει χώρα σε χρόνο μεταγενέστερο της δημοσίευσης της προσβαλλόμενης επίταξης.
Υιοθετώ την προσέγγιση του Δικαστή Βασιλειάδη όπως την έχω ερμηνεύσει γιατί έτσι μόνο εξασφαλίζεται συμμόρφωση στη συνταγματική πρόνοια του άρθρου 23.8(δ) Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα καθιστούσε την πρόνοια αυτή ακαδημαϊκή και χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Η ουσία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έγκειται στη διασφάλισή τους στην πράξη στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.»
Στην παρούσα περίπτωση παρόλο που το διάταγμα επίταξης εκδόθηκε από τις 27/10/05 μέχρι και τον Ιούνιο του 2006 που ολοκληρώθηκε η ακρόαση της παρούσας υπόθεσης δε φαίνεται να έγινε οποιαδήποτε πληρωμή ή τουλάχιστον προσφορά για πληρωμή στον αιτητή. Το ερώτημα είναι αν ο χρόνος αυτός είναι τέτοιος που εκφεύγει από τα χρονικά πλαίσια που ήσαν υπόχρεοι οι καθών η αίτηση με βάση την φράση «το ταχύτερον» που περιέχεται στο άρθρο 23.8(δ) του Συντάγματος να αποζημιώσουν τον αιτητή. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθών η αίτηση δικαιολογεί την καθυστέρηση με τον ισχυρισμό ότι πρέπει πρώτα να γίνουν εκτιμήσεις.
Σύμφωνα με τη νομολογία που ανάφερα πιο πάνω, αλλά και ως θέμα κοινής λογικής, η εξέταση του κατά πόσο υπάρχει τέτοια καθυστέρηση εκ μέρους της επιτάσσουσας αρχής να καταβάλει την αποζημίωση που να οδηγεί σε παράβαση της συνταγματικής υποχρέωσης της ότι θα πρεπει να πράξει τούτο «το ταχύτερον», είναι θέμα που θα πρέπει να εξετάζεται με βάση τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Στη δική μας περίπτωση αν λάβουμε υπόψη το όλο ιστορικό της υπόθεσης, όπως το παράθεσα πιο πάνω, φαίνεται ότι οι καθών η αίτηση από το 2001 γνώριζαν τις ανάγκες για τις οποίες ήθελαν (και συνεχίζουν να θέλουν) να απαλλοτριώσουν το επίδικο κτήμα. Έτσι τον Οκτώβριο του 2005 που εκδόθηκε το διάταγμα επίταξης (αφού οι μέχρι τότε προσπάθειες για απαλλοτρίωση απέτυχαν λόγω επιτυχών προσφυγών του αιτητή) έπρεπε να ήσαν έτοιμοι, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να καταβάλουν στον αιτητή την αποζημίωση. Όμως καμιά προσφορά δεν έγινε. Σημειώνω ότι το διάταγμα επίταξης λήγει τον Οκτώβριο του 2006. Με τα γεγονότα λοιπόν της υπόθεσης αυτής θεωρώ την όλη καθυστέρηση ως τέτοια που να παραβιάζει τις πρόνοιες του άρθρου 23 (8)(δ) του Συντάγματος με αποτέλεσμα η επίταξη να είναι άκυρη.
Στην ίδια κατάληξη έχω προσέξει ότι άχθηκε και ο αδελφός Δικαστής Γαβριηλίδης που εξέτασε πανομοιότυπο διάταγμα επίταξης που εκδόθηκε αναφορικά με παραπλήσιον τεμάχιο γης του αδελφού του αιτητή, όπως ήδη ανάφερα πιο πάνω. (βλ. Ανδρέας Ιακώβου Φλωρίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 1469/05 ημερ. 25/7/06).
Εν όψει των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα εναντίον των καθών η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.