ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 942/2003)
15 Σεπτεμβρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΑΒΒΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Μ. Καλλιγέρου (κα.), για τον Αιτητή.
Π. Πολυβίου, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α. Παπαχαραλάμπους, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει με την προσφυγή του την απόφαση του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, να διορίσει στη θέση Βοηθού Λειτουργού Στήριξης Παραγωγής (ΚΛ. Α4/7) το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αντί του ιδίου.
Στην παρούσα υπόθεση η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης διέπεται από τις πρόνοιες του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του1998 (Νόμος 6(Ι)/98), όπως έχει τροποποιηθεί. Αυτό γιατί πρόκειται για θέση της οποίας η κλίμακα δεν υπερβαίνει την Κλ.Α7 του κυβερνητικού μισθολογίου. (Δέστε ορισμό του όρου «θέση» στο άρθρο 2 του Νόμου 6(Ι)/98).
Σε συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΡΙΚ, 3.12.2002 αποφασίστηκε όπως ανατεθεί στο Βοηθό Γενικό Διευθυντή της Αρχής, η οργάνωση γραπτών εξετάσεων για την πρόσληψη μόνιμου προσωπικού και τακτικών συνεργατών του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος, ενώ η προετοιμασία και η διεξαγωγή των γραπτών εξετάσεων ανατεθεί στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Με επιστολή του ημερ. 20.1.2003, ο Γενικός Διευθυντής ειδοποίησε τους υποψήφιους για την επίδικη θέση Βοηθού Λειτουργού Στήριξης, ότι θα έπρεπε να παρακαθήσουν σε γραπτή εξέταση που θα λάμβανε χώρα στις 3.2.2003 πληροφορώντας τους επίσης για τη διάρκεια της εξέτασης αυτής καθώς επίσης και τις ενότητες εξέτασης που θα περιελάμβανε (Ελληνικά, Αγγλικά, Ερωτήσεις επί του αντικειμένου της θέσης και Γενικές Γνώσεις). Διευκρίνιζε περαιτέρω στην επιστολή του ότι με την κλήση και συμμετοχή υποψηφίου στη γραπτή εξέταση δεν εξυπακούετο ότι κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης.
Από τους 31 υποψήφιους που είχαν υποβάλει αίτηση για την επίδικη θέση, 9 υποψήφιοι εξασφάλισαν συνολική βαθμολογία 50 %+, μεταξύ των οποίων ήταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο που συγκέντρωσε βαθμολογία 71 % και ο αιτητής που συγκέντρωσε βαθμολογία 66% (Σημειώνεται ότι τα αποτελέσματα αυτά ήταν κατόπιν διόρθωσης από ένα μόνον εξεταστή).
Στη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος στις 6.5.2003, ο Γενικός Διευθυντής ανέφερε ότι είχε πληροφορηθεί με σχετική επιστολή ημερομηνίας 7.5.2003, της Λειτουργού του Κέντρου Επιστημονικής Επιμόρφωσης, Αξιολόγησης και Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Κύπρου, ότι οι γραπτές εξετάσεις που διεξήχθησαν για τις θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής διορθώθηκαν από ένα μόνο εξεταστή και ότι τα γραπτά επρόκειτο να σταλούν για διόρθωση και από δεύτερο εξεταστή.
Στις 8.7.2003, το Διοικητικό Συμβούλιο δέχτηκε σε προσωπικές συνεντεύξεις τους υποψηφίους για την επίδικη θέση. Στην προφορική συνέντευξη κλήθηκαν οι 4 πρώτοι υποψήφιοι, κατά σειράν επιτυχίας στη γραπτή εξέταση που διεξήχθηκε στις 3.2. 2003 με πρώτη την ενδιαφερόμενη κα Σοφία Παρασκευά και τρίτο τον αιτητή κον Σάββα Γεωργιάδη.
Όπως καταγράφηκε στο σχετικό πρακτικό που τηρήθηκε κατά την εν λόγω συνεδρίαση, πριν την οποιαδήποτε συζήτηση του θέματος απεχώρησε από τη συνεδρία το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου κ. Μ. Ψάριας λόγω συγγένειας του με υποψήφιο για τη θέση.
Ακολούθως το Συμβούλιο, αντάλλαξε απόψεις σχετικά με τη διαδικασία των προσωπικών συνεντεύξεων καθορίζοντας τις βασικές αρχές που θα τηρούνταν σε ότι αφορούσε το περιεχόμενο και τους στόχους των ερωτήσεων προς τους υποψηφίους .
Η ενδιαφερόμενη κλήθηκε πρώτη στην προφορική εξέταση καθότι είχε συγκεντρώσει στη γραπτή εξέταση σύνολο βαθμολογίας 71.5% (κατόπιν διόρθωσης των γραπτών και από δεύτερο βαθμολογητή) και ο αιτητής τρίτος στη σειρά, με σύνολο βαθμολογίας 65% (κατόπιν διόρθωσης των γραπτών και από δεύτερο βαθμολογητή).
Οι ερωτήσεις που υποβλήθηκαν στους υποψηφίους κατά τη διεξαγωγή των προφορικών εξετάσεων, όπως καταγράφονται στο σχετικό πρακτικό -ήταν πανομοιότυπες σε ότι αφορούσε το περιεχόμενο και συναρτημένες με τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης. Αποσκοπούσαν στη λεπτομερή διερεύνηση της αξίας και των προσόντων των υποψηφίων και γενικά της ικανότητας τους να εκτελούν με επιτυχία τα καθήκοντα της θέσης.
Αποδόθηκαν μονάδες για τις προφορικές εξετάσεις και για τα άλλα κριτήρια που προβλέπει το άρθρο 3(1) του Νόμου (προσόντα - πλεονέκτημα, άλλα ακαδημαϊκά προσόντα, πείρα) . Αυτές προστέθηκαν στις μονάδες που οι υποψήφιοι είχαν ήδη εξασφαλίσει από τη γραπτή εξέταση και καταρτίστηκε ο Πίνακας του άρθρου 6(5)(α). Στον κατάλογο πρώτη, με το μεγαλύτερο αριθμό συνολικών μονάδων, ήταν η ενδιαφερόμενη.
Με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 6(7)(α) του Νόμου, το Συμβούλιο αποφάσισε το διορισμό της ενδιαφερόμενης , πρώτης κατά σειρά κατάταξης στον Πίνακα.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή υπέβαλε ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε και η λήψη της απόφασης πάσχουν κατάφωρα.
Εν πρώτοις διατείνεται, ότι η επίδικη απόφαση βασίστηκε σε προπαρασκευαστικές πράξεις που έπασχαν νομικά και παραβίαζαν τις γενικές αρχές Διοικητικού Δικαίου, με αποτέλεσμα η διαδικασία που καθορίστηκε και ακολουθήθηκε να ήταν αντίθετη με το Νόμο 6(1)/98 και ή το αποτέλεσμα νομικής πλάνης.
Ειδικότερα διατείνεται ότι παραβιάστηκαν τα άρθρα 2(3), 6(2), 4(1) του Νόμου 6(1)/98 καθώς επίσης και τα άρθρα 1, 2(3), 5(3), (4) και 6 του Παραρτήματος του ιδίου Νόμου.
Το άρθρο 2(3) του Ν.6(1)/98 προνοεί ότι η ευθύνη διεξαγωγής της γραπτής εξέτασης ανήκει στην αρμόδια αρχή, η οποία αρμόδια αρχή αναθέτει τη διεξαγωγή των εξετάσεων σε Ειδική Τριμελή Επιτροπή.
Βάσει του άρθρου 2(1)(β) του ιδίου Νόμου «αρμόδια αρχή » σημαίνει το Γενικό Διευθυντή ή το Διευθυντή ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.
Στην προκείμενη υπόθεση προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης του Συμβουλίου της 3.12.2002 ότι δεν ανατέθηκε η διεξαγωγή των εξετάσεων σε Ειδική Τριμελή Επιτροπή αλλά ότι το ίδιο το Συμβούλιο αποφάσισε να αναθέσει τη διεξαγωγή των εξετάσεων, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου . Περαιτέρω το Συμβούλιο στην ίδια συνεδρία, στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή, ανέθεσε στο Βοηθό Διευθυντή να προχωρήσει με την οργάνωση της γραπτής εξέτασης.
Ενόψει λοιπόν της διαδικασίας που προηγήθηκε σχετικά με την ανάθεση της οργάνωσης και διεξαγωγής της γραπτής εξέτασης, είναι σωστή η διαπίστωση της συνηγόρου του αιτητή πως υπήρξε παράβαση της σχετικής νομοθετικής πρόνοιας.
Σύμφωνα με το άρθρο 6(2) του Νόμου « ..... καταρτίζεται κατάλογος των υποψηφίων που θα κληθούν σε προφορική εξέταση, εφόσον θα διεξαχθεί τέτοια εξέταση και νοουμένου ότι η διεξαγωγή της έχει ανακοινωθεί με τη δημοσίευση της κενής θέσης, από τη διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο το οποίο αυτή ορίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία που ακολουθεί για την πλήρωση της θέσης».
Σύμφωνα επίσης με το άρθρο 4(1) του ιδίου Νόμου, η αρμόδια αρχή, με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, καθορίζει σε γενικές γραμμές την ύλη της γραπτής εξέτασης και γνωστοποιεί ότι οι επιτυχόντες θα υποβληθούν σε προφορική εξέταση.
Στην προκείμενη υπόθεση δεν ακολουθήθηκαν ούτε οι πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες. Η ύλη της γραπτής εξέτασης δεν είχε γνωστοποιηθεί στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας αλλά ούτε είχε ανακοινωθεί, με τη δημοσίευση της επίδικης θέσης, ότι θα διεξάγετο προφορική εξέταση.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 (3) του Παραρτήματος του Νόμου, η Τριμελής Επιτροπή αναθέτει στην Υπηρεσία Εξετάσεων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ή και σε πρόσωπα με ειδικές γνώσεις και εμπειρίες, σε συνεργασία με αρμοδίους λειτουργούς όπου η Ειδική Επιτροπή το κρίνει αναγκαίο, την ετοιμασία των δοκιμίων για το κάθε θέμα της εξέτασης. Τα πρόσωπα αυτά έχουν και την ευθύνη για την τήρηση του απορρήτου των ερωτήσεων μέχρι την παράδοση τους στην Ειδική Επιτροπή την προηγούμενη μέρα των εξετάσεων.
Στο άρθρο 6 του Παραρτήματος αναφέρεται ότι η βαθμολόγηση των γραπτών γίνεται από βαθμολογητές που ορίζει η Υπηρεσία Εξετάσεων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και με βάση τους ίδιους κανόνες που εφαρμόζονται για βαθμολόγηση των γραπτών εξετάσεων για τα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα Κύπρου και Ελλάδας.
Στα άρθρα 5(2) (3) και (4) του Παραρτήματος περιέχονται αυστηρές διατάξεις για την κάλυψη των ονομάτων με ειδικό αυτοκόλλητο μιας χρήσης.
Στην προκείμενη υπόθεση όπως αναφέρθηκε πιο πάνω δεν υπήρξε Ειδική Τριμελή Επιτροπή. Τα γραπτά διορθώθηκαν από το Πανεπιστήμιο Κύπρου χωρίς οποιαδήποτε εμπλοκή του Υπουργείου Παιδείας. Περαιτέρω δεν ακολουθήθηκαν αυστηρά οι προβλεπόμενοι κανόνες βαθμολόγησης.
Τα γραπτά είχαν βαθμολογηθεί αρχικά από ένα μόνο βαθμολογητή και το λάθος αυτό διορθώθηκε εκ των υστέρων αφού ήδη έγινε η αποκάλυψη των ονομάτων των υποψηφίων και των βαθμών τους, καθώς και η σειρά προτεραιότητας τους . Το λάθος αυτό γνωστοποιήθηκε στο Συμβούλιο του ΡΙΚ το οποίο και αποφάσισε να αποσταλούν τα γραπτά πίσω για δεύτερη βαθμολόγηση.
Με δεδομένο ότι η ορθή ερμηνεία των άρθρων είναι αυτή που μόλις παράθεσα πιο πάνω, εγείρεται το ερώτημα κατά πόσον ο μη καθορισμός σε γενικές γραμμές της ύλης μέσω γνωστοποίησης στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, η μη ανακοίνωση με τη δημοσίευση της κενής θέσης ότι θα διεξάγετο προφορική εξέταση καθώς και η μη αυστηρή τήρηση των κανόνων βαθμολόγησης (τα γραπτά βαθμολογήθηκαν και διορθώθηκαν αρχικά από ένα αντί δύο εξεταστές) κατά παράβαση των εν λόγω άρθρων, συνεπάγεται την άνευ ετέρου ακυρότητα του διορισμού της ενδιαφερόμενης παρά το γεγονός ότι οι αιτήσεις, τα γραπτά και η συμμετοχή στην προφορική εξέταση τόσο του αιτητή όσο και της ενδιαφερόμενης , λήφθηκαν υπ΄ όψη και εξετάσθηκαν κατά τη διαδικασία που προηγήθηκε του επίδικου διορισμού.
Είναι γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, την οποία υιοθετεί τόσο η ελληνική όσο και η κυπριακή νομολογία, ότι η παράβαση διατεταγμένου τύπου (ή τυπικής διατάξεως) επάγεται την ακυρότητα της πράξεως μόνον εφ΄ όσον ήθελε κριθεί ότι, στην υπό εξέταση συγκεκριμένη περίπτωση, ο τύπος ο οποίος δεν τηρήθηκε ήταν ουσιώδης. Αν δεν ήταν ουσιώδης , η πράξη δεν υπόκειται σε ακύρωση, παρά την παράβαση. Ανεξάρτητα δηλαδή από το εξ αντικειμένου ουσιώδες του τύπου, αν διαπιστωθεί ότι η παράβαση του δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις για τον διοικούμενο, τότε, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης αυτός θεωρείται επουσιώδης, με αποτέλεσμα η παράβαση του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξεως. (Δέστε Λουκάς Παπαλουκάς κ.α. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου, Α.Ε. 1908/16.9.98. Δέστε επίσης Σ. Δεληκωστόπουλος στη μονογραφία του "Η παράβασις ουσιώδους τύπου ως λόγος ακυρώσεως διοικητικών πράξεων" (1970), στη σελίδα 82, Π.Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμα του "Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο" , Β΄έκδοση (1994), στις παραγράφους 585 και 586, Θ. Τσάτσος, στο σύγγραμμα του "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", 3η ΄Εκδοση (1971), στη σελίδα 228).
Στην προκείμενη περίπτωση, θεωρώ τις συγκεκριμένες νομοθετικές παραβάσεις ως παραβάσεις ουσιώδους τύπου, παρά το γεγονός ότι τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο συμμετείχαν στο γραπτό διαγωνισμό όπου εξασφάλισαν τις ψηλότερες βαθμολογίες και επίσης ειδοποιήθηκαν ταχυδρομικώς για την προφορική εξέταση και έλαβαν μέρος στην όλη διαδικασία που προηγήθηκε πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης.
Θεωρώ ότι οι συγκεκριμένες παραβάσεις, σωρευτικά και στο σύνολο τους, αποτελούν σοβαρές διαδικαστικές παρατυπίες, ιδιαίτερα όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο βαθμολογήθηκαν τα γραπτά. Οι παρατυπίες αυτές καθιστούν τρωτή και ακυρώσιμη την τελική απόφαση του Συμβουλίου.
Παρά την προαναφερόμενη απόφαση θα προχωρήσω και στην εξέταση των ισχυρισμών του αιτητή περί έλλειψης αιτιολογίας της επίδικης απόφασης καθώς και των ισχυρισμών του περί μη νόμιμης συγκρότησης και παράνομης σύνθεσης του Διοικητικού οργάνου.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή υπέβαλε συγκεκριμένα ότι η επίδικη απόφαση στερείται αιτιολογίας καθότι οι τελικές βαθμολογίες, σε κάθε κριτήριο που θέτει το άρθρο 3 του νόμου, δόθηκαν αυθαίρετα, καταχρηστικά, πεπλανημένα και χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία . Σε σχέση με τον τρόπο που αποτιμήθηκε η πείρα, η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, υπέβαλε ότι η απόδοση των μονάδων είναι αναιτιολόγητη και αόριστη αφού δεν αναφέρονται οι λόγοι και τα στοιχεία εκείνα που λήφθηκαν υπόψη για την απόδοση των σχετικών μονάδων στους υποψήφιους.
Συγκεκριμένα το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης καθορίζει ως απαιτούμενα προσόντα:
(α) Δίπλωμα του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου Κύπρου ή άλλο ισότιμο, κατά την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου, προσόν στην Ηλεκτρολογία ή την Ηλεκτρονική ή τους Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές, ή
(β) Δίπλωμα Ανώτερης Σχολής σε ένα απο τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών: Εικονοληψία ή Φωτογραφία, η Μοντάζ ή Γραφικές Τέχνες ή Φωτισμό ή Ηχοληψία ή Ηλεκτρολογία ή Ηλεκτρονική ή Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές ή άλλο συναφές, κατά την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου θέμα, ή
(γ) Απολυτήριο Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης ή άλλο ισότιμο, κατα την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου, προσόν και πενταετής πείρα στην ειδικότητα που καθορίζεται κατά την πρόσληψη του.
Σημειώνεται επίσης, στο Σχέδιο Υπηρεσίας, ότι πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, καθώς επίσης και πανεπιστημιακός τίτλος σε ένα από τα θέματα των απαραίτητων προσόντων αποτελούν πλεονέκτημα.
Σύμφωνα με τον πίνακα στον οποίο είναι καταγραμμένα τα στοιχεία των υποψηφίων, η ενδιαφερόμενη είναι απόφοιτος του American Academy Λάρνακας (1983-1991) , έχει πτυχίο Business Administration and Visual Studies, Oxford Brookes (1991-1994) και πτυχίο Visual and Media Arts, Πανεπιστημίου Βοστώνης (1999). Επίσης έχει και πενταετή επαγγελματική πείρα.
Ο αιτητής είναι απόφοιτος της Τεχνικής Σχολής Λευκωσίας (1986-1987), έχει δίπλωμα « Electrical Engineering»Frederick (1993-94) και δίπλωμα «audiovisual communication Production -Analysis » (Europa College, 1995-1996). Έχει επαγγελματική πείρα εννέα χρόνων.
Η παράλειψη διατύπωσης των λόγων για τους οποίους η ενδιαφερόμενη βαθμολογήθηκε με 7 μονάδες για το προσόν πλεονέκτημα αλλά και με 5 μονάδες για τη «σχετική» πείρα, επιχειρηματολογεί η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας, αφήνει ερωτηματικά για το πώς μπόρεσε η ενδιαφερόμενη να πάρει και μονάδες (7) για το πλεονέκτημα αλλά και για την πείρα (5) αφού είτε το ένα (τίτλος) είτε το άλλο (5ενταετής πείρα) θα πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν για να την καταστήσουν προσοντούχο, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας. Πιθανόν να κρίθηκε προσοντούχος είτε με το απολυτήριο του λυκείου συν 5 χρόνια πείρα, είτε με τον πανεπιστημιακό τίτλο, αναφέρει η ευπαίδευτη συνήγορος . ¨Αν το ένα από αυτά χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό αυτό, δεν θα έπρεπε να μετρήσει δύο φορές και να πάρει πρόσθετες μονάδες, εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή. Παρατηρεί περαιτέρω ότι, ο αιτητής που διαθέτει 9 χρόνια σχετική πείρα εργαζόμενος στο ΡΙΚ, ως συνεργάτης σε απόλυτα σχετικά αν όχι τα ίδια καθήκοντα, πήρε μηδέν μονάδες για το προσόν πλεονέκτημα και μόνο 5 μονάδες για την πείρα. Το Συμβούλιο, εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος , δεν προβληματίστηκε καθόλου για το πώς θα έπρεπε να κατανεμηθούν οι μονάδες της πείρας και του προσόντος πλεονέκτημα δεδομένης της συγκεκριμένης πρόνοιας στο σχέδιο υπηρεσίας η οποία προβλέπει ως πλεονεκτήματα διαζευκτικά ή σωρευτικά και την πείρα αλλά και τον πανεπιστημιακό τίτλο .
Το ίδιο απροβλημάτιστο φαίνεται πως ήταν το Συμβούλιο και για το πώς θα απένειμε τις μονάδες και για τα άλλα ακαδημαϊκά προσόντα, εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή. Καταλήγει λοιπόν ότι για τα πιο πάνω ζητήματα, προκύπτει πλάνη του Συμβουλίου, τόσο ως προς το νόμο και το σχέδιο υπηρεσίας όσο και ως προς τα πράγματα.
Το Άρθρο 3(1) του Νόμου με το οποίο εισάγεται σύστημα αριθμητικής αποτίμησης και το οποίο εφαρμόστηκε για την την επιλογή της ενδιαφερόμενης , προνοεί ότι:
«1. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου που αφορά τη δημόσια υπηρεσία ......., σε οποιαδήποτε διαδικασία για διορισμό σε θέση στη δημόσια υπηρεσία, η επιλογή και ο διορισμός των υποψηφίων γίνονται με βάση τα αποτελέσματα γραπτής εξέτασης, τα αποτελέσματα προφορικής εξέτασης, εφόσον αυτή κριθεί αναγκαία από τη διορίζουσα αρχή και νοουμένου ότι δεν επιβάλλει την προφορική εξέταση ο οικείος νόμος, καθώς και τα προσόντα των υποψηφίων και την πείρα τους που είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης. Η βαρύτητα που δίδεται στο καθένα από τα εν λόγω πέντε κριτήρια αποτιμάται σε μονάδες ως εξής:
(α) Αποτελέσματα γραπτής εξέτασης: σύνολο μονάδων με ανώτατο όριο τις 100 μονάδες.
(β) Αποτελέσματα προφορικής εξέτασης, αν έχει διεξαχθεί: 0 έως 10 μονάδες.
(γ) Προσόντα που, με βάση τυχόν διατάξεις νόμου ή κανονισμού ή του οικείου για τη θέση σχεδίου υπηρεσίας, θεωρούνται πλεονέκτημα: 0 έως 7 μονάδες.
(δ) Άλλα ακαδημαϊκά προσόντα: 0 έως 3 μονάδες.
(ε) Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης: 0 έως 5 μονάδες.
Νοείται ότι οι μονάδες της παραγράφου αυτής απονέμονται ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας και την εγκυρότητα του σχετικού πιστοποιητικού υπηρεσίας που η διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου αποδίδει στο σχετικό πιστοποιητικό.»
Το άρθρο 6(4), σε σχέση με το διορίζον όργανο, προβλέπει ότι :
«(4) Μετά τη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης ή όπου δε θα διεξαχθεί τέτοια εξέταση, η διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο που αναφέρεται στο εδάφιο (2), όπου αυτό εφαρμόζεται, βαθμολογεί τους υποψηφίους που έχουν παρουσιαστεί και που έχουν κριθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων (β), (γ), (δ) και (ε) του εδαφίου(1) του άρθρου 3:
Νοείται ότι η απόφαση της διορίζουσας αρχής ή του αρμόδιου οργάνου που αναφέρεται στο εδάφιο (2), όπου αυτό εφαρμόζεται, αναφορικά με τις μονάδες που δίνει σε κάθε περίπτωση για την απόδοση ενός υποψηφίου στην προφορική εξέταση, αν έγινε, τα προσόντα και την πείρα του, καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά. Κάθε μέλος της διορίζουσας αρχής ή του αρμοδίου οργάνου που αναφέρεται στο εδάφιο (2), όπου αυτό εφαρμόζεται, σχετικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, αν έγινε, παραδίδει αμέσως μετά το πέρας της διαδικασίας πλήρωσης των θέσεων τη βαθμολογία που έδωσε, η οποία θα αποτελεί μέρος του οικείου φακέλου. ......».
Σε ότι αφορά τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου, παρατηρώ ότι δεν έχει γίνει καταγραφή, σε χωριστό έντυπο, από τον πρόεδρο και κάθε μέλος του Συμβουλίου χωριστά σχετικά με την αριθμητική αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων.
Δεν υπάρχει οτιδήποτε (μόνο καταρτίστηκε πίνακας με τις τελικές βαθμολογίες σε κάθε κριτήριο που θέτει ο νόμος) που να εξηγεί τί σταθμίστηκε ,πώς αποτιμήθηκε και γιατί δόθηκε η σχετική βαθμολογία, η οποία από μόνη της, δεν παρέχει καμία δυνατότητα στο Δικαστήριο να διαπιστώσει τα όσα οδήγησαν σε αυτή. Δεν παρατέθηκε οποιαδήποτε αιτιολογία, η οποία να επεξηγεί πώς είχαν κατανεμηθεί οι μονάδες στα επιμέρους κριτήρια.
Η μη ρητή αναφορά στο άρθρο 3(1) του Νόμου σε αιτιολόγηση των μονάδων που δίδονται σε κάθε υποψήφιο όσον αφορά την προφορική εξέταση, τα προσόντα και την πείρα , δεν επηρεάζει, κατά την κρίση μου, την ανάγκη ύπαρξης στοιχείων, για σκοπούς άσκησης του απαραίτητου δικαστικού ελέγχου.
Η έλλειψη πρακτικού που να περιέχει αιτιολογία καθιστώντας φανερούς τους λόγους της απόφασης του Συμβουλίου για τη συγκεκριμένη κατανομή μονάδων με βάση τα καθορισμένα κριτήρια καθιστά αδύνατο τον έλεγχο της εγκυρότητας της βαθμολογίας στα επιμέρους θέματα. Η παντελής απουσία σκεπτικού ως προς την αξιολόγηση που οδήγησε στη σχετική βαθμολογία και στη συγκεκριμένη κατανομή των μονάδων, επίσης καθιστά αδύνατο το δικαστικό έλεγχο.
Συνεπώς, η έλλειψη εξηγήσεων που θα δικαιολογούσαν τη βαθμολογία, αφήνει χωρίς έρεισμα τον πίνακα που καταρτίστηκε. Το σκεπτικό της αξιολόγησης του Συμβουλίου και της συγκεκριμένης απονομής μονάδων με βάση τη βαρύτητα που απέδωσε στα καθορισμένα κριτήρια το Συμβούλιο, παραμένει άγνωστο και συνεπώς εκτός δικαστικού ελέγχου (Δέστε σχετικές υποθέσεις Ευθυμίου κ.α. ν. Δημοκρατία, Υποθ. 165/97 κ.α., ημερ. 14.12.1998 και στις Μουστάκας κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 172/98 κ.α., ημερ. 25.2.2000 και Χήρας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 216/99, ημερ17.5.2000. Δέστε και Σαμανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 945/2001 κ.α., ημερ. 10.2.2003, Γιαννάκη ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, Υποθ. αρ. 910/98, ημερ. 7.6.2000, Πόλυ Χαραλάμπους Βαλιαντή ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 1116/2002, ημερ. 14.7.2005).
Ούτε και μπορεί να λεχθεί ότι στην προκείμενη περίπτωση, μπορούμε να ανατρέξουμε στα στοιχεία του φακέλου προς συμπλήρωση της ελλείπουσας αιτιολογίας ως προς την αξιολόγηση, όπως έγινε στην Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452/21.7.2000 (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.).
Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρώσιμη και γι΄ αυτό το λόγο.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή υπέβαλε περαιτέρω ότι υπήρξε παράβαση του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμος (Κεφ. 300Α, όπως τροποποιήθηκε). Υπέβαλε ότι οι καθ΄ ων η αίτηση επλανήθησαν ως προς τις διατάξεις του Νόμου και προχώρησαν σε συνεδρίαση στις 3.6.2003 ενώ ο πρόέδρος του Διοικητικού Συμβουλίου απουσίαζε στο εξωτερικό . Στη συνεδρίαση εκείνη χωρίς την ύπαρξη απαρτίας, καθώς αναφέρει, ένεκα της απουσίας του προέδρου, αποφασίστηκε να αγνοηθεί η επιστολή του νομικού συμβούλου με την οποία επεξηγούσε στους καθ΄ ων η αίτηση ότι θα έπρεπε να τηρήσουν σχολαστικά τις πρόνοιες του Νόμου 6(Ι)/98.
Το άρθρο 3(1) του περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων) Νόμου του 1988, Ν. 149/88, προνοεί ότι:
«3.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 3Α, και ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, το διοικητικό συμβούλιο οποιουδήποτε από τα ορισμένα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αποτελείται, εκτός αν ο οικείος καθορισμένος νόμος προβλέπει για μεγαλύτερο αριθμό μελών, από εννέα μέλη, μεταξύ των οποίων θα υπάρχει Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος και τα οποία διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία που προνοείται στο παρόν άρθρο.»
Το άρθρο 5(4) του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμου, Κεφ. 300Α προβλέπει ότι:
«(4) Το Ίδρυμα δύναται να λειτουργεί ανεξάρτητα από οποιαδήποτε κενή θέση στα μέλη του.»
Στο άρθρο 7 του πιο πάνω Νόμου προβλέπεται η απαρτία ως ακολούθως:
«7.-(1) Η απαρτία σε όλες τις συνεδριάσεις του Ιδρύματος είναι τρία παρόντα μέλη επιπρόσθετα από τον Πρόεδρο.»
Στην παράγραφο (2) του ιδίου άρθρου 7 αναφέρεται πως ο Πρόεδρος προεδρεύει σε όλες τις συνεδριάσεις.
Στο άρθρο 6(1), προβλέπεται ότι σε περίπτωση προσωρινής απουσίας του Προέδρου στο εξωτερικό, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να διορίζει κάποιο άλλο πρόσωπο να ενεργεί ως Πρόεδρος.
Προκύπτει πως το Συμβούλιο, κατά παράβαση των προαναφερόμενων προνοιών, προχώρησε σε συνεδρίαση χωρίς τη δυνατότητα ύπαρξης απαρτίας, αφού ο Πρόεδρος απουσίαζε στο εξωτερικό.
Στη συνεδρίαση εκείνη, καθώς αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, το Συμβούλιο μελέτησε επιστολή του Νομικού Συμβούλου ημερ. 3.6.2003 αναφορικά με την ερμηνεία του Περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1998 σε συνάρτηση με τις διαδικασίες που ακολούθησε το ΡΙΚ για τις θέσεις πρώτου διορισμού που προκηρύχθηκαν.
Αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή μεταξύ άλλων ότι:
«........ υπάρχει εδώ παραβίαση του Νόμου, και συγκεκριμένα του άρθρου 4(1), και το ερώτημα είναι κατά πόσο η παραβίαση της σχετικής νομοθετικής πρόνοιας θα οδηγήσει σε ακυρότητα την τελική πράξη. ..............Σίγουρα η.. ασφαλέστερη και προτιμητέα διαδικασία θα ήταν να υπάρξει -όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω -σχολαστική συμμόρφωση με όλες τις πρόνοιες του Νόμου. Εάν όμως το Συμβούλιο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η υπό κρίση παραβίαση ήταν μόνο τυπική, και δεν συνιστούσε παραβίαση ουσιώδους τύπου, και επιπλέον ότι δεν είχε οποιαδήποτε δυσμενή επίπτωση επί οποιουδήποτε διοικούμενου, τότε ίσως το Διοικητικό Συμβούλιο να διαμορφώσει την άποψη ότι μπορεί να παραγνωρίσει την καλόπιστη αυτή παρατυπία. Αλλά η άποψη μας παραμένει ότι θα ήταν προτιμότερο να υπάρξει πλήρης συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Νόμου και πως η ασφαλέστερη λύση θα ήταν η ακύρωση της σχετικής διαδικασίας. Το θέμα, στην προκείμενη περίπτωση, θα πρέπει να αποφασιστεί πρώτα από το Συμβούλιο του Ιδρύματος και σε τελευταία ανάλυση από το δικαστήριο........»
Συνάγεται από το σχετικό πρακτικό ότι το Συμβούλιο αποφάσισε, στην απουσία του Προέδρου (χωρίς δηλαδή απαρτία), να προχωρήσει με τη διαδικασία άσχετα με τη θέση του νομικού συμβούλου του Ιδρύματος, όπως αυτή επεξηγείτο στην προαναφερόμενη επιστολή του.
Η πιο πάνω απουσία του προέδρου επηρέαζε τη νόμιμη συγκρότηση του Συμβουλίου.
Παρουσιάζεται επίσης το φαινόμενο άλλα μέλη να απουσίαζαν στη μια συνεδρίαση και να παρευρίσκονταν στην επόμενη, χωρίς όμως να ενημερώνονταν για τις αποφάσεις που λαμβάνονταν για να τις υιοθετήσουν. Σημειώθηκε ωστόσο στο σχετικό πρακτικό στην τελευταία συνεδρίαση της 8.7.2003, ότι είχε γίνει υιοθέτηση όλων των προηγηθεισών αποφάσεων από τα μέλη, αλλά αυτό παρατηρώ ότι έγινε μετά τη διεξαγωγή των προφορικών συνεντεύξεων και όχι στην αρχή της εν λόγω συνεδρίασης.
Η διαδικασία της συζήτησης και λήψης απόφασης από ένα διοικητικό όργανο διέπεται από το άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), το οποίο προνοεί ότι:
«22. Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης.»
Έχοντας υπόψη τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης σε σχέση με τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου, μπορεί να λεχθεί ότι υπήρξε παράβαση και του άρθρου 22, αφού τα απουσιάζοντα μέλη δεν ενημερώνονταν για τα όσα είχαν ήδη διαδραματισθεί στις συνεδρίες που δεν είχαν συμμετάσχει. Επιπρόσθετα οι σχετικές απουσίες σημειώθηκαν σε συνεδρίες (10.9.2002, 27.12.2002, 22.4.2003, 29.5.2003, 3.6.2003) κατά τις οποίες το Διοικητικό Συμβούλιο είχε ασχοληθεί μεν με προκαταρκτικά θέματα, καθότι δεν έγινε οποιαδήποτε συζήτηση ή ουσιαστική αξιολόγηση των υποψηφίων, αλλά τα θέματα εκείνα, κατά την κρίση μου, σηματοδότησαν τη διαδικασία που ακολουθήθηκε και κατ΄ επέκταση την εγκυρότητα της.
Στην υπόθεση Λ. Ευσταθίου κ.α. ν. Παναγιώτας Πολυβίου και Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών, Α.Ε. 2477, ημερ. 13/6/00, το δικαστήριο πρωτόδικα ακύρωσε την επίδικη απόφαση αφού από διαδοχικές συνεδρίες του συλλογικού οργάνου απουσίαζαν μέλη του χωρίς να φαίνεται στα πρακτικά ότι στις επόμενες συνεδρίες (που τα μέλη ήταν παρόντα) τύγχαναν ενημέρωσης για όσα προηγήθηκαν. Κρίθηκε κατ' έφεση ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Καμιά διαταγή για έξοδα για το ενδιαφερόμενο μέρος.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.