ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 944/2003)
9 Μαϊου, 2006
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΗΛΙΑ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο Παναγιώτης Ηλία (αιτητής) προσβάλλει την εγκυρότητα της προαγωγής των Χριστάκη Καρακώστα, Γεώργιου Δημητρίου, Γεώργιου Καννάουρου και Σωκράτη Κυριακίδη (ενδιαφερόμενων μερών) στο βαθμό του Υπαστυνόμου στην Πυροσβεστική Υπηρεσία από 8/8/2003.
(α) Τα γεγονότα.
Σύμφωνα με το άρθρο 13(Α)(1) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, τα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η Πυροσβεστική Υπηρεσία, μέχρι και του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου, διορίζονταν, εγγράφονταν, προάγονταν και απολύονταν από τον Αρχηγό της Αστυνομίας. Η διαδικασία προαγωγών ρυθμίζεται με τις πρόνοιες των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89), οι οποίοι εφαρμόστηκαν και στην παρούσα περίπτωση. Αρχικά συστάθηκε Επιτροπή Αξιολόγησης όπως προβλέπεται στον Κανονισμό 5, η οποία ενεργώντας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 6 μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και τα ατομικά δελτία των υποψηφίων και τους αξιολόγησε με βάση τα διοικητικά τους προσόντα, τη νοημοσύνη, την κρίση και ευθυκρισία, το αίσθημα πειθαρχίας, την απόδοση, την ενεργητικότητα, το προσωπικό κύρος και την προσωπικότητα.
Ακολούθως αφού συμβουλεύτηκε τον υπεύθυνο Αξιωματικό ανάλογα με το πού υπηρετούσε ο αξιολογούμενος υποψήφιος, σύνταξε έκθεση αξιολόγησης για τον κάθε υποψήφιο την οποία παρέδωσε στον Αστυνομικό Διευθυντή της Επαρχίας ή το Διοικητή της μονάδας στην οποία υπηρετούσε ο υποψήφιος.
Ο αιτητής, ο οποίος υπηρετούσε στον Κεντρικό Πυροσβεστικό Σταθμό Λάρνακας με το βαθμό του Αναπληρωτή Υπαστυνόμου, βαθμολογήθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης με 43 μονάδες.
Στη συνέχεια, ο Αστυνομικός Διευθυντής ή ο Διοικητής της Μονάδας, ανάλογα με την περίπτωση, κατάρτισε κατάλογο όλων των προσοντούχων με αλφαβητική σειρά, τον οποίον υπέβαλε μαζί με τις εκθέσεις αξιολόγησης στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσεως σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 7.
Επειδή ο τότε Υπαρχηγός της Αστυνομίας Ανδρέας Στεφάνου επρόκειτο να αναχωρήσει με προαφυπηρετική άδεια στις 13/5/2003, γεγονός που καθιστούσε αντικειμενικά αδύνατη τη συμμετοχή του στο νέο Συμβούλιο Κρίσεως για το έτος 2003, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κατόπιν διαβουλεύσεων με τον Αρχηγό, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο Κανονισμός 8 ενέκρινε την αναβολή διορισμού του Συμβουλίου Κρίσεως για το έτος 2003 σε μεταγενέστερο χρόνο, μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης και της επανεξέτασης άλλων προαγωγών που είχαν ακυρωθεί.
Τελικά στις 18/6/2003 ο Υπουργός διόρισε το Γεώργιο Βούτουνο, Βοηθό Αρχηγό, ως Πρόεδρο και τους Νίκο Στέλικο και Θεόδωρο Θεοδωρίδη, Ανώτερους Αστυνόμους, ως μέλη του Συμβουλίου Κρίσεως για το 2003 για την κρίση όλων των υποψηφίων για προαγωγή στην Αστυνομία και Πυροσβεστική, στο βαθμό του Λοχία, Υπαστυνόμου και Ανώτερου Υπαστυνόμου.
Ακολούθως το Συμβούλιο Κρίσεως με την πιο πάνω σύνθεση κάλεσε τους υποψήφιους σε προσωπική συνέντευξη στις 2/7/2003 και 18/7/2003. Η βαθμολογία τους καταγράφτηκε στο αναθεωρημένο ειδικό έντυπο αξιολόγησης και βαθμολόγησης, που είχε προηγουμένως καθοριστεί από τον Αρχηγό και εγκριθεί από τον Υπουργό. Το Συμβούλιο Κρίσεως, αφού έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία, απέδωσε στον αιτητή 27,48 μονάδες από το σύνολο των 55 μονάδων που μπορούσαν να διατεθούν. Ως αποτέλεσμα, ο αιτητής με άθροισμα γενικής συνολικής βαθμολογίας 68,17 μονάδων δεν συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο συστηνομένων υποψηφίων που υποβλήθηκε από το Συμβούλιο Κρίσεως στον Αρχηγό. Αντίθετα, σε αυτόν συμπεριλήφθηκαν τα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη που είχαν συγκεντρώσει ψηλότερη συνολική βαθμολογία.
Ο Αρχηγός αφού έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που αναφέρονταν στα σχετικά έντυπα, στους Προσωπικούς Φακέλους και τα Ατομικά Δελτία των υποψηφίων, σε συνάρτηση με τα καθήκοντα που εκτελούσαν ή που επρόκειτο να τους ανατεθούν, υπό το φως των καθιερωμένων κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, ακολουθώντας τη σειρά βαθμολογίας του πίνακα, επέλεξε τα ενδιαφερόμενα μέρη και έναν άλλο υποψήφιο, οι οποίοι προηγούνταν στη γενική βαθμολογία. Η απόφαση του Αρχηγού λήφθηκε στις 7/8/2003 και εγκρίθηκε αυθημερόν από τον Υπουργό. Οι προαγωγές δημοσιεύτηκαν στις "Εβδομαδιαίες Διαταγές" της Αστυνομίας την 18/8/2003.
(β) Οι λόγοι της προσφυγής.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι οι προαγωγές των ενδιαφερόμενων μερών είναι παράνομες γιατί,
(i) Η αναθεώρηση του ειδικού εντύπου του Συμβουλίου Κρίσεως ήταν παράτυπη και αναιτιολόγητη, αφού το ισχύον έντυπο δεν είχε ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε προηγούμενες προσφυγές,
(ii) Ο καταμερισμός μονάδων για τα διάφορα κριτήρια του αναθεωρημένου ειδικού εντύπου είναι αναιτιολόγητος και παραβιάζει το άρθρο 13Α του περί Αστυνομίας Νόμου και τον Κανονισμό 3(2) της Κ.Δ.Π. 52/89 και γιατί,
(iii) Η σύσταση του Συμβουλίου Κρίσεως είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων.
(i) Η αναθεώρηση του ειδικού εντύπου αξιολόγησης έγινε κάτω από συνθήκες πλάνης γιατί το ισχύον έντυπο δεν κρίθηκε παράνομο μέσα στα πλαίσια προηγούμενων προσφυγών που εκδικάστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 8(4) το Συμβούλιο Κρίσεως "... αξιολογεί και βαθμολογεί κάθε υποψήφιο σε ειδικό έντυπο που καθορίζεται από τον Αρχηγό και εγκρίνεται από τον Υπουργό". Ενεργώντας με βάση την πιο πάνω πρόνοια, ο Αρχηγός υπέβαλε στον Υπουργό για έγκριση αναθεωρημένο ειδικό έντυπο στις 12/6/2003, αιτιολογώντας στη συνημμένη επιστολή του τους λόγους που επέβαλλαν τις τροποποιήσεις του μέχρι τότε υφιστάμενου εντύπου. Το ακόλουθο απόσπασμα της σχετικής αιτιολογίας είναι διαφωτιστικό:
"2. Η ανάγκη τροποποίησης και αναθεώρησης του υφιστάμενου εντύπου κρίνεται ως άκρως επιβεβλημένη. Αφενός λόγω του ότι η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης έχει ολοκληρωθεί και η συνέχιση της δεν μπορεί να υλοποιηθεί με το υφιστάμενο έντυπο, καθότι κρίθηκε με πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι τα κριτήρια του είναι υποκειμενικά και μη μετρήσιμα, με ιδιαίτερη αναφορά σ' ένα ουσιώδη παράγοντα, εκείνο της αρχαιότητας. Αφετέρου η εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας δεν επιτρέπει την περαιτέρω αναμονή και την παραμονή του θέματος σε εκκρεμότητα, καθότι η διαδικασία πλήρωσης των κενών θέσεων επιβάλλεται να προχωρήσει και να ολοκληρωθεί πριν από το τέλος του χρόνου, για να αποφύγουμε το ενδεχόμενο να προστεθεί ακόμη ένα πρόβλημα λειτουργικότητας, πλην των μαζικών αφυπηρετήσεων που έχουμε να αντιμετωπίσουμε ως Υπηρεσία.
3. Η αναμονή για τροποποίηση στην ολότητα τους, των υφιστάμενων Κανονισμών ή και η πλήρωση των κενών θέσεων με αυτούς, δεν ενδείκνυται ως ορθός τρόπος επίλυσης του προβλήματος και ως ορθότερη λύση, προκρίνεται η αναθεώρηση του εντύπου. Η υιοθέτηση του συνημμένου εντύπου, η οποία θα ισχύσει μόνο για φέτος, θα μας δώσει τη δυνατότητα να μελετήσουμε εις βάθος τις εισηγούμενες τροποποιήσεις που εκκρεμούν ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων, ώστε να προχωρήσουμε με ένα ολοκληρωμένο, προσεγμένο, αξιοκρατικό και ορθολογικό σύστημα αξιολόγησης και προαγωγών.
4. Ενόψει των πιο πάνω, η αναθεώρηση του εντύπου, υποχρεωτικά θα ορίζει τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως, με ανακατανομή των 55 μονάδων που υπολείπονται, αφού όπως ανέφερα και πιο πάνω, η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης έχει ήδη ολοκληρωθεί.
5. Οι υπολειπόμενοι 55 βαθμοί κατανέμονται από το Συμβούλιο Κρίσεως ως ακολούθως:
Ι) Προφορική εξέταση 12 βαθμοί
ΙΙ) Προσωπική συνέντευξη 9 βαθμοί
ΙΙΙ) Ακαδημαϊκά Προσόντα 8 βαθμοί
IV) Αρχαιότητα 12 βαθμοί
V) Προσωπικός Φάκελος 14 βαθμοί
Σύνολο 55 βαθμοί
6. Τα κριτήρια που θα ληφθούν υπόψη για την παραχώρηση / κατανομή στους υποψήφιους των πιο πάνω βαθμών, φαίνονται στο συνημμένο έντυπο που θα χρησιμοποιήσει το Συμβούλιο Κρίσεως, το οποίο θα πρέπει να τύχει της έγκρισης σας.
7. Εδώ θα ήθελα να σταθώ και επισημάνω το θέμα της αρχαιότητας και για τον τρόπο κατανομής των δώδεκα βαθμών, όπως φαίνεται στο επεξηγηματικό έντυπο. Σύμφωνα με το συνημμένο κατάλογο για το έτος 2003 υπάρχουν συνολικά 653 προσοντούχοι υποψήφιοι για προαγωγή στο βαθμό του Λοχία στην Αστυνομία και 74 στην Πυροσβεστική. Εξ' αυτών 557 και 40 ή 85.29% και 54.05% αντίστοιχα για κάθε Υπηρεσία, έχουν υπηρεσία κάτω των 10 ετών. Περαιτέρω σήμερα στην Αστυνομία Κύπρου το 60% των υπηρετούντων έχουν υπηρεσία από 1-12 χρόνια και αυτό, συνέπεια της συνεχούς ανανέωσης, λόγω των μαζικών αφυπηρετήσεων.
8. Είναι οφθαλμοφανές ότι, τυχόν ανατροπή της όλης φιλοσοφίας του συστήματος προαγωγών στην Αστυνομία και Πυροσβεστική Υπηρεσία, όπως προβλέπεται από τον υφιστάμενο Κανονισμό 3 των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89) και ιδιαίτερα του εδαφίου (2) του ίδιου Κανονισμού όπου η αρχαιότητα λαμβάνεται υπόψη χωρίς όμως να αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή και περισσότερη βαρύτητα θα δίνεται στην αξία και στα προσόντα, υιοθέτηση οποιασδήποτε άλλης εισήγησης, θα αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα για τους νεαρούς σε χρόνια υπηρεσίας υποψηφίους για προαγωγή, αφού σε μια τέτοια περίπτωση η αξία και τα προσόντα τους δεν θα μπορέσουν να αποτελέσουν καθοριστικό παράγοντα για την επιλογή τους."
Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ότι οι πιο πάνω αλλαγές, που τελικά εγκρίθηκαν από τον Υπουργό, έγιναν κάτω από συνθήκες πλάνης γιατί το ήδη υφιστάμενο έντυπο δεν κρίθηκε ότι ήταν παράνομο και ούτε υπήρχε νομοθετική ή κανονιστική εξουσιοδότηση για την αντικατάστασή του. Υποβλήθηκε επίσης ότι οι λόγοι που αναφέρονται από τον Αρχηγό στην πιο πάνω επιστολή του προς τον Υπουργό, "εμπεριέχουν πλάνη" σχετικά με το δεδικασμένο που προέκυψε από τις προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αφορούσε μόνο την αιτιολογία της κατανομής μονάδων.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση υποστήριξε ότι η ανάγκη αναθεώρησης του εντύπου προέκυψε μετά από την ακυρωτική απόφαση στην υπόθεση Σαμανίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ. 889/2001, της 10/2/2003), στην οποία κρίθηκε ότι ήταν αυθαίρετη η κατανομή μόνο 2 μονάδων επί συνόλου 100 μονάδων για την αρχαιότητα, με αποτέλεσμα να εξουδετερώνεται ένα ουσιώδες στοιχείο κρίσης. Επομένως δεν υπήρξε πλάνη ως προς το δεδικασμένο, αφού οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην πιο πάνω υπόθεση επέβαλλαν την αναθεώρηση του εντύπου με την κατάλληλη ανακατανομή των μονάδων ούτως ώστε να αντικατοπτρίζεται η πραγματική βαρύτητα του παράγοντα της αρχαιότητας.
Ο λόγος που προβλήθηκε για την ακύρωση της επίδικης απόφασης είναι αβάσιμος. Είχα εξετάσει παρόμοιο ισχυρισμό στην υπόθεση Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ. 303/2004, της 28/6/2005), που αφορούσε προαγωγές στο βαθμό του Υπαστυνόμου, οι οποίες διενεργήθηκαν με τη χρήση του ίδιου αναθεωρημένου ειδικού εντύπου που καθορίστηκε από τον Αρχηγό για το 2003 και εγκρίθηκε από τον Υπουργό για τους λόγους που αναφέρονται στην επιστολή που προεκτέθηκε. Όπως τονίστηκε στην πιο πάνω υπόθεση η αναθεώρηση του εντύπου είχε νόμιμο έρεισμα και δεν ήταν αυθαίρετη, κατέστη δε επιβεβλημένη λόγω των προηγούμενων δικαστικών αποφάσεων που είχαν εντοπίσει παρανομία σε σχέση με την κατανομή των μονάδων για το κριτήριο της αρχαιότητας. Πιο συγκεκριμένα σημειώθηκε ότι (σελ. 16),
"Η εισήγηση του αιτητή δεν μπορεί να ευσταθήσει. Η ανάγκη τροποποίησης της αναθεώρησης του εντύπου προέκυψε ως αποτέλεσμα σειράς ακυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επιπρόσθετα θα πρέπει να αναφερθεί ότι η διαδικασία προαγωγής όπως καθορίζεται από τους σχετικούς Κανονισμούς της Κ.Δ.Π. 52/89 που προεκτέθηκαν, διαχωρίζει τα στάδια αξιολόγησης της Επιτροπής Αξιολόγησης (Καν. 6(3)) και του Συμβουλίου Κρίσεως (Καν. 8(4)) προβλέποντας για το κάθε όργανο τη χρήση ξεχωριστού ειδικού εντύπου που καθορίζεται από τον Αρχηγό και εγκρίνεται από τον Υπουργό. Το γεγονός ότι είχε ήδη ολοκληρωθεί η διαδικασία της Επιτροπής Αξιολόγησης, δεν συνιστούσε κώλυμα για τους καθ'ων η αίτηση να προβούν, συμμορφούμενοι προς τις επισημάνσεις του Δικαστηρίου, σε κατάλληλη τροποποίηση του ειδικού εντύπου που επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί από το Συμβούλιο Κρίσεως. Ούτε υπήρχε οποιαδήποτε νομοθετική ή κανονιστική πρόνοια που να καθιστούσε απαραίτητη την ενημέρωση των υποψηφίων για τις οποιεσδήποτε προτιθέμενες αλλαγές στο έντυπο."
Τα πιο πάνω ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση. Η ετοιμασία νέου διαφοροποιημένου εντύπου αξιολόγησης από τον Αρχηγό για τους σκοπούς του Συμβουλίου Κρίσεως για το έτος 2003 κατέστη αναγκαία για σκοπούς συμμόρφωσης με την πρόσφατη νομολογία και επιπρόσθετα δεν υπήρχε οποιοδήποτε κώλυμα για την ετοιμασία αναθεωρημένου εντύπου με βάση τον Κανονισμό 8(4) της Κ.Δ.Π. 52/89, ο οποίος δεν οριοθετεί τη χρονική διάρκεια ισχύος του εντύπου που εγκρίνεται σε κάθε προαγωγική διαδικασία από τον Υπουργό.
Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(ii) Ο καταμερισμός μονάδων για τα διάφορα κριτήρια του ειδικού εντύπου είναι αναιτιολόγητος.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι η κατανομή των μονάδων στα διάφορα κριτήρια του εντύπου του Συμβουλίου Κρίσεως συνιστά παραβίαση του άρθρου 13Α του Νόμου και του Κανονισμού 3(2) της Κ.Δ.Π. 52/89, αφού ο καταμερισμός των 12 μονάδων για την αρχαιότητα κατά τον τρόπο που αναλύεται στο "επεξηγηματικό έντυπο κατανομής" τείνει να ευνοήσει τους νεότερους σε βάρος των αρχαιότερων υποψηφίων, εξουδετερώνοντας ουσιαστικά την υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα. Επιπρόσθετα η απονομή μόνο 12 μονάδων επί συνόλου 100 μονάδων για το κριτήριο της αρχαιότητας έχει εξουδετερώσει την πραγματική σημασία που πρέπει να αποδίδεται σε αυτήν σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(2). Έχει επίσης υποβληθεί ότι ο καταμερισμός των μονάδων για τα στοιχεία του Προσωπικού Φακέλου και του Ατομικού Δελτίου των υποψηφίων είναι αυθαίρετος και αντινομικός, αφού τεκμηριώνει δυσμενή διάκριση και θυματοποίηση του αιτητή.
Εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση υποβλήθηκε ότι με το αναθεωρημένο έντυπο και την αύξηση των μονάδων που συνολικά παραχωρούνται για την αρχαιότητα, από 2 σε 12, αποκαταστάθηκε η ισορροπία των στοιχείων αξιολόγησης. Η υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα αντικατοπτρίζεται δεόντως στην πιο ψηλή βαθμολογία που αποκόμισε, σε σύγκριση με τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Για τα κριτήρια που αξιολογήθηκαν με βάση τα στοιχεία του Προσωπικού Φακέλου και του Ατομικού Δελτίου, υποβλήθηκε ότι με το νέο διαφοροποιημένο έντυπο αξιολόγησης υπήρξε η κατάλληλη τροποποίηση των επί μέρους στοιχείων κατά τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια θυματοποίησης υποψηφίου ή επαύξησης των πιθανοτήτων του για προαγωγή, όπως συνέβαινε με το προηγούμενο έντυπο που αξιολογούσε την "ευδόκιμη υπηρεσία σε μεγάλο φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων" και τελικά αποδοκιμάστηκε στην υπόθεση Σαμανίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ. 889/2001, της 10/2/2003) ως άμεσα σχετιζόμενο με τα καθήκοντα που εκτελούσαν οι υποψήφιοι. Κατ' αυτό τον τρόπο βαθμολογήθηκε ο αιτητής στο κριτήριο Α/Α 1 "Γνώσεις και εμπειρίες σε ένα ευρύ φάσμα Αστυνομικών δραστηριοτήτων" με 0,75, στο ίδιο δηλαδή επίπεδο με τα ενδιαφερόμενα μέρη, ενώ δεν αποκόμισε μονάδες στα κριτήρια με Α/Α 5 (Ακαδημαϊκά προσόντα πέραν του απολυτηρίου εξατάξιας σχολής και άλλες εξετάσεις - διπλώματα) και Α/Α 6 (Εκπαίδευση στον τομέα αστυνομικών δραστηριοτήτων σε υψηλότερο από το μέσο επίπεδο) γιατί δεν κατείχε οποιαδήποτε από τα προσδιοριζόμενα στο επεξηγηματικό σημείωμα αντίστοιχα προσόντα. Απορρίπτοντας τέλος τον ισχυρισμό ότι υπήρξε εσκεμμένος διπλός συνυπολογισμός των κριτηρίων με Α/Α 5 και 6 αναφορικά με τα ακαδημαϊκά προσόντα και ειδικές εκπαιδεύσεις μέσα στα πλαίσια της βαθμολόγησης των στοιχείων του Προσωπικού Φακέλου και του Ατομικού Δελτίου και των ακαδημαϊκών προσόντων που αναφέρονται στο στοιχείο ΙΙΙ του εντύπου, υπέβαλε ότι τα αξιολογούμενα προσόντα και πιστοποιητικά δεν συμπίπτουν.
Η εισήγηση του αιτητή είναι ανεδαφική. Οι αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε για να υποστηρίξει ότι η παραχώρηση των 12 μονάδων για την αρχαιότητα εξουδετέρωνε τη σημασία της ως ουσιαστικού παράγοντα επιλογής, αποδοκίμαζαν την παραχώρηση μόνο 2 μονάδων από το σύνολο των 100 στο προηγούμενο έντυπο. Στην παρούσα όμως υπόθεση υιοθετήθηκε με το αναθεωρημένο έντυπο, όπως παρατηρήθηκε στην υπόθεση Κυριάκου (πιο πάνω) ένα νέο αναβαθμισμένο σύστημα κατανομής των μονάδων για την αρχαιότητα, σύμφωνα με το οποίο μπορούν να απονεμηθούν κλιμακωτά, αναλόγως των διαβαθμισμένων στο επεξηγηματικό έντυπο ετών υπηρεσίας μέχρι 12 μονάδες. Με βάση τη νέα, διεξοδική κατανομή παραχωρήθηκαν στον αιτητή για τα 25 χρόνια υπηρεσίας του οι προβλεπόμενες 11 μονάδες αρχαιότητας. Στο ενδιαφερόμενο μέρος Καρακώστα με 24 χρόνια υπηρεσίας δόθηκαν 10,80 μονάδες, στο Δημητρίου με 20 χρόνια υπηρεσίας δόθηκαν 10 μονάδες, στον Καννάουρο με 19 χρόνια απονεμήθηκαν 9,80 μονάδες και τέλος ο Κυριακίδης με 17 χρόνια έλαβε 9,40 μονάδες. Σε συμφωνία με τα όσα είχαν τονιστεί στην Κυριάκου (πιο πάνω) για το ίδιο ζήτημα, προκύπτει ότι το νέο σύστημα κατανομής μονάδων με την παραχώρηση ανώτατης βαθμολογίας 12 μονάδων, προσδίδει στην αρχαιότητα ως κριτήριο επιλογής τη δέουσα βαρύτητα. Επιπρόσθετα, η αναλυτική διαβάθμιση της κατανομής των 12 μονάδων στο επεξηγηματικό έντυπο, αίρει κάθε αμφισβήτηση για την ορθότητα του καταμερισμού τους, ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας των διαδίκων, όπως προεκτέθηκε.
Αβάσιμη κρίνεται και η εισήγηση ότι αδικήθηκε στην κατανομή των 14 μονάδων με βάση τα στοιχεία του Προσωπικού Φακέλου και Ατομικού Δελτίου και ότι θυματοποιήθηκε γιατί αξιολογήθηκε αναλόγως του είδους των καθηκόντων που του ανατίθονταν κατά καιρούς από τους προϊσταμένους του.
Σύμφωνα με το επεξηγηματικό σημείωμα, οι αξιολογούμενοι βαθμολογούνται ανάλογα στα πιο πάνω στοιχεία αφού ληφθούν υπόψη οι ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις των τελευταίων τεσσάρων χρόνων, σε συνάρτηση με τις παρατηρήσεις των άμεσα προϊσταμένων τους που καταγράφονται στα σχετικά έντυπα "Αστ. 200", καθώς και τις απόψεις των Αστυνομικών τους Διευθυντών. Οι μονάδες που συγκέντρωσε ο αιτητής στα έξι επί μέρους κριτήρια με βάση τα στοιχεία του Προσωπικού του Φακέλου και του Ατομικού του Δελτίου φαίνονται στον πίνακα αξιολόγησης του Συμβουλίου Κρίσεως, στον οποίο φαίνεται ότι ο αιτητής απεκόμισε από ένα σύνολο 14 μονάδων, 2 μονάδες. Το κριτήριο Α/Α 5 στον επεξηγηματικό πίνακα περιλαμβάνει τη διετή φοίτηση στην Α.Α.Κ. για εκμάθηση ξένων γλωσσών και επίσης εξετάσεις-διπλώματα ξένων γλωσσών ή άλλων σπουδών μέχρι επιπέδου GRADE "E" και οποιεσδήποτε άλλες εξετάσεις - διπλώματα σχετικά με τα αστυνομικά καθήκοντα. Αναφορικά με το κριτήριο Α/Α 6 αναφέρεται ότι περιλαμβάνει πιστοποιητικό εκπαιδευτή Αυτοάμυνας, Α΄ Βοηθειών και Ναυαγοσωστικής. Ο αιτητής δεν αποκόμισε μονάδες όπως φαίνεται στον πιο πάνω πίνακα, αφού δεν διέθετε οποιοδήποτε από τα προσδιοριζόμενα προσόντα. Ούτε και ο ισχυρισμός του ότι ευνοήθηκαν υποψήφιοι, γιατί με τον πιο πάνω τρόπο αξιολόγησης υπήρξε διπλή βαθμολόγηση ακαδημαϊκών προσόντων, μπορεί να γίνει αποδεκτός. Τα κριτήρια Α/Α 5 και Α/Α 6 για τα οποία παραχωρούνται μονάδες μέσα στα πλαίσια της αξιολόγησης των στοιχείων του Προσωπικού Φακέλου και του Ατομικού Δελτίου αφορούν τις σειρές μαθημάτων, πιστοποιητικά ξένων γλωσσών κλπ. που, όπως ήδη επισημάνθηκε, καθορίζονται αναλυτικά στο επεξηγηματικό σημείωμα. Αντίθετα στο αυτοτελές κριτήριο "III Ακαδημαϊκά προσόντα", για το οποίο παραχωρείται ανώτατη συνολική βαθμολογία 8 βαθμών, εμπίπτουν οι αμιγώς πανεπιστημιακοί τίτλοι, μεταπτυχιακά διπλώματα, ανώτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση και μετεκπαιδεύσεις σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 3(3). Στην Κυριάκου (πιο πάνω) τέθηκε και απορρίφθηκε το επιχείρημα ότι ήταν πεπλανημένη η αξιολόγηση των στοιχείων του Προσωπικού Φακέλου και του Ατομικού Δελτίου των υποψηφίων που παρατίθενται στον πιο πάνω πίνακα, ότι ήταν αυθαίρετη η αξιολόγηση για τις "γνώσεις και εμπειρίες σε ένα ευρύ φάσμα Αστυνομικών δραστηριοτήτων" και ότι η βαθμολογία που δόθηκε ήταν αναιτιολόγητη. Όπως επισημάνθηκε από το Δικαστήριο:
"Στην παρούσα υπόθεση θα πρέπει να σημειωθεί ότι το έντυπο αξιολόγησης και βαθμολόγησης των υποψηφίων το οποίο υποβλήθηκε από τον Αρχηγό Αστυνομίας στον αρμόδιο Υπουργό έχει αναθεωρηθεί και το κριτήριο για το οποίο αξιολογήθηκαν οι υποψήφιοι δεν ήταν "η ευδόκιμη υπηρεσία σε φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων" με ανώτατη βαθμολογία 1.25 μονάδες, αλλά "γνώσεις και εμπειρίες" σε ένα ευρύ φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων, με ανώτατη βαθμολογία 1.00 μονάδα. Η βαθμολόγηση δε βασίζεται στις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις των τελευταίων τεσσάρων χρόνων, σε συνάρτηση με τις παρατηρήσεις του άμεσα προϊσταμένου και τις απόψεις του Αστυνομικού Διευθυντή. Με βάση τα πιο πάνω δόθηκε στον αιτητή βαθμολογία 0.75 για την οποία προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι είναι αναιτιολόγητη.
Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 1489/99 της 11/5/2001) στην οποία τονίστηκαν τα πιο κάτω:
"Ύστερα η κα Κουντουρή λέγει ότι η αξιολόγηση και βαθμολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως επί του ειδικού εντύπου με βάση τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου και του ατομικού δελτίου ήταν αναιτιολόγητη, και ως προς τα αναφερόμενα κριτήρια και ως προς την προσωπική συνέντευξη, παραπέμποντας στην υπόθεση Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) και στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευθυμίου, Α.Ε. 2743, 20.2.2000. Και πάλι μεταφέρω αυτολεξεί τα όσα παρατήρησα στη Μιχαηλίδης, ανωτέρω, σελίδες 3-4:
"Η βασική εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Αιτητή είναι ότι όλες οι πιο πάνω βαθμολογήσεις των υποψηφίων είναι αναιτιολόγητες, παραπέμποντας και στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευθυμίου, ΑΕ 2743, 20.7.2000. Η Ευθυμίου όμως αφορούσε διαδικασίες δυνάμει του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90), το άρθρο 34(10) του οποίου απαιτεί αιτιολογία. Έγινε μάλιστα και ρητή διαφοροποίηση της από την υπόθεση Δημοκρατία ν. Αντωνίου (1993) 3 ΑΑΔ 325, η οποία ήταν πανομοιότυπη προς την ενώπιον μου υπόθεση, με βάση το ότι οι περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμοί του 1989, ΚΔΠ 52/89, βάσει των οποίων έγινε η αξιολόγηση, δεν επιβάλλουν την αιτιολόγηση της.
Η τοποθέτηση της Ολομέλειας επί του θέματος, όπως προκύπτει από την πιο πάνω νομολογία, είναι καθοριστική και στην παρούσα προσφυγή. Ούτε ο Κανονισμός 6(3), που αφορά την αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης, ούτε ο Κανονισμός 8(2) και 8(4), που αφορά την αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως, απαιτούν αιτιολόγηση. Όπως απεφασίσθη δε στην Αντωνίου, το σχετικό έντυπο, που ήταν το ίδιο με εκείνο στην προκειμένη περίπτωση, συνιστά έγκυρη διοικητική εφαρμογή του Κανονισμού και η ιδέα της βαθμολόγησης η οποία το διέπει συνάδει με τους Κανονισμούς όσο και με την αρχή της ισότητας ως ενιαίο μέτρο κρίσεως. Η Ευθυμίου αναγνωρίζει ότι, καθ' όσον το θέμα ρυθμίζεται ειδικά από το νομοθέτη, η αρχή της αιτιολόγησης, ως γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, υποχωρεί ανάλογα. Εφ' όσον η μέθοδος της βαθμολόγησης υιοθετείται στο ειδικό έντυπο που καθόρισε ο Αρχηγός και ενέκρινε ο Υπουργός σύμφωνα με τους Κανονισμούς 6(3) και 8(4) και συνάδει με τους Κανονισμούς, δεν τίθεται θέμα περαιτέρω εφαρμογής της γενικής αρχής της αιτιολόγησης."
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι δεν ήταν αναγκαία η περαιτέρω αιτιολόγηση της βαθμολογίας που δόθηκε στον αιτητή, η οποία εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να εξετασθεί και σε σχέση με το τι έχει λεχθεί στην υπόθεση Σαμανίδης ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω). Το ερώτημα που εγείρεται είναι το κατά πόσον οι 0.25 μονάδες που κατ' ισχυρισμόν στερήθηκε ο αιτητής σε σχέση με το συγκεκριμένο κριτήριο, θα ήταν δυνατό να καλύψει τη διαφορά στη βαθμολογία, ούτως ώστε να υπερτερούσε των ενδιαφερόμενων μερών. Η απάντηση είναι αρνητική. Σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως και στον αιτητή, αποδόθηκαν για το κριτήριο των "γνώσεων και εμπειριών σε ευρύ φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων" 0.75 μ. Όμως έστω και αν ο αιτητής αποκόμιζε την ανώτατη βαθμολογία της 1.00 μ. δεν θα ήταν δυνατό, με βάση τη συνολική τελική βαθμολογία του που ήταν 69.45 μ. να υπερσκελίσει οποιοδήποτε από τα ενδιαφερόμενα μέρη, που είχαν αντίστοιχες βαθμολογίες από 75,13 μέχρι 75,77."
Τα πιο πάνω ισχύουν και στην παρούσα. Η συνολική τελική βαθμολογική κατάταξη του αιτητή δεν θα επηρεαζόταν έστω και αν του παραχωρείτο η ανώτατη βαθμολογία της 1,00 μονάδας για τις γνώσεις και εμπειρίες του σε ένα ευρύ φάσμα Αστυνομικών δραστηριοτήτων. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(iii) Η σύσταση του Συμβουλίου Κρίσεως είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων.
Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι η απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεως να μην τον συμπεριλάβει στον πίνακα συνιστωμένων υποψηφίων είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και παραβιάζει τον Κανονισμό 3(2) της Κ.Δ.Π. 52/89 γιατί θα έπρεπε να δοθεί από το Συμβούλιο Κρίσεως αιτιολογία για τον αποκλεισμό του, αφού σύμφωνα με τον ίδιο δεν υστερούσε σε αξία, διέθετε τα ίδια προσόντα και υπερείχε σε αρχαιότητα. Ο αποκλεισμός του ήταν το αποτέλεσμα αλλοίωσης του περιεχομένου των φακέλων και της υπέρμετρης βαρύτητας που δόθηκε στις προσωπικές συνεντεύξεις.
Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί.
Ο Κανονισμός 3(2) καθιστά σαφές ότι "η αρχαιότητα θα λαμβάνεται υπόψη, αλλά δεν θα αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή" και ότι "μεγαλύτερη σπουδαιότητα θα προσδίδεται στην αξία και τα προσόντα". Το Συμβούλιο Κρίσεως μέσα στα πλαίσια της αξιολόγησης του ειδικού εντύπου ασχολήθηκε, όπως έχει ήδη σημειωθεί, με την αρχαιότητα των υποψηφίων με πολύ αναλυτικό τρόπο, αποδίδοντας στον αιτητή τις ανάλογες μονάδες. Τα προσόντα επίσης εκτιμήθηκαν και αξιολογήθηκαν εκτεταμένα. Η προσωπική συνέντευξη, ως στοιχείο κρίσης, προβλέπεται στον Κανονισμό 8(2) και ήταν φυσιολογικό να της δοθεί η ανάλογη βαρύτητα. Τελικά το Συμβούλιο Κρίσεως αφού βαθμολόγησε όλους τους υποψηφίους με βάση το ειδικό έντυπο και το επεξηγηματικό σημείωμα κατάρτισε κατάλογο 10 υποψηφίων, ένας αριθμός που ήταν διπλάσιος των κενών θέσεων που προβλέπονταν για την Πυροσβεστική Υπηρεσία στο βαθμό του Υπαστυνόμου. Ο κατάλογος καταρτίσθηκε με βάση τη συνολική τελική βαθμολογία στην οποία συνυπολογίστηκε και η βαθμολογία της Επιτροπής Αξιολόγησης. Η τελική βαθμολογία του αιτητή ήταν χαμηλότερη και των 10 συσταθέντων. Συνεπώς η μη συμπερίληψη του στον κατάλογο ήταν εύλογη όσο και αναμενόμενη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ