ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 703/2005)
29 Μαΐου, 2006
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
PAVLOS PH. VARELLAS TRADING CO LIMITED,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Ε. Μυριανθεύς, για τους Αιτητές.
Στ. Θεοδούλου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι εισαγωγείς και έμποροι μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Στις 10.5.2005 καταχώρισαν έγγραφα για διασάφηση εισαγωγής ενός μεταχειρισμένου αυτοκινήτου από το Ηνωμένο Βασίλειο για εσωτερική κατανάλωση. Το αυτοκίνητο ήταν τύπου Mercedes Ε200 Komp. Elegance «ηλικίας» 18 μηνών με αριθμό πλαισίου WDB2083442T116101 και κυβισμού 1998 cc. Επειδή το αυτοκίνητο είχε δασμολογηθεί σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν απαλλαγμένο από δασμούς και ΦΠΑ, υπόκειτο όμως σε φόρο κατανάλωσης.
Το Τμήμα Τελωνείων, με βάση τα στοιχεία που έδωσαν οι αιτητές, προχώρησε στον υπολογισμό του καταβλητέου φόρου κατανάλωσης κατ΄ εφαρμογή των άρθρων 4(1), 5(1), 100 και του Μέρους Β του Τέταρτου Παραρτήματος του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Κατανάλωσης Νόμου αρ. 91(1)/04. Δοθέντος ότι το αυτοκίνητο ήταν ηλικίας μεγαλύτερης του ενός έτους και μικρότερης των τριών ετών, αφαιρέθηκε ποσό φόρου ίσο προς το 20% του αναλογούντος φόρου και σύμφωνα με τη βεβαίωση, ο καταβλητέος φόρος ήταν ΛΚ 5415.
Οι αιτητές πλήρωσαν «υπό διαμαρτυρία και με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους» το φόρο που είχε βεβαιωθεί και έτσι ολοκληρώθηκε η διαδικασία τελωνισμού του αυτοκινήτου.
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:
«Α. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση να υπολογίσουν και επιβάλουν Φόρο Κατανάλωσης ύψους Λ.Κ.5.415,00 δια το τελωνισθέν μεταχειρισμένο όχημα τύπου MERCEDES CLK200 KOMP ELEGANCE, με αριθμό πλαισίου WDB2083442T116101 και αριθμό μηχανής 11195632365377 και αριθμό εγγραφής ΝΥ51 FMC, με βάση τον κυβισμό του, είναι άκυρος και/ή στερημένη οιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος και/ή παράνομος και/ή γενομένη εσφαλμένως και/ή κατά κατάχρηση εξουσίας και/ή πλάνης περί τα πράγματα και τον νόμο και/ή αντισυνταγματικά και/ή αυθαίρετα και/ή άλλως πως.
Β. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου κηρύσσουσα άκυρο και/ή στερημένη οιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος και/ή παράνομο και/ή αντισυνταγματική την άνω πράξη των καθ΄ ων η αίτηση και/ή την υποχρέωση καταβολής υπό των Αιτητών, φόρων Κατανάλωσης υπολογισθέντων με βάση το κυβισμό του ως άνω οχήματος και/ή η τοιαύτη υποχρέωση είναι παράνομη και/ή αντισυνταγματική.»
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι ο εκ του νόμου προβλεπόμενος τρόπος υπολογισμού του φόρου κατανάλωσης, οδηγεί σε αύξηση της τιμής του αυτοκινήτου έναντι άλλου ομοειδούς (τύπος, κυβισμός, ηλικία, κατάσταση και διανυθέντα χιλιόμετρα) που έχει εισαχθεί και φορολογηθεί ως καινούριο με αποτέλεσμα να δημιουργείται «δυσμενής διάκριση μεταξύ των ήδη κυκλοφορούντων στη Δημοκρατία οχημάτων και των εισαγόμενων ως μεταχειρισμένων από άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης ......... ». Είναι η θέση των αιτητών ότι οι προμνησθείσες πρόνοιες του νόμου αντίκεινται προς τα άρθρα 24.1, 24.4 και 28 του Συντάγματος καθότι πλήττουν την ισότητα και δημιουργούν ανισότητα στα δικαιώματα και τις φορολογικές υποχρεώσεις των πολιτών γενικά και των αιτητών ειδικά. Οι αιτητές ισχυρίζονται περαιτέρω ότι ο τρόπος υπολογισμού του φόρου κατανάλωσης του αυτοκινήτου αντίκειται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 90 της «Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας».
Η επιχειρηματολογία που έχει αναπτυχθεί αναφορικά με το θέμα της αντισυνταγματικότητας των άρθρων του νόμου, κατ΄ εφαρμογή των οποίων έγινε ο υπολογισμός και η βεβαίωση του φόρου κατανάλωσης είναι γενικόλογη, εν πολλοίς αόριστη και χωρίς την τεκμηρίωση στο βαθμό που απαιτείται σε τέτοιες περιπτώσεις. Στην Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 CLR 640 εξετάστηκαν οι αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Αυτές οι πάγιες αρχές έχουν εμπεδωθεί μέσα από τη νομολογία* ώστε να μη χρειάζεται η όποια επανάληψη. Αποφαίνομαι ότι οι αιτητές απέτυχαν να τεκμηριώσουν την εισήγηση για αντισυνταγματικότητα των άρθρων του νόμου πάνω στα οποία έγινε ο υπολογισμός του καταβλητέου φόρου κατανάλωσης για το αυτοκίνητο.
Οι αιτητές εισηγούνται ότι ο υπολογισμός του καταβλητέου φόρου κατανάλωσης του αυτοκινήτου αντίκειται στο άρθρο 95 (προηγουμένως 90) της Ευρωπαϊκής Συνθήκης που προβλέπει:
«Κανένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει άμεσα ή έμμεσα στα προϊόντα άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους οποιασδήποτε φύσεως, ανώτερους από εκείνους που επιβαρύνουν άμεσα ή έμμεσα τα ομοειδή εθνικά προϊόντα.
Κανένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει στα προϊόντα των άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους, η φύση των οποίων οδηγεί έμμεσα στην προστασία άλλων προϊόντων.»
Στην Jao Nunes Tadeu (C-345/93) συλλογή 1995, σ. 1-479, το ΔΕΚ αφού ερμήνευσε ότι στον όρο «ομοειδή εθνικά προϊόντα» συμπεριλαμβάνονται τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα τα οποία είναι ήδη εγγεγραμμένα στο εθνικό μητρώο του οικείου κράτους» αποφάσισε τα ακόλουθα:
«Η εκ μέρους κράτους μέλους είσπραξη φόρου επί των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων προελεύσεως άλλου κράτους μέλους αντιβαίνει προς το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΟΚ, όταν το ποσό του φόρου, υπολογιζόμενο χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική απόσβεση της αξίας του οχήματος, υπερβαίνει το ποσό του κατάλοιπου του φόρου που παραμένει ενσωματωμένο στην αξία των ομοειδών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων που είναι ήδη εγγεγραμμένα στα μητρώα του πρώτου κράτους.»
Το άρθρο 95 της Συνθήκης έχει άμεση ισχύ (direct effect) γεγονός που επιτρέπει στους πολίτες κάθε κράτους μέλους να επικαλούνται την εφαρμογή του. Βλ. Lutticke GmbH v. Hauptzollamt Saarlouis (1966) ECR 205. Στην Antonio Gomew Velante (C-393/98), συλλογή 2001, σελ. 1-1327 το ΔΕΚ αποφάσισε ότι:
«Το άρθρο 95, πρώτο εδάφιο της Συνθήκης ναι μεν επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος να εφαρμόζει επί των εισαγομένων από άλλα κράτη μέλη μεταχειρισμένων οχημάτων σύστημα φορολογήσεως, κατά το οποίο η απόσβεση της πραγματικής αξίας των εν λόγω οχημάτων υπολογίζεται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και κλιμάκων οριζομένων με νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη, αλλά μόνο υπό τον όρο ότι τα εν λόγω κριτήρια ή κλίμακες εγγυώνται ότι το ποσό του φόρου δεν υπερβαίνει - ούτε καν σε ορισμένες περιπτώσεις - το ποσό του κατάλοιπου του φόρου που παραμένει ενσωματωμένο στην αξία των ομοειδών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων οχημάτων που είναι ήδη εγγεγραμμένα στα μητρώα του οικείου κράτους.»
Από τα πιο πάνω συνάγεται ότι επιτρέπεται η επιβολή φόρων στα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα τα οποία εισάγονται σε κράτος μέλος από άλλο κράτος μέλος και ότι ο επιβαλλόμενος φόρος δεν πρέπει να υπερβαίνει το κατάλοιπο του φόρου που παραμένει ενσωματωμένο στην αξία των ομοειδών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων που είναι ήδη εγγεγραμμένα στο μητρώο του οικείου κράτους. Οταν όμως υπάρχει αντικειμενική αιτιολόγηση (objective justification) είναι λογικό να επιτρέπεται η απόκλιση από τις πιο πάνω αρχές.
Η καθιέρωση του συστήματος φορολόγησης των εισαγόμενων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης από άλλο κράτος μέλος είναι έργο πολυδιάστατο με παραμέτρους που άπτονται της γενικότερης πολιτικής του κάθε κράτους (οικονομικής, δημοσιονομικής, περιβαλλοντικής, κοινωνικής κλπ) καθώς και της υιοθέτησης μεθόδων για εύκολη, γρήγορη, πρακτική και με χαμηλό κόστος εφαρμογή του συστήματος (φορολόγησης). Η εξισορρόπηση και ο συγκερασμός όλων των πιο πάνω παραγόντων ώστε το αποτέλεσμα να συνάδει κατά το δυνατό προς ό,τι απαιτεί το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο δεν είναι εύκολο έργο. Η χώρα μας έχει ενσωματώσει στη νομοθεσία ένα απλό και αντικειμενικό, καθώς φαίνεται, σύστημα φορολόγησης των εισαγόμενων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων από χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης που έχει ως κριτήριο την ηλικία του εισαγόμενου αυτοκινήτου. Αλλοι παράγοντες, που ενδεχομένως είναι έκδηλα εμφανείς ή αυταπόδεικτοι, όπως η γενική κατάσταση ενός αυτοκινήτου, (μικρής μεν ηλικίας αλλά σχεδόν ολοσχερώς καταστραμμένο) είναι αυτονόητο πως πρέπει, με πρωτοβουλία του εισαγωγέα, να εξετάζονται αυτοτελώς από το αρμόδιο τμήμα, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση είναι λογικό πως θα τυγχάνει εφαρμογής η γενική νομοθετική διάταξη για τη φορολόγηση του μεταχειρισμένου.
Στην υπό κρίση υπόθεση, οι αιτητές εκτός από την επιφύλαξη που διατύπωσαν κατά την πληρωμή του φόρου δεν έπραξαν ο,τιδήποτε με σκοπό να προκαλέσουν τη διενέργεια έρευνας από το Τμήμα Τελωνείων για να διαπιστωθεί αν ο υπολογισμός του φόρου για το συγκεκριμένο αυτοκίνητο υπερβαίνει δραματικά το κόστος του κατάλοιπου του φόρου που έχει παραμείνει ενσωματωμένο στην αξία ομοειδών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων που είναι ήδη εγγεγραμμένα στο μητρώο της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως οι αιτητές ισχυρίζονται, και να υπάρχει επί τούτου αιτιολογημένη απόφαση του αρμόδιου τμήματος. Φαίνεται ότι το άρθρο 139 του νόμου παρέχει αυτή τη δυνατότητα.
Το Δικαστήριο, ενασκώντας την αναθεωρητική του δικαιοδοσία με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος δεν αποφασίζει πρωτογενώς επί θεμάτων τα οποία ανάγονται αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της διοίκησης. Ο έλεγχος που ασκεί το δικαστήριο είναι έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων ή παραλείψεων της διοίκησης χωρίς να προβαίνει σε διαπιστώσεις ή να αποφασίζει επί γεγονότων κλπ για τα οποία αρμόδιο είναι το διοικητικό όργανο.
Στην υπό κρίση υπόθεση, το Τμήμα Τελωνείων δεν κλήθηκε από τους αιτητές να προχωρήσει σε περαιτέρω έρευνα ούτε έθεσαν ενώπιον του οποιαδήποτε στοιχεία προς εξέταση που θα δικαιολογούσαν τη διεξαγωγή έρευνας για να διαπιστωθεί αν και κατά πόσο ο φόρος, υπερβαίνει υπερβολικά το ποσό του κατάλοιπου του φόρου που έχει παραμείνει ενσωματωμένο στην αξία ομοειδών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων εγγεγραμμένων στην Κύπρο.
Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.
* ΡΙΚ ν. Καραγιώργη κ.α. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159
Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315.